Παρά την πολυετή φιλία που τους έδενε, ο Ζεβελάκης υιοθετεί την αυστηρή φόρμα της συνομιλίας, απευθυνόμενος στον ποιητή στον πληθυντικό, ο οποίος απαντά με τον ίδιο τρόπο. Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης είναι το εξής:
Γιώργος Ζεβελάκης: Από τον ραδιοφωνικό σταθμό Ηρακλείου (Κρήτης) είχαμε πρόσφατα την ευκαιρία, και το προνόμιο θα ’λεγα, ν’ ακούσουμε μια σειρά 20 εκπομπών με τον τίτλο «Η χαμηλή φωνή» και να επικοινωνήσουμε με κάποιους ποιητές, που αν και πολλοί από αυτούς είναι ξεχασμένοι σήμερα, ποιητές μιας περασμένης εποχής, η ποιότητα του λυρισμού τους μας συγκινεί ακόμη. Θα ’λεγα ότι η σειρά αυτή υπήρξε αποκαλυπτική, γιατί μας υπενθύμισε τη διαχρονικότητα της ποίησης και την πέρα από σχολές, τεχνοτροπίες και φόρμες βιωσιμότητά της από γενιά σε γενιά. Σήμερα, κύριε Αναγνωστάκη, μας δίνετε πάλι την ευκαιρία να ακούσουμε μια καινούργια σειρά εκπομπών με τον τίτλο «Η πρώτη νεωτερική ποιητική γενιά στην Ελλάδα». Μπορείτε να μας μιλήσετε για την ταυτότητα αυτών των εκπομπών;
Μανόλης Αναγνωστάκης: Ναι, και θα σταθώ μια στιγμή υποχρεωτικά στον όρο «νεωτερικός». Θα μπορούσα να πω «μοντέρνα σύγχρονη ποίηση». Δανείζομαι τον όρο «νεωτερικός», που μου φαίνεται πιο προσδιοριστικός, και συνάμα πιο ελκυστικός, από τον φίλο κριτικό και ιστορικό της λογοτεχνίας μας κ. Αλέξανδρο Αργυρίου που, αν δεν τον χρησιμοποίησε πρώτος, οπωσδήποτε τον καθιέρωσε και τον νομιμοποίησε.
Αναφερθήκατε στην προηγούμενη σειρά. Ναι, σήμερα θ’ ακούσουμε μια ποίηση διαφορετική. Προς Θεού, δεν αξιολογώ, δεν λέω καλύτερη ή μετριότερη. Λέω διαφορετική. Δεν κρίνω αν ένα ποίημα του Άγρα ή του Καρυωτάκη είναι σε κατώτερο ή ανώτερο επίπεδο από ένα ποίημα του Εμπειρίκου ή του Παπατσώνη φερ’ ειπείν. Αμέσως, όμως, αντιλαμβανόμαστε ότι ο τρόπος της «κατασκευής» τους –και παρακαλώ εδώ να μην παρερμηνευθεί η λέξη– είναι διαφορετικός. Η παλιά ποίηση, η λεγόμενη παραδοσιακή, είναι τονισμένη σε αυτό που λέμε ρυθμική ή μουσική λαλιά. Ακολουθεί ορισμένους κανόνες προσωδίας που, όσο ευρύ και αν είναι το πλαίσιο των δυνατοτήτων χρησιμοποίησής τους, δεν παύει να αποτελεί ένα κλειστό και αυστηρά περιχαρακωμένο σύστημα, από το οποίο ο ποιητής δεν μπορεί ή δεν θέλει, τελικά δεν επιχειρεί να ξεφύγει. Ο νεωτερικός ποιητής, αντίθετα, απαρνείται αυτούς τους κανόνες, τους σπάζει, του φαίνονται σαν ένα βάρος περιττό και δεσμευτικό. Ο ελεύθερος στίχος, βέβαια, από μόνος του, δεν αποτελεί διαπιστευτήριο. Αλλά είναι μια προϋπόθεση απελευθέρωσης. Από κει και πέρα, αρχίζει η κατάργηση των κανόνων της προσωδίας και στήνεται ένας προσωπικός κώδικας που επιβάλλεται ή δεν επιβάλλεται στον αναγνώστη.
Μιλάμε, δηλαδή, για μια διαφοροποίηση της μορφής…
Διαφοροποίηση, ή μάλλον μια άλλη αντίληψη της μορφής, που καταλήγει μοιραία και σε διαφοροποίηση ουσίας. Όταν υπάρχει ο πειρασμός να πούμε περισσότερα πράγματα χωρίς τη δέσμευση ενός προκαθορισμένου συστήματος, μιας δοσμένης δηλαδή μορφής, τίποτα δεν μπορεί να μας συγκρατήσει. ναι, και σαν μορφή αλλά και σαν ουσία, σαν περιεχόμενο, η νεωτερική ποίηση, με ποικίλους πειραματισμούς και αναζητήσεις –μην ξεχνάμε εδώ την καταλυτική εμπειρία του υπερρεαλισμού– απλώθηκε σε μια τρομακτική γκάμα εκφραστικών δυνατοτήτων. Θέματα «ποιητικά» και θέματα που δεν αρμόζουν στην ποίηση δεν υπάρχουν πια. Καταργήθηκαν οι προλήψεις για τη λεγόμενη ποιητική και αντιποιητική έκφραση. Ακόμη, τα όρια ανάμεσα στον στίχο και στον αυτόχρημα πεζό λόγο τείνουν να εκμηδενιστούν. Ο ποιητής δεν αρκείται πια στο σιωπηρά παραδεδεγμένο λεξικό των «ποιητικών λέξεων», αλλά αντλεί από όλο τον γλωσσικό πλούτο της παράδοσης και της καθημερινής ζωής.
