Ξεκινάω από μιαν έμμονη ιδέα μου. Με την ασάφεια που επίμονα επικαθορίζει τους τρόπους με τους οποίους σκεφτόμαστε, πολύ συχνά θεωρούμε πως το παρελθόν το ανακαλούν είτε η παράδοση είτε η ιστορία ομότροπα – συγχέουμε δηλαδή τη σχέση μας με τα παλιά γεγονότα. Όταν ο Κωστής Παλαμάς έλεγε, δυο μέρες μετά τις 28 Οκτωβρίου 1940, «Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα / μεθύστε με το αθάνατο κρασί του εικοσιένα», συνέπλεκε ακριβώς την ιστορία με την παράδοση.
Λοιπόν, όχι. Παράδοση και ιστορία συνιστούν δύο διαφορετικούς, συμπληρωματικούς, αλλά και συνάμα αντιτιθέμενους τρόπους με τους οποίους το παρελθόν προεκτείνεται χρονικά και αποτελεί πια τμήμα του παρόντος μας. Παράδοση είναι η άμεση και βιωματική σχέση μας με το παρελθόν, είναι ό,τι κληρονομήσαμε από τους παλαιότερους και τώρα είναι ένα κομμάτι του σημερινού εαυτού μας. Το βιώνουμε, το μεταχειριζόμαστε, το μετατρέπουμε, το ανανεώνουμε. Εδώ το εμφαντικότερο παράδειγμα είναι σίγουρα η γλώσσα. Η γλώσσα περιλαμβάνει και παλαιότατες λέξεις και χθεσινές· την παραλάβαμε όμως και τη χρησιμοποιούμε ως ενιαίο και συμπαγές σύνολο. Αντίθετα, η ιστορία μάς αποκόπτει από τη βιωματική σύνδεση, μας οδηγεί να επεξεργαστούμε τις όσες πληροφορίες μαθαίνουμε και η σχέση μας μαζί τους είναι επιλεκτική – κάτι κρατάμε κι άλλα συνειδητά τα απορρίπτουμε. Αν δεν αποστασιοποιηθούμε, δεν είναι δυνατόν να διερευνήσουμε ούτε την αλληλουχία των γεγονότων ούτε καν τα ίδια μεμονωμένα. Βιωματική ιστορία δεν υφίσταται· πρέπει κανείς να σταθεί έξω από το ρεύμα για να διακρίνει και τα πράγματα, και τα σημεία καμπής, τομής ή ενότητας, για να διακρίνει τη συνολική πορεία και την έκταση των φαινομένων που θέλει να ιστορήσει. Με δυο λόγια: η ιστορία είναι γνώση, ορθή ή πεπλανημένη, ενώ η παράδοση μνήμη. Ο ποιητικός λόγος του Κωστή Παλαμά δεν στόχευε την αλήθεια· συναισθήματα γύρευε να προκαλέσει – αυτό άλλωστε χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή ο τόπος.
Αρχεία, πυρήνες ιστορικής γνώσης
Το βιβλίο λοιπόν του αγαπητού σε όλους μας Χρήστου Λούκου μάς κατευθύνει ακριβώς προς την αντίθετη πορεία. Φτάνοντας κανείς πρώτη φορά στη Σύρο, καθώς το καράβι πλησιάζει στο λιμάνι, το μυαλό του γεμίζει εικόνες και παραστάσεις που προκαλούν απορίες επί αποριών – τη μια πίσω από την άλλη. Προτού καν ξεμπαρκάρει, αυτά τα ατελείωτα πέτρινα αρχοντικά τον παραξενίζουν· κι αφού κατεβεί και προχωρήσει λίγο χαζεύοντάς τα, στρίβει στον πρώτο πλατύ δρόμο που βλέπει να τον οδηγεί σε μια πλατεία. Μα τέτοια πλατεία δεν έχει ξαναδεί στον τόπο μας· μπροστά τώρα δεσπόζει ένα κτίριο τεράστιο, με κάτι μνημειακές μαρμάρινες σκάλες. Το Δημαρχείο. Δεξιά του ένα άλλο πολύ κομψό κτίριο, αριστερά του ένα τρίτο, κι αυτό πανέμορφο. Μα τι ήταν ετούτος ο τόπος, τι πλούτος κρυβόταν, ποιοι τον έφτιαξαν, πότε, ποιοι τον κατοικούσαν, τι σόι κοινωνία ζούσε εδώ; Ξέρουμε τίποτα;
Το μαγικό κλειδί που θα του λύσει τις απορίες βρίσκεται σ’ εκείνο το τρίτο κτίριο της πλατείας, το αριστερά του Δημαρχείου. Εδώ στεγάζεται το Αρχείο της πόλης, όπου το παρελθόν μετατρέπεται σε Ιστορία· αλλά η μετατροπή χρειάζεται ιθύνοντα νουν, και το όνομα αυτού, Χρήστος Λούκος. Και η πορεία της μετατροπής χρειάζεται εργάτες.
