Σύνδεση συνδρομητών

Γρηγόρης Σηφάκης: Στον κόσμο της προφορικής λογοτεχνίας

Σάββατο, 17 Ιουνίου 2023 20:35
O Γρηγόρης Μ. Σηφάκης.
Δήμος Ηρακλείου
O Γρηγόρης Μ. Σηφάκης.

Γ. Μ. Σηφάκης, Ζητήματα ποιητικής, φιλολογίας και λαογραφίας, Κίχλη, Αθήνα 2016, 296 σελ.

Ένδεκα μελέτες, γραμμένες ανάμεσα στο 1989 και το 2009, περιλαμβάνονται στο πιο πρόσφατο βιβλίο του καθηγητή Γ.Μ. Σηφάκη. Τα πρώτα οκτώ κείμενα αφιερώνονται στα ζητήματα μορφής και νοημάτων της ελληνικής παραδοσιακής ποίησης. Τα υπόλοιπα τρία κείμενα συνοψίζουν την εξέλιξη των λαογραφικών σπουδών στη χώρα μας, τις θεωρίες περί λαογραφίας που επικράτησαν από το 1908 ώς τη δεκαετία του 1960, τη συνάντηση λαογραφίας - ιστορίας. Είναι ένα πολύτιμο βιβλίο στο οποίο ο Σηφάκης μάς οδηγεί σε έναν σχετικώς ανεξερεύνητο κόσμο. Στον κόσμο της προφορικής λογοτεχνίας και στους τρόπους με τους οποίους δημιουργείται. (Αναδημοσίευση από το Books'  Journal #84, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2018, με οδυνηρή αφορμή την εκδημία του καθηγητή Γρηγόρη Σηφάκη)  

Ότι κάτω από αυτόν τον κάπως γενικό και προσεκτικά ταπεινό τίτλο ο αναγνώστης θα βρεθεί μπροστά σε σοβαρές και απολύτως εμβριθείς επιστημονικές μελέτες, δεν νομίζω πως υπάρχει σε κανέναν καμιά αμφιβολία. Ότι εγώ βρέθηκα να τον παρουσιάζω στο κοινό, επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία πως νιώθω ευγνωμοσύνη και χαρά· μπορεί η μικρή-μας ηλικιακή διαφορά να μην μου έδωσε την ευκαιρία να υπάρξω και τυπικά μαθητής του Γρηγόρη Σηφάκη, αλλά ποιος ασχολείται με θέματα της προφορικής λογοτεχνίας και δεν νιώθει μαθητής-του; Το Για μια ποιητική του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού, Ηράκλειο 1988, είναι κάτι σαν ευαγγέλιο για όσους καταπιάνονται είτε με το δημοτικό τραγούδι είτε με τη δομή της προφορικής ποιητικής γλώσσας. Δίπλα-τους, το Μπέλα Μπάρτοκ και δημοτικό τραγούδι, δοκίμιο μουσικής λαογραφίας, επίσης Ηράκλειο 1997, και Η παραδοσιακή δραματουργία του Καραγκιόζη, Αθήνα 1979, είναι επίσης εξαιρετικά διαφωτιστικά και ερεθιστικά βιβλία, παρά το μικρό-τους μέγεθος.

Το βιβλίο που παρουσιάζουμε συγκεντρώνει οκτώ δημοσιευμένες, κάποιες σε επεξεργασμένη μορφή, και τρεις ανέκδοτες έως τώρα μελέτες. Όλοι οι ενδιαφερόμενοι είχαν βεβαίως συμβουλευθεί τις περισσότερες, διάσπαρτες σε περιοδικά ή σύμμικτους τόμους, αλλά σήμερα πια μπορούν να τις έχουν συγκεντρωμένες (και με ενιαίο ευρετήριο) – κάτι που βοηθάει πολύ, γιατι πρόκειται για συμβολές στις οποίες πρέπει κανείς να ανατρέχει διαρκώς· δεν αρκεί να θυμάσαι πάνω-κάτω το τί ξεκαθάριζαν, παρά μας χρειάζονται ξανά, γιατι τα πάντα είναι τόσο αναλυτικά διατυπωμένα, που είναι αδύνατον να τα έχεις συγκρατήσει με απόλυτη ακρίβεια.

Φοβάμαι όμως μήπως αυτοί οι έπαινοι φανούν σε ορισμένους σεβαστοί και νόμιμοι, τους κάνουν όμως να νομίσουν πως πρόκειται για μελέτες δυσνόητες που ενδιαφέρουν μονάχα όσους ασκούν επαγγελματικά τη φιλολογία. Όχι και πάλι. Καθόλου δυσνόητες· δύσκολες ενδεχομένως ναι, επειδή καταπιάνονται με ζητήματα περίπλοκα και πολύπλευρα (και τα λύνουν, ή τα προωθούν), αλλά το κάνουν με τον πιο σαφή και κατανοητό τρόπο. Κάπου είχα διαβάσει μια φράση του Γκαίτε (στις Συνομιλίες με τον Έκκερμαν, νομίζω), ότι ένα βιβλίο που αναφέρεται στη ζωή των κολεόπτερων ή των αραχνοειδών (ή κάτι παρόμοιο) πρέπει να είναι γραμμένο με τέτοιον τρόπο, ώστε να ενδιαφέρουν και όσους ουδέποτε σκόπευαν ν’ ασχοληθούν μ’ αυτά τα ζητήματα. Αυτό συμβαίνει και με τα βιβλία που γράφει ο Γρηγόρης Σηφάκης.

Αλλά και κάτι ακόμα, εξίσου, αν όχι και πιο σημαντικό. Κάποιος που θα διαβάσει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ότι εδώ θίγεται το ζήτημα «του λογοτυπικού ύφους της μεσαιωνικής δημώδους ποίησης, των δημοτικών τραγουδιών και των πρώιμων έργων της νεοελληνικής λογοτεχνίας», ενδέχεται να θεωρήσει πως ετούτα είναι ειδικευμένα θέματα. Αν όμως κάτσει και διαβάσει είτε και τις έντεκα είτε ορισμένες από τις μελέτες, θα διαπιστώσει, απλώς, ότι κακώς έως τώρα δεν είχε προβληματιστεί γι’ αυτά, αν η λογοτεχνία και το πώς στήνεται κι οργανώνεται ένα κείμενο τον ενδιαφέρει. Άκρως γοητευτικά θέματα, θεμελιώδη για κάθε λογοτεχνική ανάγνωση, και διατυπωμένα, όπως είπαμε, με τρόπο που ερεθίζει τη σκέψη-μας. Σαν να λύνεις σταυρόλεξο.

