Σύνδεση συνδρομητών

Κοιτάζοντας το κείμενό μου από κάποια απόσταση

Δευτέρα, 14 Απριλίου 2025 01:57
Ο Αλέξης Πολίτης από τον Αλέκο Παπαδάτο.
Αλέκος Παπαδάτος / The Books' Journal
Ο Αλέξης Πολίτης από τον Αλέκο Παπαδάτο.

Το κείμενο που ακολουθεί προέρχεται από το τεύχος 94 του Books' Journal (Ιανουάριος 2019) με το μεγάλο αφιέρωμα στον καθηγητή Αλέξη Πολίτη, τον μεγάλο εκλιπόντα, συνεργάτη και φίλο μας. Παραπέμπει στο βιβλίο του Αλέξης Πολίτης, Η ρομαντική λογοτεχνία στο εθνικό κράτος (1830-1880). Ποίηση, πεζογραφία, θέατρο, πνευματική κίνηση, αναγνώστες, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2017, 456 σελ., κριτική του οποίου αναδημοσιεύεται εδώ: https://booksjournal.gr/kritikes/logotexnia/5321-ta-prota-50-xronia-logotexnikis-zois

Θέλω ν’ αναφερθώ σε δύο θέματα, που σίγουρα όσοι έχουν διαβάσει με προσοχή το βιβλίο θα τα έχουν προσέξει, ενίοτε τα υπογραμμίζω κάπως, αλλά δεν βρήκα ένα σημείο να τα συνοψίσω αυτόνομα.

Το πρώτο: όποτε κάποιο λογοτεχνικό έργο, έμμετρο ή πεζό αναφέρεται στα χρόνια της τουρκοκρατίας ή των καταστροφών του ’21, το διατρέχει ο θρήνος για τα πάθη που υποφέρουν οι δικοί-μας από τους Τούρκους. Το τυπικό μοτίβο:  νά δύο ερωτευμένοι νέοι, έτοιμοι να παντρευτούν, και ένας Τούρκος αρπάζει το κορίτσι. Ο βίαιος χωρισμός αγαπημένων προσώπων συνιστά πάντα μια καλή αρχή – να θυμηθούμε και τα παραμύθια που κι αυτά ξεκινάνε με μια «στέρηση».

Άλλο είναι βέβαια αυτό που θέλω να σχολιάσω: το ότι πάντα –και νομίζω δίχως εξαίρεση καμία– και οι δύο νέοι, άντρας και γυναίκα «είναι πολύ πλούσιοι». Ενίοτε ένας από τους δυο έχει μόλις χάσει την περιουσία-του, ο κακός Τούρκος την έχει πρόσφατα σφετεριστεί, συνήθως παράνομα, με τη βία της εξουσίας. Εδώ ο Βλαδίμηρος Προππ θα μας έλεγε, «στέρηση και πάλι».

Σύμφωνοι, και θα συνέβαιναν παρόμοιες πράξεις. Αλλά αν αυτές συνιστούσαν τον κανόνα, οι μόλις απελευθερωμένοι έλληνες λογοτέχνες διασπείρουν στους αναγνώστες μια πληροφορία που μάλλον δεν την συνειδητοποιούν: παρά την καταπίεση, παρά τα όσα υπέφεραν, οι Έλληνες είχαν τη δυνατότητα να πλουτίσουν, και πλούτιζαν. Μπορούσαν να έχουν όλα τα καλά, και μονάχα όποτε βρισκόταν κάποιος διεστραμμένος χαρακτήρας –συνήθως μας δίνεται η περιγραφή-του· άσχημος, φιλήδονος, κοντός και άλλα φυσιογνωμικά παρόμοια– μονάχα τότε έχαναν οι Έλληνες ετούτη τη δυνατότητα.

Δεν πρόκειται φυσικά για υπονόμευση του εθνικού ιδεολογήματος, πρόκειται απλώς για την υποταγή στα εύκολα μονοπάτια του αφελούς Ρομαντισμού.

