Δείχνουν τα σημάδια στην Ανατολική Ευρώπη στην κατεύθυνση της ειρήνης; Επιφανειακά, θα μπορούσε όντως κανείς να ερμηνεύσει με αυτόν τον τρόπο ορισμένες πρόσφατες τάσεις. Από τη μια πλευρά, η Ουκρανία βρίσκεται υπό τεράστια πίεση – τόσο στο πεδίο της μάχης όσο και στη διεθνή σκηνή. Τα ρωσικά στρατεύματα προελαύνουν αργά αλλά σταθερά στη λεκάνη του Ντόνετς. Οι ρωσικές επιθέσεις στις ενεργειακές υποδομές της Ουκρανίας έχουν ολοένα και ισχυρότερο αντίκτυπο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο εκλεγμένος πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ότι θέλει να τερματίσει τον πόλεμο το συντομότερο δυνατό. Στη Δυτική και την Κεντρική Ανατολική Ευρώπη έχει αναδυθεί μια φάλαγγα λαϊκιστικών κομμάτων, για τα οποία το διεθνές δίκαιο, η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και οι δημοκρατικές αξίες –συνεπώς και η τύχη της Ουκρανίας– είναι στην καλύτερη περίπτωση δευτερεύουσας σημασίας. Όχι μόνο ριζοσπάστες αριστεροί και δεξιοί, αλλά και ορισμένοι κεντρώοι πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένου του απερχόμενου πλέον γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς, διεξάγουν προεκλογικές εκστρατείες ως επίδοξοι ειρηνοποιοί, η ψυχραιμία των οποίων υποτίθεται ότι αποτρέπει την κλιμάκωση του πολέμου.
Από την άλλη πλευρά, η διακυβέρνηση του Πούτιν στη Ρωσία δέχεται οικονομικές πιέσεις. Ο πληθωρισμός αυξάνεται και το ρούβλι πέφτει. Οι ανθρώπινες και υλικές απώλειες της Ρωσίας στο ουκρανικό μέτωπο είναι τεράστιες και η Μόσχα μπορεί να τις αντισταθμίσει μόνο εν μέρει. Στη Μέση Ανατολή, τον Νότιο Καύκασο και την Κεντρική Ασία, η Ρωσία εκτοπίζεται ως παράγοντας ισχύος και, μαζί με αυτό, χάνεται η φήμη του Πούτιν ως γεωπολιτικού στρατηγού. Τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία, πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν τώρα πλειοψηφίες υπέρ μιας γρήγορης κατάπαυσης του πυρός στη λεκάνη του Ντόνετς.
Μήπως αυτό δίνει τελικά στην Ευρώπη την ευκαιρία να τερματίσει οριστικά τον πόλεμο; Δύσκολα – κι ο λόγος είναι ότι οι περισσότερες καλές προθέσεις και καλοπροαίρετες προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούν σε αδιέξοδα. Διότι ορισμένα σχέδια κατάπαυσης του πυρός και πιο μακρόπνοες ιδέες για μια διευθέτηση δεν λαμβάνουν υπόψη τις βασικές προτιμήσεις των εμπλεκόμενων μερών. Αντιβαίνουν τόσο στις υπέρμετρες ηγεμονικές φιλοδοξίες της Ρωσίας όσο και στα θεμελιώδη συμφέροντα ασφαλείας της Ουκρανίας. Η φόρμουλα «Τίποτα για την Ουκρανία χωρίς την Ουκρανία» δεν είναι μόνο ένα ευγενές πολιτικό αξίωμα, αλλά και μια εγγύηση επιβίωσης για το Κίεβο. Η Ρωσία επιδιώκει όχι μόνο να περιορίσει το ουκρανικό έθνος, αλλά και να το καταργήσει ως ανεξάρτητη πολιτιστική κοινότητα και κυρίαρχο εθνικό κράτος.
Από την άλλη πλευρά, πολλά σχέδια ειρήνης, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, αναπτύσσουν στρατηγικές επίλυσης συγκρούσεων που συνεπάγονται την επιβράβευση της ρωσικής στρατιωτικής επιθετικότητας και την τιμωρία της ουκρανικής πυρηνικής αποχής. Παρόμοια με τις συνέπειες της απρόσεκτης μεταχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος από τις σημερινές γενιές, η διεθνής αποδοχή μιας ρωσικής νίκης στην Ουκρανία θα τοποθετούσε μια ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του διεθνούς συστήματος ασφαλείας. Μια μερική κατάπαυση του πυρός θα μπορούσε να είναι δυνατή σήμερα μόνο για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, η έγγραφη ή/και de facto κωδικοποίηση εδαφικών κερδών για τη Ρωσία ή/και απωλειών κυριαρχίας για την Ουκρανία θα ενθάρρυνε την επανάληψη και τη μίμησή τους από μεταγενέστερες ρωσικές ή άλλες αναθεωρητικές κυβερνήσεις.