Γιατι η ακρίβεια της πραγματολογικής παρατήρησης και την παρουσίασης των ζητημάτων που πραγματεύεται το βιβλίο, μας εντυπωσιάζει με τη λιτότητα και τη μαθηματικού τύπου σαφήνεια. Να πω ότι ο αναλυτικός λόγος θυμίζει κάπως τον Αριστοτέλη; Δεν το δικαιούμαι, γιατι η τριβή-μου με τον Σταγειρίτη περιορίζεται σε κάποιες μεταφράσεις μονάχα, κι άλλωστε ούτε ο Γρηγόρης Σηφάκης θα το δεχτεί ποτέ. Ας περιοριστώ λοιπόν στο ότι αυτός ο στιβαρός λόγος διέπεται από έναν εσωτερικό παλμό, και δεν πλησιάζει ούτε την περιφέρεια καν του σχολαστικισμού. Και ο αναγνώστης χαίρεται, καθώς νιώθει πως έχει απέναντί-του έναν συγγραφέα που ενδιαφέρεται γι’ αυτόν, που νοιάζεται να του γίνουν σαφή όσα του εκθέτει.

 

Λογοτυπικά σχήματα και άλλα

Ώρα όμως να πούμε και λίγα λόγια για τα ίδια τα κείμενα. Σε κάποια θα επιχειρήσω μια πλάγια παρουσίαση, είτε παρεκκλίνοντας λιγάκι από τη σκέψη του συγγραφέα, και προτείνοντας μια παραλλάζουσα προσέγγιση· θα καταθέσω λοιπόν κι εκείνες τις περιπτώσεις όπου η δική-μου οπτική αφίσταται. Αλλιώς πώς θα πιστέψετε πως οι έπαινοι που εξέφρασα ήταν αληθινοί, κι όχι απλή ευγένεια και γενικός σεβασμός; Ακόμα, θα αφήσω στην άκρη κάποια σημεία, γιατι τα τεκμήρια που χρησιμοποιεί ο Σηφάκης δεν μου είναι επαρκώς γνωστά, ενίοτε μάλιστα μου είναι και ολωσδιόλου άγνωστα: λόγου χάρη τα ομηρικά έπη, που κι αυτά χρησιμοποιούν λογοτυπικά σχήματα. Προτού όμως προχωρήσω, ένα σχόλιο και μια επεξήγηση· αρχίζω από τη δεύτερη.

Κάποιοι μπορεί να απορούν, τί σόι ψάρια είναι αυτά τα «λογοτυπικά σχήματα»; Μην τρομάζετε, το πράγμα το ξέρετε, τον όρο ίσως αγνοείτε. Ιδού το πράγμα: «Τρία πουλάκια κάθονται στου Δήμου το κεφάλι, / το ’να κοιτάει τον Τύρναβο, τ’ άλλο την Ελασσώνα, / το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει», κ.λπ. Το πασίγνωστο αυτό δίστιχο είναι λογοτυπικά οργανωμένο: μπορεί να παραλλάσσει διαρκώς και στη θέση του Δήμου να μπει ο Λιάκος ή άλλο δισύλλαβο όνομα, στη θέση του Τύρναβου ή της Ελασσώνας άλλα τοπωνύμια, όμως η οργάνωση, η δομή της πρότασης παραμένει σταθερή και χρησιμοποιείται όποτε ο παραδοσιακός τραγουδιστής θέλει έναν θρηνητικό πρόλογο για ν’ αρχίσει το τραγούδι-του. Κι ένας, πασίγνωστος επίσης, ομηρικός λογότυπος: «ήμος δ’ ηριγένεια φάνη ροδοδάκτυλος Ηώς». Στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια ο στίχος χρησιμοποιείται όποτε ο ποιητής θέλει να σημειώσει ότι ξημέρωσε. Τον λογότυπο συχνά τον ονομάζουμε και φόρμουλα, και τον συναντάμε διαρκώς είτε ως σταθερά επαναλαμβανόμενη φράση, όπως το ομηρικό παράδειγμα είτε ως σταθερή δομή μιας μικρής ή μεγαλύτερης πρότασης, που επίσης χρησιμοποιείται πάρα πολύ συχνά με τις κατάλληλες προσαρμογές – συχνότερα μάλιστα από τη σταθερή φόρμουλα ή λογότυπο. Συγγνώμη για την απλοϊκότητα και τη σχηματοποίηση – ετούτα όλα τα περιγράφει και τα προσδιορίζει με άκρα σαφήνεια το βιβλίο-μας. Και οπωσδήποτε η συμβολή του Γρηγόρη Σηφάκη στην ανάλυση των λογοτυπικών συστημάτων από τα ομηρικά έπη έως τα κείμενα της μεσαιωνικής γραμματείας-μας και, βέβαια, τα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, ξεπερνάει τον ελληνικό χώρο, είναι παγκόσμια – για πόσους νεοέλληνες μελετητές μπορούμε να το πούμε αυτό; (Αφήνω που δεν είναι η μόνη· οι μελέτες-του για το αρχαίο θέατρο και την Ποιητική του Αριστοτέλη, ίσως και άλλες που αγνοώ, συνιστούν επίσης παγκόσμιες συμβολές.)

Το σχόλιο τώρα· είπα πως τα ομηρικά έπη και τα σχετικά ζητήματα μου είναι ολότελα ή πολύ άγνωστα· τα σχετικά όμως χωρία δεν τα διάβασα, τα ρούφηξα – τόσο γοητευτικά είναι. Πόσο παραδοσιακός είναι ο ποιητής της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, πόσο κράτησε την ποιητική γλώσσα των πριν απ’ αυτών ραψωδών, σε τί πρωτοτυπεί όχι μονάχα στο σχέδιο και στη σύλληψη του έργου, παρά και στις μικροδομές, τη διατύπωση των φράσεων, πώς από την προφορική σύνθεση, που είναι κοινή στο σινάφι όλων των ραψωδών περνάμε στην προσωπική σύνθεση μεγαλόπνοων έργων;

 

Πότε θα κάνει ξαστεριά

Πιθανότατα το πιο εντυπωσιακό μελέτημα του βιβλίου είναι η ανίχνευση πρωιμότερων, και όχι απλώς γνησιότερων, παρά κι εκφραστικότερων εκδοχών του περίφημου τραγουδιού «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Στη συλλογή του Παύλου Βλαστού, Ο γάμος εν Κρήτη (1893), ο Σηφάκης εντόπισε μιαν αρχαιότερη εκδοχή:

Πότε να κάμει ξαστεριά, πότε να φλεβαρίσει,

να πάρω το τουφέκι-μου, το περδικόπανό-μου

και ν’ ανεβώ στον Ομαλό, στη στράτα τω Μουσούρω,

να στέσω το καλύβι-μου στον καθαρόν αέρα,

και πότε λίγο χαμηλά να κάνω μια ’σπεράδα [γιορτινή σύναξη],

να βρω δικούς κι αδερφοχτούς, ψωμί, κρασί να φέρουν·

κι α λάχει οχθρός, να παίζομε σημάδι με σημάδι,

να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες,

να κάμω και τήν αγαπώ τα μαύρα να φορέσει.