***

Το δεύτερο θέμα-μου· κάτι σαν ερώτημα στον εαυτό-μου. Άρεσε άραγε τόσο, όσο μας λένε οι εισηγητές των ποιητικών διαγωνισμών είτε οι σκόρπιες πληροφορίες που δημοσιεύονται, οι ποικίλοι έπαινοι κλπ., άρεσε τόσο η ποίηση που καλλιεργήθηκε για μισόν αιώνα; Ίσως, θα επισημάνω ωστόσο κάποιες μαρτυρίες που δεν τις αξιολογούμε συνήθως.

Θα ξεκινήσω με τις απόψεις του Κωνσταντίνου Ασώπιου. Σήμερα το όνομα μπορεί να μην μας λέει πολλά, αλλά αν ρωτούσατε έναν οποιοδήποτε εγγράμματο λόγιο από το 1840 περίπου έως το 1872 που πέθανε υπέργηρος, «ποιος είναι ο σοφότερος Έλληνας», σίγουρα αυτό το όνομα θα σας έλεγε. Στα 1850 λοιπόν εκδίδει ένα πολυσέλιδο λεξικό, Ιστορία των Ελλήνων ποιητών, όπου στο λήμμα «Ευριπίδης» σημειώνει τα εξής: Το δράμα είναι περίπου αγέννητο στη σύγχρονη λογοτεχνία-μας, ενώ έπος δεν έχουμε καν διανοηθεί να συντάξουμε. Και, «Αλλ’ ει μεν δεν κατορθώσαμεν τα αδύνατα, ούπω εκθρέψαντες Ομήρους και Αισχύλους και Σοφοκλείς, ως ακαίρως και μικροφιλοτίμως ονόμασάν-τινες εαυτούς ή τους φίλους-των, χαριζόμενοι βέβαια επί συμφωνίας της ομοίας αμοιβής, δίκαιον είναι εκ της ευφυΐας του έθνους και των επιτυχών μέχρι τούδε εις άλλα είδη δοκιμίων, να ελπίσωμεν μεγάλα, όταν, ελθόντος του καιρού αναφανώσι και οι προς τούτο κλητοί ποιηταί». Σχεδόν εκμηδενίζει λοιπόν όλη τη σύγχρονη παραγωγή – παρακάτω εξαιρεί τα δημοτικά τραγούδια, κι εν μέρει τον Ερωτόκριτο, και επαφίεται στο μέλλον. (Αν στις οκτακόσιες τόσες σελίδες του έργου-του έχει σφηνώνει και κάτι άλλο παρόμοιο, δεν το έχω εντοπίσει· αλλά και ετούτο έφτανε για να ξεσπαθώσουν εναντίον-του η Ευτέρπη, ο Ζαλοκώστας, ο Παναγιώτης Σούτσος.)

Δεύτερο τεκμήριο. Στα 1852 ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος δημοσιεύει τη δική-του συναγωγή δημοτικών τραγουδιών, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος εκδοθέντα μετά μελέτης ιστορικής περί νεωτέρου ελληνισμού. Εκεί, στην «ιστορική μελέτη» διατυπώνει τον εξής αφορισμό: «Και λοιπόν ο πολιτικός είναι ο μόνος εθνικός και δημοτικός, ο μόνος αυτοφυής και αρμόδιος στίχος της νεοτέρας Μούσης» – ο δεκαπεντασύλλαβος, δηλαδή. «Ο Κλέφτης, όστις εδιδάχθη την ποιητικήν τέχνην υπό αυτής της Ελληνικής φύσεως επί τα Άγραφα, ο Κλέφτης, ο ανώνυμος ούτος της Αναγεννήσεως μελοποιός, εφήρμωσεν εις την αρμονίαν τους αισθητικούς και ιστοριονομικούς του γένους κανόνας», και, εδώ είναι το ζουμί, «καλύτερον ίσως από πολλούς Πετράρχας και Βεραγγέρους του αιώνος-μας». Αμέσως παρακάτω ασχολείται με το μέλλον του δεκαπεντασυλλάβου: «ότε σύμπαν πολιτικώς το γένος αποκατασταθήσεται» – όταν δηλαδή ολοκληρωθεί η Μεγάλη Ιδέα–, η «αγοραία γλώσσα», και η δημοτική, και ο κλέφτης, και ο πολιτικός στίχος, «θέλουσιν αποσυρθεί της σκηνής», και τότε «η Ποίησις μετά του [πεζού] Λόγου θέλουσι συναπαρτίσει μίαν και την αυτήν θεοτερπή και εγερσίνοον παναρμονίαν», τότε, μ’ άλλα λόγια, τότε μόνο, σ’ αυτό το ιδεατό μέλλον, θα αποκτήσουμε μια λογοτεχνία που θα ευχαριστεί τον Θεό και θα ανυψώνει τον νου, το μυαλό.

