Σύνδεση συνδρομητών

Αστικός σνομπισμός κατά λαϊκισμού

Παρασκευή, 28 Φεβρουαρίου 2025 01:20
Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα στο πάλκο.
YouTube
Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η Μαρινέλλα στο πάλκο.

Ήρθε και η σειρά του ανυπόφορου Καζαντζίδη. Και μέσα απ’ αυτόν, η καταδίκη του λαουτζίκου που τον προσκύνησε και από ό,τι φαίνεται, κρίνοντας και από την εμπορική επιτυχία της κινηματογραφικής ταινίας του Γιώργου Τσεμπερόπουλου, Υπάρχω, εξακολουθεί να τον προσκυνά.

Το οποίον σημαίνει ότι λαός ακόμα υπάρχει, κάπως σαν το διαιωνιζόμενο «Υπάρχω» του τραγουδιού. Και αυτό ενοχλεί. Αυτό είναι που ενοχλεί. Οι πολύχρωμοι αρνητές τους, τόσο του τραγουδιστή όσο και του λαού, επέλεξαν όμως άλλον λαό. Γιατί ο λαός είναι θέμα «κατασκευής». Και γιατί αυτοί «ξέρουν» τι πρέπει να είναι ο λαός. Επέλεξαν λαό χιμαιρικό, που δεν υπάρχει. Και που δεν υπήρξε. Είναι παραπάνω από σαφές.

Αυτοί οι αρνητές δεν έχουν πρόβλημα μόνο με τον Καζαντζίδη, αλλά και με το λαό που συνεχίζει, σύμφωνα με αυτούς, να παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος. Μα να μην έχει αλλάξει τίποτα σε πείσμα τόσο κοσμογονικών αλλαγών που στο μεταξύ έχουν συμβεί; Πώς εξηγείται αυτό; Αφού είναι οι συνθήκες που καθορίζουν την υπερδομή, και αφού οι συνθήκες έχουν εκλείψει, πώς γίνεται η παρωχημένη κουλτούρα να διαιωνίζεται;

Ο μαρξο-φιλελευθερισμός, που πιστεύει ότι όλα τα κυβερνάει η «οικονομία», κουτουλάει εδώ στον τοίχο. Στο αναμορφωτήριο, στο καθαρτήριο λοιπόν ο λαός. Καταρχάς, το γλωσσικό. Πρόκειται για ιδεοτυπική απόρριψη του άλλου: οι λίγοι, παλαιότερα τους λέγανε και πρωτοπορία, απορρίπτουν τους μονόχνωτους και κλειστοφοβικούς πολλούς. Και ας τραγούδαγε ο Καζαντζίδης: «Αφού πατρίδα μου με ξεριζώνεις / πατρίδα είναι όπου ριζώνεις» («Δύο πατρίδες»). Γιατί αν έχεις πρόβλημα με τις ρίζες και το ρίζωμα, δεν σώζεσαι με τίποτα, πρέπει να αλλάξεις. Δηλαδή, εμείς που ξέρουμε, οφείλουμε να σε αλλάξουμε.

Μου έρχεται στο νου ο μεσοπολεμικός καβγάς στη Γαλλία, όταν πρωτοκαθιερώθηκε ο όρος του λαϊκισμού στη λογοτεχνική κατηγοριοποίηση, στο μυθιστόρημα. Οι οπαδοί του λογοτεχνικού λαϊκισμού, του λαϊκιστικού μυθιστορήματος, που πρότειναν τη διατύπωση, έλεγαν σε όλους τους τόνους ότι ο εν λόγω χαρακτηρισμός είναι ουδέτερος, απολιτικός, δεν τους ενδιαφέρει να κρίνουν τα λαϊκά ήθη μέσω του μυθιστορήματος, το μόνο που τους νοιάζει είναι να αποτυπώσουν με τη μεγαλύτερη δυνατή πιστότητα τη λαϊκή πραγματικότητα, τίποτ’ άλλο. Απολύτως τίποτ’ άλλο, πέρα από το ζωγράφισμα της απλοϊκής, της ταπεινής ζωής του λαού. Ούτε εξιδανίκευση ούτε απαξίωση, καμία αξιακή, ιδεολογική, πολιτική χρήση ή κατάχρηση. Ο λαός «όπως είναι». Με τα καλά και τα στραβά του, τις χάρες του και τις αναποδιές του. Τους ενδιέφερε να απεικονίσουν τις ψυχικές εντάσεις μέσα στον λαϊκό άνθρωπο. Όχι, αντέτειναν οι σοβιετόφιλοι προαγωγοί της προλεταριακής κουλτούρας, τη λαϊκή κουλτούρα τη θέλουμε σύμμαχο της προλεταριακής (εξ ορισμού καθαρής), άρα η πρώτη χρήζει κριτικής προσέγγισης, πρέπει τουλάχιστον να δείχνει τον εχθρό, την καπιταλιστική κυριαρχία, κ.λπ. Το λαϊκιστικό μυθιστόρημα έπρεπε να επιλέξει στρατόπεδο, να γίνει πεδίο ηθικής, παιδαγωγικής αναμόρφωσης, η «πάλη των τάξεων» στη θεωρία, όπως έλεγε κάποιος άλλος μερικές δεκαετίες αργότερα.

