Σύνδεση συνδρομητών

Κωνσταντίνος Ηροδότου

Κωνσταντίνος Ηροδότου

Διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Paris 8, διδάσκει «βιοπολιτική» στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Τμήματος Φιλοσοφίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και είναι μέλος του Εργαστηρίου Πολιτικής Φιλοσοφίας (ΕΠοΦι) του ίδιου Πανεπιστημίου. Εξέδωσε τη μονογραφία Des utopies sadiennes (2015), το ανέκδοτο έργο του Αδαμαντίου Κοραή, Για τις κληρονομικές ασθένειες: ύπαρξη, φύση, πρόληψη, θεραπεία (2019) και, σε συνεργασία με τον René Schérer, το ανέκδοτο έργο του Charles Fourier, Le Réveil d'Épimenide (2014).

 

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Ηροδότου (τχ. 28, Φεβρουάριος 2013)

Πριν από δεκατρία χρόνια, τον Νοέμβριο του 2011, ο Κωνσταντίνος Ηροδότου συνάντησε στη Θεσσαλονίκη τον ποιητή και συγγραφέα Πρόδρομο Χ. Μάρκογλου, για τη συνέντευξη που ακολουθεί. Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε αρκετούς μήνες μετά, τον Φεβρουάριο του 2023, στη ρουμπρίκα "Βιογραφίες", με υπότιτλο "Συναντήσεις με αξιοσημείωτους ανθρώπους". Αναδημοσιεύεται σήμερα με θλιβερή αφορμή την εκδημία του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου, σε ηλικία 89 ετών.

11 Σεπτεμβρίου 2024

Η Ίλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Σπούδασε Βυζαντινή και Νεοελληνική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές (νεοελληνική φιλολογία, ιστορία νοτιοανατολικής Ευρώπης, εθνολογία) στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, από το οποίο έλαβε και τον διδακτορικό τίτλο της. Εργάστηκε σε ερευνητικά προγράμματα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Αθήνα) και του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Δίδαξε στα Πανεπιστήμια της Βόννης και της Βιέννης, και από το 2002 έως σήμερα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Υπήρξε υπότροφος του Ωνασείου Ιδρύματος και της Dr. Günther Findel-Stiftung (Wolfenbüttel) και διετέλεσε Visiting Research Fellow του Πανεπιστημίου του Princeton. Έχει λάβει το βραβείο Ελένης και Πάνου Ψημένου της Ακαδημίας Αθηνών (2022).

 

Η έρευνά της εστιάζεται στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και στον πρώιμο Ρομαντισμό. Εξετάζει τη νεοελληνική γραμματεία και την ευρωπαϊκή ταξιδιωτική γραμματεία στο διεπιστημονικό πλαίσιο της φιλολογίας, της ιστορίας των ιδεών και των εννοιών, της πολιτισμικής ιστορίας και της ιστορίας του βιβλίου. Για τα αντικείμενα αυτά έχει δημοσιεύσει πολλά άρθρα και βιβλία.  

H αφορμή για τη συνομιλία μαζί της, που ακολουθεί, ήταν η βράβευση του έργου της Η «άδηλος» ιστορία του ιατροφιλοσόφου Ευστάθιου. Επιστήμη και νεωτερικές ιδέες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη του όψιμου Διαφωτισμού (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2021) από την Ακαδημία Αθηνών (Βραβείο Ελένης και Πάνου Ψημένου, 2022). Συνομιλήσαμε μαζί της για μερικά από τα ζητήματα που γνωρίζει άριστα: για τον τεκτονισμό τα προεπαναστατικά χρόνια, για τη μόδα του 18ου αιώνα, για τον ιατροφιλόσοφο Ευστάθιο Αθανασίου και για τον Γεώργιο Λασσάνη και, μέσω αυτού, για το προεπαναστατικό θέατρο – και βέβαια, δι’ όλων αυτών, για τον Διαφωτισμό, ιδίως για τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό. Και για την ιστορική έρευνα, που δεν ευτυχεί στην αντιμετώπισή της από τους κρατικούς θεσμούς της παιδείας.

Το κείμενο της συνομιλίας μας ακολουθεί:

 

Κυρία Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, για ποιους λόγους στραφήκατε από τη νεότητά σας στη μελέτη του Νεοελληνικού Διαφωτισμού;

Θα έλεγα μάλλον από ποιους δρόμους, παρά λόγους. Τελειώνοντας τις πτυχιακές σπουδές μου, έτυχε να διαβάσω το Πνεύμα των Νόμων (1748) του Μοντεσκιέ και εντυπωσιάστηκα αρνητικά από τη θεωρία του για την επίδραση του κλίματος στη διαμόρφωση των κοινωνιών και των πολιτισμών. Η διαίρεση της γης σε τρεις ζώνες από τις οποίες μόνο η εύκρατη (όπου βρίσκονταν η Γαλλία και η αρχαία Ελλάδα) ευνοούσε την ανάπτυξη ενός «ανώτερου» πολιτισμού, ενώ στις άλλες δύο, στη θερμή και στην κρύα, οι άνθρωποι ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένοι σε πολιτισμική καχεξία, με έκανε να ενδιαφερθώ για το ζήτημα της πρόσληψης του Άλλου. Επειδή ο Μοντεσκιέ είχε στηριχθεί σε αφηγήσεις ταξιδιωτών, η θεωρία του με οδήγησε να μελετήσω την εικόνα και τα στερεότυπα για τους Έλληνες στα περιηγητικά κείμενα του 18ου αιώνα. Από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό στράφηκα αργότερα στον νεοελληνικό, χωρίς να εγκαταλείψω τον πρώτο που αποτελεί πάντα το γενικό πλαίσιο της έρευνάς μου.

