Ας ξεκινήσουμε από μια καίρια πληροφορία, την οποία εντόπισε ο συγγραφέας μας, ο Αντώνης Γλυτζουρής, σε μιαν εφημερίδα της 1ης Μαΐου1863, σχετικά με κάποια αποτρόπαια περιστατικά που θα τα παρακολουθήσουμε στο ωραίο βιβλίο του, Ιστορίες γι’ αγρίους ή Το ιπποδρόμιον Σουλιέ στην Ελλάδα (1861, 1863). Πρόκειται για μια επίσημη επιστολή που τη γράφει ο υπουργός των Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, δίνοντας την εντολή στον πρέσβη της Αγγλίας Πίτερ Σκάρλετ να τη διαβιβάσει στον έλληνα υπουργό των Εξωτερικών, ο οποίος και έπρεπε να την ανακοινώσει στην Εθνική Συνέλευση. Ας διευκρινίσουμε εδώ ότι, τη χρονιά εκείνη, από την έξωση του Όθωνα τον Οκτώβρη του 1862 έως τα τέλη Μαΐου 1863 και την οριστική εκλογή του Γεωργίου (αυτό το ζήτημα συζητούσε ακριβώς η Εθνική Συνέλευση), η καθημερινή τάξη είχε εξαιρετικά διασαλευθεί: ομάδες ενόπλων του τακτικού στρατού ασκούσαν βίαια παράνομες πράξεις για απολύτως προσωπικά τους συμφέροντα.
Φυσικά, μέσα σ’ αυτό το κάπως αλλοπρόσαλλο κλίμα, η καθημερινή ζωή συνεχιζόταν· οι άνθρωποι πήγαιναν κάθε μέρα στη δουλειά τους, ταξίδευαν, διασκέδαζαν. Έτσι, από τα τέλη Μαρτίου ή τις αρχές του Απριλίου 1863 εγίνονταν στην Αθήνα παραστάσεις από ένα πολύ γνωστό τσίρκο, το γαλλικό Ιπποδρόμιον Σουλιέ, με αρκετά μεγάλη επιτυχία. Αυτές οι παραστάσεις γίνονταν σε κάποιον ανοιχτό χώρο, όπου το ιπποδρόμιο έστηνε μια τεράστια τέντα – στο κέντρο οι ηθοποιοί, οι ακροβάτες, τα ωραία άλογα και άλλα ασκημένα ζώα, και γύρω-γύρω οι θεατές. Τον καιρό εκείνο στην Ελλάδα ο τακτικός στρατός είχε και αστυνομικά καθήκοντα· υπήρχε λοιπόν ένα άγημα που έπρεπε να επιβλέπει τους θεατές και να προστατεύει τους ηθοποιούς. Το έκανε όμως με τον χειρότερο δυνατόν τρόπο· στην ουσία, δεν το έκανε καθόλου· έμπαζε τζαμπατζήδες στρατιώτες και άλλους μέσα, βιαιοπραγούσε με κάθε ευκαιρία. Και τελικά, στις 20 Απριλίου 1863, ο αξιωματικός του αγήματος κακοποίησε άσχημα τον αιθίοπα υπηρέτη του Λουδοβίκου Σουλιέ, διευθυντή του Ιπποδρομίου, και το βράδυ κάποιοι υπαξιωματικοί άρπαξαν δυο κοπέλες του Ιπποδρομίου, τις βίασαν σε μια απόμερη γειτονιά της Αθήνας, και τις παράτησαν σε κακό χάλι. Ο άγγλος υπουργός των Εξωτερικών, λοιπόν, αναφερόταν σε ετούτη την υπόθεση, και κάκιζε την ατιμωρησία των υπεύθυνων από το ελληνικό κράτος. Θέλοντας να χρυσώσει κάπως το χάπι, πρόσθετε και τα παρακάτω: «Ειμί βέβαιος ότι η συνέλευσις», η Εθνική συνέλευση, δηλαδή, «θα μοι αποδώσει την δικαιοσύνην να πιστεύση ότι ουδείς πλέον πλην εγώ, και προσωπικώς και ως αντιπρόσωπος της Αυτής Μεγαλειότητος» (το 1863 αυτοκράτειρα ήταν η περίφημη Βικτωρία) «επιθυμεί να ίδει την αγαθήν κυβέρνησιν και την τάξιν επικρατούσαν εν χώρα προορισμένην, ως ελπίζω, να καθέξει έντιμον θέσιν μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών και να αποδειχθεί αξία των επιφανών ονομάτων των, την αρχαίαν αυτής ιστορίαν κοσμούντων»[1].
