Σύνδεση συνδρομητών

Μνήμη Κώστα Σημίτη/4 - Το στυλ και η εξωτερική πολιτική του

Τετάρτη, 19 Μαρτίου 2025 00:19
Ο Κώστας Σημίτης με τον πρόεδρο της Κύπρου, Γλαύκο Κληρίδη, έναν από τους ελάχιστους ελληνοκύπριους πολιτικούς που επιδίωξε με ειλικρίνεια τη λύση του Κυπριακού.
Φωτογραφία αρχείου
Ο Κώστας Σημίτης με τον πρόεδρο της Κύπρου, Γλαύκο Κληρίδη, έναν από τους ελάχιστους ελληνοκύπριους πολιτικούς που επιδίωξε με ειλικρίνεια τη λύση του Κυπριακού.

Δύο σημεία (και μια δανεική υποσημείωση) για τον Κώστα Σημίτη

Ας μου επιτραπεί μια εξομολόγηση: μόνο μια περίοδο στη ζωή μου ένιωσα συμφιλιωμένος με κυβέρνηση στην Ελλάδα. Το αίσθημα αυτό δεν είναι αμελητέο γιατί ανοίγει ένα δρόμο συμφιλίωσης με τον κόσμο κι επομένως ένα αίσθημα ειρήνης. Ήταν η περίοδος 1996-2004.  Εξηγώ παρακάτω δύο από τους λόγους της συμφιλίωσης ―και το κάνω πιστεύοντας ότι ξεπερνούν το προσωπικό ενδιαφέρον.

Ι.

Από τις πολλές τοποθετήσεις για τον Κώστα Σημίτη που άκουσα και διάβασα τις τελευταίες μέρες μόνο εκείνη του Μακάριου Δρουσιώτη στο protagon, με τίτλο «Ο Σημίτης, το Κυπριακό και οι επαγγελματίες πατριώτες», αναφέρθηκε στην εξωτερική του πολιτική. Το κείμενο του Δρουσιώτη είναι, όπως όλα τα κείμενά του, προϊόν ανθρώπου που αρνείται να παραδοθεί στα κυρίαρχα σχήματα σκέψης κι αποκαλύπτει πτυχές της πραγματικότητας τις οποίες, χωρίς τη βοήθειά του, δεν θα μπορούσαμε να δούμε. Οι γραμμές που ακολουθούν δεν διεκδικούν την αρτιότητα του άρθρου του ούτε πηγάζουν από την αυθεντία ενός ειδικού. Είναι απλώς η γνώμη ενός πολίτη που εκείνη την περίοδο ένοιωθε πως η χώρα ακολουθούσε την ορθή εξωτερική πολιτική.

Ο Κώστας Σημίτης είναι ο μόνος πρωθυπουργός από το 1974 και μετά που, μαζί με τους συνεργάτες του, προσπάθησε μεθοδικά αφενός να βοηθήσει να λυθεί το Κυπριακό, αφετέρου να επιλυθούν οι ελληνο-τουρκικές διαφορές. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις αξιοποίησε τα μέγιστα την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στο Κυπριακό πέτυχε να συνδεθεί η είσοδος της Κύπρου στην Ένωση με την εξεύρεση λύσης. Βεβαίως η λύση δεν ήταν τυπική προϋπόθεση της ένταξης, όλοι όμως, στην κρίσιμη αρχική φάση, συμφωνούσαν πως χωρίς αυτή την προοπτική η συζήτηση δεν θα μπορούσε να έχει ανοίξει. Οι ποικιλώνυμοι αντίπαλοι αυτής της πολιτικής όρθωσαν σειρά εμποδίων. Μεταξύ αυτών ήταν ο –εκ πρώτης όψεως μάλλον ανώδυνος– όρος που έθεσε ο ηγέτης της ελληνοκυπριακής πλευράς, Τάσσος Παπαδόπουλος, να υποβάλει δηλαδή η κάθε κοινότητα το σχέδιο συμφωνίας σε δημοψήφισμα. Όταν αναλογίζομαι αν ο όρος αυτός έπρεπε να γίνει δεκτός ή όχι, διστάζω ν’ απαντήσω. Η επιβολή της λύσης χωρίς δημοψήφισμα θα είχε τροφοδοτήσει μια αντι-ευρωπαϊκή, εσωστρεφή ρητορική που θα παρουσίαζε τη λύση ως έξωθεν επιβεβλημένη. Το δημοψήφισμα, από την άλλη, συνεπαγόταν τον κίνδυνο της απόρριψης του σχεδίου λύσης.