Στους ποιητές που θ’ ακούσουμε θα διακρίνουμε τάσεις συντηρητικές εντός εισαγωγικών, που μόλις δειλά κάνουν βήματα απελευθέρωσης από το κλίμα της παραδοσιακής ποιητικής αντίληψης αλλά σαφώς εντάσσονται στον νεωτερικό χώρο, όπως τον ορίσαμε. Και, από την άλλη μεριά, ακραίες περιπτώσεις που στον καιρό τους θεωρήθηκαν σκέτη πρόκληση, επέσυραν τη χλεύη των κριτικών και του κοινού, θεωρήθηκαν σαν απάτη εις βάρος της ποίησης και, φυσικά, ολότελα έξω από το νόημά της, αλλά που σήμερα έχουν γίνει σχεδόν κλασικοί και έχουν περάσει και στα σχολεία.
Θα θέλαμε να μας πείτε ποιους ποιητές θα παρουσιάσετε σε αυτήν τη σειρά των εκπομπών.
Ακούστε. Ο παλαιότερος ποιητής και ο πρώτος που θ’ ανοίξει τη σειρά είναι ο Τάκης Παπατσώνης. Τυπικά δεν ανήκει στη γενιά που σήκωσε το βάρος της ανανέωσης του ποιητικού μας λόγου. Ούτε καν χρονολογικά. Αλλά ο Παπατσώνης δεν είναι μόνο ο πρώτος που σπάζει τη δεσποτεία του ομοιοκατάληκτου, του προσωδιακού στίχου, όπως τον ορίσαμε πρωτύτερα, αλλά και ο πρώτος που, από το 1920 ακόμη, γράφει συνειδητά και αποκλειστικά σε ελεύθερο στίχο. Είναι ποιητής που, θα λέγαμε, δεν τον πολυσήκωσε η εποχή του, συγχωρήστε μου την έκφραση, και γιατί ήταν έξω από το κλίμα της, αλλά και γιατί η θρησκευτική του θεματολογία με πολλά σύμβολα, ιδίως από το καθολικό τυπικό, δυσκολεύει την οικείωση με τον αναγνώστη. Αφιερώνουμε τρεις εκπομπές στον Σεφέρη και από δύο στον Ρίτσο, στον Ελύτη και στον Εγγονόπουλο. Θ’ ακουστούν ποιήματα του Αναστάσιου Δρίβα, του Γιώργου Σαραντάρη, του Ζήση Οικονόμου, του Ανδρέα Εμπειρίκου, του Νικήτα Ράντου, του Θεόδωρου Ντόρρου, του Νικηφόρου Βρεττάκου, του Αλέξανδρου Μπάρα, του Γιώργου Θέμελη, του Νίκου Γκάτσου, του Δημήτρη Αντωνίου, του Αλέξανδρου Μάτσα, του Τάκη Βαρβιτσιώτη, του Γιώργου Βαφόπουλου, της Ζωής Καρέλλη και των δύο Ηρακλειωτών ποιητών Μηνά Δημάκη και Άρη Δικταίου, που είναι και οι νεώτεροι – αλλά και τόσο πρόωρα χαμένοι– της σειράς αυτής, ποιητές ενός μεταίχμιου θα λέγαμε, με το ένα πόδι στη γενιά του ’30, που αποτελεί τον κύριο κορμό, και το άλλο στην αμέσως νεώτερη, τη λεγόμενη πρώτη μεταπολεμική γενιά.
Μήπως, κύριε Αναγνωστάκη, θα μπορούσαμε να σταθούμε σε ορισμένες προσωπικές σας προτιμήσεις;
Δεν επιδιώκω σε αυτή τη σειρά να προβάλλω προσωπικές μου προτιμήσεις. Θέλω να είμαι όσο γίνεται αντικειμενικός, πάντα βέβαια μέσα σε ένα πλαίσιο αυστηρών κριτηρίων. Στην προηγούμενη σειρά –αναφέρομαι στη «Χαμηλή Φωνή»– υπήρξα όντως, και σας το ομολόγησα, άκρως υποκειμενικός. Διάλεξα τα ποιήματα και τους ποιητές που με συγκίνησαν και με συγκινούν. Είχαμε μιλήσει για μια προσωπική ανθολογία. Εδώ ακολουθώ, λίγο ώς πολύ, μια «πεπατημένη», δεν ξέρω αν είναι η σωστή λέξη, εν πάση περιπτώσει, δεν θέλησα ν’ αφήσω έξω κανέναν ποιητή που έχει πια καταξιωθεί στη συνείδηση της κριτικής, αλλά που εμένα δεν με συγκινεί ιδιαιτέρως. Θέλησα να δώσω ένα πανόραμα της νεωτερικής μας ποίησης της πρώτης γενιάς. Ίσως άλλος δεν θα αφιέρωνε δύο εκπομπές στον Εγγονόπουλο. Εγώ δεν μπορώ να περιοριστώ σε μία. Βλέπετε, πάντα κάποιο στοιχείο υποκειμενικό δεν μπορεί να αποφευχθεί. να ελπίζουμε, λοιπόν, ότι θα έχουμε και μια άλλη σειρά με ποιητές της δεύτερης νεωτερικής γενιάς, της μεταπολεμικής, στην οποία και εσείς ανήκετε; να το ελπίσουμε, αν και εδώ οι δυσκολίες, όπως καταλαβαίνετε, είναι πολλαπλάσιες. Αλλά φυσικά δεν εξαρτάται μόνον από μένα η πραγματοποίηση αυτών των εκπομπών.