Θυμίζω πως το θούριο που ξέρουμε από τα χρόνια της χούντας, καταγράφηκε μόλις το 1953 στους Λάκκους, κοντινό σχετικά χωριό –κι ίσως να πρωτοτραγουδήθηκε σε διαδηλώσεις από τους συλλόγους των κρητών φοιτητών–, θυμίζω λοιπόν πως περιείχε τον παράδοξο στίχο: «να κατεβώ στον Ομαλό», κάτι λογικά απαράδεκτο, εφόσον οι Λάκκοι υψομετρικά βρίσκονται κοντά χίλια μέτρα χαμηλότερα από τον Ομαλό, το οροπέδιο των Λευκών Ορέων. Όταν λοιπόν «κάνει ξαστεριά», μπαίνει, μ’ άλλα λόγια, η άνοιξη, οι Λακκιώτες ανέβαζαν στον Ομαλό τα κοπάδια-τους, και βέβαια άρχιζε και το κυνήγι, γι’ αυτό και ο τραγουδιστής της παλιάς παραλλαγής είχε μαζί-του και το «περδικόπανο», ώστε να καλύπτει το ντουφέκι-του για να μην το αναγνωρίζουν οι πέρδικες και φεύγουν μακριά. Το τραγούδι λοιπόν σε παλιότερα χρόνια δεν είχε καθόλου πολεμόχαρο χαρακτήρα, ήταν απλώς τραγούδι για τις χαρές της άνοιξης. Γι’ αυτό και νομίζω πως οι δύο τελευταίοι στίχοι και της παραλλαγής Βλαστού πρέπει να προστέθηκαν σε χρόνια υστερότερα από την αρχική εκδοχή από ένα άλλο τραγούδι, που αναφερόταν στις γνωστές βεντέτες των Κρητικών – επειδή Τούρκους, βέβαια, δεν θα συναντούσε κανείς στον Ομαλό. Ξαναπιάνω λοιπόν τους τέσσερις τελευταίους στίχους: «να βρω δικούς κι αδερφοχτούς, ψωμί, κρασί να φέρουν· / κι α λάχει οχθρός, να παίζομε σημάδι με σημάδι, / να κάμω μάνες δίχως γιους, γυναίκες δίχως άντρες, / να κάμω και τήν αγαπώ τα μαύρα να φορέσει». Έχει οργανωθεί το γλέντι, η ’σπεράδα, έρχονται φίλοι κι αδερφοποιτοί με τα καλούδια-τους, αν όμως λάχει και κανένας εχθρός κι αρχίσει η βεντέτα; Όχι, και μ’ αυτόν φιλικά θα ανταγωνιστεί ο τραγουδιστής, θα παίξουν «σημάδι με σημάδι»· νικητής θα βγει όποιος πετύχει καλύτερα τον στόχο. (Όσοι έχει ταξιδέψει στην Κρήτη, θα έχουν δει όλα τα σήματα της Τροχαίας κόσκινο από τις σφαίρες. Οι Κρητικοί δεν χάνουν την ευκαιρία να παίζουν «σημάδι με σημάδι».) Οι δύο τελευταίοι στίχοι λοιπόν είναι μάλλον ύστερη προσθήκη, αταίριαστη με το αρχικό κλίμα.

Στη μελέτη για το «Πότε θα κάνει ξαστεριά» (που αξίζει να διαβαστεί και για ένα σωρό άλλες-της λεπτομερειακές παρατηρήσεις), ο Γρηγόρης Σηφάκης θέτει το ζήτημα μιας κριτικής έκδοσης όλων των δημοτικών τραγουδιών. Σε μια τέτοια έκδοση ο εκδότης (ή οι εκδότες, γιατι η δουλειά που προϋποθέτει ξεπερνά τις ατομικές δυνατότητες) θα επέλεγε, ας πούμε δύο ή τρεις διαφορετικές παραλλαγές για το τραγούδι της «Ξαστεριάς», και κάτι ανάλογο θα συνέβαινε και με τα υπόλοιπα τραγούδια. Και, προσθέτει με θάρρος και τόλμη ο Γρηγόρης ο Σηφάκης, ο κάθε εκδότης θα προχωρούσε και στις τυχόν απαραίτητες διορθώσεις των ολοφάνερα εσφαλμένων σημείων παλαιότερων ή νεότερων καταγραφών. Σωστά, μολονότι, να πω την αλήθεια, φοβάμαι πως αν ο ίδιος αναλάμβανε υπεύθυνος αυτού του προγράμματος, γρήγορα θα διαπίστωνε πόσο δύσκολα θα εύρισκε επαρκείς εκδότες. Θα αναφέρω τη δική-μου εμπειρία, για να φανεί πόσο εύκολα η διόρθωση μπορεί να καταλήξει υπερ- ή παρα-διόρθωση.