Καθηγητής της νεότερης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ο Χρήστος Λούκος έβαλε έναν από τους στόχους της ζωής του να βρει και να μορφώσει τους εργάτες που απαιτούνται για να μετατραπούν τα σκόρπια ανά την Ελλάδα αρχεία σε μικρούς ή μεγάλους πυρήνες ιστορικής γνώσης. Στην τάξη δίδασκε τη θεωρία, πώς προκύπτουν τα αρχεία, πού μπορεί να τα βρούμε, πώς τα καταγράφουμε, πώς τα ταξινομούμε, τι τα ρωτάμε – επειδή το παρελθόν, σαν τους μάρτυρες στο δικαστήριο, δεν μιλάει αν δεν το ρωτήσουμε, κι αν η ερώτηση είναι αφελής ή αστόχαστη η απάντηση δεν θα ’χει αξία. Και μετά το μάθημα στην τάξη, το καλοκαίρι στις διακοπές, όλοι μαζί, δάσκαλος και μαθητές, τρέχουν πότε στο μοναστήρι της Χοζοβιώτισσας στην Αμοργό, πότε στη Σαντορίνη, πότε εδώ και πότε εκεί, και το μάθημα γίνεται με τη δουλειά – γιατι μόνο έτσι μαθαίνεις, επιτόπου.
Χρειάστηκε κοντά μισός αιώνας για να χτιστεί ετούτο το βιβλίο. Αλλά βγήκε σωστό, πατάει γερά· αρχίζω από τον τίτλο, Η Ερμούπολη της Σύρου. Μα δεν είναι πλεονασμός, Σύρο δεν τη λέμε και την πόλη; Σίγουρα· συναισθηματικά, βιωματικά, η Ερμούπολη ταυτίζεται με τη Σύρο· ξέρετε κανέναν Ερμουπολίτη; – μόνο Συριανούς ξέρουμε. (Σημειώνω πως ο υπολογιστής υπογράμμισε τη λέξη «Ερμουπολίτης», άρα ούτε στο λεξικό υπάρχει.) Ο τίτλος όμως του βιβλίου είναι σωστός· ιστορικά άλλο η Σύρος, άλλο η πόλις του Ερμού, αυτή που φτιάχτηκε σε μιαν έρημη ώς τα 1821 παραλία μπροστά σ’ ένα λιμάνι, κλειστό, αρκετά προφυλαγμένο απ’ τους βοριάδες και ολότελα από την οθωμανική εξουσία, εκεί, μέσα στο κέντρο του Αιγαίου. Γιατί κι από τους Τούρκους; – επειδή ώς τα 1821 οι κάτοικοι του νησιού ήταν όλοι καθολικοί, προστατευόμενοι λοιπόν από τον βασιλιά της Γαλλίας.
