Κάθε μέρα, γυρίζοντας στο σπίτι από την έξοδο (6.30 - 7.15, βάσει του εντύπου που συμπληρώνω), αφού καθαρίσω τα πόδια του σκύλου έξω, φορώντας γάντια, μπαίνω μέσα και βγάζω τα παπούτσια και τα ρούχα μου και τα κρεμώ σε μια κρεμάστρα δίπλα στην είσοδο. Αφαιρώ τα γάντια, πλένω τα χέρια μου και φορώ τις παντόφλες και τις φόρμες που έχω αφήσει εκεί δίπλα. Είναι μια διαδικασία κοντινή μ’ αυτήν που μας μάθαιναν οι γονείς να κάνουμε μικρά μόλις μπαίναμε στο σπίτι, να τ’ αφήνουμε όλα στο πορτ μαντώ. Το ίδιο και η απαραβίαστη επιταγή να πλένουμε τα χέρια μας πριν φάμε. Αλλά και το ίδιο το φαγητό άλλαξε, επανήλθε η παλιά κατσαρόλα κι όλη η οικογένεια μαζί, πρωί μεσημέρι βράδυ. Και ο Σωτήρης Τσιόδρας αναφερόμενος στο ότι τα ρούχα στο πλυντήριο πρέπει να πλένονται σε υψηλές θερμοκρασίες μου θύμισε την μπουγάδα κατά την οποία τα ρούχα βράζονταν σ’ ένα καζάνι. Οικογενειακές επιταγές και πρακτικές που έμοιαζαν ακατανόητες στα παιδικά μας μάτια, αλλά τώρα συνειδητοποιώ ότι ίσως αποτελούσαν μακραίωνη πείρα από παλιές επιδημίες. Η ιστορία των επιδημιών εξάλλου ταυτίζεται με την ιστορία της ανθρωπότητας.
Αλλά και το καταναλωτικό πρότυπο της μ.κ. (μετά κορωνοϊόν) εποχής που αναγκαστικά περιορίζεται στα απολύτως απαραίτητα, μοιάζει με εκείνο το παλιό λιτό καταναλωτικό πρότυπο όπου τα περιττά ήταν μεγάλη και σπάνια εξαίρεση.
Το ίδιο το παραγωγικό μοντέλο φαίνεται να προσαρμόζεται σ’ ένα παλιότερο πρότυπο σε ό,τι αφορά τη σχέση υπηρεσιών (εκτός από τις υγειονομικές) / αγαθών.
Έχει ενδιαφέρον να δούμε τι θα μείνει, αν μείνει κάτι απ’ όλα αυτά, ή αν, αντίθετα, στη μ.κ εποχή θα αναστραφούν δυναμικά όλα.