Στο εξαίρετο τραγούδι «Η αρπαγή της γυναίκας του Ακρίτα», τη στιγμή που ο ήρωας απευθύνεται στο άλογό-του και το ρωτά «Δύνασαι, μαύρε-μ’, δύνασαι», ώστε να πάνε ν’ αρπάξουν την κυρά που την παντρεύουν με άλλον, ο μαύρος απαντά ναι, αλλά θέτει και όρους: «να μου αυξήσεις την ταγή σαρανταπέντε φούχτες», κι ανάλογα και το νερό. «Να μου αυξήσεις» – αποκλείεται, σκεφτόμουν, λαϊκός άνθρωπος να χρησιμοποίησε τον καθαρευουσιάνικο ετούτον τύπο· κάτι άλλο υπόκειται, προφανώς «να μ’ αβγατίσεις την ταγή», κι ο λόγιος συλλέκτης το άλλαξε. Ωραία, ώσπου όμως έφτασα στην αρχική καταγραφή: «να μ’ αρτιρίσεις την ταγή»· αρτιρίζω, προφανώς από την τούρκικη λέξη artı, συν, που μας δίνει τύπους με artırı, και σημαίνει, ακριβώς, αυξάνω. Ποιος καλός φιλόλογος θα τό ’βρισκε απ’ τον νού-του; Και το δεύτερο παράδειγμα· στα χαρτιά του Φοριέλ υπήρχε ένα κολοκοτρωνέικο τραγούδι, μωραΐτικο, όπου συναντάμε τον στίχο, οι κλέφτες «μες στα λιτρούβι μπαίνουν». Αδύνατο να βρω τη λέξη σε λεξικά· μήπως έπρεπε να διορθωθεί: «μες στο λιοτρίβι»; Πραγματικά στο τελευταίο κυνηγητό των Κολοκοτρωναίων, κάποια μάχη είχε σχέση μ’ ένα ελαιοτριβείο. Ώσπου, με τον μεγεθυντικό φακό στο χέρι, ψάχνοντας έναν παλιό χάρτη της Πελοποννήσου, πέφτω πάνω στο χωριό «Αλιτρούβι». Ούτε διόρθωση λοιπόν δεν χρειαζόταν, απλώς μια απόστροφος στο σωστό σημείο.

 

Η λαογραφία στην Ελλάδα

Ένα δεύτερο ζήτημα που εξετάζεται στα δύο τελευταία άρθρα του βιβλίου είναι η παρουσία κι η εξέλιξη της λαογραφικής επιστήμης στην Ελλάδα· «Λαογραφία και Ιστορία στη νεότερη Ελλάδα» ο τίτλος του ενός, «Λαογραφία και Ανθρωπολογία. Τα ετερώνυμα που απωθούνται», το δεύτερο. Γραμμένα και τα δύο ως γενικές εισαγωγές σε συλλογικούς τόμους, συνδέουν την έρευνα με την παρουσίαση: εδώ αναδεικνύεται μια άλλη διάσταση του Σηφάκη, ο δάσκαλος, ο άνθρωπος που ξέρει πώς να εξηγήσει το θέμα-του με τρόπο εύληπτο και περιεκτικό στο ανειδίκευτο κοινό. Επικεντρώνεται στις παθολογίες της λαογραφίας και της ανθρωπολογίας, παθολογίες που προέρχονται από τις ιστορικές συνθήκες που τις δημιούργησαν: η λαογραφία γεννήθηκε για ν’ απαντήσει σε ζητήματα εθνικά, ενώ η ανθρωπολογία φτιάχτηκε για να στηρίξει την εξουσία των ισχυρών κρατών στις αποικίες-τους. Αναλύοντας όμως τις παθολογίες προσπαθεί να τις κατανοήσει καλύτερα και να δείξει τους δρόμους που θα βοηθήσουν σήμερα τους ερευνητές να τις παραμερίσουν.

Θέλω να σχολιάσω λίγο τον «εθνικό χαρακτήρα» της λαογραφίας και να επεκτείνω τη σκέψη του Σηφάκη, ώστε να κατανοήσουμε τις αιτίες που ανέστειλαν την πρόοδό-της σ’ ένα πεδίο που απασχολεί ιδιαίτερα και τον ίδιο κι εμένα: τη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού. Τον «εθνικό»-της χαρακτήρα εύκολα τον εξηγούμε από την εποχή που αναδύθηκε: το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν οι εθνικοί ανταγωνισμοί στα Βαλκάνια βρίσκονταν στο αποκορύφωμά-τους. Η λαογραφία μας πρόσφερε τα επιχειρήματα που θα αποδείκνυαν τη συνέχεια του ελληνισμού από την αρχαιότητα έως τις μέρες-μας, ότι ο πολιτισμός των ένδοξων αρχαίων χρόνων επιβίωνε θαλερός. Το νήμα από τον Περικλή, τον Σοφοκλή, τον Ξενοφώντα δεν είχε κοπεί· το συνέχιζαν οι σύγχρονοι του Καραϊσκάκη, του Μιαούλη, του Μακρυγιάννη.

Έτσι όμως τα δημοτικά τραγούδια αντιμετωπίστηκαν ως «ιερά εθνικά κειμήλια» που αποδείκνυαν την κατευθείαν καταγωγή-μας από τον Όμηρο και τους προγενέστερους ραψωδούς, καθώς και την κληρονομημένη από τους αρχαίους «ποιητική-μας αρετή»· εύλογο ίσως για εκείνη την εποχή, ανασταλτικός παράγοντας για τις ύστερες. Όσο η συγκέντρωση του υλικού είχε νόημα, οι επαγγελματίες λαογράφοι μαζί με αναρίθμητους ερασιτέχνες κατέγραψαν άγνωστες παραλλαγές από όλα τα μέρη όπου υπήρχαν ελληνικοί πληθυσμοί, αλλά, παράλληλα, όλοι οι καλοί νεότεροι ερευνητές (που δεν αρκούνταν στην απλή περισυλλογή υλικού, μα έψαχναν για ερμηνευτικές προτάσεις) αδιαφόρησαν, μάλλον για να μην εμπλακούν μ’ ένα θέμα που είχε συνδεθεί με την ιερότητα του εθνικού κειμηλίου. Προτίμησαν να στραφούν είτε προς αντικείμενα που δεν είχαν μελετηθεί, όπως ποικίλες πολιτισμικές πρακτικές του καθημερινού βίου, αστική λαογραφία ή τη θεωρία, που σωστά ο Σηφάκης φοβάται ότι κατάντησε στα χέρια αρκετών –και όχι μόνο στον τόπο-μας– αυτοσκοπός, όχι εργαλείο. Κανένα ερευνητικό κέντρο, κανένα πανεπιστήμιο δεν έθεσε ως θέμα είτε μια ηλεκτρονική βάση όπου να συσσωρευθούν τα τραγούδια, να μελετηθεί η γλώσσα-τους, να χρονολογηθούν όσο γίνεται κάποια ενδιαφέροντα μοτίβα, ό,τι άλλο. Πότε χάθηκε, ή ορθότερα, έσπασε η συνέχεια της παράδοσης; Πού το διακρίνουμε; Από πότε κάποιοι τραγουδιστές μεταφέρουν τραγουδώντας πιο πολύ το «σημαίνον» κι όχι το «σημαινόμενο» – κάτι δηλαδή πιο κοντά στον ήχο που απομνημόνευσαν παρά σε μια φράση με νόημα; Αναφέρω μονάχα ένα παράδειγμα που εικονογραφεί κάπως το ζήτημα. Σε μια συλλογή των αρχών του 20ού αιώνα διαβάζουμε τον στίχο: «Νά ημουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα να ψάλω». Ψέλνουν ποτέ τα πουλιά; Ο τραγουδιστής είχε ακούσει τον στίχο «Νά ημουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα του ψήλου», ψηλά, για ν’ αποκτήσει εποπτεία του τόπου· ετούτη η σύνταξη έπαψε κάποτε να λειτουργεί, ο τραγουδιστής δεν την καταλάβαινε, μα την αντικατέστησε έτσι ώστε να βρίσκεται κοντά στον ήχο που θυμόταν. Και πλάι σ’ αυτό το παράδειγμα, ας προσθέσω και την επισήμανση μιας παρετυμολογίας που κάνει ο Σηφάκης σε άλλο σημείο του βιβλίου. Η λέξη «παραλογή», μαθαίναμε όλοι (και το επαναλαμβάναμε) προέρχεται από το «παρα(κατα)λογή», «κατ’ απλολογία». Όταν σ’ ένα σύνθετο έχουμε δυο συνεχόμενες συλλαβές που αρχίζουν με το ίδιο σύμφωνο, συμπτύσσονται: αστραποπελέκι> αστροπελέκι· αμφιφορεύς> αμφορεύς – αυτό είναι η «απλολογία». Εδώ όμως χάνονται δύο συλλαβές, που δεν αρχίζουν από ίδιο σύμφωνο· πρέπει ν’ αναζητήσουμε λοιπόν άλλη ετυμολογία. Έπρεπε να περιμένουμε έναν κλασικό φιλόλογο για να μας διορθώσει.