Όπως κι αν ζυγίστηκαν τα πράγματα, ο όρος έγινε δεκτός. Συνέβη όμως να ηττηθεί το ΠΑΣΟΚ από τη ΝΔ στις εκλογές του 2004 και ο νέος πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κώστας Καραμανλής, όχι μόνο δεν ανέλαβε την ευθύνη να πιέσει τον Τάσσο Παπαδόπουλο, αλλά επιπλέον άφησε να πάει χαμένη η ευκαιρία για οποιαδήποτε βελτίωση του σχεδίου στην τετραμερή συνάντηση της Ελβετίας, στρώνοντας έτσι το δρόμο για εκείνο το απίθανο διάγγελμα με τον ηγέτη της ελληνοκυπριακής κοινότητας να λέει κλαυθμηρίζοντας μπροστά στις κάμερες ότι είχε παραλάβει κράτος και δεν μπορούσε να παραδώσει κοινότητα. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η αλήθεια είναι πως είχε παραλάβει μια τεράστια διπλωματική νίκη –την de jure αναγνώριση από τη διεθνή κοινότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, και του εαυτού του ως προέδρου της– που δεν κατόρθωσε να μετουσιώσει σε πολιτική πράξη.

Ας επιστρέψω όμως στον Κώστα Σημίτη. Στις δηλώσεις και στα άρθρα που γράφτηκαν μετά το θάνατό του, επισημαίνεται δικαίως ως σημαντική συμβολή του η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Ωστόσο δεν πιστεύω πως για τον Σημίτη η ένταξη της Κύπρου ήταν ο κύριος και πρωτεύων σκοπός· κατά τον αρχικό σχεδιασμό, μέσο ήταν για την επίλυση ενός προβλήματος που χρονίζει για δεκαετίες. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν νομίζω πως μπορούμε να μιλάμε για επιτυχία χωρίς αστερίσκο – ο οποίος αφορά την απώλεια ενός μέσου πίεσης προς αμφότερες τις κοινότητες να βρεθεί λύση. Το μεγάλο μέρος της ευθύνης ωστόσο δεν ανήκει στον Σημίτη αλλά στο διάδοχό του. Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος αν στην πρωθυπουργία ήταν, την άνοιξη του 2004, ο Σημίτης.

Η προσπάθεια να συμβάλει στην επίλυση του Κυπριακού ήταν άρρηκτα δεμένη με την προσέγγισή του στα ελληνοτουρκικά. Ο Σημίτης, εκμεταλλευόμενος τις περιστάσεις και την επιθυμία της Τουρκίας να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις ένταξης στην ΕΕ, στη Συνάντηση Κορυφής του Ελσίνκι απέσπασε τη δέσμευση των ομολόγων του ότι οι διαπραγματεύσεις δεν θα άρχιζαν αν η Τουρκία δεν είχε προηγουμένως επιλύσει τις συνοριακές ή άλλες διαφορές με τους γείτονές της. Η διατύπωση πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις από τους αντιπάλους του που τον κατηγόρησαν ότι, αποδεχόμενος τη λέξη «συνοριακές», αναγνώριζε την τουρκική θέση πως οι διαφορές δεν αφορούν μόνο την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Επρόκειτο φυσικά για υποκρισία αφού, εκτός των άλλων, η οριοθέτηση των εν λόγω ζωνών δεν είναι τίποτε άλλο παρά χάραξη νέων συνόρων.

Μετά το Ελσίνκι άρχισε ο ελληνοτουρκικός διάλογος που οδήγησε στη συμφωνία να υπογραφεί συνυποσχετικό για την παραπομπή της οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών στη Χάγη. Όταν ο Σημίτης παρέδωσε την πρωθυπουργία στο διάδοχό του, οι συνομιλίες είχαν προχωρήσει σημαντικά και ο δρόμος που έπρεπε να διανυθεί ώς την υπογραφή του συνυποσχετικού ήταν σχετικά βραχύς. Ο Καραμανλής όμως δεν ήταν Σημίτης. Ο ένας μπήκε στην πολιτική κι έγινε πρωθυπουργός για να υλοποιήσει τα σχέδια που είχε για την ελληνική κοινωνία· ο άλλος απέκτησε την πρωθυπουργία εκ κληρονομίας, όχι για να εφαρμόσει ιδέες και σχέδια[1]. Εξ ου και η περιώνυμη δήλωση του υπουργού του των Εξωτερικών, άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του: «Δεν θέλουμε να λύσουμε τα προβλήματα με την Τουρκία. Έχουμε μάθει να ζούμε με αυτά». Όπερ σήμαινε «δεν θέλουμε το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται η υπογραφή του συνυποσχετικού». Ακολούθησε η απεμπόληση της διπλωματικής νίκης του Ελσίνκι με το πράσινο φως της ελληνικής πλευράς για να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις ΕΕ-Τουρκίας χωρίς να έχουν επιλυθεί οι διαφορές.

