Η γενικότερη αίσθηση που έχουν οι περισσότεροι, ακόμη και αυτοί που στέκονται επικριτικά έναντι της διακυβέρνησης του Κώστα Σημίτη, είναι πως η πρώτη τετραετία 1996-2000 ήταν η θετική και η δεύτερη η αρνητική, με το βάρος να πέφτει σε υποθέσεις διαφθοράς, στο ζήτημα του χρηματιστηρίου, αλλά και στην υποχώρηση για τη μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού. Αν κάποιος όμως μελετήσει προσεκτικά τις δύο κυβερνητικές θητείες του Κώστα Σημίτη ως πρωθυπουργού, θα διαπιστώσει πως δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιος διαχωρισμός, καθώς και στις δύο φάσεις υπήρξαν καλές και κακές στιγμές. Μάλιστα, στον τομέα της εθνικής ασφάλειας (εξωτερική πολιτική, εθνική άμυνα, δημόσια τάξη) μπορούμε να πούμε πως η δεύτερη θητεία είναι αυτή που μπορεί να χαρακτηριστεί έως και «χρυσή», λόγω των σημαντικών αλλαγών και επιτυχιών σε αυτούς τους τομείς. Και πάλι όμως αυτή η προσέγγιση μπορεί να χαρακτηριστεί άδικη, καθώς, όπως είναι άλλωστε γνωστό, σε τόσο μείζονα ζητήματα υψηλής πολιτικής ο σχεδιασμός δεν εξελίσσεται μέσα σε εβδομάδες, ούτε καν σε μήνες. Για να τρέξουν οι σημαντικές αλλαγές, για παράδειγμα στις σχέσεις με την Τουρκία, η προεργασία είχε αρχίσει από την πρώτη θητεία της κυβέρνησης.
Στόχος, η ασφάλεια
Είναι λογικό το βάρος στον ευρύτερο τομέα της εθνικής ασφάλειας να δίνεται στην εξωτερική πολιτική, ωστόσο, η εσωτερική ασφάλεια, είναι ένας από τους τομείς που η διακυβέρνηση Σημίτη σημείωσε μεγάλες επιτυχίες, μεταρρύθμισε και δημιούργησε ένα πλαίσιο διακυβέρνησης, που παρά τις αλλαγές ισχύει ακόμη και σήμερα.
Πριν αναφερθούμε στις σημαντικότερες πρωτοβουλίες είναι χρήσιμο να θυμηθούμε το πλαίσιο της εποχής. Η Ελληνική Αστυνομία βρισκόταν σε μια δύσκολη περίοδο. Η εγχώρια τρομοκρατία, με κύρια οργάνωση την 17 Νοέμβρη, ήταν ενεργή και δολοφονική. Το οργανωμένο έγκλημα είχε αρχίσει να γίνεται σημαντική απειλή, ενώ και η Αστυνομία αντιμετώπιζε σημαντικά προβλήματα διαφθοράς, με αποτέλεσμα, τόσο η εικόνα της, όσο και η εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτή να έχουν αρνητικό πρόσημο. Είναι χαρακτηριστικό πώς κάποιες υποθέσεις μετατρέπονταν σε κρίσεις και λειτουργούσαν ως επιπλέον αρνητικοί καταλύτες πλήττοντας περισσότερο το αίσθημα ασφάλειας. Έντονη αίσθηση, π.χ., προκάλεσε η υπόθεση Σορίν Ματέι το 1998, κακοποιός ο οποίος είχε συλλάβει ομήρους τα μέλη της οικογένειας Γκινάκη: η επιχείρηση της Αστυνομίας για την απελευθέρωσή τους κατέληξε με το θάνατο της ομήρου Αμαλίας Γκινάκη και με τους τραυματισμούς του ίδιου του Ματέι και κορυφαίων αξιωματικών της Ελληνικής Αστυνομίας.
Οι αποτυχημένοι χειρισμοί, εξάλλου, της υπόθεσης Οτσαλάν οδήγησαν τον Κώστα Σημίτη να προχωρήσει σε μια μη αναμενόμενη επιλογή για τη θέση του υπουργού Δημόσιας Τάξης: τον τομέα της δημόσιας τάξης ανέλαβε ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης με βασικούς στόχους: α) την ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας, β) την καταπολέμηση της εγχώριας τρομοκρατίας και γ) την ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό της Ελληνικής Αστυνομίας. Σημαντική παράμετρος σε αυτή την εξίσωση ήταν, προφανώς, και η προετοιμασία για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004.
Παρά τις δύσκολες στιγμές, όπως η δολοφονία του Στίβεν Σόντερς από τη 17 Νοέμβρη τον Ιούνιο του 2000 και η υπόθεση του σκληρού κακοποιού Πάσσαρη, ο οποίος τον Φεβρουάριο του 2001 δραπέτευσε σκοτώνοντας δύο αστυνομικούς και τραυματίζοντας σοβαρά έναν σωφρονιστικό υπάλληλο, ενώ λίγο καιρό αργότερα, στη διάρκεια ληστείας, πυροβόλησε και σκότωσε ακόμα μια γυναίκα, η προσπάθεια αναδιοργάνωσης των υπηρεσιών ασφαλείας συνεχίστηκε. Ο Χρυσοχοΐδης, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις του Κώστα Σημίτη, προχώρησε στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση σημαντικών αλλαγών που καθορίζουν την πολιτική εσωτερικής ασφάλειας ακόμη και σήμερα.