Αν και συγκυριακή, η αρχική επιλογή μου αποδείχτηκε εξαιρετικά γοητευτική. Από τα μέσα του 17ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα, συγκρούονται κοσμοθεωρίες, φιλοσοφικά και πολιτικά μοντέλα, αναδύονται ο συνταγματισμός και τα έθνη-κράτη· είναι η εποχή κατά την οποία η Ευρώπη μεταβαίνει στη νεωτερικότητα και διαμορφώνεται ο πυρήνας σημερινών συλλογικών ταυτοτήτων και νοοτροπιών. Είναι χρόνια αλλαγών και μεγάλων προσδοκιών και για τον Νέο Ελληνισμό. Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός (1700-1821) συνεπαίρνει την ερευνήτρια και τον ερευνητή του και για έναν άλλο λόγο: καθώς το μεγαλύτερο μέρος τού αρχειακού υλικού και των χειρογράφων που σώζονται δεν έχουν μελετηθεί, η έρευνα επιφυλάσσει εκπλήξεις και ανακαλύψεις, ευνοεί τη διεπιστημονικότητα και την πρωτοτυπία, οδηγεί σε νέες ή ενδελεχέστερες ερμηνείες.

 

Ήδη κατά τον 18ο αιώνα, την εποχή της διάδοσής του, ο τεκτονισμός βρέθηκε συχνά στο επίκεντρο συνωμοσιολογικών αφηγήσεων. Γιατί;

Γενικά ο μυστικός εταιρισμός, όχι μόνο ο τεκτονισμός, προσέλκυσε και προσελκύει τη συνωμοσιολογία. Το «μυστήριο» που περιέβαλε τον τεκτονισμό στηρίχθηκε αφενός στο γεγονός ότι η πρόσβαση στις στοές (με εξαίρεση κάποιες τελετές) απαγορευόταν στους μη μυημένους, αφετέρου στο ότι η ιεραρχία των μελών και η συναναστροφή τους στις στοές είχαν στο επίκεντρό τους το «μυστικό» και τον βαθμό γνώσης του. Το περιεχόμενο του «μυστικού» ποίκιλλε ανάλογα με τον τύπο του τεκτονισμού και της στοάς. Στις στοές με κοινωνικά αστικό και πνευματικά ορθολογικό χαρακτήρα, το «μυστικό» δεν ήταν παρά ένας ανθρωπολογικός-φιλοσοφικός προβληματισμός για την πορεία του ανθρώπου προς την τελείωση. Άλλες στοές (συνήθως αριστοκρατικές κοινωνικά) προσέδιδαν στο «μυστικό» έναν μυστικιστικό χαρακτήρα, καλλιεργώντας στοιχεία από την παράδοση του νεοπλατωνισμού, του ερμητισμού και της αλχημείας.

Η προϋπόθεση της μύησης και η ύπαρξη ενός «μυστικού» με ενίοτε μυστικιστικές διαστάσεις διαμόρφωσαν ένα κλίμα μυστηρίου το οποίο εκμεταλλεύτηκαν οι συνωμοσιολογίες που άρχισαν να κατασκευάζονται στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα από ανθρώπους της Εκκλησίας και συνεχίστηκαν μετά την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης από εκφραστές του απολυταρχικού κράτους. Οι πρώτοι, βλέποντας στον τεκτονισμό που πρέσβευε τον ντεϊσμό (την πίστη σε ένα ανώτατο ον, αρχιτέκτονα του σύμπαντος) μια θρησκευτική αίρεση, στιγμάτισαν τους τέκτονες ως αρνησίθρησκους. Οι δεύτεροι, αναγνωρίζοντας στις μυστικές εταιρείες έναν μη ελεγχόμενο χώρο διαμόρφωσης διαλόγου και, άρα, κριτικού πολιτικού λόγου, στιγμάτισαν τους τέκτονες –που πρέσβευαν μάλιστα την ισότητα– ως συνωμότες και ανατροπείς του Παλαιού Καθεστώτος.

Τα κίνητρα λοιπόν των συνωμοσιολογικών αφηγήσεων ήταν ιδεολογικά. Ενδεικτικό είναι, άλλωστε, ότι ο τεκτονισμός δεν ήταν τόσο μυστικός, όσο τον παρουσίαζαν. Μετά το 1750, όταν το κίνημα είχε πλέον διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη, όποιος ενδιαφερόταν μπορούσε εύκολα να μάθει για τις δραστηριότητες των στοών είτε από τα σχετικά βιβλία που κυκλοφορούσαν ευρέως, είτε από τους ίδιους τους τέκτονες, καθώς δεν έκρυβαν τότε την τεκτονική τους ιδιότητα.