Δεν θα δώσω, βέβαια, μια μικρή περίληψη ετούτου του εξαιρετικά πλούσιου, αλλά περιληπτικού, παρά τις εξακόσιες τόσες σελίδες του, βιβλίου. Δυο λόγια μόνο, την ουσία. Το πρώτο μέρος, με τον μεσότιτλο «Ακμή και παρακμή μιας μεσογειακής πόλης», αρχίζει από τα 1822, όταν φτάνουν οι πρώτοι χιώτες πρόσφυγες στο λιμάνι, κι απλώνεται έως τα 1880 πάνω-κάτω. Αυτή είναι η περίοδος που καθορίζει την Ερμούπολη που πρωτοαντικρίζει ο κάθε ταξιδιώτης καθώς φτάνει με το καράβι. Και το σημαντικό, το ιδιαίτερο, είναι ότι όλα ετούτα τα πενήντα χρόνια η πόλη λειτουργούσε με ρυθμούς διαφορετικούς από το μικρό ελλαδικό κράτος. Όχι απλώς διαφορετικούς, κάτι παραπάνω· λειτουργούσε με ανόμοιους, ενίοτε μάλιστα και με αντίστροφους ρυθμούς. Κεντρικός στόχος του κράτους ήταν η απελευθέρωση των υπόδουλων αδελφών, κεντρικός στόχος των Ερμοπουλιτών –να που μας χρειάζεται η λέξη– ήταν η αύξηση του πλούτου της πόλης. Δηλαδή, συμφεροντολόγοι; Ναι, ή αν αφαιρέσουμε το συναίσθημα, πρακτικότεροι, και λιγότερο μεγαλόστομοι. Το κεντρικό ελληνικό ιδεολόγημα, η Μεγάλη Ιδέα, είχε μικρότερη απήχηση στην Ερμούπολη – ακριβώς όπως και στις άλλες δυο εμπορικές πρωτεύουσες του ελληνισμού, τη Σμύρνη και την Πόλη, την Κωνσταντινούπολη. Γιατί η Μεγάλη Ιδέα δεν είχε καμιά προοπτική χωρίς πόλεμο και πόλεμος σήμαινε το Αιγαίο ανάστατο, μ’ άλλα λόγια την καταστροφή του εμπορίου. (Μικρή σημείωση· το ανάστατο Αιγαίο είχε αναγκάσει τις Μεγάλες Δυνάμεις να επιβάλουν στον σουλτάνο την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους.)
Δηλαδή οι ερμουπολίτες έμποροι αντιστρατεύονταν τη Μεγάλη Ιδέα; Ρητά όχι· μόνο ο Ροΐδης τόλμησε να το πει, κι αυτός με πλάγιο τρόπο. Αλλά μια επισήμανση του Ροΐδη για τα ρωμαίικα ψευτονταηλίκια του 1878, όταν την ώρα του ρωσο-τουρκικού πολέμου απειλούσαμε την Τουρκία με γενική εξέγερση των υπόδουλων χριστιανών, με οδήγησε σε μια σκέψη που με βοηθάει να φανταστώ καλύτερα τις διαφορές. Οι Ερμουπολίτες απέφευγαν να σκεφτούν τον πόλεμο, κι όταν στην Κρητική Επανάσταση του 1866 ανέβηκε ο πατριωτικός πυρετός βρέθηκαν ολότελα ανοχύρωτοι – ούτε ένα κανονάκι δεν πρέπει να υπήρχε στο έμπα του λιμανιού ή στην απέναντι όχθη. Το εντυπωσιακό είναι ότι δεν φαίνεται να έβαλαν μυαλό, αλλά ευτυχώς γι’ αυτούς, το 1878, η Αγγλία εμπόδισε τη ναυτική κινητοποίηση των Τούρκων. Στοιχείο δεύτερο που βοηθάει τη φαντασία μου –ναι, η ιστορική σκέψη χρειάζεται και τη φαντασία, εκείνην όμως που συνδυάζει χωρίς να εφευρίσκει–, στοιχείο λοιπόν δεύτερο, η αναιμική παρουσία των ποιητών στην κοινωνία. Πραγματικά, μόλις απομακρυνθούμε λίγο από τον στενό κύκλο των γυμνασιόπαιδων, η ποιητική φαντασία εξαερώνεται. Και η Μεγάλη Ιδέα στάθηκε, το ξέρουμε –χέρι χέρι βέβαια με τον Έρωτα– το βαρύ πυροβολικό της ποιητικής έμπνευσης. Όσο για την κυκλοφορία των ποιητικών βιβλίων, το πόσο πουλιόντουσαν δηλαδή, πρέπει να περιμένουμε να εμφανιστούν στο διαδίκτυο οι κατάλογοι των συνδρομητών, δηλαδή των αγοραστών, ώστε να αποκτήσουμε το υλικό όπου θα βασιστεί η σκέψη μας.
