Κατά τη γνώμη μου, είναι ερμηνευτικά αδιέξοδο να υποβαθμίζεται η εδραία αντιλαϊκιστική ταυτότητα του Κώστα Σημίτη. ΄Εχει γράψει και έχει πει άπειρα πράγματα κατά του λαϊκισμού, έχει ουσιαστικά ταυτιστεί με αυτήν την «αντι-ταυτότητα». Δεν κάνω εδώ αξιολογική κρίση στον αντιλαϊκισμό του, κ.λπ., αλλά αυτό που ενδιαφέρει καταρχάς είναι ένας ελάχιστος σεβασμός στην ταυτότητά του. Η οποιαδήποτε κριτική έπεται.
Σημίτης χωρίς αντιλαϊκισμό δεν υφίσταται... Για τον Σημίτη, ο αντιλαϊκισμός ήταν ταυτοχρόνως αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊστικής, της εκσυγχρονιστικής πολιτικής του ταυτότητας και πολιτική στρατηγική, τόσο για την ανακατανομή ισχύος στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1990, όσο και για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας.
Τον σημιτικό αντιλαϊκισμό θα τον όριζα με τα εξής δύο στοιχεία: κατά των πελατειακών σχέσεων και κατά της εργαλειοποίησης των συναισθημάτων στον δημόσιο χώρο. Η έξοδος από αυτό το καθηλωτικό πλέγμα αναζητήθηκε θεωρητικά από τον Σημίτη στη λεγόμενη «νέα σοσιαλδημοκρατία», τον «τρίτο δρόμο» των Μπλερ-Γκίντενς. Μια τέτοια αντίληψη, υπό ορισμένες συνθήκες, μπορεί να τραπεί μάλιστα προς την κατεύθυνση της άρσης της πολιτικής διαίρεσης «Αριστερά/Δεξιά»…
Αυτός είναι ο βασικότερος λόγος που ένα μεγάλο μέρος των αριστερών τον κατηγόρησε και συνεχίζει να τον κατηγορεί ως «νεοφιλελεύθερο», κατηγορία ντουμπλαρισμένη ιδιαίτερα σήμερα με τη νεοαριστερή υπερτίμηση μιας «συγκινησιακής δημοκρατίας».
Ενώ όσοι υπερασπίζονται την αριστερή ταυτότητά του δυσκολεύονται ακριβώς να δώσουν αξιοπιστία στο επιχείρημά τους, να νομιμοποιήσουν δηλαδή τον αντιλαϊκισμό του ως αριστερή, «σοσιαλδημοκρατική», πολιτική. Δυνητικά, το αντιλαϊκιστικό πείραμα Σημίτη είναι «πέραν» της διαίρεσης Αριστερά/Δεξιά.
Ο Σημίτης συμβόλισε με προσίδιο τρόπο, στο πλαίσιο μιας «περιφερειακής χώρας», την είσοδο σε μία πολιτική υπερνεωτερικότητα, ερχόμενος αρκετές φορές σε σύγκρουση με την πρωτογενή λαϊκιστική νεωτερικότητα του τριτοσεπτεμβριανού, του ανδρεο-παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, που βάσιζε την ισχύ του στο εθνικο-ανεξαρτησιακό credo και την εξ αυτού απορρέουσα αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Ήταν η κυβερνητική του άρνηση κατά την οκταετία 1996-2004. Αρκεί να θυμηθούμε τις περιπτώσεις Ιμίων, Οτσαλάν, καθώς και αυτή των αστυνομικών ταυτοτήτων (για να μην αναφερθούμε στην κοινωνική πλευρά, με τις περιπτώσεις του ασφαλιστικού νομοσχεδίου και της ναυτικής τραγωδίας του Σάμινα: «αυτή είναι η Ελλάδα»…).
Συνοπτικά, στον λαϊκισμό ως «πολιτική της αντιπολιτικής» αντιπαρέθεσε τη μεταπολιτική των «αξιών», της «πολυπλοκότητας», μέσα σε έναν «ανοιχτό κόσμο» που «αλλάζει». Με νοηματοδοτικό πλαίσιο, πάντα, τον ευρωπαϊστικό εκσυγχρονισμό κατανοούμενο, ιδεολογικο-πολιτικά μιλώντας, ως το αντίθετο του θεωρούμενου κλειστοφοβικού (πασοκικού) εθνικολαϊκισμού.
Αλέκος Παπαδάτος