Παραθέτω ορισμένα αποσπάσματα από άρθρα και συνεντεύξεις του πρωτολαϊκιστή λογοτέχνη Λεόν Λεμοννιέ (Léon Lemonnier), από το βιβλίο του Λαϊκισμός (Populisme, 1931). Αντικαταστήστε το μυθιστόρημα και τον μυθιστοριογράφο από το τραγούδι και τον τραγουδιστή. Ο μυθιστοριογράφος «πρέπει να αναδημιουργεί τις ψυχές από τα μέσα, όχι μόνο στην πολυπλοκότητά τους, αλλά και στην εσωτερική τους έλλειψη συνοχής». Το μυθιστόρημα «πρέπει να περιγράφει τον κοσμάκη, τους κατώτερους που είναι η μάζα της κοινωνίας και της οποίας η ζωή έχει δράματα». «Είμαστε άνθρωποι των γραμμάτων, δεν αναμειγνυόμαστε στην πολιτική. […] Όποιες και αν είναι οι πολιτικές τους πεποιθήσεις, όποιο επάγγελμα και αν κάνουν, οι άνθρωποι του λαού έχουν κοινά χαρακτηριστικά. […] Όποιος λέει λαός δεν λέει κατ’ ανάγκην επανάσταση ή αντεπανάσταση». «Αποδίδουμε μεγάλη σημασία στη μύχια ζωή και κυρίως σε όλες τις μορφές μυστικισμού, όποιες κι αν είναι». Αυτός ο μυστικισμός «είναι η ίδια η ουσία του δόγματός μας. Μέχρι τώρα, νομίζουμε, ο λαός δεν μελετήθηκε […], ο λαός δεν αγαπήθηκε όπως του αξίζει». «Δεν μας ενδιαφέρει, κατά το κοινώς λεγόμενο, να ανυψώσουμε το λαό, να εκπαιδεύσουμε τις μάζες. Παίρνουμε το λαό όπως είναι, τον περιγράφουμε όπως είναι, τον αγαπάμε καθ’ εαυτόν και για ό,τι είναι». Πρόκειται για μια τέχνη «θεμελιωμένη στην αγάπη του επιλεγμένου αντικειμένου, και κυρίως στην αγάπη του λαού». Τα τελευταία χρόνια, «η λογοτεχνία διακηρύσσει από μόνη της ότι είναι αριστοκρατική, και εμείς για να αντιταχθούμε σε αυτήν ονομασθήκαμε λαϊκιστές». «Είναι περίεργο να μην μπορούμε να μιλήσουμε για το λαό χωρίς να παραπέμπουμε άμεσα στην πολιτική δράση, ενώ η πολιτική δεν κατέχει ουσιαστική θέση στη ζωή του λαού». «Ο συγγραφέας δεν πρέπει να αρέσκεται να αναλύει τους πρωταγωνιστές του, πρέπει να τους παρουσιάζει σε κίνηση, σε δράση. Δεν πρέπει να κάνει ανάλυση, αλλά ψυχολογική σύνθεση. […] Σε αντίθεση με τη διανοητικότητα της προηγούμενης γενιάς που σκότωσε την κίνηση, το δράμα, τη ζωή». «Ο λαϊκισμός συνεπώς έχει διπλή όψη. Από τη μια πλευρά περιγράφει τους εργάτες όπως φαίνονται στον σύγχρονο παρατηρητήˑ από την άλλη πλευρά, θα αναζητήσει στη λαϊκή ψυχή ό,τι πιο μυστικό μπορεί αυτή να περιέχει». «Επιλέξαμε αυτή τη λέξη, λαϊκισμός, γιατί μας φάνηκε ότι σχηματίζει τη βιαιότερη αντίθεση με ό,τι μας απωθεί περισσότερο, τον σνομπισμό. Όπως στους ανθρώπους του λαού, κάθε πόζα μας προκαλεί φρίκη».