 

Τι ήταν ο τεκτονισμός, με λίγα λόγια, κατά την περίοδο του Διαφωτισμού;

Ο μέσος τύπος στοάς κατά την εποχή του Διαφωτισμού ήταν ένας χώρος συνάντησης και διαλόγου ο οποίος λειτουργούσε με βάση τις θεμελιακές αρχές του τεκτονισμού, όπως αυτές ορίζονταν από το καταστατικό κείμενό του, τα Συντάγματα (1723) του σκώτου ιεροκήρυκα J. Anderson: την ισότητα, την ανεξιθρησκία, την ηθική και πνευματική καλλιέργεια του ατόμου, τη φιλανθρωπία, τον πατριωτισμό και τη φιλία. Αρχές, δηλαδή, που ταυτίζονταν με κεντρικές αξίες και αιτήματα του Διαφωτισμού και της αστικής τάξης.

Για να κατανοήσουμε την κοινωνική λειτουργία του τεκτονισμού, πρέπει να έχουμε κατά νου τα στεγανά και τους αυστηρούς περιορισμούς που οριοθετούσαν τη συναναστροφή μεταξύ ατόμων από διαφορετικές τάξεις. Στις στοές αίρονταν οι περιορισμοί αυτοί σε μεγάλο βαθμό, καθιστώντας δυνατή την επικοινωνία και τον διάλογο. Η κοινωνική συναναστροφή, αλλά και οι συμβολισμοί που κυριαρχούσαν στη διακόσμηση, στα τυπικά και στις τελετουργίες και των στοών, εξοικείωναν τα μέλη τους με τις θεμελιώδεις αρχές του τεκτονισμού και με τις νεωτερικές νοοτροπίες και συμπεριφορές που συνεπάγονταν. Η μύηση στον τεκτονισμό ευνοούσε, στο συλλογικό επίπεδο, τη διαμόρφωση ενός ημι-δημόσιου διαλόγου και κριτικής, συμβάλλοντας στη δημιουργία της δημόσιας σφαίρας. Στο ατομικό επίπεδο, έφερνε το υποκείμενο σε επαφή με καίριες νεωτερικές ιδέες και με τον Διαφωτισμό, προωθώντας, έτσι, την πολιτική συνειδητοποίησή του και καθιστώντας το δεκτικό σε ερεθίσματα που αφορούσαν την κοινωνική και εθνική χειραφέτησή του.

 

Η Φιλική Εταιρεία είχε τεκτονικό χαρακτήρα;

Ο ίδιος ο Εμμανουήλ Ξάνθος γράφει ότι η μύησή του στον τεκτονισμό τού ενέπνευσε την ιδέα της ίδρυσης της Φιλικής Εταιρείας και ότι η οργάνωσή της είχε ως πρότυπο τις τεκτονικές στοές. Ο τεκτονισμός εξοικείωσε, λοιπόν, όσους Έλληνες συμμετείχαν σε αυτόν με την οργάνωση μυστικών εταιρειών και με συνωμοτικές πρακτικές. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τους βοήθησε να δημιουργήσουν την υποδομή για τη μυστική επικοινωνία και δράση, που ήταν απαραίτητες για να προετοιμαστεί η Επανάσταση. Η Φιλική Εταιρεία, παρά τα στοιχεία που έχει δανειστεί από τον τεκτονισμό (ιεραρχία, σύμβολα, τελετουργίες κ.ά) και παρά τον μυστικό χαρακτήρα της, δεν είχε τεκτονικό, αλλά επαναστατικό-πολιτικό χαρακτήρα.

 

Πώς προσέγγισε το φαινόμενο η ιστοριογραφία στο παρελθόν και ποιες είναι οι σύγχρονες κατευθύνσεις της επιστημονικής έρευνας;

Η παλαιότερη ιστοριογραφία ασχολήθηκε ελάχιστα με την ιστορία του ελληνικού τεκτονισμού. Η έλλειψη ενδιαφέροντος ήταν συνέπεια της δαιμονοποίησης του τεκτονισμού, αλλά και των δυσκολιών στον εντοπισμό πηγών. Οι τελευταίες είναι λίγες και, επιπλέον, διάσπαρτες σε αρχεία διαφόρων χωρών, γιατί ο ελληνικός τεκτονισμός αναπτύχθηκε προεπαναστατικά κυρίως εκτός του ελληνικού χώρου. Πάντως, σημαντικοί ερευνητές (Κ. Δημαράς, Α. Αγγέλου, Β. Παναγιωτόπουλος) ή τέκτονες με ενδιαφέρον για την ιστορία (Π. Κρητικός), είχαν υποδείξει την ανάγκη να ερευνηθεί το κίνημα και η σχέση του με τη Φιλική Εταιρεία και έγραψαν κάποια πρώτα άρθρα.

