Oi δηλώσεις των αμερικανών αξιωματούχων είναι κατανοητές: υπήρξαν τόσες αντιδράσεις στην αμερικανική κοινή γνώμη για τον τρόπο με τον οποίο διεξάγει τον πόλεμο το Ισραήλ –πολλές μάλιστα προέρχονταν από Αμερικανοεβραίους– που ο πρόεδρος Μπάιντεν θέλησε να τις κατευνάσει. Είναι προφανές επίσης ότι τέτοιες αντιδράσεις θα μπορούσαν να μειώσουν τη στήριξη της κοινής γνώμης στο άλλο εμπόλεμο κράτος που στηρίζει η κυβέρνηση, την Ουκρανία. Παραμένουν ωστόσο δηλώσεις που δεν συνοδεύονται, μέχρι στιγμής, από ανάλογες ενέργειες. Έτσι, και δεδομένου ότι οι ΗΠΑ είναι η μόνη δύναμη στον κόσμο ικανή να στείλει δύο αεροπλανοφόρα 9.000 χιλιόμετρα μακριά από τις ακτές της για να στηρίξει το Ισραήλ και να αποτρέψει τον πολλαπλασιασμό των μετώπων, η κυβέρνηση Νετανιάχου μπορεί να αδιαφορεί γι’ αυτές – χωρίς βέβαια να παραλείπει τον πόλεμο της προπαγάνδας στον οποίο επιδίδεται μετά την 7η Οκτωβρίου, μαζί φυσικά με τη Χαμάς, όπως π.χ. είδαμε με αφορμή τα συμβάντα στο νοσοκομείο Αλ Αχλί.
Αδιαφορεί επίσης για τις αντιδράσεις, μέσα στη χώρα ιδίως εκείνες που προέρχονται από τις οικογένειες των ομήρων οι οποίες ζητούν προτεραιότητα του πολέμου να είναι η απελευθέρωσή τους κι όχι η καταστροφή της Χαμάς.
Η παρουσία των δύο αμερικανικών αεροπλανοφόρων, η απουσία αντιβάρων στο διεθνές πλαίσιο και η ψήφιση από το Κογκρέσσο μιας θηριώδους στρατιωτικής βοήθειας –η οποία έρχεται να προστεθεί στα 3 δισ. δολάρια που είναι η τακτική, ετήσια στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς το Ισραήλ– δεν είναι οι μόνοι λόγοι που εξηγούν τη στάση της κυβέρνησης Νετανιάχου. Ο τρόπος με τον οποίο αυτή διεξάγει τον πόλεμο, οι δηλώσεις κυβερνητικών αξιωματούχων για το μέλλον της Γάζας, τα όσα συμβαίνουν στη Δυτική Όχθη δείχνουν ότι ανάμεσα στις ευχές του Τζο Μπάιντεν και το πολιτικό σχέδιο του Μπενιαμίν Νετανιάχου και των συμμάχων του υπάρχει μεγάλη απόσταση.
Η ισραηλινή Δεξιά έχει επανειλημμένα διακηρύξει πως στόχος της είναι η δημιουργία του Μεγάλου Ισραήλ, η υπαγωγή δηλαδή στο «εβραϊκό» κράτος του Ισραήλ ολόκληρης της περιοχής που ώς το 1948 ονομαζόταν Παλαιστίνη. Αυτός είναι ο λόγος που ο Νετανιάχου, τα χρόνια των πρωθυπουργιών του, έθαψε το Όσλο και, μαζί του, την προοπτική της δημιουργίας δύο ισότιμων κρατών στην περιοχή.
Όταν αποφασίστηκε η αποχώρηση από τη Γάζα και μετακινήθηκαν από εκεί οι έποικοι (2004), η Δεξιά είχε αντιδράσει σφοδρά. Τους κατοίκους αυτής της στενής παραθαλάσσιας ζώνης, που μετά το 1948 υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες παλαιστινιακές οικογένειες οι οποίες είχαν εκδιωχθεί από τις εστίες τους, τα δεξιά κόμματα ονειρεύονται να τους διώξουν στην Αίγυπτο. Με τα σημερινά δεδομένα και τα τετελεσμένα του πολέμου, όπου και πάλι εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων έχουν εγκαταλείψει τα σπίτια τους στο βορρά της Λωρίδας κι έχουν καταφύγει στο νότο, η πιθανότητα να υλοποιηθεί αυτό το όνειρο δεν είναι μικρή. Ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη την κλίμακα των καταστροφών στο βορρά, όπου για να δημιουργηθούν ξανά δομές κι υποδομές θα χρειαστούν δεκαετίες.