Επιπλέον, μια ρυθμιζόμενη από τη συνθήκη εδαφική ή/και πολιτική μείωση του ουκρανικού εθνικού κράτους θα γινόταν προειδοποιητικό σημάδι για άλλες χώρες ανά τον κόσμο που είναι σχετικά πιο αδύναμες σε σχέση με τους γείτονές τους. Είτε έχουν εκλεγεί δημοκρατικά είτε έχουν έρθει στην εξουσία μη δημοκρατικά, πολλές κυβερνήσεις θα επανεξετάσουν τις στρατηγικές εθνικής τους ασφάλειας. Οι περιφερειακές κούρσες εξοπλισμών θα ήταν πιθανές. Νέα προγράμματα ατομικών όπλων και το τέλος της Συνθήκης για τη μη-Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων, καθώς και των συμβάσεων για τα χημικά και βιολογικά όπλα, θα αποτελούσαν μια ευδιάκριτη πιθανότητα.
Πολλοί υποστηρικτές μιας μερικής συνθηκολόγησης της Ουκρανίας εμφανίζονται τώρα ως φίλοι της ειρήνης και αντίπαλοι του πολέμου. Ωστόσο, δεν πρέπει να λένε μόνο το Α, αλλά και το Β: το τίμημα μιας ρωσικής νίκης, που επί του παρόντος είναι το μόνο δυνατό προσωρινό τέλος του πολέμου, δεν θα ήταν μόνο η κατάφωρη αδικία απέναντι στην Ουκρανία. Θα σήμαινε επίσης την υπονόμευση του διεθνούς συστήματος των κυρίαρχων κρατών.
Η ανθρωπότητα θα εισερχόταν σε ένα είδος «νέου παλιού κόσμου»: τα σύνορα θα μετατοπίζονταν και πάλι από τη δύναμη του ισχυρότερου, τα ασθενέστερα κράτη θα καταστέλλονταν στρατιωτικά από τις αυτοκρατορικές δυνάμεις και οι επεκτατικές κυβερνήσεις θα διέπρατταν ατιμώρητα γενοκτονίες. Μόνο όσοι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν αυτό το υψηλό τίμημα έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τον τερματισμό των προμηθειών όπλων στην Ουκρανία, τον τερματισμό των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και τη μεταφορά των ουκρανικών λαφύρων πολέμου στη Μόσχα – κατεχόμενα εδάφη, απελαθέντα παιδιά, απαλλοτριωμένα ακίνητα κ.λπ.
Πολλοί φαινομενικοί φίλοι της ειρήνης δεν αναγνωρίζουν τη ρητορική υποστήριξή τους προς τους ρώσους ιμπεριαλιστές και τους πολεμοκάπηλους αυτού του κόσμου. Οι περισσότεροι από τους υποτιθέμενους αντιπάλους του πολέμου στην Ευρώπη ξεχνούν ή σιωπούν για το γεγονός ότι μιλούν για την επιβράβευση μιας εκστρατείας κατάκτησης και έτσι κάνουν πιο πιθανούς τους μελλοντικούς πολέμους. Το να αφήνεις έναν επιτιθέμενο να καρπώνεται τους καρπούς της επιθετικότητάς του θεωρείται αποκλιμάκωση και όχι λανθασμένη ειρηνιστική στρατηγική που κάνει πιο πιθανή τη νέα χρήση βίας.
Εκτός από την άγνοιά τους για το υψηλό επίπεδο των παράπλευρων ζημιών στην παγκόσμια πολιτική και την πολιτική ασφάλειας από μια ρωσική νίκη, πολλοί υποστηρικτές των διαπραγματεύσεων πάσχουν από πολιτικό κρετινισμό όσον αφορά τις αυτοκρατορικές προθέσεις της Ρωσίας. Η σημερινή ηγεσία της Μόσχας μπορεί να μην έχει ακόμη πλήρως φασιστικές ιδιότητες, αλλά θέλει πολύ περισσότερα από έναν απλό περιορισμό της κυριαρχίας και την παραχώρηση εδαφών στην Ουκρανία. Ο απώτερος στόχος δεν είναι μόνο η κατά το δυνατόν κατάργηση του ανεξάρτητου ουκρανικού εθνικού κράτους.