Η τροχιά της παρακμής
Από κάποια στιγμή και πέρα, όμως – να πούμε από το 1880, ή πάνω κάτω από το 1900;– αυτή η διαφορετική πορεία σταματάει, κι η Ερμούπολη αρχίζει να βαδίζει ομότροπα με το ελληνικό κράτος. Τι άλλαξε; Ίσως ο πιο σκληρός όρος από εκείνους που καθόρισαν την παρακμή της ανεξάρτητης, αυτόνομης πορείας της Ερμούπολης να είναι ο οριστικός εκτοπισμός των ιστιοφόρων από τα ατμόπλοια στη μεταφορά των εμπορευμάτων. Ο ατμός επιταχύνει και συντομεύει το ταξίδι· αυτό σημαίνει πως δεν χρειάζονται ενδιάμεσοι σταθμοί, το καράβι μπορεί πια να ξεκινήσει από την Οδησσό και να πλεύσει ώς την Ιταλία, τη Γαλλία, μπορεί και την Αγγλία, δίχως ενδιάμεσους ανεφοδιασμούς. Η Ερμούπολη ήταν ο σταθμός του Αιγαίου είτε προς τη Μάλτα και την Ιταλία είτε προς την Αίγυπτο· με τα ατμόπλοια ο σταθμός αχρηστεύθηκε οριστικά εκεί γύρω στα 1870. Ωστόσο, η δυναμική της πόλης ήταν ακόμα ισχυρή· υπήρχε η δυνατότητα, και πραγματικά αναπτύχθηκαν σθεναρές και βιώσιμες βιομηχανικές μονάδες. Η περιπλάνηση στις σελίδες του πρώτου ετούτου μέρους του βιβλίου που περιγράφουν θεματικά όλη την περίοδο από τα 1822 έως τα 1900-1910 μας επιτρέπουν να καταλάβουμε το «θαύμα της Ερμούπολης», αυτό που μας εντυπωσίασε όταν την πρωτοαντικρίσαμε.
Είχα πει παραπάνω μια παραδοξολογία, «του εξαιρετικά πλούσιου, αλλά περιληπτικού βιβλίου». Ναι, αναγκαστικά, προκειμένου ο τόμος να μείνει «εγχειρίδιο» –και ετυμολογικά τουλάχιστον, «εγχειρίδιο» σημαίνει να μπορούμε να το κρατήσουμε στο ένα χέρι–, έμειναν απ’ έξω αρκετά πράγματα. Είδαμε πως η επαφή των Ερμοπουλιτών με τη λογοτεχνία, την καλλιτεχνία γενικότερα, δεν σχολιάστηκε, καθώς δεν ήταν από τα κρίσιμα χαρακτηριστικά της κοινωνίας τους – έξω από την όπερα. Ένα άλλο επιμέρους κομμάτι της ερμουπολίτικης ιστορίας που αναγκαστικά παραλείφθηκε είναι οι σχέσεις με την κρητική εξέγερση του 1866-1869· οι προσωρινοί πρόσφυγες, ο ανεφοδιασμός των εξεγερμένων, το πλοίο Αρκάδι, ο Χόβαρτ πασάς. Ο ίδιος ο Χρήστος Λούκος θα ξέρει πολύ καλύτερα πόσα πράγματα αναγκάστηκε να τα αφήσει στην άκρη· η κάθε σύνθεση αναγκαστικά αυτοπεριορίζεται. Προτού όμως περάσουμε στα άλλης υφής πιο κοντινά μας χρόνια, αντιγράφω, κλέβω από το βιβλίο το πιο ευδιάκριτο τεκμήριο για το περίεργο περπάτημα της κοινωνίας. Το μέγαρο του Δημαρχείου αρχίζει να χτίζεται το 1875 κι ολοκληρώνεται περί τα 1900: χρόνια παρακμής πια, μιας παρακμής όμως που κανείς δεν εννοεί ούτε να πιστέψει, ούτε να αποδεχτεί.
