Σύνδεση συνδρομητών

Ήταν πουριτανός ο Κάλβος;

Δευτέρα, 11 Αυγούστου 2025 16:05
Φανταστικό πορτρέτο του Ανδρέα Κάλβου από τον Γιώργο Σεφέρη – που επισημαίνει ότι δεν υπάρχει γνωστό πορτρέτο του ποιητή.
Γιώργος Σεφέρης
Φανταστικό πορτρέτο του Ανδρέα Κάλβου από τον Γιώργο Σεφέρη – που επισημαίνει ότι δεν υπάρχει γνωστό πορτρέτο του ποιητή.

Η πορεία ενός μύθου

Το κείμενο αυτό[*] επρόκειτο να αποτελέσει μέρος μιας μεγαλύτερης εργασίας μου με τίτλο «Η παραμόρφωση του Κάλβου», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Το Δέντρο το 1992, επέτειο των διακοσίων χρόνων από τη γέννηση του ποιητή.[1] Επειδή το μέρος αυτό τραβούσε σε έκταση πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που μπορούσε να περιλάβει το περιοδικό, το συνόψισα εκεί τηλεγραφικά σε μια παράγραφο μισής σελίδας. Το ανέπτυξα ξεχωριστά σε ομιλία χωρίς γραπτό κείμενο (μόνο από δελτία) σε βιβλιοπωλείο της Πάτρας το 2013.[2] Το σημερινό συνέδριο προς τιμήν του Μιχαήλ Πασχάλη μού δίνει την ευκαιρία να ξαναπιάσω εκείνα τα δελτία μου και να τα παρουσιάσω ως γραπτό κείμενο Βέβαια από το 1992 ώς τις μέρες μας τα πράγματα στο πεδίο των καλβικών σπουδών έχουν αλλάξει δραστικά. Αναφέρω μόνο το Αφιέρωμα στον Κάλβο του περιοδικού Αντί (1992), το βιβλίο του Δημήτρη Αρβανιτάκη για το περιοδικό LApe Italiana (2010), το βιβλίο του Μιχαήλ Πασχάλη Ξαναδιαβάζοντας τον Κάλβο (2013) και, βέβαια, τη μνημειώδη έκδοση των Απάντων (ας την πούμε έτσι) του Κάλβου (2014-2021). Ωστόσο, παρά τα νέα καλβικά στοιχεία που ήρθαν από το 1992 και εξής στο φως, το θέμα του πουριτανισμού που πιστεύεται ότι διατρέχει τις Ωδές του Κάλβου, και το οποίο υπήρξε μια σταθερά της καλβικής κριτικής από τον Παλαμά μέχρι το 1992, αξίζει να μελετηθεί, γιατί εξακολουθεί να επιβιώνει ώς τις μέρες μας. Επί της ουσίας με το κείμενό μου αυτό δελτία κυρίως θα παραθέσω.

Θεωρώντας γνωστό το εύρος της έννοιας του όρου πουριτανισμός και περιοριζόμενος στα δύο βιβλία των Ωδών, γιατί σε αυτά κυρίως η κριτική διαπιστώνει πουριτανικές πεποιθήσεις ‒θέλω να πω αδιαφορώντας για τη μετά το 1826 διαμόρφωση της κοσμοαντίληψης του Κάλβου‒ θα απαριθμήσω χρονολογικά, δίκην καταλόγου, τις επί του θέματος απόψεις των μελετητών του.

Ο πρώτος που ασχολείται με το θέμα ‒κινείται στις παρυφές του‒ είναι ο Παλαμάς στην περίφημη διάλεξη του 1888 (δημοσίευση 1889). Η λέξη πουριτανός δεν υπάρχει στο κείμενό του, όμως οι χαρακτηρισμοί του είναι ενδεικτικοί των απόψεών του για την κοσμοθεωρία των Ωδών. Γράφει ο Παλαμάς:

Εχθρός του επικουρισμού, άπαξ μόνον εμφανίζει εν τῃ ωδῄ «Εις τα Ψαρά» την ηδυπαθή μορφήν του φιλοπαίγμονος υιού της Αφροδίτης, και τούτο οιονεί εν σχήματι επιδιορθώσεως, όπως αποκηρύξη πανηγυρικώτερον αυτόν και εξάρη το καθήκον, στωικώς αντιτάσσων κατά της κυριαρχίας των αισθήσεων την δεσποτείαν του λόγου και την περιφρόνησιν της ηδονής. Είναι ο κατ’ εξοχήν ψάλτης της Αρετής, κατανοών τούτην ουχί υπό την χριστιανικωτέραν εκδοχήν του ασκητισμού και της ταπεινότητος, αλλ’ υπό τας δύο καλλίστας αυτής μορφάς, την Ανδρείαν και Δικαιοσύνην.[3]

Ο πρώτος που χαρακτηρίζει τον Κάλβο πουριτανό είναι ο Σίμος Μενάρδος. Γράφει:

Βέβαιον είναι ότι η Ελβετία και η Αγγλία τον έκαμαν σωστόν πουριτανόν.[4]

Ο Μαρίνος Σιγούρος το 1928 αναπαράγει τον Παλαμά:

Τα ερωτικά αισθήματα και οι σαρκικές φροντίδες δεν απασχολούν καθόλου την αυστηρή και υπερήφανη ποιητική διάθεση του Κάλβου. Μόνο μια φορά, στην ωδή εις Ψαρά, ο ποιητής προκαλεί τον κοσμοαγάπητο γιο της Αφροδίτης και ποθεί να ψάλλει αφρόντιστα τα γλυκά θέλγητρα της ζωής. Αλλά και τότε ο ποιητής είχε την ιερατική αξιοπρέπεια του σεμνού λειτουργού. Δεν είναι επικούρειος ηδονιστής. Απεναντίας μας φανερώνει τον έρωτα, σαν σε ρητορικό σχήμα, για να κάμει πιο έντονη την αντίθεση, για να τον αποκηρύξει και για ν’ αντιτάξει την περιφρόνηση της ηδονής και το χρέος της Αρετής.[5]