 

Τρόποι οργάνωσης της σημασίας

Ogier Ghislain de Busbecq

Αρχείο Melchior Lorck

Χαρακτικό με τη μορφή του Οζιέρ Μπούσμπεκ (Ogier Ghiselin de Busbecq), φιλοτεχνημένο από τον Melchior Lorck. Ο Μπούσμπεκ (1522-1592) διετέλεσε πρέσβης της Αυστρίας στην Κωνσταντινούπολη, όπου αγόρασε (ή συναρμολόγησε ο ίδιος, δεν έχει σημασία) έναν κώδικα με πάμπολλα νεοελληνικά κείμενα. Επιστρέφοντας στη Βιέννη, ο κώδικας κατατέθηκε κάποια στιγμή στη δημόσια βιβλιοθήκη· είναι ο περίφημος theologicus graecus 244. Περίφημος, επειδή τα μισά περίπου πρώιμα νεοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα βρίσκονται στα 350 πενήντα περίπου φύλλα ετούτου του κώδικα. Αν ο κώδικας αυτός είχε χαθεί, η φιλολογία θα αγνοούσε μεγάλο μέρος της ελληνικής γραμματείας.

Περνάω τώρα σ’ ένα τρίτο ζήτημα, αυτό που αποτελεί τον κορμό του βιβλίου: την εσωτερική ανάλυση κειμένων, όπου η χρήση κάθε είδους λογοτυπικών σχημάτων είναι πυκνή. Θα επικεντρωθώ στη Μεσαιωνική Δημώδη Γραμματεία-μας, δηλαδή σε κείμενα λογοτεχνικά, γραμμένα στα ύστερα βυζαντινά χρόνια (από τον 10ο αιώνα και εξής). Πρόκειται άραγε για γραπτές ή για προφορικές συνθέσεις; Γράφτηκαν με τη βοήθεια της γραφής, με χαρτί και με μολύβι (συγγνώμη, με πένα από φτερό και σε περγαμηνή ή ό,τι άλλο), ή με τον προφορικό τρόπο των δημοτικών τραγουδιών, από επαγγελματίες όμως τραγουδιστές; Η άποψη της προφορικής σύνθεσης είναι αποδεκτή από πολλούς μελετητές· ο Σηφάκης την αναιρεί.

Μου χρειάζεται εδώ μια παρέκβαση. Αγνοούμε τις προ-ομηρικές ραψωδίες παντελώς, όπως αγνοούμε και την πρώιμη νεοελληνική λογοτεχνία. Σε ποιο βαθμό; άγνωστο. Αλλά μπορούμε να φανταστούμε πως το ποσοστό είναι μεγάλο, και για να το συλλάβω κι εγώ ο ίδιος χρησιμοποιώ ένα περιστατικό που κάθε νεοελληνιστής φιλόλογος το γνωρίζει, αλλά σπάνια το χρησιμοποιούμε ως τεκμήριο της άγνοιάς-μας. Λίγο μετά τα 1550 ο αυστριακός πρέσβης στην Πόλη, ένας ονόματι Οζιέρ Μπούσμπεκ (Ogier Ghiselin de Busbecq), αγοράζει (ή συναρμολογεί ο ίδιος, δεν έχει σημασία) έναν κώδικα με πάμπολλα νεοελληνικά κείμενα. Επιστρέφει στη Βιέννη, πιθανότατα οδικώς, και ο κώδικας κατατίθεται κάποια στιγμή στη δημόσια βιβλιοθήκη· είναι ο περίφημος theologicus graecus 244. Περίφημος, επειδή τα μισά περίπου πρώιμα νεοελληνικά λογοτεχνικά κείμενα δεν βρίσκονται παρά στα 350 πενήντα περίπου φύλλα ετούτου του κώδικα. Είναι δυνατόν, πρώτον, να μην υπήρχαν και πάρα πολλά άλλα κείμενα που δεν κατάφερε να τα συγκεντρώσει ο συλλέκτης; Και δεύτερον, ας σκεφτούμε πόσο φτωχότερη θα ήταν η πρώιμη λογοτεχνία-μας αν κάποιοι ληστές τον είχαν σκοτώσει στον δρόμο.