Το δεύτερο μέρος, με τον μεσότιτλο «Μια μεγάλη επαρχιακή πόλη», περιγράφει ακριβώς μια κοινωνία όπου κανείς δεν εννοεί να αποδεχτεί πως η παρακμή είναι οριστική. Είναι τα χρόνια όπου, ακριβώς, η μνήμη επικαλύπτει την ιστορία. Οι Ερμουπολίτες δεν θέλουν να καταλάβουν πως η ακμή του προηγούμενου αιώνα είχε προκύψει από μια σωρεία συμπτώσεων: κάποιοι διά θαλάσσης έμποροι που εκτοπίστηκαν βίαια σ’ έναν έρημο τόπο με κατάλληλο, αχρησιμοποίητο ώς εκείνη την εποχή, λιμάνι, όπου ειδικές συνθήκες που είχαν συντελεστεί πριν δύο αιώνες, οι Διομολογήσεις του γάλλου καθολικού μονάρχη με το σουλτάνο, επέτρεψαν στους πρόσφυγες εμπόρους, παρά τον πόλεμο που επικρατούσε στα 1822, να συνεχίσουν να εμπορεύονται όπως και στην ειρήνη. Μόνο η ιστορική ματιά μπορεί να διεισδύσει στη σειρά ετούτη των απανωτών συμπτώσεων, η απλή ανθρώπινη εμπειρία όχι.
Για περίπου σαράντα χρόνια, λοιπόν, η Ερμούπολη θα μετατρέπεται χρόνο με το χρόνο σε ολοένα και πιο επαρχιακή πόλη. Ενώ οι άλλες, οι στεριανές επαρχιακές πόλεις θα αναπτύσσονται, εδώ τον τόνο θα τον δίνει μια στασιμότητα που φθίνει. Τα εργοστάσια που είχαν στηθεί χάρη στον υπερπληθυσμό που επιβίωνε και στο από τα πριν συσσωρευμένο κεφάλαιο θα κλείνουν ή θα μεταφέρονται στον Πειραιά· οι πολιτευτές και οι δημοτικοί άρχοντες θα προσπαθούν να πιέσουν το κεντρικό κράτος για προνομιακή μεταχείριση, οι εργάτες και οι εργάτριες θ’ αναζητούν τρόπους ώστε να δεσμεύσουν όσο γίνεται τους κεφαλαιούχους. Το βιβλίο θα εστιάσει στην καινούργια που προσέφερε μια καινούργια εξορία, η προσφυγιά της Μικρασιατικής Καταστροφής, που θα την εντάξει στην πανοραμική εικόνα της τωρινής κοινωνίας την οποία μας προσφέρει. Θα έλεγα μάλιστα πως ο Χρήστος Λούκος σαν να συμμερίζεται κάπως τις αγωνίες των Ερμοπουλιτών – αν δεν ήταν τόσο αδιάφορο το κεντρικό κράτος, αν δεν ήταν τόσο βουλιμικοί οι κεφαλαιούχοι; Μπορεί, δεν λέω, μα το δικό μου μυαλό αναζητάει τα παράξενα και πάλι αποτελέσματα της οικονομικής κατάρρευσης. Αν είχε στεριώσει μια μεσαία τάξη θα είχαμε ίσως την παρόμοια εξέλιξη με τις άλλες ελληνικές επαρχιακές πόλεις. Το αρχιτεκτονικό αποτύπωμα του 19ου αιώνα θα χανόταν, όπως έγινε στην Πάτρα, στη Λαμία, στην Καλαμάτα, στο Αγρίνιο· η βολή του τσιμέντου, του μωσαϊκού θα κυριαρχούσε – ενώ η φτώχεια διατηρεί, αναγκαστικά.
Δεν νομίζω πως χρειάζεται κάποιο ειδικό σχόλιο για το σύνολο του βιβλίου. Ευχαριστούμε όλοι τον Χρήστο Λούκο και τον συγχαίρουμε με την τρέχουσα και με την αρχική σημασία της λέξης, χαιρόμαστε κι εμείς για το επίτευγμα. Γενικές και ειδικές ευχαριστίες στις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης· ό,τι βγαίνει από αυτό το μαγαζί ωφελεί πολλαπλά· η Κρήτη το ξέρει, κι είναι περήφανη για το ίδρυμα. Τέλος, ευχαριστίες και στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, που φιλοξενεί τις εξαιρετικά πολύτιμες βάσεις δεδομένων για τη Σύρο και την Ερμούπολη.