Ιδού λοιπόν: ο αστικός σνομπισμός, ως αποτέλεσμα της αποξένωσης/απόσχισης των ελίτ, είναι ο πυρήνας της απόρριψης της λαϊκής ψυχής. Οι αστοί, δεξιοί και αριστεροί, που θέλουν να αναμορφώσουν το λαό, μπορεί να τον λυπούνται, να τον συμπονούν, αλλά δεν τον αγαπούν, τους είναι ανυπόφορος. Οι λαϊκιστές αγαπούν το λαό έτσι όπως αυτός είναι, γι’ αυτό ακριβώς που είναι. Δεν αποσκοπούν στη «χειραφέτησή» του. Πείτε ό,τι θέλετε, ότι τον «ουσιοποιούν», ότι τον «καθηλώνουν στην κυριαρχία», ότι η πραγματικότητα που περιγράφουν είναι πολύ απλουστευτική και ότι τα πράγματα είναι πιο παράδοξα, πιο περίπλοκα, πιο βαθιά. Ιδού η εγωιστική τους απάντηση: «αν υπάρχουν δύο αλήθειες», μία επιφανειακή και μία πολύπλοκη, «εμείς προτιμούμε την πιο ρωμαλέα, την πιο “λαός”». Ο λαϊκιστής (καλλιτέχνης) είναι «ένας από εμάς», γι’ αυτό δεν είναι «ψεύτικος». Ενσαρκώνει. Ενσάρκωση, η ουσία της αντιπροσώπευσης, ό,τι δηλαδή δεν καταλαβαίνει, ό,τι περισσότερο απεχθάνεται ο «αστός», δεξιός ή αριστερός. Υπό μία τέτοια οπτική, ο Διονύσης Σαββόπουλος, πριν από λίγα χρόνια, είχε χτυπήσει κέντρο:

Ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν λαϊκός εκσυγχρονιστής. Για πρώτη φορά με τον Καζαντζίδη νομίζαμε ότι αυτά που λέει για την ξενιτιά τα έχει πάθει ο ίδιος. Μας έκανε να νιώσουμε αυτό το πράγμα, ότι αυτός τα ενσαρκώνει. Μέχρι τότε όλοι οι μεγάλοι μας τραγουδιστές ήταν σαν αγάλματα, καθόντουσαν κι έλεγαν το τραγούδι[1].

Οι λαϊκιστές δεν κάνουν θεωρητικές, ούτε καν ψυχολογικές  αναλύσεις, φέρνουν στην επιφάνεια ένα κουβάρι αντιθετικών συναισθημάτων που δονούν τη λαϊκή ψυχή. Μέσα στο οποίο, όπως το έλεγε και ο Γκράμσι, μπορεί κανείς να βρει ό,τι θέλει. Οι λαϊκιστές δεν είναι δεξιοί ούτε αριστεροί, δεν είναι πολιτικοί – είναι μεταπολιτικοί.

Αυτό που ξαναέγινε σαφές, με αφορμή και τον Καζαντζίδη, είναι ότι ακόμα υπάρχει λαός. Ότι ένα ορισμένο νοοτροπιακό ήθος, μέσα στο οποίο φωλιάζει ένα μυστικό ενσάρκωσης, μπορεί να διαιωνίζεται σε πείσμα των αλλαγών (και κάθε μεταπολίτευσης), είτε σιγοντάροντάς τες είτε διαβρώνοντάς τες, ή και τα δύο μαζί. Ότι, ακόμα, η «κοινωνία των ατόμων» και τα «δικαιώματα» δεν έχουν αντικαταστήσει το «λαό». Είτε αυτό μας αρέσει είτε όχι.      

 

[1] enikos.gr, 25/1/2017.

Ανδρέας Πανταζόπουλος

Αναπληρωτής καθηγητής πολιτικών επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πιο πρόσφατα βιβλία του: Λαϊκισμός και εκσυγχρονισμός, 1965-2004 (2011), Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013 (2013), Εθνικολαϊκισμός και νεωτερικότητα στην Ελλάδα (2021), Η ταυτότητα της πολιτικής στη μεταπολεμική Ελλάδα (2022), Η πολιτική της αντιπροσώπευσης (2024), Ο Ντοστογιέφσκι και ο λαϊκισμός (2024), ΠΑΣΟΚ: από τη δημοκρατική τάξη στο κινηματικό χάος; (2024).


Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.