Η Ουκρανία αποτελεί επίσης πολιτικό πεδίο δοκιμών, γεωστρατηγικό εργαλείο, ζώνη στρατιωτικής ανάπτυξης και δεξαμενή πόρων για τη Ρωσία στην επιδίωξη των ευρύτερων στόχων της στην Ανατολική Ευρώπη και πέραν αυτής. Από το 2022, τόσο η εχθρότητα της Μόσχας όσο και οι στόχοι της απέναντι στη Δύση διευρύνονται σταθερά. Η υποταγή της Ουκρανίας είναι πλέον λιγότερο ένα βραβείο παρά το πρώτο βήμα σε μια θεμελιώδη αναθεώρηση της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας πολιτικής που επιδιώκει η Μόσχα. Αυτό δεν σημαίνει ακόμη άμεση συνέχιση του ενεργού πολέμου πέραν των συνόρων της Ουκρανίας. Οι επανειλημμένες απειλές της Μόσχας κατά της Δύσης με συμβατικά και όπλα μαζικής καταστροφής δεν αποτελούν τόσο ανακοινώσεις δράσης όσο μέρος μιας υβριδικής εργαλειοθήκης για τη διάβρωση δημοκρατικών κοινωνιών, κρατών και οργανισμών.
Σε ορισμένα στάδια, οι διπλωματικές δραστηριότητες αποτελούν για τη Μόσχα εξίσου πρόσφορα μέσα υπονόμευσης παρά μια εναλλακτική προσέγγιση για την επίλυση των συγκρούσεων. Όπως το έθεσε πρόσφατα η Σουηδή πολιτική επιστήμονας Charlotta Rodhe, το «ρωσικό θέατρο διαπραγματεύσεων» έχει περισσότερο επιτελεστικές και χειραγωγούσες παρά πρακτικές λειτουργίες. Ένας ελάχιστος στόχος των διαπραγματεύσεων μπορεί να είναι η καθυστέρηση του διαπραγματευόμενου εταίρου και ένας μέγιστος στόχος μπορεί να είναι η απόσπαση παραχωρήσεων που διαφορετικά θα έπρεπε να κερδηθούν με καθαρά στρατιωτικά μέσα. Οι ξένοι υποστηρικτές των διαπραγματεύσεων λειτουργούν σήμερα ως ευπρόσδεκτοι «χρήσιμοι ηλίθιοι» για το Κρεμλίνο, διευκολύνοντας τον υβριδικό πόλεμο της Μόσχας και εμποδίζοντας ασυνείδητα μια πραγματική και βιώσιμη ειρηνευτική λύση, ενισχύοντας την Ουκρανία.
Η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία δεν είναι μόνο ένας πόλεμος κατάκτησης και εξόντωσης, αλλά λειτουργεί και ως σφήνα για τη Μόσχα. Οι συζητήσεις για τη βοήθεια προς την Ουκρανία και τον τερματισμό του πολέμου κατακερματίζουν τα δυτικά κόμματα, τα Κοινοβούλια, τις κυβερνήσεις και τις συμμαχίες. Η πλημμύρα των προσφύγων από την Ουκρανία ενισχύει τα αντιδυτικά λαϊκιστικά κόμματα, όπως η Εναλλακτική για τη Γερμανία και η Ένωση Σάρα Βάγκενκνεχτ στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Τέλος, μια Ρωσία που θα κατακτήσει την Ουκρανία στρατιωτικά, διπλωματικά ή με συνδυασμό των δύο, θα τη χρησιμοποιήσει ως εφαλτήριο και πηγή για τις δραστηριότητες της Μόσχας προς δυσμάς – είτε ενεργού πολέμου είτε υβριδικές.
Ειδικότερα, τα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά και άλλες δυτικές και μη δυτικές χώρες, θα πρέπει να επενδύσουν μια σειρά από εθνικά συμφέροντα σε μια δίκαιη ειρήνη για τον τερματισμό του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Αυτό θα είναι δυνατό, ωστόσο, μόνο εάν υπάρξουν νέες επιτυχημένες ουκρανικές επιθετικές επιχειρήσεις που βασίζονται σε καλό εξοπλισμό με σύγχρονα όπλα. Όσο αυτή η βασική προϋπόθεση δεν εκπληρώνεται, η αναζήτηση ισορροπίας και συμβιβασμού με τη Μόσχα θα τροφοδοτεί περαιτέρω τις ήδη τυχοδιωκτικές φιλοδοξίες της Ρωσίας στην εξωτερική πολιτική, αντί να τις περιορίζει.
μετάφραση: Βασίλης Α. Μπογιατζής