Ο Ζαμπέλιος βέβαια δεν αντιπροσωπεύει το κοινό της εποχής-του, κι ενδεχομένως ελάχιστοι πρόσεξαν τα λεγόμενά-του. Ένας προσεκτικός όμως αναγνώστης-του, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, όχι μόνο τα πρόσεξε, παρά θέλησε, καλότροπα, να τα ανατρέψει. Ανάμεσα σε κάποιες άλλες ενστάσεις για το βιβλίο, που δεν μας ενδιαφέρουν εδώ, σημειώνει και τη μανία του Ζαμπέλιου για πρωτοτυπία: «εξοκέλλει ενίοτε εις το νόσημα της πρωτοτυπίας, την ιδιορρυθμίαν· διότι άλλως, ομολογούμεν, δεν δυνάμεθα να χαρακτηρίσωμεν την αδιάλλακτον λ.χ. αυτού καταδρομή κατά της ακάκου νεοτέρας ελληνικής ποιήσεως (εννοείται της λογίας, όχι της δημώδους»;

Τρίτη μαρτυρία, πέντε χρόνια αργότερα. Μόλις έχει μαθευτεί ο θάνατος του Σολωμού, και η εφημερίδα Αιών σχολιάζει: «ο μέγας της νεωτέρας Ελλάδος ποιητής, ο μόνος δυνάμενος να διεκδικήση το όνομα τούτο». Τιμή στον νεκρό, βέβαια – όμως μήπως ο Τιμολέων Φιλήμων, υπεύθυνος συντάκτης πια της εφημερίδας, είχε κάτι παραπάνω στον νού-του; Οπωσδήποτε ο Παναγιώτης Σούτσος έσπευσε να διαμαρτυρηθεί στον πατέρα του Τιμολέοντα, τον Ιωάννη, και ο Αιών προσπάθησε να τα συμμαζέψει, μα δεν πήρε πίσω τον βαρύ λόγο· ενώ την επόμενη μέρα η Αθηνά επανέλαβε την ίδια περίπου φράση. Απλή αντιγραφή, ή μήπως δεύτερη υπογράμμιση μιας υπόγειας σκέψης που δύσκολα μπορούσε να περάσει από το ενδιάθετο συναίσθημα στη φωναχτή διατύπωση;

Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος ακόμα μια φορά, στα 1860 τώρα· παρουσιάζει τον Ιούλιο Τυπάλδο στο περιοδικό Πανδώρα. Τον ακούμε: «Φέρομεν πίστην σταθεράν ότι η Ποίησις και η Φιλολογία […] δεν είναι απλώς ορισμέναι να ενεργώσιν επί των αισθητηρίων και επί της φαντασίας, να προκαλώσι την ευπάθειαν ή τον προς την ανδρείαν θαυμασμόν, να υπερερεθίζωσι τα πάθη […] ή να γαργαλίζωσι τας αδυναμίας του κοινού, αλλ’ οφείλουσιν έτι, προ πάντων οφείλουσι, τα του γένους έμφυτα ελαττώματα πατρικήι τηι προνοίαι προδιαγνούσαι, τας κληρονομικάς αρρωστίας σταθμίσασαι […], να επιφέρωσι την προσήκουσαν πνευματικήν θεραπείαν. Άστοχος, αλυσιτελής, ειμή και βλαβερά πολιτεύεται η Ποίησις τοιούτον ιερόν σκοπόν μη προτιθεμένη. –Ο Έλλην λ.χ. ρέπει κατ’ έμφυτον κλίσιν προς τας γενικότητας, προς το θεωρητικόν, το μετέωρον, το αφηρημένον. […] Η κεντρόφυξ αύτη ροπή […] αποβαίνει όμως, ως πραγματικώς απέβη, βλαπτική προς την υλικήν ύπαρξιν, την κοινωνικήν υγιεινήν, την ευρωστίαν και μακροβιότητα της φυλής». Και αφού αναπτύξει περισσότερο ετούτες τις σκέψεις, περνάει στη συγκριτική εξέταση Ελλήνων και Άγγλων: «Διό, […] ο μεν φίλος της λεπτομερείας Άγγλος δογματοποιεί το καθήκον, duty, ο δε αεροπέτης Έλλην λατρεύει το μετεωρότατον πάντων, την δόξαν. Εντεύθεν η ημετέρα προς την ποίησιν ροπή», και παρακάτω, αφού συνεχίσει τις παρατηρήσεις-του με αδιάλειπτο οίστρο: «Αυτόδηλον εκ των ειρημένων έπεται ότι ο Έλλην δεν εζήτησε την Ποίησιν ως ο Άγγλος, εν τη […] εν τη αυτοψία και αναλύσει των βιοτικών ασχολήσεων. Υπό πόθων ζωηρών εναρπαγείς, δελεασθείς υπό νοοπλανών αριστεύσεως φαντασμάτων, απατηθείς υπό γοήτιδος φαντασίας […] έζησεν μάλλον εν τω παρελθόντι και εν των μέλλοντι».   

Το επόμενο τεκμήριο, του 1866, μας έρχεται από την Πάπισσα Ιωάννα του Ροΐδη. Ρητή απαξίωση της ποίησης δεν υπάρχει –έξω από τη διαρκή ειρωνεία προς τον Παναγιώτη Σούτσο–, ολόκληρο ωστόσο το έργο αποτελεί ένα ξετίναγμα της συνολικής επίσημης ιδεολογίας, και το γεγονός της τρομακτικής-του επιτυχίας μαρτυρεί πως πολλοί ένιωθαν ότι κάτι δεν πάει καλά με αυτό το σύνολο. Και μόλις βρέθηκε κάποιος να το πει φωναχτά, σαν να απελευθερώθηκαν. Αυτή την απελευθέρωση θα τη σχολιάσω τελειώνοντας.

Ενδιάμεσα όμως έχουμε δύο ακόμη μαρτυρίες. Η πρώτη είναι το «φαινόμενο Αντωνιάδης». Ήταν ο πιο παραγωγικός ίσως λόγιος του αιώνα, μόνο στους ποιητικούς διαγωνισμούς έστειλε πάνω από δώδεκα συμμετοχές –που αν αθροίσουμε το σύνολο των στίχων-τους σίγουρα ξεπερνάμε τις 100.000–, βραβεύθηκε έξι φορές και μάζεψε άλλους τέσσερις επαίνους. Όμως το έργο-του διόλου δεν επηρέασε τη λογοτεχνική πορεία, και επίσης ξεχάστηκε αμέσως μόλις πέθανε το 1905, όχι από το κοινό, που είναι αμφίβολο αν ποτέ τον διάβασε, παρά και από τους ιστορικούς της λογοτεχνίας. Μια κοινωνική λοιπόν άρνηση των προτάσεων της επίσημης, ας την ονομάσουμε έτσι, ιδεολογίας.