Οι ιπποδρομιακές παραστάσεις
Τα αποτρόπαια περιστατικά θα τα δούμε με την ώρα τους· δεν είναι ωστόσο εκείνα που οδήγησαν τις αναζητήσεις του Αντώνη Γλυτζουρή, παλιού, άξιου, και πολύ αγαπητού συναδέλφου εδώ στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου μας στο Ρέθυμνο, ερευνητή στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, αγαπημένου μαθητή και εξαιρετικού συνεργάτη του Θόδωρου Χατζηπανταζή, αλλά και θερμού προσωπικού μας φίλου, της Αγγέλας Καστρινάκη κι εμού. Αυτό λοιπόν που τον οδήγησε στην έρευνα και τη συγγραφή, όσο μπορώ βέβαια να φανταστώ, αλλά να φανταστώ με ισχυρές πιθανότητες, ήταν να μελετήσει τις ιπποδρομιακές παραστάσεις ως ένα από τα υποτιμημένα «καλλιτεχνικά θεάματα», τα οποία πολυάριθμοι διανοούμενοι και μελετητές, είτε στα παλιότερα είτε στα κοντινά μας χρόνια, θεωρούν ευτελείς διασκεδάσεις, ταιριαστές μονάχα στους απλοϊκούς κι ακαλλιέργητους ανθρώπους, ανάξιες να διερευνηθούν περισσότερο. Όχι, μας λέει ο Αντώνης Γλυτζουρής, η Ελλάδα μπορούσε να καθέξει έντιμον θέσιν μεταξύ των ευρωπαϊκών εθνών και να αποδειχθεί αξία του Περικλή ή του Σωκράτη, μελετώντας ακόμα και τις απλοϊκές διασκεδάσεις, που, αν το καλοσκεφτούμε, δεν θα άφηναν ούτε αδιάφορο ούτε ασυγκίνητο τον Αριστοφάνη.
Ώρα να έρθουμε λίγο στα περιστατικά. Το τσίρκο του Λουδοβίκου Σουλιέ ήταν μια καλά οργανωμένη ευρωπαϊκή επιχείρηση και στηριζόταν στους ακροβάτες και στις ακροβάτισσες που έκαναν ασκήσεις πάνω σ’ άλογα που έτρεχαν πάνω-κάτω. Ετούτες οι ασκήσεις δεν ήταν παίξε-γέλασε, ήταν τολμηρές κι επικίνδυνες – γι’ αυτό κι εντυπωσίαζαν· απαιτούσαν εξαιρετικά ευλύγιστα σώματα, κι ασκημένα από την πρώτη παιδική ηλικία. Ας προσθέσουμε και τη γοητεία των καλλίγραμμων γυναικών, και ακόμα, πως οι ακροβάτισσες εμφανίζονταν με ενδυμασίες που αναδείκνυαν το κορμί τους με τρόπο ολότελα αντίθετο από εκείνον που επέβαλε η κοινωνική ευπρέπεια της εποχής. Πέρα όμως από ετούτα τα αυτονόητα, οι πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να αναστήσουμε κάπως με τη φαντασία μας τις παραστάσεις είναι ανύπαρκτες: δεν έχει διασωθεί ούτε μια από τις αφίσες που θα ήταν τοιχοκολλημένες τότε στην Αθήνα, ή μια έστω και λιγόλογη περιγραφή σε εφημερίδα ή κάπου αλλού. Σωστά παρατηρεί ο Αντώνης Γλυτζουρής ότι το ελληνικό κοινό τότε, λόγιοι, εφημερίδες, δημοσιογράφοι δεν καταδέχονταν ν’ ασχοληθούν μ’ «ένα είδος διασκέδασης που στηρίζονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στο σώμα και