Πριν προχωρήσω, θέλω να προσθέσω μια σημαντική λεπτομέρεια. Ως βουλευτής, ο Κώστας Σημίτης ήταν ο μόνος που, κάθε χρόνο, καταψήφιζε τον προϋπολογισμό του υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Κι όταν ως πρωθυπουργός εξηγούσε την εξωτερική του πολιτική, δεν παρέλειπε να αναφέρει πως, κατά τη γνώμη του, ήταν εξωφρενικό μια μικρή χώρα σαν την Ελλάδα να πληρώνει για αμυντικές δαπάνες πάνω από το 2,5% του ΑΕΠ της. Δείχνει αυτό ότι η εξωτερική πολιτική του Σημίτη ούτε τυχοδιωκτική ήταν ούτε συγκυριακή. Αναφέρομαι φυσικά στα Ίμια: ο Σημίτης, ως γνωστόν, μόλις ανέλαβε την πρωθυπουργία κλήθηκε να αντιμετωπίσει την κρίση των Ιμίων που προκάλεσε, όπως ανέφεραν οι πηγές της εποχής, κάποιος Καλύμνιος – για τον οποίο μάλιστα ειπώθηκε πως ήταν οπαδός του Άκη Τσοχατζόπουλου, του ηττημένου στον δεύτερο γύρο της εκλογής για την πρωθυπουργία. Ο εν λόγω Καλύμνιος είχε μεταφέρει στη βραχονησίδα των Ιμίων κατσίκια, μη γνωρίζοντας –στην καλύτερη γι’ αυτόν περίπτωση– ότι το κριτήριο με βάση το οποίο το δίκαιο διαχωρίζει το νησί από τη βραχονησίδα είναι η ύπαρξη ή μη οικονομικής δραστηριότητας. Η σημασία της διάκρισης είναι μεγάλη: οι βραχονησίδες, αντίθετα με τα νησιά, δεν έχουν υφαλοκρηπίδα. Την εγκατάσταση των κατσικιών ακολούθησε η κρίση, αλλά δεν μπορεί να υποστηρίξει κανείς πως η πολιτική που ακολουθήθηκε στη συνέχεια ήταν απόρροια του επεισοδίου των Ιμίων. Ήταν η πολιτική ενός ανθρώπου με αρχές που, συγχρόνως, ήξερε να εκμεταλλεύεται τις συγκυρίες. Ήταν επίσης η πολιτική κάποιου που είχε τη δύναμη του νου να φανταστεί ότι τα πράγματα θα μπορούσαν και θα έπρεπε να είναι αλλιώς.

Ο Κώστας Σημίτης δεν ευτύχησε να δει τους καρπούς της εξωτερικής του πολιτικής. Είναι όμως σημαντικό, πιστεύω, να θυμόμαστε και να θυμίζουμε πως ο άνθρωπος του οποίου την απώλεια τιμήσαμε με τετραήμερο εθνικό πένθος ήταν αυτός που είχε δείξει πως η επίλυση των προβλημάτων με την Τουρκία μέσω διαλόγου είναι δυνατή και αμοιβαίως επωφελής. Κι αυτό, ιδίως σε μια στιγμή όπως η παρούσα που ο ελληνοτουρκικός διάλογος έχει ξαναρχίσει – και μπορεί να προχωρήσει γρήγορα, αν οι δύο πλευρές αξιοποιήσουν την πρόοδο που είχε σημειωθεί ώς το 2004.

 

ΙΙ.