Τελευταίες, και καταλυτικές, οι μαρτυρίες του Ροΐδη το 1877· η πρώτη στην έκθεση της επιτροπής για τον «Δραματικό αγώνα» του «Παρνασσού», όπου η περίφημη φράση «ποίησιν η Ελλάς δεν δύναται επί του παρόντος να ελπίζει, αφού τα μεν πάτρια ήθη απηρνήθη, του δε διανοητικού βίου των νεοτέρων εθνών εισέτι δεν μετέχει, ουδέ την εμπνέουσαν τους ποιητάς αυτών νόσον του αιώνος νοσεί, την έλλειψιν δηλαδή και την δίψαν ιδανικού». Και, με ακόμα πιο οξύ τρόπο, την ίδια χρονιά: «Το δε όντως περίεργον είναι ότι ο Έλλην, ούτε πνεύματος ούτε νοημοσύνης αμοιρών, ουδόλως απατάται περί της αξίας πάντων τούτων. Αλλ’ εξ ανοχής και ραθυμίας ακολουθών το επικρατήσαν ρεύμα της επιδείξεως, θέλει ακαδημίας εν πληρεστάτη γνώσει ότι δεν υπάρχουσιν ακαδημαϊκοί άνδρες, βραβεύει έργα τα οποία εξ όλης της καρδίας περιφρονεί, χειροκροτεί αηδιάζων, ακροάται χασμώμενος ατελευτήτους λόγους και είναι ο ίδιος έτοιμος να ομιλήσει εκ του προχείρου περί παντός πράγματος, ουχί εκ τύφου ή υπερβαλλούσης πεποιθήσεως εις τας γνώσεις του, αλλ’ απλώς διότι νομίζει την εκστόμισιν λήρων πράγμα όλως καθ’ εαυτό αδιάφορον και αβλαβές».

***

Άραγε τα λίγα ετούτα αρνητικά σχόλια που αντιστρατεύονται τις ατελείωτες πληροφορίες για τη θερμότατη υποδοχή που είχε η άψυχη πορεία της ελλαδικής λογοτεχνίας για μισόν αιώνα, τους ενθουσιασμούς, τις αποστηθίσεις ποιημάτων από ένα σωρό ανθρώπους, να σημαίνουν κάτι, ή μήπως να πρόκειται για τυχαία ξεσπάσματα; Υποψιάζομαι πως ίσως και να δηλώνουν ότι το ευρύ κοινό μπροστά στα αδιέξοδα της πραγματικότητας που την καθόριζε από τη μια το άλυτο Ανατολικό ζήτημα κι από την άλλη το πως όσο κι αν το επιθυμούσαμε η απόσταση από την Ευρώπη δεν εκμηδενιζόταν, όπως είχαμε πιστέψει στα 1830, να συμπορεύθηκε και να απατήθηκε όπως κι οι λογοτέχνες-του «υπό πόθων ζωηρών εναρπαγέν, δελεασθέν υπό νοοπλανών αριστεύσεως φαντασμάτων». Αλλά νά που πότε-πότε βρέθηκαν κάποιοι που στιγμιαία και προσωρινά τόλμησαν να το εννοήσουν. Και ίσως αυτοί οι λίγοι να εξέφραζαν μια υπόγεια ενδιάθετη αμφιβολία ευρύτερη από τις λίγες φορές που εκφράστηκε.

Αλέξης Πολίτης

Ομότιμος καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Βιβλία του: Υποσημειώσεις και παραπομπές (1998), Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (1999), Το μυθολογικό κενό (2000), Ρομαντικά χρόνια (2003), Εγχειρίδιο του νεοελληνιστή (2005), Αποτυπώματα του χρόνου (2006), Το δημοτικό τραγούδι (2010), Η ρομαντική λογοτεχνία στο έθνος κράτος 1830-1880 (2017), 1821-1831. Μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούρια λογοτεχνία. Ποίηση, πεζογραφία, λογιοσύνη (2021). Το 2021 κυκλοφόρησε σχολιασμένο το έργο του Νικολάου Κασομούλη, Με το σπαθί εις το χέρι και με το ντουφέκι: Στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.