όχι στο λόγο». Αναγκαστικά λοιπόν ο ερευνητής πασχίζει να αντλήσει πληροφορίες από τη διεθνή βιβλιογραφία, ή από τις παραστάσεις του τσίρκου στην οθωμανική πρωτεύουσα, για τις οποίες οι ελληνικές εφημερίδες της Κωνσταντινούπολης δεν είναι τόσο λιγόλογες. Η παράσταση λοιπόν γινόταν σ’ ένα τεράστιο τσαντίρι, που επίσημα ονομαζόταν Αμφιθέατρο, χωρούσε 3.500 θεατές, υπήρχαν θέσεις για το καλό κοινό, κι άλλες πιο δεύτερες, προφανώς και για όρθιους, και «αι έδραι», τα καθίσματα δηλαδή, ήταν βαλμένες με τέτοιο τρόπο «ώστε έκαστος θεατής θέλει απολαύει εντελέστατα την τερπνότητα του θεάματος». Μέσα, το αμφιθέατρο ήταν «αεροφώτιστον», φωτιζόταν δηλαδή με λαμπτήρες γκαζιού· το γκάζι ήταν τότε η τελευταία λέξη του πολιτισμού – οι δρόμοι του Παρισιού απέκτησαν τέτοια φανάρια γκαζιού το 1820, της Αθήνας το 1862.
Κάπως έτσι θα ήταν και οι αθηναϊκές παραστάσεις – προφανώς με μικρότερους αριθμούς ηθοποιών και θεατών. Ξέρουμε ότι το τσίρκο Σουλιέ είχε έρθει το 1863 με προσωπικό πενήντα επτά άτομα και είκοσι άλογα· κι έχουμε μια πληροφορία ότι στις παραστάσεις μπορούσε κανείς να νοικιάσει και κιάλια – άρα οι θεατές δεν θα ήταν και τόσο λίγοι. Και πλάι στα γνωστά ιπποδρομιακά θεάματα είχαμε κι άλλα νούμερα με σκυλιά, κλόουν και τα παρόμοια· εδώ μάλιστα αρχίζουν τα προβλήματα, γιατι καθώς φαίνεται πολλά ήταν και αρκετά άσεμνα. Μια εφημερίδα έγραφε στις 6 Απριλίου 1863: «Απορούμεν πώς η αρμοδία αρχή επέτρεψεν […] εις τον Σουλιέ να διδάξει εκ νέου εις Αθήνας» (ο θίασος του Σουλιέ είχε έρθει και το 1861) «τας κακοηθείας εκείνας, δι’ ας άλλοτε έκαμε τους θεατάς να ερυθριάσωσιν. Ένα τοιούτον τυχοδιώκτην, άνθρωπον κακοήθη […], η Αστυνομία έπρεπε να αποβάλει εντεύθεν, και οφείλει να πράξει τούτο ήδη τουλάχιστον, αν δεν επιθυμεί να ειπεί το κοινόν ότι ενασμενίζεται εις τα τοιαύτα». Δεν έπεσαν στον αέρα οι διαμαρτυρίες· η Αστυνομία ζήτησε να διακοπούν οι παραστάσεις, ο Σουλιέ προσέφυγε στον γάλλο πρέσβη, ο οποίος επισήμανε στην ελληνική κυβέρνηση ότι αυτό σήμαινε δικαίωμα αποζημίωσης (αφού το Ιπποδρόμιο είχε έρθει με κανονική άδεια) και η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει πίσω.
Όμως τα πράγματα είχαν πάρει πια άσκημο δρόμο. Ο στρατός, το είπαμε, δεν κρατούσε την τάξη, πολλοί στρατιώτες έμπαιναν μέσα, με το σπαθί στο χέρι, μάλιστα· μερικοί θεατές διαμαρτύρονταν έμπρακτα για κάποια θεάματα, πετροβολώντας τους ηθοποιούς, αλλά η θρυαλλίδα της έκρηξης προήλθε από τα «tableaux vivants».