Ο γάλλος ιστορικός της αρχαιότητας Πωλ Βεν, στο άρθρο του “L’individu atteint au coeur par la puissance publique” ( P. Veyne, J.-P. Vernant, L. Dumont e.a. (επιμ.), Sur l'individu Contributions au colloque de Royaumont, Παρίσι 1985), προσπάθηκε να προχωρήσει την ανάλυση των τύπων εξουσίας που είχε επιχειρήσει ο Μαξ Βέμπερ (χαρισματική, παραδοσιακή, γραφειοκρατική) προς μια νέα κατεύθυνση, στο κέντρο της οποίας δεν ήταν μόνο ο τρόπος άσκησής της αλλά και οι σχέσεις των κυβερνώντων με τις νόρμες της συμπεριφοράς και ό,τι αυτές  οι σχέσεις συνεπάγονται για το ύφος των σχέσεών τους με τους κυβερνώμενους. Ο Βεν διακρίνει δύο μοντέλα: τη συμμετρική και την ασύμμετρη υποχρέωση. Στο μοντέλο της ασύμμετρης υποχρέωσης –που κάπως θυμίζει τη χαρισματική εξουσία του Μαξ Βέμπερ αλλά δεν συμπίπτει μ’ αυτήν– το πρόσωπο που κυβερνά δείχνει πως είναι κάποιος ο οποίος αδιαφορεί για τις παραδεδεγμένες νόρμες συμπεριφοράς, κάποιος που δεν υπάγεται στα κοινά μέτρα, σ’ αυτά δηλαδή στα οποία υπάγονται οι κυβερνώμενοι. Ο εν λόγω κυβερνήτης θεμελιώνει την αξίωση υπακοής που έχει από τους κυβερνώμενους πάνω ακριβώς στο γεγονός ότι δείχνει να υπερέχει των κοινών μέτρων: είναι κάποιος που αξίζει να τον υπακούσει κανείς επειδή ακριβώς είναι τόσο σπουδαίος, τόσο μεγάλος που δεν χωρά στα κοινά μέτρα. Η ιδέα που έχει ο κυβερνώμενος για τον εαυτό του, η αξιοπρέπειά του, η υπερηφάνειά του, υποστηρίζει ο Βεν, δεν θίγεται απ’ αυτό γιατί δεν διανοείται να συγκρίνει τον εαυτό του με τον σπουδαίο άνθρωπο που τον κυβερνά – όπως ακριβώς ο λαγός δεν συγκρίνει τον εαυτό του με την τίγρη.

Στο πρότυπο της συμμετρικής υποχρέωσης, τα πράγματα έχουν αλλιώς. Οι κυβερνώμενοι εδώ υπακούουν επειδή ο κυβερνήτης υπακούει στους ίδιους κανόνες στους οποίους υπακούουν κι αυτοί. Υπακούοντας δεν προσβάλλουν την αξιοπρέπεια και την υπερηφάνειά τους γιατί θεωρούν πως η υπακοή τους οφείλεται όχι σ’ ένα πρόσωπο αλλά στους κανόνες που και το ίδιο το κυβερνών πρόσωπο υπακούει. Ο κυβερνήτης είναι ένας σαν κι αυτούς, ένας inter pares primus και τίποτε περισσότερο, κάποιος που θα παίξει το ρόλο του για ένα χρονικό διάστημα και μετά θα αφήσει τη θέση του για κάποιον άλλον.

Ποτέ δεν μπόρεσα να συγκρίνω το ύφος εξουσίας του Ανδρέα Παπανδρέου μ’ εκείνο του Κώστα Σημίτη με όρους διαφορετικούς απ’ αυτούς του εν λόγω άρθρου του Πωλ Βεν. Ποτέ δεν μπόρεσα να σκεφτώ τον Σημίτη παρά σαν ένα άνθρωπο σαν όλους τους άλλους που έφτασε στην πρωθυπουργία με την εργασία, την αφοσίωση, τη μεθοδικότητα, την επιμονή –εννοώ με πράγματα που ο καθένας, αν είχε την «κλήση», ίσως θα μπορούσε να κάνει– και πάντως όχι με το «ταλέντο», με το «χάρισμα», με ό,τι δηλαδή μόνο εκείνος θα μπορούσε να έχει. Και φτάνοντας στην πρωθυπουργία, ποτέ δεν έκανε κάτι που θα επέτρεπε στους πολίτες να υποθέσουν πως δεν υπαγόταν στα κοινά μέτρα και στους κοινά παραδεκτούς κανόνες συμπεριφοράς: έδειχνε ότι είχε τις υποχρεώσεις που είχαμε όλοι.