Ο Μενάρδος το ίδιο έτος εμφανίζεται προσδιοριστικότερος:

Κατά τους ολίγους μήνας της μετά του Φωσκόλου διαμονής του εις την Ελβετίαν φαίνεται ότι ο Κάλβος εμελέτησε τον Ρουσσώ και ο χριστιανισμός του έλαβε τύπον Καλβινικόν.[6]

Το 1932 μια ανταλλαγή απόψεων μεταξύ Νικολάου Καλαμάρη (τότε Νικήτα Ράντου) και Άριστου Καμπάνη έχει ως εξής. Γράφει ο Καλαμάρης:

Ο Άριστος Καμπάνης δεν μας συγχωρεί όταν σε μια «ρηξικέλευθη», όπως την ονομάζει, διάλεξη, εφαρμόζουμε την ίδια μέθοδο [όπως στη μελέτη μας για τον Καβάφη] σ’ έναν άλλο ποιητή. «Φροϋδικά στίγματα στον πουριτανό Κάλβο;» ρωτάει με απορία ο κ. Καμπάνης. Αυτό είναι παρερμηνεία Κάλβου!». Μου είναι εύκολο να απαντήσω: Το ότι ο Κάλβος είναι πουριτανός, δηλαδή καταπιέζει τα συναισθήματά του, τα διώχνει από τη συνείδησή του, τα κρύβει κάτω από σύμβολα, είναι ένας παραπάνω λόγος να τον ψυχαναλύσουμε, για ν’ ανακαλύψουμε μυστικά που δεν έρχονται μόνα τους στην επιφάνεια».[7]

Το 1934 ο Κλέων Παράσχος διακρίνει στον στωικισμό του Κάλβου μια ρωμαϊκή απόχρωση και συμπεραίνει:

Η ηθική του είναι ηθική ενός πουριτανού, ενός ανθρώπου αυστηρού, ελεύθερου και φιλοσοφημένου, που θα τραβούσε και που θά ’μενε στον ρωμαϊκό στωικισμό ή σε οποιονδήποτε “αξιοπρεπή” ασκητισμό, ανεξάρτητα από κάθε θρησκευτικό περιεχόμενο.[8]

Το 1936 ο Σεφέρης σχολιάζοντας μια στροφή της ωδής «Εις θάνατον» γράφει:

Ως τον τέταρτο στίχο [της] λειτουργώ κανονικά. Βρίσκομαι στην ατμόσφαιρα της ποίησης της νύχτας και του κοιμητηρίου. Μια νύχτα του Young. Ο Κάλβος, που τόσο καλά αφομοίωσε τον πουριτανισμό, δεν είναι απίθανο να συνάντησε τις απηχήσεις του μελαγχολικού έργου του αγγλικανού πάστορα.[9]

Το 1946 ο Ελύτης, στο περίφημο «Αφιέρωμα στον Κάλβο» της Νέας Εστίας, το οποίο ανατυπώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1960 εμπλουτισμένο με «ό,τι αξιολογότερο γράφτηκε για τον ποιητή από το 1889 κι από πολύ πριν ακόμα» (σ. 2), γράφει:

Το 1821, δεσμεύοντας τα πάντα, δεσμεύοντας ακόμα και την ποίηση, απότρεψε τον Κάλβο από την πρώτη φύση του, τον συμμόρφωσε κάτω από τα εμβλήματα της Αρετής μέσα σε σπαρτιάτικα ιδανικά.[10]

Μόνο δύο ωδές, πιστεύει ο Ελύτης, «Ο Φιλόπατρις» και η «Εις θάνατον»

κατορθώνουν, στην αρχή ακόμη, να ξεφύγουν από τη σιδερένια πανοπλία της Αρετής και να διαχυθούνε με κάποια ψευδαίσθηση ελευθερίας. […] Καθώς η προσήλωσή του στην Αρετή ήταν επίκτητη παρουσιάζοντάς τον στα μάτια των πολλών ως άνθρωπο συντηρητικό και δεισιδαίμονα, […] είναι φυσικό να δίνει την εντύπωση του πουριτανού.[11]

Στο ίδιο Αφιέρωμα ο Κ. Θ. Δημαράς διασυνδέεται με την άποψη του Σεφέρη του 1936 χαρακτηρίζοντας

ρομαντικό πουριτανισμό τη θέση του Κάλβου μέσα στην ποίηση,[12]

ενώ ο Νικόλαος Ανδριώτης παρατηρεί

την τέλεια απουσία του ερωτικού στοιχείου από τους στίχους του και το πουριτανικό δέος του μπροστά σε κάθε τι ταπεινό και πρόστυχο.[13]

Ο Γεώργιος Ζώρας το 1948 σημειώνει:

Όσον αφορά την νοοτροπίαν και την διάθεσιν του Κάλβου, ούτος πλησιάζει περισσότερον προς τον αυστηρόν πουριτανισμόν, αι δε θρησκευτικαί του δοξασίαι φέρουν καθαρά τα ίχνη της επιδράσεως της αγγλικανικής εκκλησίας.[14]

Ο Κώστας Στεργιόπουλος το 1960 επαναλαμβάνει τον Δημαρά:

Απ’ όλο το οικοδόμημα της πίστης ο Κάλβος δεν έχει κρατήσει για λογαριασμό του παρά μονάχα την κορυφή της, όπως την έπλασαν με τον καιρό στη φαντασία του ο ρομαντικός πουριτανισμός του κι ο κλασικός ιδεαλισμός του.[15]

Τον ίδιο χρόνο ο Αντώνης Κ. Ιντιάνος χαρακτηρίζει τον Κάλβο

πουριτανό σ’ όλες τις εκδηλώσεις της προσωπικότητάς του.[16]

Πέντε χρόνια αργότερα, σχολιάζοντας την παρακάτω στροφή της ωδής «Εις Ψαρά»

Αναίσχυντα φρονήματα

των αγενέων ανθρώπων·

ύμνοι μανίας που εφύγατε

από τα οδόντια του άδου

                 στίχοι Ερινύων,

Ο Μιχάλης Μερακλής υποσημειώνει:

Ο πουριτανός Κάλβος χρησιμοποιεί εκφράσεις καλογηρικού πάθους και φανατισμού.[17]

Το 1979 κυκλοφορεί από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων το βιβλίο με τίτλο Ανδρέα Κάλβου Άπαντα, αποτελούμενο μόνο από τις είκοσι ελληνικές Ωδές και με μακρά «Εισαγωγή» τη μελέτη «Ανδρέας Κάλβος, ποιητής της Ιδέας» (το Ιδέας με ιώτα κεφαλαίο) του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου. Η μελέτη αυτή είχε πρωτοδημοσιευτεί στο «Αφιέρωμα στον Κάλβο» της Νέας Εστίας του 1946 και αναδημοσιευτεί στην εμπλουτισμένη του ανατύπωση του 1960. Σημειώνω ότι τα Άπαντα αυτά, που τυπώθηκαν σε 100.000 αντίτυπα, επρόκειτο να λάβουν και την πανεπιστημιακή επικύρωσή τους με την φωτοαναστατική ‒πανομοιότυπη‒ αναπαραγωγή τους (στο ίδιο σχήμα και με το ίδιο χρώμα εξωφύλλου) από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο κατά το επετειακό 1992. Η μελέτη του Τσάτσου που, όπως και ο Ελύτης, πίστευε ότι ο Κάλβος είχε γράψει μόνο είκοσι ελληνικές ωδές, δεν αναφέρεται ονομαστικά στο θέμα του υποτιθέμενου πουριτανισμού του Κάλβου. Όμως με την πεποίθηση του συγγραφέα της ότι ο Κάλβος είναι ποιητής μιας μεταφυσικής ιδέας, «ασυμφιλίωτος με την ύλη», επειδή από το έργο του «λείπει η μυρωδιά της γης, η γεύση της πραγματικότητας που σε σαγηνεύει στον Όμηρο, στον Ησίοδο, στον Σαίξπηρ»· και, ακόμη, με την, ομόλογη με την προτεσταντική έννοια του «απόλυτου προορισμού», βεβαιότητά του ότι «ο Κάλβος συμπυκνώνει όλη του την πίστη στην ηθική ιδέα που ταυτίζεται με τον ίδιο τον Θεό και την προβάλλει αιώνια, αμετακίνητη, πέρα από τα δράματα των φθαρτών όντων, άπαθη, ασυγκίνητη και πάμφωτη στον ήλιο», ο Τσάτσος ενισχύει την εικόνα ενός πουριτανού Κάλβου.[18]

Το αποκορύφωμα της εικόνας του πουριτανού Κάλβου τελείται το 1981 με τη θεωριοποίηση του θέματος από τον Γιάννη Δάλλα στην «Εισαγωγή» της έκδοσης της μετάφρασης από τον Κάλβο των Ψαλμών του Δαβίδ. Γράφει ο Δάλλας:

Η μετάφραση έγινε στην τελευταία φάση των πνευματικών του ζυμώσεων, όταν την επενέργεια του κλασικισμού, του ρομαντισμού, του φιλελεύθερου διαφωτισμού έρχεται να συμπληρώσει και να συσπειρώσει γύρω του ο άξονας του θρησκευτικού πουριτανισμού του. Μια ιδεολογία προοδευτική και δυναμική ακόμη στην εποχή του, που τη χρωμάτιζε έμμεσα η υπόκρουση ενός απόλυτου δόγματος και τη δικαίωνε η αυστηρή φύση και η υψιπέτεια του φρονήματος του ίδιου του ποιητή.[19]

Το «απόλυτο δόγμα» είναι, βέβαια, το δόγμα του «απόλυτου προορισμού», σύμφωνα με το οποίο ‒γράφει ο Δάλλας‒

η αρετή μας προαποφασίστηκε, δεν κατακτάται· δεν μένει παρά να επαληθευτεί στην πράξη. Παρόμοια και στην Επανάσταση, που είναι κι αυτή μια πράξη ηθικής προόδου: Οι αγωνιστές [του Κάλβου] έρχονται και εκεί με το χρίσμα του ηρωισμού τους. Και εμείς προσβλέπουμε προς τα απόλυτα “πρότυπά” τους.[20]

Ο Δάλλας αντιλαμβάνεται, βέβαια, ότι οι στίχοι της όγδοης στροφής της ωδής «Εις τον Ιερόν Λόχον» οι αναφερόμενοι στο αυτεξούσιον

Πολλά μεν σκοτεινά [τα άστρα]

φέγγει επ’ ολίγα τ’ άστρον

το της αθανασίας·

την εκλογήν ελεύθερον

δίδει το θείον

έρχονται σε αντίθεση με τα όσα έλεγε παραπάνω. Την οποία προσπαθεί να διασκεδάσει με την εξής υποσημείωση:

Τέτοιες διασταυρώσεις ή και αλληλοαναιρέσεις κάποτε (όπως λ.χ. οι στίχοι του την εκλογήν ελεύθερον / δίδει το θείον, που αντιστρατεύονται την αρχή του απόλυτου προορισμού), είναι πρόσθετη απόδειξη πως η στάση και οι επιλογές του Κάλβου δεν είναι θεολογικής αλλά ποιητικής κατηγορίας.[21]

Φτάνουμε στο 1992, έτος όπως είπαμε επετειακό. Κατά τη διάρκεια των εκδηλώσεων του έτους αυτού για τον Κάλβο η σταθερά της κριτικής περί πουριτανισμού του αμφισβητείται δραστικά. Στις 5 Μαΐου στο πλαίσιο μιας τέτοιας εκδήλωσης, του Ινστιτούτου Γκαίτε της Αθήνας, σε ομιλία μου με τίτλο «Η παραμόρφωση του Κάλβου», προσδιόριζα ως ένα από τα συστατικά της παραμόρφωσης τις βεβαιότητες αυτής της σταθεράς. Έλεγα εκεί:

Η έννοια της αρετής του Κάλβου είναι εκείνη της φυσικής φιλοσοφίας. Είναι η δύναμη εκείνη που κάνει ικανό τον άνθρωπο να είναι ελεύθερος και να ζει σύμφωνα με τις διαθέσεις του και ως φυσικό ον· που του επιτρέπει και το συμφώνως τῃ φύσει ζην, που δεν αποκλείει την αισθησιακή πλευρά της ζωής, την οποία ο Κάλβος θεωρεί αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης. Ούτε βέβαια συντηρητικός και δεισιδαίμων φαίνεται στην ποίησή του ο Κάλβος (απεναντίας, αγωνίζεται, όπως λέει ο ίδιος, να κάψει «της δεισιδαιμονίας / το βαρύ βάκτρον»), ούτε πουριτανός. Η ιδέα ενός πουριτανού Κάλβου, που ξεκινάει από τον Παλαμά, για να περάσει, διαμέσου του Δημαρά, του Σεφέρη και του Ελύτη, στους περισσότερους από τους σημερινούς κριτικούς του Κάλβου, δεν ευσταθεί, όπως και αν ορίσουμε το νόημα του όρου πουριτανισμός. Η φυσική φιλοσοφία του Κάλβου, που χαρακτηρίζεται από την επιθυμία της αρμονικής συνύπαρξης του πνεύματος με τον αισθητό κόσμο, είναι ασύμφωνη με τον ασκητισμό της πουριτανικής ηθικής. Οι προτροπές του Κάλβου για διακοπή του ηδονικού βίου και για αγώνα εναντίον των τυράννων δεν υπαγορεύονται από τις κλίσεις μια σεμνότυφης ιδιοσυγκρασίας, αλλά από την επιθυμία μιας απόλυτης ‒για τα δεδομένα της εποχής του‒ ελευθερίας, που θα επιτρέψει, ανάμεσα σε άλλα, και την ορθή και δίκαιη άσκηση του ηδονικού βίου. Το αισθησιακό στοιχείο στις Ωδές είναι έντονο, όταν μάλιστα σκεφτόμαστε ότι πρόκειται για μια ποίηση της επανάστασης, εντονότερο απ’ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη επαναστατική ποίηση της εποχής του Κάλβου, βαθύτερο, θα έλεγα, από τον αισθησιασμό της ερωτικής ποίησης της εποχής (του Βηλαρά ή του Χριστόπουλου, λ.χ.) και αισθητό ακόμη και με τα κριτήρια της εποχής που γράφεται το δοκίμιο του Ελύτη για τον Κάλβο.[22]

Ταυτόχρονα σχεδόν, στο Συμπόσιο Ποίησης της Πάτρας (3-5 Ιουλίου), που ήταν επετειακά αφιερωμένο στον Κάλβο, τον μύθο του πουριτανού Κάλβου αμφισβητεί καίρια και ο Σάββας Μιχαήλ. Γράφει:

Ο Κάλβος δεν είναι προτεστάντης, καλβινιστής ή αγγλικανός, ό,τι κι αν λένε πολλοί (ή και η ληξιαρχική πράξη του γάμου του). Θεμέλιος λίθος του Προτεσταντισμού είναι το δόγμα του Απόλυτου Προορισμού. Κι ο Κάλβος το απορρίπτει κατηγορηματικά. Ποιος προτεστάντης θα έγραφε ποτέ «την εκλογήν ελεύθερον δίδει το θείον»; Δεν πρόκειται για επεισοδιακούς στίχους, αλλά για το πνεύμα όλων των Ωδών, το πνεύμα του Κάλβου.[23]

Σε έτερο Συνέδριο του ίδιου έτους στην Κέρκυρα (26 Σεπτεμβρίου) ο Ξενοφών Κοκόλης σε ανακοίνωσή του με τίτλο «Ο “αισθησιασμός” στην ποίηση του Κάλβου», πραγματευόμενος «τις ιδιότητες και τις υλοποιήσεις του αισθησιασμού» στους στίχους του, διαπιστώνει ότι «κάποια από τα ποιητικά συστατικά των Ωδών δεν μπορεί παρά να ήταν εκ προθέσεως αισθησιακά». Και αναρωτιέται:

Ήταν αισθησιακός ο Κάλβος; Δεν το ξέρω και δεν με ενδιαφέρει. Πάντως ότι ο Κάλβος, όπως προκύπτει μέσα από την ποίησή του, αγαπάει την «αισθησιακή πλευρά της ζωής», αυτό διαπίστωσε ‒με τρόπο πλάγιο και με διατύπωση αρνητική‒ ο Ελύτης μέσα στα χρόνια της Κατοχής, όταν σημείωνε ότι «η προσαρμογή» του Κάλβου στο ιδανικό της Επανάστασης του ’21 «συνεπιφέρει τη βαθμιαία αλλοίωση των αρχικών του επιδιώξεων […] βιάζοντάς τον να υμνήσει […] την περιφρόνηση της αισθησιακής πλευράς της ζωής, χωρίς να είναι ηθικολόγος».[24]

Θα περίμενε κανείς έπειτα απ’ όλα αυτά, το θέμα του πουριτανισμού του Κάλβου να είχε διαλευκανθεί. Όμως το επαναφέρει το 2009 ο Δημήτρης Δημηρούλης με την ιδιαίτερα προβληματική (αλλά ευπώλητη, όχι μόνο ως πανεπιστημιακό σύγγραμμα) έκδοσή του των Ωδών γράφοντας:

Ο Δημαράς θεωρεί τον Κάλβο παιδί του Φόσκολου και φανέρωμα του νεοκλασικισμού, με έντονες αρχαϊκές και πουριτανικές τάσεις. Συνάμα όμως πιστεύει ότι η εικονοποιία των ωδών μαρτυρεί την παρουσία της ρομαντικής επίδρασης, την οποία μάλιστα αποδεικνύει και με ποσοτικές μετρήσεις. Με τον Δημαρά ανακύπτει το ζήτημα του «ρομαντικού πουριτανισμού» στον Κάλβο έναντι της ισχυρής νεοκλασικής ποιητικής του. Από τότε και μετά όλοι οι σοβαροί μελετητές του Κάλβου αντιμετωπίζουν, ο καθένας με τον τρόπο του, το σχετικό ζήτημα.[25]