Ο συγγραφέας ανοίγει εδώ μια παρένθεση για να μας εξηγήσει όσο μπορεί πιο συνοπτικά τι ήταν αυτό το θέαμα. Ίσως να μας βοηθάει η διατύπωση «ζωντανά αγάλματα»· ηθοποιοί ντυμένοι με κάτι σαν ολόσωμες κάλτσες και παρίσταναν, ακίνητοι, κάποια εικόνα – σαν να βλέπεις ένα αρχαίο γλυπτό σε μουσείο. Ετούτη η τέχνη πρωτοεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1820 στη Γερμανία κι είχε αρκετή διάδοση στην κεντρική, τη δυτική Ευρώπη και την Αμερική ώς τα μέσα του 19ου αιώνα. Στα τσίρκα όμως προβαλλόταν κυρίως –ή μονάχα– ο ερωτισμός του γυναικείου κορμιού, ένα θέαμα εξαιρετικά ερεθιστικό σε μια κοινωνία όπου άμα φαινόταν μια στιγμή ο ποδοστράγαλος μιας κοπελιάς, έλαμπ’ ο γιαλός, έλαμπε το περιγιάλι.
Στις παραστάσεις λοιπόν του Ιπποδρομίου Σουλιέ υπήρχαν, ή εμφανίστηκαν κάποια στιγμή, τέτοια tableaux vivants. Ο καθωσπρεπισμός της κοινωνίας ενοχλήθηκε, και πολύ, διαμαρτυρήθηκε ώς και η σοβαρή Πανδώρα, το λόγιο οικογενειακό περιοδικό της εποχής, που βέβαια δεν καταδεχόταν όχι να βλέπει τέτοια ταπεινά θεάματα, παρά ούτε και να πατήσει το πόδι της μέσα στο Ιπποδρόμιο[2]. Στις 21 Απριλίου λοιπόν, αφού είχαν συμβεί τα έκτροπα, το Ιπποδρόμιο Σουλιέ εγκατέλειψε την Αθήνα, αλλά, εννοείται, δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα. Απευθύνθηκε στον γάλλο πρέσβη στην Ελλάδα και ζήτησε ένα σημαντικό ποσό αποζημίωσης για τις βλάβες που έπαθε. Η γαλλική πρεσβεία στήριξε τα αιτήματά του, η αγγλική κυβέρνηση επέμεινε, όπως είδαμε κι αυτή, και ο έλληνας υπουργός των Εξωτερικών προσπάθησε να αμυνθεί, ώστε να αποφύγει η Ελλάδα να πληρώσει αποζημιώσεις. Ακολούθησε μια μακρά ανταλλαγή επιστολών που κράτησε κοντά τρεις μήνες, η οποία είχε τυπωθεί εκείνη την εποχή και αναδημοσιεύεται στο βιβλίο· τελικά πάντως η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει. Ο Αντώνης Γλυτζουρής το θεωρεί λίγο ή αρκετά άδικο, εγώ προσωπικά φοβούμαι πως δεν γινόταν αλλιώς. Υπάρχουν κάποιοι κανόνες νοητού διεθνούς δικαίου.