Η Δυτική Όχθη –«Σαμάρεια και Ιουδαία» σύμφωνα με το λεξιλόγιο της Δεξιάς και μελών της σημερινής κυβέρνησης– από την 7η Οκτωβρίου κι έπειτα έχει μετατραπεί σε Άγρια Δύση: στο όνομα της ασφάλειας, οι έποικοι όχι μόνο λεηλατούν τις παλαιστινιακές γαίες –χτίζοντας π.χ. δρόμους που περνούν μέσα από ιδιοκτησίες Παλαιστινίων– αλλά επιπλέον επιδίδονται σε τρομοκρατικές ενέργειες εις βάρος τους χωρίς οι επίσημες δυνάμεις κατοχής να αντιδρούν. Αφεντικό της Δυτικής όχθης είναι πια ο Γιοσί Νταγκάν, πρόεδρος του «Περιφερειακού Συμβουλίου της Σαμάρειας» (βλ. το άρθρο του Γανίβ Κούμποβιτς στην Haaretz της 15/11/23) ο οποίος, αντί να παίρνει, δίνει εντολές στους στρατιωτικούς. Το ζήτημα των εποίκων της Δυτικής Όχθης δεν είναι πλέον απλό: το 1992, όταν έγιναν οι συμφωνίες του Όσλο, ο αριθμός τους ήταν κάτω από τις 100.000· σήμερα ξεπερνούν τις 800.000, οι δε προκλήσεις τους είναι ασταμάτητες. Αυτούς ακριβώς είχε αποφασίσει να ενισχύσει η κυβέρνηση Νετανιάχου μεταφέροντας στρατό για να ενισχύσει του εποικισμούς, πράγμα που έδωσε την ευκαιρία στη Χαμάς να χτυπήσει τις περοχές κοντά στη Γάζα που είχαν μείνει αφύλακτες.
Για τον πρόεδρο Μπάιντεν αλλά και για κάθε άνθρωπο που ενδιαφέρεται για την ειρήνη, το βασικό ερώτημα είναι αν, απέναντι σ’ αυτά τα σχέδια και τις πρακτικές της ισραηλινής Δεξιάς, υπάρχει στο Ισραήλ ένας πολιτικός οργανισμός ικανός να υλοποιήσει τις ευχές για επίλυση του προβλήματος. Σύμφωνα με παρατηρητές, η Αριστερά στο Ισραήλ, όπως εξάλλου και σε πολλά άλλα μέρη, https://www.nybooks.com/online/2023/11/12/israel-the-left-in-peril/">έχει συρρικνωθεί απελπιστικά. (Σημειωτέον πως το βασικό αίτημα της Αριστεράς στο Ισραήλ δεν είναι για δίκαιη κατανομή των εισοδημάτων, την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους ή την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων αλλά για εξεύρεση ειρηνικής λύσης με τους Παλαιστίνιους.) Απέναντι στον Μπενιαμίν Νετανιάχου βρίσκονται σήμερα μόνο κεντρώοι πολιτικοί, η ατζέντα των οποίων δεν περιέχει τη λύση των δύο κρατών – η οποία ούτε στην κοινή γνώμη βρίσκει απήχηση. Η λύση που η Δεξιά και το Κέντρο προτείνουν, και η πλειοψηφία των εκλογέων αποδέχεται, είναι ο πόλεμος, ο εξαναγκασμός των Παλαιστινίων σε φυγή κι ο εξανδραποδισμός των υπολοίπων, το μεγάλο Ισραήλ του εβραϊκού λαού. Ο Τζο Μπάιντεν δεν βρίσκεται σήμερα δίπλα σε ανθρώπους που, όταν κοπάσει η οργή τους, όταν θα έχουν πάρει εκδίκηση, θα καθίσουν σ’ ένα τραπέζι με τους Παλαιστίνιους και θα αποδεχθούν τη νομιμότητα του παλαιστινιακού κράτους. Στηρίζει ανθρώπους που έχουν διαφορετικό σχέδιο για την επίλυση του Παλαιστινιακού, το οποίο προωθούν, ως φαίνεται, με ακόμα μεγαλύτερη ζέση από την 8η Οκτωβρίου κι έπειτα.