Έτσι όπως το θέτει ο Δημηρούλης, το θέμα του πουριτανισμού του Κάλβου ως κριτική διαπίστωση φαίνεται να ανακύπτει για πρώτη φορά, και μάλιστα με ρομαντική διάσταση, με τον Δημαρά. Όμως, όπως είδαμε, το θέμα πρωτοεμφανίζεται με τον Παλαμά και πρωτοδιατυπώνεται, χωρίς ρομαντική διάσταση, το 1932 με τον Μενάρδο και τον Καμπάνη, ενώ με τη μορφή του «ρομαντικού πουριτανισμού» δεν πρωτοεμφανίζεται το 1946 με τον Δημαρά, αλλά το 1936 με τον Σεφέρη. Από τον Δημαρά και μετά όλοι οι σοβαροί μελετητές του Κάλβου, με την εξαίρεση του Κώστα Στεργιόπουλου, αναφέρονται, ο καθένας με τον τρόπο του, όχι στο «ζήτημα του “ρομαντικού πουριτανισμού” του Κάλβου», όπως γράφει ο Δημηρούλης, αλλά στο ζήτημα του «πουριτανισμού» του. «Με τον τρόπο του» ‒πλην του Στεργιόπουλου‒ αντιμετωπίζει το ζήτημα του «ρομαντικού πουριτανισμού» του Κάλβου μόνο ο Δημηρούλης.

Δεν θα έπρεπε να παραλειφθεί και η άποψη ενός ιερωμένου, του πρωτοπρεσβύτερου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, ο οποίος, επίσης το 2009, χαρακτηρίζει

εύστοχη την επισήμανση από τον Γ. Θ. Ζώρα που σημαδεύει τον προτεσταντικό και συγκεκριμένα καλβινίζοντα χαρακτήρα της θρησκευτικότητας και πίστης του Κάλβου, […] επισήμανση που βοηθεί στο να ερμηνεύσουμε και τον ιδιότυπο χαρακτήρα του Κάλβου.[26]

Νεότερα βιογραφικά στοιχεία του Κάλβου, που έχουν πρόσφατα βρεθεί, έρχονται να διασκεδάσουν ακόμη περισσότερο τη βεβαιότητα περί πουριτανισμού του. Αναφέρομαι στη μελέτη (2017) του Σπύρου Ν. Παππά «Ο Ανδρέας Κάλβος σπουδαστής και ηθοποιός στη Φλωρεντία (1814-1815)»,[27] που ρίχνει φως στο ζήτημα των σπουδών του Κάλβου αποκαλύπτοντας όχι μόνο την φοίτησή του στην Accademia delle Belle Arti της Φλωρεντίας αλλά και στην εμπειρία του ως ηθοποιού κατά τις δημόσιες παραστάσεις τραγωδιών του Αλφιέρι. Και κάτι άλλο ακόμη. Έχουμε εξαντλήσει τη μελέτη του ύφους των Ωδών αλλά ελάχιστα μας έχει απασχολήσει το ύφος των πεζών κειμένων του Κάλβου ‒ των ιταλικών, βέβαια, γιατί ως προς τα ελάχιστα ελληνικά πεζά του κείμενα της ποιητικής του περιόδου δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για ύφος. Αναφέρομαι στις επιστολές του, στην κριτική του για τον Φιλίππο Πανάντι και στα σημειώματά του για τον Έρασμο και τον Κοραή, στα οποία ήρθε να προστεθεί (το 2014) και η κριτική του για τις κωμωδίες του Αλμπέρτο Νότα (1819).[28] Και μιλάμε για τον «αυστηρό, βλοσυρό, δύσθυμο, μαυροφορεμένο Κάλβο επαναλαμβάνοντας άκριτα τις κοινοτοπίες που από γενιά σε γενιά μάς έχει παραδώσει η κριτική. Τίποτε από αυτά δεν ισχύει για τον Κάλβο της ποιητικής του εποχής: τόσο τα ποιητικά όσο και τα πεζά του κείμενα δείχνουν έναν άνθρωπο εγκάρδιο, κοινωνικό, φιλόδοξο, υπερβολικά βέβαιο για τις ικανότητές του, πνευματώδη, με αυξημένη αίσθηση χιούμορ, που τρεφόταν από μιαν ενίοτε απροκάλυπτη υπεροψία, και ειρωνεία που έφτανε ώς τον σαρκασμό».[29]

Το θέμα ελπίζει κανείς ότι κλείνει οριστικά με τις πρόσφατες εκτιμήσεις των Δημήτρη Αρβανιτάκη και Γιάννη Ξούρια, που περιέχονται στην έκδοση απάντων των Έργων του Κάλβου από το Μουσείο Μπενάκη. «Η θέση του Κάλβου με τους προτεσταντικούς κύκλους ήταν επαγγελματική», γράφει ο πρώτος για τον Κάλβο της δεκαετίας του 1820, «και δεν προϋπέθετε (ακόμη τουλάχιστον) μια θρησκευτική μεταστροφή»[30] (το «ακόμη τουλάχιστον» παραπέμπει στις εικαζόμενες θρησκευτικές πεποιθήσεις του Κάλβου κατά τη δεύτερη διαμονή του στην Αγγλία). «Οι απόψεις του Κάλβου», σημειώνει ο Γιάννης Ξούριας, μελετώντας επισταμένως τα θρησκευτικά δημοσιεύματά του της πρώτης αγγλικής περιόδου του, «εμφανώς δεν συνάδουν με τις στοιχειώδεις αντιλήψεις ενός μέσου Αγγλικανού».[31]

Στην προσπάθειά του να εξηγήσει κανείς τον λόγο του χαρακτηρισμού του Κάλβου ως πουριτανού οδηγείται στο συμπέρασμα ότι προς αυτό θα πρέπει να συνενεργούν αφενός η όχι προσεκτική ανάγνωση των Ωδών (ενθαρρυνόμενη από την κριτική μακαριότητα της επανάληψης λανθασμένων απόψεων προηγούμενων μελετητών)· αφετέρου η ιδιότυπη, διάστικτη από καθαρεύοντες και αρχαΐζοντες (υποτιθεμένως συντηρητικούς) τύπους γλώσσα τους· και από τρίτου η αβασάνιστη αναδρομική προβολή στους στίχους των Ωδών της μορφής ενός μαυροντυμένου Κάλβου της κερκυραϊκής περιόδου του. Εικόνα την οποία ‒ξεκινώντας από τον Παλαμά‒ αναπαράγουν ποικιλοτρόπως πολλοί μελετητές του. Η αναδρομική αυτή προβολή αισθάνεται κανείς ότι αποτέλεσε ένα σε σημαντικό βαθμό ενισχυτικό στοιχείο της δημιουργίας του μύθου του πουριτανού Κάλβου.