Την τελευταία εικοσαετία, η έρευνα μελετά τα αρχεία διαφόρων στοών στα Επτάνησα, στη Ρουμανία, στην Κεντρική Ευρώπη, στη Γαλλία, Ιταλία και Ρωσία, για να εντοπίσει τους έλληνες τέκτονες· εξετάζει την επίδραση του τεκτονισμού στην πνευματική και ιδεολογική συγκρότησή τους, διερευνά τα δίκτυα (λ.χ. επαγγελματικά) στα οποία εντάχθηκαν μέσω των στοών και το πώς τα χρησιμοποίησαν. Εξετάζει, επίσης, τη φιλελληνική δράση τεκτονικών δικτύων κατά την Ελληνική Επανάσταση (έρανοι, αποστολή φιλελλήνων πολεμιστών και πολεμικού υλικού, περίθαλψη προσφύγων, διπλωματική υποστήριξη, κ.ά.).

lassanis1

Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών

Πορτρέτο του Γεωργίου Λασσάνη, αγνώστου σχεδιαστή. Ο Κοζανίτης Λασσάνης (1793-1870), που έζησε στη Λειψία, στο Ιάσιο, στο Βουκουρέστι και στην Οδησσό,  ανέπτυξε δραστηριότητα ως συγγραφέας, δραματουργός και δάσκαλος. Είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821 στη Μολδοβλαχία ως Ιερολοχίτης και μέλος του στενού περιβάλλοντος του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ενώ το 1828-1829 έλαβε μέρος στις τελευταίες μάχες του Αγώνα στην Αττική. Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους κατέλαβε υψηλά αξιώματα, μεταξύ άλλων διετέλεσε και υπουργός Οικονομικών (1836-37). Η εικόνα προέρχεται από το βιβλίο του Αριστοτέλη Χρ. Κωστόπουλου, Μορφές Μακεδόνων αγωνιστών του ’21, Αθήνα 1973.

 

Το 2021 κυκλοφόρησε η μονογραφία σας για τον ιατροφιλόσοφο Ευστάθιο Αθανασίου. Φέτος εκδώσατε και παρουσιάσατε σε έναν τόμο κείμενα του δραματουργού Γεωργίου Λασσάνη. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι και στις δύο περιπτώσεις προσεγγίζετε πρόσωπα της «δεύτερης γραμμής» του Νεοελληνικού Διαφωτισμού; Ποια είναι η σημασία της μελέτης έκκεντρων μορφών για την ιστορία των ιδεών; 

Ας διευκρινίσουμε ποιοι είναι οι άνθρωποι της «δεύτερης γραμμής»: εκείνοι για τους οποίους ακόμη και οι ειδικοί γνωρίζουν ελάχιστα ή τίποτα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ζωή και η δράση τους δεν ενδιαφέρουν την έρευνα. Αντιθέτως, οι έκκεντρες μορφές μάς βοηθούν να προσδιορίσουμε τους μέσους όρους. Είναι τα παραδείγματα που χρειαζόμαστε, δίπλα σε εκείνα της «πρώτης σειράς», για να φτάσουμε συγκριτικά και επαγωγικά σε μια βαθύτερη και ακριβέστερη κατανόηση και γνώση του Διαφωτισμού και του πρώιμου Ρομαντισμού – αλλά, βάσει των μεθοδολογικών αυτών αρχών, και κάθε εποχής και κινήματος.

 

Για τον Ευστάθιο Αθανασίου γνωρίζαμε προηγουμένως μόνο το όνομά του και γράφτηκαν 326 σελίδες· για τον Λασσάνη διαθέταμε βιογραφίες που δεν ξεπερνούσαν τις 5-6 σελίδες και τώρα έχουμε μια προσωπογραφία 220 σελίδων. Τι δείχνουν οι αριθμοί;

Οι αριθμοί δείχνουν όχι μόνο ότι τα πρόσωπα της «δεύτερης γραμμής» δεν είναι αμελητέα, αλλά και ότι σώζεται υλικό που τα αφορά – αρκεί να το αναζητήσουμε επίμονα. Μελετώντας το, βελτιώνουμε τα δεδομένα μας για γνωστά γεγονότα και φαινόμενα, ανακαλύπτουμε γεγονότα ή φαινόμενα που δεν είχαν εντοπιστεί, και μετράμε το βεληνεκές και τη διάδοσή τους. Ο Αθανασίου, λ.χ., καθώς αποδείχθηκε τυπικός εκπρόσωπος των ιατροφιλοσόφων, ανέδειξε μια ολόκληρη κοινωνική ομάδα που διαδραμάτισε καίριο ρόλο στη διάδοση του Διαφωτισμού και της τότε σύγχρονης επιστημονικής γνώσης στην ελληνική κοινωνία. Η έρευνα για το πρόσωπό του ανέδειξε, ακόμη, ένα καίριο φαινόμενο που δεν είχε προσεχτεί: τις απαρχές της ιατρικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας και της επαγγελματοποίησης της ιατρικής στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Λασσάνης μάς βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα το προεπαναστατικό θέατρο, να εντοπίσουμε νέα στοιχεία για τη Φιλική Εταιρεία, την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία και την αυστριακή φυλάκιση του Αλέξανδρου Υψηλάντη, τα φιλελληνικά δίκτυα και την ανάδειξη του Όθωνα σε βασιλιά του ελληνικού κράτους. Επίσης, τόσο ο Λασσάνης, όσο και ο Αθανασίου μάς προσφέρουν σημαντικά παραδείγματα για το πώς συντελέστηκε η πρόσληψη πολιτικών ιδεών του Διαφωτισμού και για το πώς και πότε εισήλθε η λογοτεχνία του Sturm und Drang και ο Ρομαντισμός στον ελληνικό χώρο. 