Η καθημερινότητα τον 19ο αιώνα
Εδώ τελειώνει το βιβλίο. Είπαμε όμως πως, εκτός από το αυτοτελές ενδιαφέρον του επεισοδίου, η όλη ιστορία ήταν μια αφορμή για τον Αντώνη Γλυτζουρή να μας πληροφορήσει για ένα «ταπεινό» θέαμα. Μας λείπουν πολύ παρόμοιες μελέτες. Για τη νεοελληνική καθημερινότητα του 19ου αιώνα δεν διαθέτουμε παρά λιγοστές βιωματικές πηγές, κείμενα δηλαδή που να γράφτηκαν αυθόρμητα, χωρίς στόχο – λόγου χάρη ιδιωτικά γράμματα, προσωπικά ημερολόγια, αυτοβιογραφίες μη επώνυμων ανθρώπων· τι γράφει, ας πούμε, στους γονείς του κάποιο νεαρό γυμνασιόπαιδο που σπουδάζει στην πρωτεύουσα, τις αποδείξεις εξόδων που κρατούσε κάποιος μικρασιάτης ή εφτανησιώτης φοιτητής για να εξηγήσει στην οικογένεια πως του χρειάζονταν περισσότερα χρήματα. Ο ιστορικός λοιπόν πρέπει να προσπαθήσει να φανταστεί την καθημερινή ζωή από άλλες πηγές, κυρίως τις ειδήσεις των εφημερίδων ή τις αυτοβιογραφίες των επωνύμων, λιγοστές κι αυτές. Υποθέσεις σαν τα γεγονότα του Ιπποδρομίου Σουλιέ το 1863 ανοίγουν κάποιες χαραμάδες για να δούμε το «κάθε μέρα», κάποιες πλευρές του, έστω. Ευχαριστούμε, Αντώνη. Και θα κλείσω μ’ ένα δικό μου δώρο, που φαντάζομαι πως θα ενδιαφέρει τον Αντώνη Γλυτζουρή, κι ίσως να το χρησιμοποιήσει στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου του, που ελπίζω πως δεν θα αργήσει.
Λοιπόν, λίγα χρόνια νωρίτερα, μάλλον το 1836, μία άλλη περίφημη ευρωπαία ακροβάτις δίνει κι αυτή παραστάσεις στο καλύτερο θέατρο της Κωνσταντινούπολης. Ανάμεσα στους θεατές είναι κι ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, που αμέσως μετά μετατρέπει τον γενικό ενθουσιασμό σε ποίημα[3]:
ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΧΟΙΝΟΒΑΤΙΝ ΟΡΧΗΣΤΡΙΔΑ
ΚΑΤ’ ΑΙΤΗΣΙΝ ΤΩΝ ΦΙΛΟΘΕΑΜΟΝΩΝ
Βήμ’ ανύψωσας επάνω στους προδόμους του αιθέρος
και ορχείσ’ αιωρουμένη με πτερά λεπτού αέρος.
Ίπτασαι και τους κανόνας της βαρύτητος εμπαίζεις,
στο κ ε ν ό ν με χιλιάδας πόθων και ευχών συμπαίζεις.
Του ευστρόφου σώματός σου κάθε μέλος είναι γλώσσα,
ομιλείς με τας κινήσεις και είσ’ έκφρασις σιγώσα.
Τι ανέκφραστος μαγεία, τι χαριεστάτη πλάνη!
Αμελών το κατά φύσιν, άνθρωπος πτηνόν εφάνη.
Ως μετέωρον ωραίον, ως λαμπρόν αρκτώον σέλας,
λαός έκθαμβος σε βλέπει με τας καιρικάς θυέλλας.
Ρίπτεσαι κι αι ψυχαί όλων ρίπτανται να σε αρπάσουν,
περιστέρ’ εις τους αιθέρας μήπως φύγεις και σε χάσουν.
[…]
Ραίνε μας από τα ύψη του ωραίου την ιδέαν,
τρυφερότης παχυνθείσα εις ομμάτων ήδη θέα.
Έφθασες μ’ αγγέλου πτήσιν στων θεάτρων μας το πρώτον,
άγγελον πολιτισμού μας σε δεχόμεθα με κ ρ ό τ ο ν.
– δηλαδή με χειροκροτήματα. Το ουράνιο αυτό κορίτσι το έλεγαν Βιττώρια.
[1] Εφημ. Παλιγγενεσία, 1/5/1863.
[2] Πανδώρα, «Ποικίλα», 315 (1/5/1863) 74-75, υπογραφή Σ., υποθέτω ο Στέφανος Ν. Δραγούμης.
[3] Ηλίας Τανταλίδης, Παίγνια, Σμύρνη, 149-150.