Βεβαίως η Αριστερά, με την ισραηλινή σημασία του όρου, δεν έχει εξαφανιστεί πλήρως. Αντίθετα, υπάρχουν εκεί σήμερα άνθρωποι που αγωνίζονται καθημερινά για την ειρήνη: άνθρωποι που διαδηλώνουν στους δρόμους εναντίον του πολέμου ενώ η χώρα βρίσκεται σε πόλεμο, που συνεργάζονται με τους Παλαιστίνιους ομολόγους τους, που εκδίδουν έντυπα και πληροφορούν την ισραηλινή και τη διεθνή κοινή γνώμη, που πηγαίνουν στη Δυτική Όχθη, παραβιάζοντας τον ισραηλινό νόμο, για να πάρουν παιδιά που δεν έχουν δει ποτέ θάλασσα και να τα πάνε στις παραλίες. Όλοι αυτοί, που άλλοι Ισραηλινοί χαρακτηρίζουν προδότες, είναι άνθρωποι που αξίζουν όχι μόνο σεβασμό αλλά και θαυμασμό. Εύχομαι να είναι αυτοί που μεθαύριο θα πείσουν τους υπόλοιπους ότι, για να απαλλαγούν από το φόβο που τους κυβερνά, ο ασφαλέστερος δρόμος είναι να αναγνωρίσουν στους Παλαιστίνιους ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στο έθνος τους το δικαίωμα στην πολιτική ύπαρξη.
Το ερώτημα τίθεται και για την άλλη πλευρά: το παλαιστινιακό ισοδύναμο της ισραηλινής Δεξιάς είναι οργανώσεις, όπως η Χαμάς, που δεν αναγνωρίζουν το δικαίωμα του Ισραήλ να υπάρχει. Από την άλλη, λέγεται πως μετριοπαθείς Παλαιστίνιοι με επιρροή που θα μπορούσαν να είναι έγκυροι συνομιλητές βρίσκονται στις ισραηλινές φυλακές, ενώ ο Μαχμούτ Αμπάς είναι πολιτικά εξασθενημένος, κυρίως (αλλά όχι μόνο) επειδή τα βήματα που προβλέπονταν ότι θα ακολουθήσουν το Όσλο –η επίτευξη δηλαδή μιας οριστικής συμφωνίας που θα έλυνε τα ζητήματα της χάραξης των συνόρων, των προσφύγων και του καθεστώτος της Ιερουσαλήμ– δεν έγιναν ποτέ.
Υπάρχει χρόνος για τους μετριοπαθείς αμφοτέρων των πλευρών; Σε λιγότερο από δώδεκα μήνες, στις ΗΠΑ θα γίνουν προεδρικές εκλογές. Αν επικρατήσει ο Ντόναλντ Τραμπ –ο πρόεδρος που, ενάντια στο διεθνές δίκαιο, αναγνώρισε μια παρανόμως κατεχόμενη πόλη, την Ιερουσαλήμ, ως πρωτεύουσα του ισραηλινού κράτους– και ώς τότε δεν έχει βρεθεί ειρηνική λύση, θα είναι δύσκολο να κλείσει ο κύκλος της βαρβαρότητας, γιατί το σχέδιο της ισραηλινής Δεξιάς θα συνεχίσει να τον τροφοδοτεί. Ποιος εγγυάται πως αν οι Παλαιστίνιοι της Γάζας εκδιωχθούν κι εγκατασταθούν στο Σινά δεν θα το μετατρέψουν σε ορμητήριο επιθέσεων;
Στο Ισραήλ, όπως κι αλλού, υπάρχουν και κακές και καλές παραδόσεις. Η φιλόσοφος Σιμόν Βέιλ, μολονότι γνώριζε τα δεινά που είχαν υποστεί οι Εβραίοι από τους ναζί, αρνιόταν ώς το τέλος να αναδεχθεί την εβραϊκή της καταγωγή: η Βίβλος, έλεγε, περιέχει τόσο τρομακτικές αφηγήσεις για τις φρικαλεότητες που διέπραξαν οι Εβραίοι στους πολέμους τους που δεν μπορώ να ταυτιστώ μαζί τους. Θα μπορέσει να ξεχάσει το Ισραήλ, σήμερα τουλάχιστον, αυτές τις αφηγήσεις;