Συνοψίζω. Υπάρχουν επτά λόγοι για τους οποίους ο Κάλβος των Ωδών δεν είναι πουριτανός:

  • Η έννοια της αρετής (virtù) έχει στον Κάλβο πρωτίστως πολιτική σημασία: νοείται κατ’ αντιδιαστολή προς την έννοια της πολιτικής φαυλότητας (vizio).[32]
  • Ο Κάλβος ήταν καρμπονάρος. Άρα δεν ήταν δυνατόν να είναι πουριτανός.[33]
  • Ο Κάλβος πίστευε στο αυτεξούσιο. Οι πουριτανοί όχι.
  • Ο Κάλβος δεχόταν για λόγους αξιοπρέπειας την αυτοκτονία.[34] Οι πουριτανοί όχι.
  • Ο Κάλβος ήταν και θεατρικός συγγραφέας (poeta tragico). Οι πουριτανοί καταδικάζουν το θέατρο.
  • Ο Κάλβος ήταν πνευματώδης και είχε χιούμορ. Οι πουριτανοί δεν είχαν (έχουν).
  • Οι περί έρωτος απόψεις του Κάλβου δεν συμφωνούν με τις πεποιθήσεις περί έρωτος των πουριτανών. Για τον Κάλβο ο έρωτας είναι αισθησιακός, λυσιμελής. Στις Ωδές τον βλέπουμε να μιλάει για «θαλάμους πνέοντας έρωτα», για «στήθη αφίλητα των παρθένων», για Ζέφυρους που «χαϊδεύουν το σώμα και το στήθος των λαμπρών Ζακυνθίων», για «γυμνά άσπρα βυζία», για «όργια και κρότον Μαινάδων» και «Έρωτος παιγνίδια» που «τον νουν συγχύζουν» (δηλαδή μεθούν), και προτρέπει «νέους και παρθένας» να «αδράξουν τον μέγαν μελίφρονα αμφορέα του Βασσαρέως» (δηλαδή του Βάκχου), με όλα όσα ήθελον επακολουθήσει.[35]

 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

Ανέφερα ως ενισχυτικό στοιχείο του εσφαλμένου του χαρακτηρισμού ως πουριτανού του ποιητή των Ωδών την αναδρομική προβολή στους στίχους του της εικόνας ενός μαυροντυμένου Κάλβου της κερκυραϊκής περιόδου του. Απαριθμώ διατυπώσεις αυτής της εικόνας:

ΠΑΛΑΜΑΣ: «Έτρεφεν ιδιάζουσαν προτίμησιν προς το μέλαν χρώμα, ως αρμοζόμενον ίσως προς το μελαγχολικόν του χαρακτήρος του, και είχε την μανίαν δι’ αυτού να επιχρίη τα έπιπλά του»·[36] ΔΕ ΒΙΑΖΗΣ: «Έτρεφεν ιδιάζουσαν προτίμησιν προς το μέλαν χρώμα, ως αρμοζόμενον ίσως προς το μελαγχολικόν του χαρακτήρος του, και είχε την μανίαν δι’ αυτού να επιχρίη τα έπιπλά του»·[37] ΣΙΓΟΥΡΟΣ: «Ήταν μελαχρινός, με μαύρα φορέματα»·[38] ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ: «Ντυνόταν πάντα μαύρα. Μαύρα ήθελε να είναι τα έπιπλα του και μαύροι οι τοίχοι του σπιτιού του»·[39] ΔΗΜΑΡΑΣ: «Άνθρωπος που ντυνόταν πάντα μες στα μαύρα και που έβαφε μαύρα τα έπιπλα της κατοικίας του»·[40] ΕΛΥΤΗΣ: «Ντύνεται στα μαύρα και βάφει ακόμη και τα έπιπλά του μαύρα»·[41] ΖΩΡΑΣ: «Είχε προτίμηση στα μαύρα ρούχα, που τον παρουσίαζαν περισσότερο αυστηρό και βλοσυρό, κι ήθελε να βλέπει γύρω του μαύρα έπιπλα»·[42] ΚΑΨΑΣΚΗΣ: «Η κυρίαρχη εικόνα του Ανδρέα Κάλβου που δικαιώθηκε είναι αυτή ενός ηλικιωμένου μαυροντυμένου μοναχικού ανθρώπου που κάνει τον περίπατό του και στον οποίο κανένας δεν απευθύνει χαιρετισμό»·[43] ΔΗΜΗΡΟΥΛΗΣ: «Εξάπτει τη φαντασία ο μονήρης μαυροφορεμένος ζοχάδας».[44]

Ο Παλαμάς, που είναι ο πρώτος που παρουσιάζει τον Κάλβο μαυροφορεμένο, γράφει για τις πηγές του:

Πολυτίμους τινάς πληροφορίας περί του ήθους και του βίου του ποιητού οφείλω εις την ευμένειαν του αξιοτίμου εκ Λευκάδος βουλευτού κ. Τσαρλαμπά, όστις εχρημάτισε μαθητής του Κάλβου. Πλην τούτων εχρησίμευσεν εις εμέ και η προταχθείσα βιογραφία αυτού υπό του φιλερεύνου λογίου κ. Σ. Δε Βιάζη εν τη προ οκταετίας εκδόσει των «Ωδών» εν Ζακύνθω υπό Σεργίου Ραφτάνη.[45]