 

Στο έργο σας για τον Ευστάθιο Αθανασίου αναφέρεστε στον αμφιλεγόμενο Κυριάκο Πολύζο, αντίπαλο του Αθανασίου, με δράση στο δίκτυο του Ρήγα Βελεστινλή στη Βιέννη. Σημειώνετε ότι ετοιμάζετε ειδική μελέτη. Ποια είναι τα κύρια ερωτήματα αυτής της νέας έρευνας;

Το κεντρικό ερώτημα είναι πότε και πώς εμφανίζεται στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και ειδικότερα στην ελληνική κοινωνία ο πολιτικός ριζοσπαστισμός τού Διαφωτισμού που εκφράστηκε με τη Γαλλική Επανάσταση. Το ερώτημα δεν είναι νέο. Ο Λ. Βρανούσης, ο Π. Κιτρομηλίδης, η Ο. Κατσιαρδή-Hering και άλλοι σημαντικοί μελετητές το εξέτασαν σε σχέση με τον Ρήγα. Χρειαζόμαστε τώρα και την προοπτική των συνοδοιπόρων του ή άλλων ομοϊδεατών. Ποιοι ήταν αυτοί; Οι δρόμοι και η δράση τους; Η πνευματική και ιδεολογική συγκρότησή τους; Σε ποια κοινωνικά και γεωγραφικά δίκτυα μάς οδηγούν;

Ο Κυριάκος Πολύζος είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, επειδή δεν είναι γραμμική. Ως φοιτητής της Ιατρικής στη Χάλλη «κατέδωσε» τη μύηση του Αθανασίου στον τεκτονισμό σε τυρναβίτες εμπόρους, με αποτέλεσμα να διακόψουν την υποτροφία που του έδιναν, και, λίγο αργότερα στη Γένα, φαίνεται ότι πληροφορούσε τις αρχές για τις κινήσεις των φοιτητών. Όμως, το 1796 στη Βιέννη συνεργάστηκε με τον Ρήγα και το 1799 στο Ιάσιο ηγήθηκε μιας ομάδας οπαδών της Γαλλικής Επανάστασης. Στις αρχές του νέου αιώνα έγινε γιατρός του Αλή Πασά και κήρυττε την αθεΐα στα Γιάννενα. Λίγο μετά, χάθηκε μυστηριωδώς. Έπεσε, ίσως, με το άλογό του σε ένα ηπειρώτικο φαράγγι.

 

Κατά τα τελευταία έτη σχεδιάσατε και εποπτεύσατε τα Ερευνητικά Προγράμματα «Ζέφυρος» και «Φαναριώτικα και Αστικά Στιχουργήματα» τα οποία χρηματοδοτήθηκαν αντιστοίχως από το Ίδρυμα Σύλβιας Ιωάννου και το Πανεπιστήμιο Κύπρου. Σε ποιο βαθμό χρησιμοποιήσατε την ψηφιακή τεχνολογία και ποια ήταν η ανταπόκριση των ειδικών μελετητών, αλλά και των περιηγητών του διαδικτύου;

Ο «Ζέφυρος» είναι μια διαδικτυακή βάση δεδομένων με κατηγοριοποιημένες πληροφορίες για την Κύπρο από ξενόγλωσσα περιηγητικά κείμενα (15ος-18ος αι.). Το πρόγραμμα «Φαναριώτικα και Αστικά στιχουργήματα» αφορούσε τα ομώνυμα, δημοφιλή στιχουργήματα του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, που αποτελούν ποσοστιαία μάλλον το ισχυρότερο είδος τής τότε νεοελληνικής λογοτεχνίας. Μελετήθηκαν 55 χειρόγραφα και 12 έντυπα, εντοπίστηκαν 1652 στιχουργήματα και πλήθος παραλλαγών, και συγκροτήθηκε η απαραίτητη υποδομή για την έρευνά τους: Σχολιασμένος Κατάλογος Πηγών, Ευρετήριο Πρώτων Στίχων, Ανθολογία. Έχουν αναρτηθεί στη σελίδα του προγράμματος στον ιστότοπο του Πανεπιστημίου Κύπρου.

