Εκείνο που δεν είπε ωστόσο είναι ότι η οριοθέτηση των εν λόγω θαλασσίων ζωνών, οι οποίες εκτείνονται πέρα από τα χωρικά ύδατα, προϋποθέτει ότι γνωρίζουμε τα όρια των χωρικών υδάτων. Μόνον όταν αυτά είναι γνωστά, μόνο δηλαδή όταν ξέρουμε πού σταματούν τα χωρικά ύδατα, θα μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα συμφωνήσουμε πού αρχίζουν και επομένως και πού τελειώνουν η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ. Ο διάλογος για τις νέες θαλάσσιες ζώνες λοιπόν προϋποθέτει πως θα αποφασίσουμε επιτέλους για την έκταση των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο – όπως το αποφασίσαμε και για το Ιόνιο. Φυσικά αυτή είναι μονομερής απόφαση κι επομένως πράγματι δεν θα τη συζητήσει η κυβέρνηση με την Τουρκία. Αλλά για να καρποφορήσει ο διάλογος, η απόφαση πρέπει να ληφθεί.
Ανάλογα ισχύουν για τις λεγόμενες γκρίζες ζώνες. Το θέμα εγείρεται από την Τουρκία, αλλά για να προχωρήσει ο διάλογος για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ η κυβέρνηση θα πρέπει προηγουμένως να έχει πείσει την Τουρκία πως δεν έχει δίκιο να εγείρει τέτοια ζητήματα – άρα κατά κάποιον τρόπο να τα συζητήσει μαζί της. Σε κάθε περίπτωση λοιπόν, για να οριοθετηθούν οι ζώνες αυτές ή μάλλον για να χαραχθούν τα εξωτερικά τους όρια θα πρέπει να έχουν εξαλειφθεί όλες οι αμφισβητήσεις για τις γραμμές από τις οποίες ξεκινούν.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη διάσταση απόψεων μεταξύ πρωθυπουργού και κυβερνητικού εκπροσώπου; Δεν πρόκειται φυσικά για πραγματική διάσταση αλλά για ρητορικό τέχνασμα που προφανώς στοχεύει να καθησυχάσει το εσωτερικό ακροατήριο – στο οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, όχι μόνο οι εκ δεξιών αντίπαλοι της ΝΔ αλλά και οι εξ αριστερών δεν παύουν να καλλιεργούν φαντασιώσεις και μισαλλοδοξία. Βεβαίως, όλοι ξέρουμε ότι πρέπει κανείς να αφήνει τον χρόνο να κυλά περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να πει στην κοινή γνώμη αυτό που θέλει να πει. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, κάποτε ο χρόνος θα τελειώσει, κι αν η κατάλληλη στιγμή δεν έχει εμφανιστεί ενώ ο διάλογος θα έχει καρποφορήσει, η κυβέρνηση θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να διαλέξει ή να προχωρήσει στη συμφωνία ή να ενδώσει στις πιέσεις των ιεράκων. Αν η κυβέρνηση, όπως το εύχομαι, θέλει ειλικρινά να φθάσει σε μια συμφωνία με την Τουρκία για το θέμα των νέων θαλάσσιων ζωνών –να λύσει δηλαδή μια νομική εκκρεμότητα που περιμένει πενήντα χρόνια και, μεταξύ άλλων, δεν έχει πάψει να δηλητηριάζει τις σχέσεις των δύο χωρών και να υποθηκεύει την εξωτερική μας πολιτική– πρέπει να αρχίσει να δημιουργεί τις ευκαιρίες για να διαφωτίσει την κοινή γνώμη πάνω στις διάφορες πτυχές του προβλήματος αντί να ανταγωνίζεται στην εσωστρεφή ρητορεία τους πάσης λογής αντιπάλους της. Αν πάλι, όπως το αντεύχομαι, συζητά ελπίζοντας πως δεν θα βρεθεί λύση κι αναζητά την κατάλληλη ευκαιρία για να διακόψει το διάλογο επιρρίπτοντας την ευθύνη στην Τουρκία, τότε πρέπει να ξέρει πως θα κριθεί πολύ αυστηρά.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει μπροστά του τρία χρόνια για να προσφέρει στη χώρα την ύψιστη υπηρεσία της επίλυσης αυτής τουλάχιστον της διαφοράς με την Τουρκία. Πιθανόν, στο τέρμα της πορείας, να χάσει τις εκλογές – αλλά ακόμα κι αν αυτό συμβεί, η ιστορία θα τον θυμάται ως έναν από τους σπουδαίους πολιτικούς ηγέτες της πρόσφατης εποχής. Ο πρωθυπουργός έχει, πιστεύω, καταλάβει, ιδιαίτερα μετά την εμπειρία των δύο πολέμων που ζούμε, ότι το κόστος της μη λύσης των προβλημάτων μπορεί να είναι πολύ υψηλό. Οι ουκρανοί πολιτικοί αρνούνταν επίμονα να σκύψουν πάνω στο πρόβλημα του Ντονμπάς και βρέθηκαν μπλεγμένοι σ’ έναν πόλεμο από τον οποίο δεν ξέρουν πώς να απεμπλακούν. Προσεγγίζοντας ο ένας τον άλλο, Κυριάκος Μητσοτάκης και Ταγίπ Ερντογάν έδρασαν ωθούμενοι από φρόνηση – τη φρόνηση που λείπει από τις ανόητες εκείνες φωνές που παρ’ ημίν βλέπουν τον κόσμο διχασμένο ανάμεσα σε «Τουρκολάγνους» και «Τουρκοφάγους». Ελπίζω πως ο πρωθυπουργός έχει καταλάβει ότι το πιο ζωτικό κομμάτι της κοινής γνώμης, για πολλούς και καλούς λόγους, δεν ακούει αυτές τις ανοησίες και, αντιθέτως, είναι έτοιμο να στηρίξει τολμηρές αποφάσεις. Εκείνο που χρειάζεται να κάνει, παράλληλα με την εξέλιξη του διαλόγου, είναι να εξηγήσει τα θέματα στο ευρύτερο εθνικό ακροατήριο ούτως ώστε η λύση να γίνει αποδεκτή. Ας πάψουμε επιτέλους να μιλάμε για «δικαιώματα» που δεν «απεμπολούμε» αλλά δεν ασκούμε και δεν θα ασκήσουμε ποτέ αν δεν έχει προσδιοριστεί ο χώρος άσκησής τους· ας πάψουμε επίσης να μιλάμε για «εθνικά θέματα», λες κι είναι θέματα στα οποία δεν υπάρχουν επιλογές άλλες από τις «εθνικές» και τις «αντεθνικές». Κι ας προσπαθήσουμε να επαναπροσδιορίσουμε τον πατριωτισμό που δεν είναι η μισαλλοδοξία κι η εχθροπάθεια αλλά κάτι που ξεκινά από πολύ ταπεινά πράγματα, όπως π.χ. να πληρώνει κανείς τους φόρους του ή να σέβεται τις διαβάσεις των πεζών.
Η εγωπάθεια και η εχθροπάθεια είναι, νομίζω, οι δύο όψεις ενός νομίσματος και χαρακτηρίζουν τη συμπεριφορά τόσο των ατόμων στις κοινωνίες όσο και των εθνών στην διεθνή κοινότητα. Αλλά η διερεύνηση των πτυχών αυτού του ζητήματος είναι αντικείμενο άλλου σημειώματος.