Καθώς ο Δε Βιάζης στο σύντομο βιογραφικό του Κάλβου της έκδοσης των Ωδών (1881) δεν αναφέρει μαυροντυμένο τον Κάλβο, συνάγεται ότι την ενδυματολογική πληροφορία ο Παλαμάς την αντλεί από τον Μάρκο Τσαρλαμπά, σύμφωνα με τον οποίο ο Κάλβος «εσύστησεν ίδιον [ιδιωτικό] σχολείον προς το έτος 1835-36, εις ο εφοίτων πολλοί».[46] Το χωρίο του Δε Βιάζη που παρέθεσα παραπάνω περιέχεται σε μεταγενέστερη μελέτη του για τον Κάλβο, του 1905, και αναπαράγει, όπως βλέπουμε, κατά λέξη τον Παλαμά.

Επιπροσθέτως: Δεν υπάρχει καμμία ένδειξη στις γνωστές έως σήμερα πηγές για τον Κάλβο ότι φορούσε μαύρα ρούχα πριν από την εγκατάστασή του στην Κέρκυρα.

Σημειώνω ότι η μαύρη ανδρική ενδυμασία την εποχή του Κάλβου ήταν ενδεικτική των ανωτέρων και των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων της Βρετανίας και της κεντρικής Ευρώπης, μόδα που υπαγορευόταν από ποικίλες διαθέσεις, μεταξύ των οποίων και οι πουριτανικές.[47] 

[*] Ανακοίνωση στο «Επιστημονικό Συνέδριο προς τιμήν του καθηγητή Μιχαήλ Πασχάλη», 1-2 Νοεμβρίου 2024, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Τευχ. 71-72, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1992, σ. 123-139 = Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου: Επιλογή κριτικών κειμένων, Επιμέλεια Νάσος Βαγενάς, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σ. 293-315.

[2] Βιβλιοπωλείο «Πολύεδρο»· βλ. εφ. Αλλαγή Πατρών, 15-11-2013.

[3] Κωστής Παλαμάς, «Κάλβος ο Ζακύνθιος», Άπαντα, τόμ. 2, Μπίρης, Αθήνα, χ.χ., σ. 39.

[4] Σίμος Μενάρδος, «Δύο Ζακυνθηνοί ποιηταί», Παναθήναια, τόμ. 20, τευχ. 235-236, Ιούλιος 1910, σ. 184.

[5] Κάλβου Άπαντα: Λύρα, Πρόλογος Μαρίνου Σιγούρου, Αθήνα 1928, σ. 28.

[6] Σίμος Μενάρδος, «Κάλβος», Νέα Εστία, τόμ. 3, τεύχ. 30 (1928), σ. 248.

[7] [«Κατά του Αρ. Καμπάνη»], Κύκλος, τόμ. 2, τεύχ. 2, Απρίλιος 1932, σ. 85 = Νικόλας Κάλας, Κείμενα ποιητικής και αισθητικής, Επιμέλεια Αλέξ. Αργυρίου, Πλέθρον, Αθήνα 1982, σ. 277. Δεν κατόρθωσα να βρω το κείμενο του Καμπάνη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Έθνος.

[8] Κλέων Παράσχος, «Η θρησκευτική πίστη στη νέα ελληνική ποίηση», Νέα Εστία, τόμ. 16, Χριστούγεννα 1934, σ. 76.

[9] Γιώργος Σεφέρης, «Απορίες διαβάζοντας τον Κάλβο», Δοκιμές, τόμ. 1, Ίκαρος, Αθήνα 1974μ σ. 60 (βλ. και σ. 474).

[10] Οδυσσέας Ελύτης, «Η αληθινή φυσιογνωμία και λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου», Νέα Εστία, Αφιέρωμα στον Κάλβο, τόμ. 40, Χριστούγεννα 1946, σ. 86 = Νέα Εστία, Ανδρέας Κάλβος (Η επιστροφή στην πατρίδα), τόμ. 62, σ. 242 = Ανοιχτά χαρτιά, Αστερίας, Αθήνα 1974, σ. 53.

[11] Ό.π., τόμ. 40, σ. 86, 90-91 = τόμ. 62 (Σεπτέμβριος 1960), σ. 242, 248 = Ανοιχτά χαρτιά, σ. 54, 63.

[12] Κ. Θ. Δημαράς, «Οι πηγές της έμπνευσης του Κάλβου», Νέα Εστία, ό.π., τόμ. 40, σ. 124 = τόμ. 62, σ. 292 = Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1982, σ. 111.

[13] Νικόλαος Ανδριώτης, «Η γλώσσα του Κάλβου», Νέα Εστία, ό.π., τόμ. 40, σ. 160 = τόμ. 62, σ. 305.

[14] Γ. Θ. Ζώρας, Επτανησιακά μελετήματα ΣΤ΄: Καλβικά σύμμεικτα, Αθήνα 1980, σ. 60. Βλ. και του ίδιου, «Ανδρέας Κάλβος, 1792-1869», Νέα Εστία, τόμ. 68, Σεπτέμβριος 1960, σ. 55-56: «Η παραμονή του στην Ελβετία και την Αγγλία και οι ηθικοθρησκευτικές του μελέτες τον είχαν κάνει στυγνό πουριτανό».

[15] Κώστας Στεργιόπουλος, «Η εσωτερική περιπέτεια του Κάλβου», Περιδιαβάζοντας, τόμ. 1: Από τον Κάλβο στον Παπατσώνη, Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 24 (η μελέτη πρωτοδημοσιεύτηκε το καλοκαίρι του 1960 στο περιοδικό Καινούρια εποχή).

[16] Αντώνης Κ. Ιντιάνος, «Μια ιταλική χρηστομάθεια του Αντρέα Κάλβου», Κυπριακά Χρονικά, τόμ. 1, τεύχ. 2, Δεκέμβριος 1960, σ. 67.

[17] Μ. Γ. Μερακλής, Ανδρέα Κάλβου Ωδές (1-20), Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Αθήνα [1965], σ. 154.