Κοινό χαρακτηριστικό των δύο προγραμμάτων είναι ότι δημιούργησαν εργαλεία υποδομής για την έρευνα σημαντικών ζητουμένων της φιλολογικής και ιστορικής έρευνας, συνδυάζοντας εξειδικευμένες γνώσεις από τους παραδοσιακούς φιλολογικούς κλάδους (βιβλιογραφία, κωδικολογία, παλαιογραφία, εκδοτική, λογοτεχνική θεωρία) με σύγχρονες ψηφιακές τεχνολογίες. Τα εργαλεία αυτά είναι ελεύθερα προσβάσιμα στο διαδίκτυο, στη διάθεση όλων. Επιπλέον, ο σχεδιασμός των προγραμμάτων ή/και το λογισμικό τους λειτουργούν ως πρότυπο ή ακόμη και εργαλείο για περαιτέρω συναφή προγράμματα. Για παράδειγμα: το λογισμικό τού «Ζέφυρου» είναι μια σύγχρονη βάση δεδομένων που διαρκώς επεκτείνεται με νέα κείμενα από ιδρύματα και φορείς (Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη και προσεχώς Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις) που διαθέτουν συλλογές περιηγητικών κειμένων για διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου και εκπονούν σχετικά ερευνητικά προγράμματα. Παράλληλα, εκπαιδευτικοί, ερευνητές και ιδιώτες χρησιμοποιούν τις πληροφορίες από τον «Ζέφυρο» είτε στη διδασκαλία, είτε για να μελετήσουν το παρελθόν της Κύπρου ή την ταξιδιωτική γραμματεία.

 

Τι ενδιαφέρον έχει για την ιστορία το ερώτημα της «μόδας» στα ενδύματα;

Καταρχάς, θα διέκρινα τον –ας τον ονομάσουμε– ενδυματολογικό συρμό από τη μόδα. Ο πρώτος αφορά τη λεγόμενη «παραδοσιακή φορεσιά». Διαπιστώνεται σε εποχές και κοινωνίες στις οποίες η εξωτερική εμφάνιση του ατόμου καθορίζονταν από ηθικές και κοινωνικές νόρμες που διατυπώνονταν κανονιστικά μέσω κρατικών ή εκκλησιαστικών διαταγμάτων. Αυτά όριζαν την αμφίεση των υπηκόων ή πιστών ανάλογα με τη θρησκεία, το φύλο και την κοινωνική τάξη. Η ένδυση οπτικοποιούσε τότε χαρακτηριστικά τής ταυτότητας του ατόμου που περιέγραφαν τη θέση του στο συλλογικό σώμα:  τη γεωγραφική και τοπική καταγωγή, τη θρησκεία, το φύλο, την οικονομική και κοινωνική κατάστασή του. Στο πλαίσιο αυτό, ο ενδυματολογικός συρμός εκδηλωνόταν ως κυρίαρχη προτίμηση για συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στα υφάσματα (υλικό, χρώμα, μοτίβα) ή για το πώς φοριούνταν κάποια κομμάτια της ενδυμασίας (ζωνάρι, μαντήλι κ.ά.). Δεν αφορούσε τη μορφή, τον σχεδιασμό των ρούχων. Ο ενδυματολογικός συρμός παράλλασσε· δεν διαφοροποιούσε.

Η μόδα, πάλι, συνδέεται με τη μετάβαση στην «ευρωπαϊκή» αστική ενδυμασία. Πρόκειται για ένα νεωτερικό φαινόμενο, όπως δείχνει και το γεγονός ότι η λέξη «μόδα» εμφανίστηκε στα ελληνικά μόλις κατά τον 18ο αιώνα. Προϋπόθεση για τη διαμόρφωση του φαινομένου ήταν η απελευθέρωση της αμφίεσης από τον κρατικό ή εκκλησιαστικό έλεγχο και η ανάδυση του νεωτερικού υποκειμένου. Η εξωτερική εμφάνιση αναδείχτηκε τότε σε σημαντικό εργαλείο της προβολής της ατομικής ταυτότητας και της αυτοσκηνοθεσίας τού υποκειμένου. Τα ενδύματα, οι κομμώσεις ή το μακιγιάζ άρχισαν να «τσιτάρουν» προγενέστερες αμφιέσεις και να ανακαλούν, έτσι, αισθητικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά που συνδέονταν με αυτές. Για παράδειγμα: τη δεκαετία του 1770 εμφανίστηκε η ανδρική μόδα «αλά Βέρθερος» που παρέπεμπε στα ρούχα τού ομώνυμου ήρωα του Γκαίτε και στον αισθαντικό και επαναστατικό χαρακτήρα του· κατά τη Γαλλική Επανάσταση το παντελόνι των οπαδών της παρέπεμπε στην ενδυμασία των ναυτικών της Μασσαλίας, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα η γυναικεία ενδυμασία σε στυλ «empire» (με το ψηλό μπούστο και με τα αραχνοΰφαντα υφάσματα που κόστισαν τη ζωή σε πολλές καλλονές που αψηφούσαν τον χειμώνα) παρέπεμπε στο αρχαίο ελληνικό ένδυμα. Οι ενδυματολογικοί κώδικες έγιναν, λοιπόν, στα χρόνια του Διαφωτισμού πολύ πιο σύνθετοι, καθώς οπτικοποιούσαν πλέον ατομικά στοιχεία της ταυτότητας του υποκειμένου – στοιχεία της κοσμοθεωρίας, της ιδεολογίας και της αισθητικής του.