Αλλά, «εκ μέρους δε γινώσκομεν και εκ μέρους προφητεύομεν». Πού βασίστηκαν όσοι υποστήριξαν πως τα περισσότερα από τα πρώιμα κείμενα συντέθηκαν προφορικά; Συγκεκριμένες, ρητές πληροφορίες δεν διαθέτουμε καθόλου, άρα ο ερευνητής δεν μπορεί παρά να στηριχτεί στα ίδια τα κείμενα, να διερευνήσει δηλαδή την εσωτερική οργάνωση του ποιητικού λόγου. Πραγματικά, σε πολλά τέτοια κείμενα συναντάμε μια ισχυρή παρουσία λογότυπων, είτε σταθερών (η ίδια τυπική φράση) είτε πιο χαλαρών, όπου η δομή της φράσης παραμένει η ίδια. Δυο παραδείγματα για να  καταλάβουμε, από το ερωτικό μυθιστόρημα, αγνώστου συγγραφέα, «Διήγησις του Αχιλλέως», του 14ου ή του 15ου αιώνα: «Κι όσα άστρα έναι στον ουρανόν, και φύλλα έναι εις τα δέντρα», και, «Κλαίει, θρηνάται, δέρνεται, και υπομονήν ουκ έχει». Στο πρώτο νομίζουμε αλήθεια ότι ακούμε δημοτικό τραγούδι· το δεύτερο συνδυάζει δύο ποιητικούς τρόπους, το τρίσημο ή τρίκωλο σχήμα (ή αλλιώς, κανόνα των τριών) στο πρώτο ημιστίχιο, και την επανάληψη του ίδιου περίπου νοήματος και στο δεύτερο ημιστίχιο – περιπτώσεις συνηθέστατες στα δημοτικά τραγούδια. Εννοείται πως στο βιβλίο θα βρείτε πολύ περισσότερα παραδείγματα, που και πάλι είναι απλώς ενδεικτικά. Κι εννοείται επίσης πως το ίδιο φαινόμενο το συναντάμε και σε πολλά άλλα λογοτεχνήματα της μεσαιωνικής δημώδους γραμματείας.

Και όχι μόνο της μεσαιωνικής, παρά και σε πολύ πρωιμότερα, στα ομηρικά έπη, όπως και σε υστερότερα, στην κρητική λογοτεχνία. Στον Ερωτόκριτο, λόγου χάρη, συναντάμε τους στίχους: «εμπαινοβγαίναν οι γιατροί, κι ανεβοκατεβαίνα», «κι ώρες ανθρώπους πολεμώ, κι ώρες θεριά σκοτώνω», «σιμώνω, χαιρετώ-τονε, λέγω-του “αδέρφι, γειά-σου”». (Για όσους δεν είναι ιδιαίτερα εξοικειωμένοι με το δημοτικό τραγούδι, θυμίζω τον στίχο, από την παραλογή «Της Ευγενούλας»: «Και μπαινοβγαίνουν οι γιατροί και γιατρεμό δεν βρίσκουν».) «Οι στίχοι αυτοί», γράφει ο Γρηγόρης Σηφάκης, «που διαμορφώνονται σύμφωνα με σχήματα του παραλληλισμού και του τρικώλου, εμπλουτίζουν, κλιμακώνουν ή συνοψίζουν περιγραφές», και αφού αναπτύξει με περισσότερα στοιχεία τις σχέσεις του Ερωτόκριτου με την προφορική παράδοση, αλλά και τον ολότελα προσωπικό τρόπο του εκφράζεσθαι του ποιητή, καταλήγει: «Ρυθμός, ρίμα, χνάρια», χαλαροί λογότυποι δηλαδή, «είναι όλα μέσα οργάνωσης του ποιητικού λόγου, οικεία στον ακροατή ή τον αναγνώστη που τα περιμένει, και, το κυριότερο, ξέρει να τα εκτιμήσει και γι’ αυτό να τα χαρεί. Για τον λόγο αυτό δεν πρέπει να θεωρούνται σαν κατάλοιπα προφορικότητας, που απλώς επιζούν στην προσωπική ποίηση, αλλά ως τρόποι οργάνωσης της σημασίας που χρησιμοποιούνται ενσυνείδητα από λόγιους ποιητές όπως ο Κορνάρος». Ο λόγιος ποιητής λοιπόν συνειδητά χρησιμοποιεί τους ιδιαίτερους εκφραστικούς κώδικες της προφορικής λογοτεχνίας προκειμένου ν’ απευθυνθεί και στους εκπροσώπους-του, ή να εμπλουτίσει με τα στολίδια-τους το ύφος-του. Εδώ εγώ δεν έχω πεισθεί. Η αντίρρησή-μου βρίσκεται στο «ενσυνείδητα». Νομίζω όχι, ασυνείδητα, και θα επιχειρήσω  να εξηγήσω το γιατί.