Αυτό το ύφος ήταν κολακευτικό, θετικά κολακευτικό για τους έλληνες πολίτες. Συχνά τις τελευταίες μέρες ειπώθηκε και γράφτηκε πως ο Σημίτης «μας έκανε να νιώσουμε υπερήφανοι». Ένας από τους λόγους ήταν, νομίζω, το στυλ του: εκείνα τα οκτώ χρόνια νιώσαμε πως κυβερνούσε κάποιος που μας σεβόταν επειδή σεβόταν αυτά που κι εμείς οι κυβερνώμενοι σεβόμασταν – ή έπρεπε να σεβόμαστε.

Δεν διατείνομαι πως το σχήμα του Πωλ Βεν εξηγεί τα πάντα. Για να έχει κανείς μια πιο σύνθετη εικόνα της πραγματικότητας πρέπει να το συνεξετάσει με άλλες παραμέτρους. Μας επιτρέπει ωστόσο να σκεφθούμε, πρώτον, πως το ύφος εξουσίας είναι άσχετο με κομματικές τοποθετήσεις και δεύτερον, πως το 1996 δεν άλλαξαν οι Έλληνες· ο πρωθυπουργός άλλαξε. Η τύχη μάς έδειξε ένα παράδειγμα που ώς τότε δεν είχαμε δει. Θα [έχουμε την αρετή να] το ξαναδούμε;

 

[1] Συχνά διερωτώμαι πώς κατάφερε ο Κ. Σημίτης να αντέξει – και μάλιστα διατηρώντας την ευπρέπειά του– τις επιθέσεις των αντιπάλων του, οι οποίοι «αρχιερέα της διαπλοκής» τον ανέβαζαν και «προδότη» τον κατέβαζαν. Έλαβα την απάντηση από τον σπουδαίο λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του ο Κωνσταντίντος Τσουκαλάς. Χρησιμοποιώντας έναν όρο του Μαξ Βέμπερ, o Τσουκαλάς εξήγησε πως για τον Σημίτη η πολιτική ήταν beruf. H λέξη στα γερμανικά έχει δύο σημασίες: αφενός «επάγγελμα», αφετέρου «κλήση». Η κλήση είναι αυτό το οποίο, κατά τους προτεστάντες, ο Θεός μας καλεί να κάνουμε ως έργο της ζωής μας. Τέτοια, σύμφωνα με τον Τσουκαλά, ήταν η περίπτωση Σημίτη: ένιωθε πως η πολιτική –η μάχη δηλαδή για την υλοποίηση ενός σχεδίου που συμμερίζονταν πολλοί άλλοι αλλά και πολλοί αντιμάχονταν– ήταν αυτό για το οποίο είχε έλθει στον κόσμο, όπως ακριβώς, για άλλους η κλήση είναι η μελέτη, η λογοτεχνία, η μουσική… (Σ’ αυτή την οπτική, η άσκηση της εξουσίας είναι το μέσον κι όχι ο σκοπός – πράγμα που εξηγεί γιατί ο Σημίτης παρέμεινε στην πολιτική και μετά το 2004). Μόνο έτσι, μόνο αν τον δω δηλαδή όπως άλλοι βλέπουν λ.χ. τους σπουδαίους καλλιτέχνες ή λογοτέχνες ή επιστήμονες, μπορώ να εξηγήσω την πρωτοφανή αντοχή του στις ανήκουστες επιθέσεις που δέχθηκε.

Θεοδόσιος Νικολαΐδης

Καθηγητής νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας στο τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιόνιου Πανεπιστημίου. Βιβλία του: Είδωλα του Μακιαβέλλι. Η πολεμική γύρω από τον “μακιαβελλισμό” στην Γαλλία μεταξύ 1572 και 1643 (2003), Ο Μ. Φουκώ και οι ιστορικοί (επιμ. 2008), Εθνικιστική ιστοριογραφία: Η περίπτωση του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου (2011). Πιο πρόσφατη εργασία του, η μετάφραση στα ελληνικά των Φλωρεντινών Ιστοριών του Νικολό Μακιαβέλλι (2021).   

1 σχόλιο

Εδώ θα συμφωνήσω με την υπέροχη προσέγγιση ενός υπέροχου και πολλαπλώς σπουδαίου πολιτικού και ανθρώπου.

Γεώργιος Α.
Γεώργιος Α.
28 Ιουλ 2025, 09:07

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.