Ενδυματολογικός συρμός ή μόδα, τα φαινόμενα ενδιαφέρουν τόσο την οικονομική ιστορία (παραγωγή και εμπόριο νημάτων, υφασμάτων και ενδυμάτων) και την ιστορία της τεχνολογίας (τεχνικές, εργαλεία, μηχανήματα), όσο και την πολιτισμική ιστορία και την ιστορία των ιδεών. Οι τελευταίες, αναλύοντας τους ενδυματολογικούς κώδικες, ανασυστήνουν κοινωνικές, ηθικές και αισθητικές αξίες ή αντιλήψεις για το σώμα και την ηλικία του, για το γυμνό και το ντυμένο, την ασκητικότητα και την πολυτέλεια, το οικείο και το οθνείο, το θηλυκό και το αρσενικό, ή για το συμβατικό και το ριζοσπαστικό, και παρακολουθούν τις μεταβολές τους. Μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η χρήση των ενδυματολογικών κωδίκων στη λογοτεχνία.

voulgaris

Onassis Library

O Ευγένιος Βούλγαρης, εικονογράφηση αγνώστου από έκδοση του 1865. Παρά τη συμβολή του στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό, εκδοτικά δεν έχει ευτυχήσει αφού, σύμφωνα με την Ίλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister, η αλληλογραφία του παραμένει ανέκδοτη ως σύνολο. Αναλογίες υπάρχουν και με την αλληλογραφία του Αδαμάντιου Κοραή, που αν και εκδομένη, δεν έχει ευρετηριαστεί, πόσο μάλλον σχολιαστεί.

 

Πώς βλέπετε σήμερα το πεδίο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού;

Αν σκεφτούμε ότι η έρευνα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού απαριθμεί λίγες μόνο δεκαετίες, τα επιτεύγματά της είναι σπουδαία. Η οικονομική και κοινωνική ιστορία, η ιστορική δημογραφία, η έρευνα για τη Διασπορά και την Επανάσταση, έχουν προσφέρει πολλές στιβαρές μελέτες. Λιγότερη έμφαση έχει δοθεί στην έρευνα της γραμματείας. Διαθέτουμε μεν μια καλή υποδομή στη βιβλιογραφία, και άρα στην ιστορία του βιβλίου, όχι όμως στην εκδοτική και στην προσωπογραφία. Τα φαναριώτικα στιχουργήματα εκδίδονται μόλις τώρα, ενώ πολλά κείμενα εξακολουθούν να κρύβονται σε χειρόγραφα. Η αλληλογραφία του Ευγένιου Βούλγαρη παραμένει ανέκδοτη ως σύνολο, ενώ εκείνη του Αδαμάντιου Κοραή, αν και εκδομένη, δεν έχει ευρετηριαστεί, πόσο μάλλον σχολιαστεί. Μια σύγχρονη, επιστημονική βιογραφία δεν διαθέτουμε για κανέναν από τους δύο. Τέτοιες ελλείψεις δυσχεραίνουν την έρευνα της πολιτισμικής ιστορίας, της ιστορίας των ιδεών, της φιλοσοφίας και της λογοτεχνίας.

Η ανάγκη για αρχειακή έρευνα, για μελέτη χειρογράφων και για έργα υποδομής είναι επιτακτική. Ωστόσο, η κρίση στις ανθρωπιστικές σπουδές και η συνεπαγόμενη απώλεια βασικών ερευνητικών δεξιοτήτων, ο ανταγωνισμός για τη μακρύτερη λίστα δημοσιεύσεων και το κυνήγι του θεαματικά επίκαιρου (απόρροιες του επισφαλούς βιοπορισμού των νέων ερευνητών), αλλά και η ψευδαίσθηση έρευνας που δημιουργεί η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στους μη εξοικειωμένους και με άλλες μεθόδους, όλα αυτά απομακρύνουν την έρευνα από τη συστηματική αξιοποίηση των πηγών και υπονομεύουν την εγκυρότητα των ερμηνευτικών σχημάτων της. Οι καιροί δεν επιτρέπουν, δυστυχώς, να συμμεριζόμαστε την αισιοδοξία του Διαφωτισμού!  

 

ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΙΛΙΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΙΩΤΗ-SANGMEISTER 

Γεώργιος Λασσάνης, Ἡ Φυλακή, Ταξιδιωτικές Σημειώσεις, Επιμ. Ίλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister (Αθήνα 2023)

Η «άδηλος» ιστορία του ιατροφιλοσόφου Ευστάθιου. Επιστήμη και νεωτερικές ιδέες στη Νοτιοανατολική Ευρώπη του όψιμου Διαφωτισμού (Ηράκλειο 2021)

Ο τεκτονισμός στην ελληνική κοινωνία και γραμματεία του 18ου αιώνα (Αθήνα 2010)

Ευγένιος Βούλγαρης, Ἔκθεσις τῆς Ταυρικῆς Χερσοννήσου ἤτοι τῆς λεγομένης Μικρᾶς Ταταρίας, Επιμ. Ίλια Χατζηπαναγιώτη-Sangmeister (Αθήνα 2008)

Griechenland, Zypern, Balkan und Levante. Eine kommentierte Bibliographie der Reiseliteratur des 18. Jahrhunderts [= Ελλάδα, Κύπρος, Βαλκάνια και Λεβάντε. Μια σχολιασμένη βιβλιογραφία της ταξιδιωτικής γραμματείας του 18ου αιώνα] (2 τόμ. Eutin 2006)