Ο Γρηγόρης Σηφάκης επιμένει ιδιαίτερα στις κοινωνικές διαφοροποιήσεις, ιδιαίτερα ισχυρές τότε, ανάμεσα στους άρχοντες και τον λαϊκό πληθυσμό, εκείνον που γνώριζε την ποιητική οργάνωση των δημοτικών τραγουδιών. Τα αρχοντικά σώματα, άρα και οι λόγιοι, δεν μετείχαν στα πανηγύρια, δεν άκουγαν τους περιφερόμενους ποιητάρηδες· από πού λοιπόν να μάθουν τους ποιητικούς-τους κώδικες, αν δε το έθεταν ως ατομικό στόχο; Σίγουρα οι άρχοντες περιφρονούσαν βαθύτατα τους χωριάτες και του υπηρέτες – και κατ’ επέκταση και τους λαϊκούς τραγουδιστές. Έχουμε σαφή τεκμήρια κι από την Κρήτη, καθώς κι ένα από το Βυζάντιο. Εδώ εννοώ την περίφημη φράση του λόγιου επίσκοπου, τέλη 9ου-αρχές 10ου αιώνα, του Αρέθα, που χαρακτηρίζει «κατάρατους» τους πλανόδιους τραγουδιστές ακριτικών τραγουδιών. Κυρίως βέβαια για τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν –και τη χρησιμοποιούσαν οι καταραμένοι σε κάτι που ο Αρέθας το τιμούσε για την αρχαιότροπη γλώσσα-του, τη «λογοτεχνία για κλέα ανδρών»–, αλλά και για τις συμπεριφορές-τους: ζητιάνευαν οι άνθρωποι, όπως όλοι οι ποιητάρηδες όλου του κόσμου. Εκείνα όμως τα χρόνια όλοι επίσης, βασιλείς ή στρατιώται, πλούσιοι ή πένητες, μιλούσαν τη λαϊκή γλώσσα· την αρχαιομάθεια, ή την όποια άλλη γλωσσομάθεια –ας πούμε τα ιταλικά του Κορνάρου– τη χρησιμοποιούσαν όταν έγραφαν, και μόνο: άλλαζαν γλωσσικό κώδικα δίχως οι δύο γλώσσες να συγχέονται, ακριβώς όπως σήμερα τα υψηλά στελέχη ναυτιλιακών επιχειρήσεων χρησιμοποιούν έναν γλωσσικό κώδικα με τον καφετζή του μαγαζιού και άλλον με τους εμπορικούς εταίρους – τα αγγλικά. Για να συνεχίσω τον συλλογισμό-μου, μου χρειάζεται ένα ακόμη χωρίο του Γρηγόρη Σηφάκη από άλλο σημείο του βιβλιου-του: «Περνώ τώρα», «από τη μακροκλίμακα των έργων στη μικροκλίμακα των στίχων και των λογότυπων. Οι λογότυποι είναι […] σημασιακές μονάδες, μικροσκοπικά μοτίβα περιεχομένου και μορφής, που λόγω ακριβώς του μικρού μεγέθους-τους απομνημονεύονται εύκολα  και ανακαλούνται εξίσου εύκολα στη μνήμη, αν και όχι πάντα εντελώς απαράλλαχτα – αλλά η παραλλαγή στις παραδοσιακές τέχνες είναι στοιχείο χαρακτηριστικό της δημιουργικότητας. Ποιον λόγο θα είχε να ψάξει ο μεσαιωνικός ποιητής για να βρει, π.χ., καλύτερο ή άλλον τρόπο να περιγράψει τη γυναικεία χάρη από τον στίχο: το κλίμα του τραχήλου-της και το υπολύγισμά-της; [επεξηγώ: το γέρσιμο του λαιμού και το σείσμα, το λύγισμα του κορμιού· στίχος από τη «Διήγηση του Αχιλλέως».] Ανάλογα με την πείρα και την εξοικείωσή-του με τον κόσμο της τέχνης-του, αν γνωρίζει και θυμηθεί τον στίχο την ώρα που απαγγέλλει, γράφει ή μεταφράζει κάτι ανάλογο, θα το χρησιμοποιήσει φυσικά και αυθόρμητα». Αυτό το αυθόρμητα για τη δική-μου την αντίληψη πηγάζει ευκολότερα από το (διαβάζω και πάλι από το βιβλίο-μας): «δευτερογενές σημειωτικό σύστημα που αποτελείται από μετρικές φράσεις, ιδιωματικούς σχηματισμούς, σύνθετα, σπάνιες λέξεις ή σημασίες που δεν απαντούν στην καθημερινή συνομιλία», το οποίο το μαθαίνουν αυτομάτως, ασυνείδητα, ακριβώς όπως και τη γλώσσα που μιλούν, όλοι οι φορείς του δημοτικού τραγουδιού· κατά τη γνώμη-μου και όλοι οι ομιλητές της ελληνικής γλώσσας. Προσθέτω και κάτι ακόμα: τα  μοτίβα «παραλλάσσουν» όχι τόσο από επιλογή του χρήστη, παρά ακριβώς επειδή τα αναδημιουργεί έχοντας ενσωματώσει ετούτο το «δευτερογενές σημειωτικό σύστημα», όπως έχει ενσωματώσει τη γραμματική της γλώσσας-του: «φυσικά και αυθόρμητα».

Φοβούμαι ότι δεν είναι κοινό κτήμα πως μονάχα στον 19ο αιώνα η νεότροπη καθαρεύουσα επιχείρησε να μας κάνει όχι μόνο να γράφουμε, παρά και να μιλάμε τη γλώσσα των προγόνων. Μήπως άρα, πριν τον 19ο αιώνα, μαζί με την προφορική γλώσσα, οι λόγιοι μάθαιναν –ήθελαν δεν ήθελαν–, ενσωμάτωναν δηλαδή και τους εκφραστικούς τρόπους της προφορικής λογοτεχνίας, ακριβώς όπως, ίσως, ενσωμάτωσαν και τον δεκαπεντασύλλαβο; (αν ισχύει ότι τον ενσωμάτωσαν.)

 

Περιήγηση στο ανεξερεύνητο

mpergadis

Αρχείο The Books’ Journal

Έκδοση του Αποκόπου του Μπεργαδή, εν Αθήναις τω 1870 υπό του Εμίλ Λεγκράν.

Στο ποίημα του «Απόκοπου», που συνέταξε κατά τον 15ο αιώνα ο ρεθυμιώτης ευγενής (μάλλον Κρητο-βενετός) Μπεργαδής, ο αφηγητής κατεβαίνει στον Κάτω Κόσμο, κι εκεί οι νεκροί τον ρωτούν, αν οι ζωντανοί που αφήσανε στον Απάνω τους θυμούνται ακόμα. Ο αφηγητής απαντά πως, ναι, όλοι, συγγενείς και γνωστοί, τους θυμούνται και θρηνούν διαρκώς. Και τότε οι νεκροί λένε ετούτα τα λόγια:

Στον κόσμον να πατούσαμεν, στην γην να περπατούμαν,

και να καβαλλικεύγαμεν, γεράκια να βαστούμαν!

και πριν εμάς να σώσασιν στους οίκους τα ζαγάρια [τα σκυλιά],

να δόθην λόγος κι έρχονται οι λείποντες, καθάρια!

να είδαμεν τίς να ξέβηκεν στην συναπάντησίν-μας,

και τίς να μας εδέχθηκεν στην πόρταν της αυλής-μας·

αν κατ’ αλήθειαν εύρωμεν όρκους τούς μας ελέγαν.

Εδώ ολοφάνερα ο ποιητής στηρίζεται και στην ποιητική των δημοτικών μοιρολογιών, και στη θεματική-τους, αλλά αντιστρέφει ολότελα την ιδεολογία-τους, τον νοητό-τους κόσμο. Ποτέ στα δημοτικά τραγούδια δεν τίθεται θέμα επιστροφής των νεκρών, κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο· όποτε, σπάνια, η μοιρολογίστρα δίνει τον λόγο στον νεκρό, είναι για να ακουστεί, υποτίθεται, η φωνή-του: «Πήγα στης Άρνης τα βουνά, που γυρισμό δεν έχουν» (εδώ στηρίζομαι στο ειδικό μελέτημα του Γκυ Σονιέ). Ο Μπεργαδής έχει κι άλλα, πάμπολλα στοιχεία από την προφορική ποιητική, και δυσκολεύομαι να πιστέψω πως θεληματικά, επειδή σκόπευε να γράψει ένα κείμενο μ’ ένα ταξίδι στον Κάτω Κόσμο, παράτησε το αρχοντικό-του και σαν τους λαογράφους ή τους ανθρωπολόγους, πήγε κι αφουγκράστηκε τις μοιρολογίστρες των γύρω χωριών προκειμένου να εμπλουτίσει τις τεχνικές-του, ώστε το ποίημα-του ν’ αρέσει και στο λαϊκό κοινό. Όχι, πιστεύω πως η προφορική λογοτεχνία ήταν κομμάτι της ελληνικής γλώσσας· και τα δύο τα είχε μάθει ασυνείδητα.