[18] Ανδρέα Κάλβου, Άπαντα, Εισαγωγή Κωνσταντίνου Τσάτσου, Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, Αθήνα 1979, passim.

[19] Οι Ψαλμοί του Δαβίδ υπό Ανδρέα Κάλβου, Εισαγωγή-Σχόλια Γιάννη Δάλλα, Κείμενα, Αθήνα 1981, σ. 46-47.

[20] Ό.π., σ. 17-18.

[21] Ό.π., σ. 66.

[22] Βαγενάς, «Η παραμόρφωση του Κάλβου», ό.π. (σημ. 1), σ. 134-135= Εισαγωγή στην ποίηση του Κάλβου, ό.π., σ. 305-306.

[23] Σάββας Μιχαήλ, «Όσσα δε μη πεφίληκε», Πρακτικά Δωδέκατου Συμποσίου Ποίησης: Ανδρέας Κάλβος, Επιμέλεια Σ. Λ. Σκαρτσής, Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα 1994, σ. 226.

[24] Ξ.Α. Κοκόλης, «Ο “αισθησιασμός” στην ποίηση του Κάλβου», Πόρφυρας, τεύχ. 74, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1995, σ. 315-318.

[25] Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, Εισαγωγή-επιμέλεια-σχόλια Δημήτρης Δημηρούλης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2009, σ. 109.

[26] Πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, «Ο Ανδρέας Κάλβος ως θρησκευτική προσωπικότητα», Επτανησιακά φύλλα, τόμ. 29, τεύχ. 3-4, φθινόπωρο-χειμώνας 2009, σ. 426.

[27] Νέα Εστία, τόμ. 181, τεύχ. 1874, Σεπτέμβριος 2017, σ. 676-720.

[28] Νάσος Βαγενάς, «Θέατρο και εθνική προοπτική: Ένα λανθάνον κριτικό κείμενο του Κάλβου», The Athens Review of Books, τεύχ. 50, Απρίλιος 2014, σ. 53-57· τεύχ. 51, Μάιος 2014, σ. 55-58 = «Για το βιβλίο Κωμωδίες του Alberto Nota», Ανδρέας Κάλβος, Έργα, τόμ. Β΄: Πεζά κείμενα, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα α2018, σ. 3-17.

[29] Ό.π., τεύχ. 51, σ. 57 και σ. 15-17, αντιστοίχως.

[30] Ανδρέας Κάλβος, Αλληλογραφία, τόμ. Β΄, Εισαγωγή-Επιμέλεια-Σχολιασμός Δημήτρης Αρβανιτάκης, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2014, σ. 230-231· επίσης Δημήτρης Αρβανιτάκης, Στον δρόμο για τις πατρίδες: Η Ape Italiana, ο Ανδρέας Κάλβος, η ιστορία, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2010, σ. 172-174.

[31] Γιάννης Ξούριας, «Η μετάφραση του βιβλίου των Δημοσίων Προσευχών», Ανδρέας Κάλβος, Έργα, τόμ. Γ΄: Ποικίλα, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2020, σ. 83.

[32] Βλ. Νάσος Βαγενάς, «Εισαγωγικά στην τραγωδία Ιππίας», Ανδρέας Κάλβος, Έργα, τόμ. Α΄: Ποιητικά, ό.π., σ. 207-210 = Ανδρέας Κάλβος, Ιππίας, Εισαγωγή-μετάφραση Νάσος Βαγενάς, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, σ. 21-24.

[33] Βλ. το βιβλίο του Κ. Πορφύρη Ο Ανδρέας Κάλβος Καρμπονάρος, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1975 (β΄ έκδοση, Κέδρος, Αθήνα 1992).

[34] Βλ. Δημήτρης Δ. Αρβανιτάκης, Απολογία της αυτοκτονίας: Ένα αφελές κείμενο του Ανδρέα Κάλβου, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2012.

[35] Για την έννοια του πουριτανισμού βλ. συνοπτικά Francis J. Bremer, Puritanism: A Very Short Introduction, Oxford University Press 2009.

[36] Παλαμάς, ό.π., σ. 37.

[37] Σ. Δε Βιάζης, «Ανδρέας Κάλβος», Ακρίτας, τομ. 4, τεύχ, 26-28, 1905, σ. 291.

[38] Σιγούρος, ό.π., σ. 17.

[39] Μαριέττα Ε. Γιαννοπούλου, Ανδρέας Κάλβος: Ιστορική βιογραφία, Βιβλιοπωλείον της “Εστίας”, Αθήνα 1938, σ. 33.

[40] Δημαράς, ό.π., τόμ. 40, σ. 124 = τόμ. 62, σ. 292 = Ελληνικός Ρωμαντισμός, σ. 111.

[41] Ελύτης, ό.π., τόμ. 40, σ. 91 = τόμ. 63, σ. 249 = Ανοιχτά χαρτιά, σ. 64.

[42] Ζώρας, Νέα Εστία, ό.π., σ. 56.

[43] Σωκράτης Καψάσκης, Μοναχικοί μαυροντυμένοι περιπατητές της Κέρκυρας: Διονύσιος Σολωμός – Ανδρέας Κάλβος, Τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 1998, σ. 1.

[44] Δημηρούλης, ό.π., σ. 10.

[45] Παλαμάς, ό.π., σ. 37.

[46] Βλ. Σπύρος Ι. Ασδραχάς, «Ανδρέας Κάλβος: Ανέκδοτα και αθησαύριστα κείμενα», Ελληνική Κοινωνία και Οικονομία ιη΄ και ιθ΄ αι., Ερμής, Αθήνα 1988, σ. 296.

[47] Βλ. John Harvey, Men in Black, Reaction Books, London 1995.

Νάσος Βαγενάς

Ομότιμος καθηγητής Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ποιητής και μεταφραστής. Πρόσφατα βιβλία του: Σημειώσεις από την αρχή του αιώνα (2013), Βιογραφία (2015), Πανωραία (2016), H λογοτεχνία στο τετράγωνο (2020), Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη (2021).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.