'Graecia Mendax'. Das Bild der Griechen in der französischen Reiseliteratur des 18. Jahrhunderts [= «Ελλάδα ψεύτρα». Η εικόνα των Ελλήνων στα γαλλικά περιηγητικά κείμενα του 18ου αιώνα] (Βιέννη 2002)

Επίσης, επιμελήθηκε επιστημονικά –μόνη ή με συναδέλφους– τους συλλογικούς τόμους:

Φαναριώτικα και αστικά στιχουργήματα στην εποχή του νεοελληνικού Διαφωτισμού (Αθήνα 2013)

Ταξίδι, γραφή, αναπαράσταση (Ηράκλειο 2015)

Λογοκρισία και έλεγχος ιδεών από τις απαρχές της ελληνικής τυπογραφίας έως το Σύνταγμα του 1844 (Αθήνα 2018)

 

 

27 Νοεμβρίου 2023

Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Ηροδότου και τον Ηλία Κανέλλη

 

Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Ιώσηπος Μοισιόδαξ. Οι συντεταγμένες της βαλκανικής σκέψης τον 18ο αιώνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985, 397 σελ.

Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Νεοελληνικός διαφωτισμός. Οι πολιτικές και κοινωνικές ιδέες, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1999, 654 σελ.

Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, Θρησκεία και πολιτική στον ορθόδοξο κόσμο. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι προκλήσεις της νεωτερικότητας, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2021, 256 σελ.

«Η Εκκλησία ήταν όντως θεσμός διά του οποίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξασφάλιζε τη νομιμοφροσύνη των χριστιανών υπηκόων, αλλά η Εκκλησία δεν ήταν μόνο αυτό. Η Εκκλησία ήταν κυρίως θρησκευτικός θεσμός, τον οποίο απασχολούσε η διάσωση του χριστιανικού ποιμνίου και της πίστης. Ο ρόλος της Εκκλησίας υπήρξε απολύτως κρίσιμος για την επιβίωση του γένους. Άρα η Εκκλησία δεν είναι μόνο θεσμός εξουσίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Είναι η κιβωτός του γένους και διαδραμάτισε αυτό το ρόλο». Ποιος ήταν ο σκοπός της; «Να παραμείνει ο λαός χριστιανικός. Για να παραμείνουν χριστιανοί πρέπει να διδαχθούν τα ιερά Γράμματα. Άρα χρειάζονται μορφωμένα στελέχη. Η απάντηση πάντα είναι η παιδεία». Ο καθηγητής Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, μακριά από μύθους, περιγράφει την πολιτισμική γεωγραφία που οδήγησε στην Ελληνική Επανάσταση.

12 Νοεμβρίου 2022

Η τελευταία συνέντευξη του συνθέτη στο Books' Journal και στον Κωνσταντίνο Ηροδότου

Ένα χρόνο μετά το θάνατο του κορυφαίου έλληνα συνθέτη, Μίκη Θεοδωράκη, αναδημοσιεύουμε την τελευταία συνέντευξη που έδωσε, στον Κωνσταντίνο Ηροδότου για το Books' Journal.

02 Σεπτεμβρίου 2022

Η τελευταία συνέντευξη του συνθέτη στο Books' Journal και στον Κωνσταντίνο Ηροδότου

Ένα χρόνο μετά το θάνατο του κορυφαίου έλληνα συνθέτη, Μίκη Θεοδωράκη, αναδημοσιεύουμε την τελευταία συνέντευξη που έδωσε, στον Κωνσταντίνο Ηροδότου για το Books' Journal.

02 Σεπτεμβρίου 2021

 

Πριν από μερικές μέρες, πέθανε από επιπλοκές της καρδιακής λειτουργίας του οργανισμού του ο γάλλος καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Paris 8 Vincennes-saint-Denis, Ζορζ Ναβέ. Διεύθυνε τον τομέα έρευνας «φιλοσοφικές, πολιτικές, νομικές, αισθητικές μορφές της ετερογένειας» του Εργαστηρίου Σύγχρονης φιλοσοφίας του ίδιου Πανεπιστημίου. Ο Ναβέ είχε παραχωρήσει συνέντευξη στον συνεργάτη μας Κωνσταντίνου Ηροδότου. Την αναδημοσιεύουμε από το Books’ Journal, τεύχος 22, Αύγουστος 2012.

 

22 Ιουνίου 2020

Ποιητής, πεζογράφος, κριτικός και ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας, ο Κώστας Στεργιόπουλος, που πέθανε στις 11 Ιανουαρίου 2016, υπήρξε, εκτός από βραβευμένος συγγραφέας, και ένας από τους σημαντικότερους μελετητές της ελληνικής λογοτεχνίας. Στα τέλη του 2012, ο Κώστας Στεργιόπουλος είχε παραχωρήσει εκτενή συνέντευξη στον συνεργάτη μας Κωνσταντίνο Ηροδότου, η οποία δημοσιεύθηκε (υπό τον τίτλο: Ο Κώστας Στεργιόπουλος, η ποίηση, ο Τέλλος Άγρας και ο Καρυωτάκης) στο τεύχος 27, του Ιανουαρίου 2013, απ’ όπου την αναδημοσιεύουμε.

11 Ιανουαρίου 2016