Και ουσιαστικά δεν νομίζω να με χωρίζει μεγάλη απόσταση από τη σκέψη του Γρηγόρη Σηφάκη. Σε άλλο σημείο, άλλωστε, του βιβλίου-του, εκεί που αναφέρεται στην τέχνη του Σολωμού, προσθέτει πως κι άλλοι ποιητές που «έχουν αντλήσει πολλά από τα υλικά και τους τρόπους-τους από το δημοτικό τραγούδι, είτε ενσυνείδητα και μεθοδικά, όπως ο Σολωμός, είτε υποσυνείδητα, αλλά όχι γι’ αυτό λιγότερο συστηματικά, όπως ο ποιητής του Διγενή Ακρίτη ή ο Βιτσέντζος Κορνάρος».

Επέμεινα ιδιαίτερα σ’ αυτή την ασυνείδητη εξοικείωση με το δευτερογενές ποιητικό σημειωτικό σύστημα των δημοτικών τραγουδιών, επειδή στην εποχή που εγώ γνωρίζω, τον 19ο αιώνα, οι λόγιοι, ακόμα κι αυτοί που προέρχονται από αγροτικές κοινωνίες και μεγάλωσαν ανάμεσα σ’ ανθρώπους που τραγουδούσαν τα δημοτικά τραγούδια, είχαν αποξενωθεί από τις τεχνικές-του, πιστεύω εξαιτίας της καθαρεύουσας, κυρίως. Οι ποιητές που γράφουν δημοτικοφανή ποιήματα σ’ όλον τον 19ο αιώνα (ο Κρυστάλλης δεν είναι διόλου το μοναδικό παράδειγμα) προσπαθούν να τα μιμηθούν συνειδητά κι αποτυγχάνουν παντελώς, ακριβώς επειδή στηρίζονται σε κείμενα που τα γνωρίζουν απ’ τα βιβλία. Ακόμα πιο εντυπωσιακές περιπτώσεις είναι εκείνοι που επιχειρούν είτε να συνθέσουν ψεύτικα δημοτικά τραγούδια είτε προσθέτουν επιπλέον στίχους για να τα εμπλουτίσουν: Ο Ζαμπέλιος, ο Αραβαντινός, ο Σάθας, ο Χρηστοβασίλης, κι ένα σωρό άλλοι, επώνυμοι κι ανώνυμοι. Ώς και ο Νικόλαος Πολίτης, που ώς τα δεκάξι-του περίπου ζούσε στην επαρχία (αλλά πήγαινε και στο σχολείο εκεί) δεν μπόρεσε να διακρίνει τους νόθους στίχους που έβλεπε στα χειρόγραφα ή στα έντυπα που συνέλεγε. Είπα πριν η «καθαρεύουσα»· μπορεί να μην ήταν μόνον αυτή, μπορεί να είχε πια ατονήσει ολόκληρο το οικοδόμημα της προφορικής λογοτεχνίας. Όσοι έχουν διερευνήσει τα τραγούδια που δημοσιεύονται στα περιοδικά κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ή όσοι θυμούνται τα τραγούδια που «έφτιαξε» ο Μακρυγιάννης για κάποιον ξένο που του ζήτησε δείγματα, καταλαβαίνουν τί εννοώ. Ή, ας φέρουμε στον νου-μας και πάλι την περίπτωση του Σολωμού: για να του βρουν δημοτικά τραγούδια οι φίλοι-του αδελφοί Ιακωβάτοι, χρειάστηκε να στηθεί ένας ολόκληρος μηχανισμός, δεν αρκούσε να ρωτηθεί ένας οποιοσδήποτε γείτονας. Ο λαός και ο πολιτισμός-του βρισκόταν πια σε διαφορετικόν αστερισμό, η διάδοση της εκπαίδευσης και πριν από την καθαρεύουσα, από τα 1750 περίπου, είχε αλλάξει το τοπίο. Φυσικά εδώ μπορεί κάποιος να μου αντιτάξει ότι τα όσα υποστηρίζω για τον 19ο αιώνα συνέβαιναν ενδεχομένως και τον 10ο ή και τον 16ο αιώνα· το αντεπιχείρημά-μου θα ήταν η πολύ πυκνή παρουσία μοτίβων και λογότυπων στα κείμενα της μεσαιωνικής δημώδους ή της κρητικής λογοτεχνίας. Κι εξίσου φυσικά εννοείται πως μπορεί εγώ να κάνω λάθος. Σ’ αυτό το συγκεκριμένο σημείο· όχι στην εκτίμησή-μου για το βιβλίο. Που, όπως είπα και στην αρχή, ανοίγει γοητευτικούς δρόμους στη σκέψη-μας, και, παίρνοντάς-μας από το χέρι, μας οδηγεί στα μυστικά ενός ανεξερεύνητου σε μεγάλο βαθμό κόσμου, στον κόσμο της προφορικής λογοτεχνίας και στους τρόπους με τους οποίους δημιουργείται.

*Κείμενο που εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στις 2 Φεβρουαρίου 2017.

 

Αλέξης Πολίτης

Ομότιμος καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Βιβλία του: Υποσημειώσεις και παραπομπές (1998), Η ανακάλυψη των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών (1999), Το μυθολογικό κενό (2000), Ρομαντικά χρόνια (2003), Εγχειρίδιο του νεοελληνιστή (2005), Αποτυπώματα του χρόνου (2006), Το δημοτικό τραγούδι (2010), Η ρομαντική λογοτεχνία στο έθνος κράτος 1830-1880 (2017), 1821-1831. Μαζί με την ελευθερία γεννιέται και η καινούρια λογοτεχνία. Ποίηση, πεζογραφία, λογιοσύνη (2021). Το 2021 κυκλοφόρησε σχολιασμένο το έργο του Νικολάου Κασομούλη, Με το σπαθί εις το χέρι και με το ντουφέκι: Στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.