Μπορούμε να ομαδοποιήσουμε τις αλλαγές ως εξής:
- Εκσυγχρονισμός και νέα οργανωτική δομή της Ελληνικής Αστυνομίας. Με το Νόμο 2800 του 2000 συστήνεται το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας και διαμορφώνεται μια για την εποχή της σύγχρονη δομή, η οποία ως οργανωτικό πρότυπο (Αρχηγείο, Κλάδοι, Διευθύνσεις, Κεντρικές- Περιφερειακές Υπηρεσίες) εξακολουθεί να υπάρχει ακόμη και σήμερα.
- Προτεραιότητα στην αντιμετώπιση της βαριάς εγκληματικότητας. Το οργανωμένο έγκλημα και οι υποθέσεις, όπως οι ομηρίες και οι δολοφονίες αστυνομικών, κατέστησαν την αντιμετώπιση της λεγόμενης βαριάς εγκληματικότητας προτεραιότητα. Μια από τις σημαντικότερες επιχειρησιακές πρωτοβουλίες ήταν η συγκρότηση των Ομάδων Πρόληψης και Καταστολής Εγκληματικότητας (ΟΠΚΕ) το 2001.
- Καταπολέμηση και Εξάρθρωση της Τρομοκρατίας. Η πλέον γνωστή και με διεθνή αντίκτυπο επιτυχία στον τομέα της ασφάλειας ήταν η εξάρθρωση των δυο μεγάλων τρομοκρατικών οργανώσεων της Μεταπολιτευτικής Περιόδου, της 17 Νοέμβρη και του Επαναστατικού Λαϊκού Αγώνα (ΕΛΑ). Κρίσιμα εργαλεία στη μάχη κατά της τρομοκρατίας αποτέλεσαν η διεθνής αστυνομική συνεργασία, κυρίως με τις υπηρεσίες της Μεγάλης Βρετανίας και η ανταλλαγή πληροφοριών, η αναδιάρθρωση της Διεύθυνσης Αντιμετώπισης Ειδικών Εγκλημάτων Βίας (Αντιτρομοκρατικής) και το νέο θεσμικό πλαίσιο με τον Νόμο 2928 του 2001.
- Μετάβαση από τη Δημόσια Τάξη στην Εσωτερική Ασφάλεια και δημιουργία συστήματος διαχείρισης κρίσεων. Μια στρατηγική επιλογή, απαραίτητη για το σχεδιασμό ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων που συνδέθηκε με τη θεσμοθέτηση, στο πλαίσιο του Νόμου 2800/2000, του Συμβουλίου Συντονισμού και Στρατηγικής Εσωτερικής Ασφάλειας, στο οποίο συμμετείχαν και εκπρόσωποι Σωμάτων Ασφαλείας που δεν ανήκαν στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης, όπως το Λιμενικό Σώμα, αλλά και με την ίδρυση της Διεύθυνσης Ασφάλειας Ολυμπιακών Αγώνων που μετεξελίχθηκε σε Διεύθυνση Χειρισμού Κρίσεων και, αργότερα, σε Ενιαίο Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων και Διαχείρισης Κρίσεων της Ελληνικής Αστυνομίας.
- Ανάδειξη διαστάσεων ασφάλειας κοινωνικών θεμάτων. Για πρώτη φορά γίνεται μια προσπάθεια κοινωνικά ζητήματα να ενταχθούν σε μια λογική πολιτικής πρόληψης, κυρίως σε τοπικό επίπεδο, ώστε να μην υπάρξουν μετά επιπτώσεις στον τομέα της ασφάλειας. Χαρακτηριστικές είναι οι πρωτοβουλίες για την ίδρυση των Τοπικών Συμβουλίων Πρόληψης Παραβατικότητας με τον Νόμο 2713/1999 και η προσπάθεια ρύθμισης, όχι βέβαια με μεγάλη επιτυχία, του πλαισίου των εργαζόμενων στο σεξ με τον Νόμο 2734/1999.
- Ασφάλεια Μεγάλων Διοργανώσεων. Παρότι η Ελλάδα ανέλαβε τη διοργάνωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγωγών στη σκιά των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου και της διεθνούς τρομοκρατίας, με ανοιχτό μέχρι το 2002 το ζήτημα της εγχώριας τρομοκρατίας, κατάφερε με την κατάλληλη προετοιμασία και τον απαραίτητο συντονισμό να φέρει εις πέρας τη διοργάνωση, δημιουργώντας μια κουλτούρα σχεδιασμού ασφάλειας μεγάλων διοργανώσεων. Πέραν των Ολυμπιακών Αγώνων πρέπει να αναφέρουμε τη Σύνοδο της Χαλκιδικής το 2003, στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας.
Οι Ολυμπιακοί ως μοντέλο ασφάλειας
Καταληκτικά, οι κυβερνήσεις Σημίτη συνδέθηκαν με την πρώτη συγκροτημένη προσπάθεια μεταρρύθμισης του τομέα εσωτερικής ασφάλειας μεταπολιτευτικά. Ο καταλύτης για την προώθηση των πρώτων σημαντικών αλλαγών στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας ήταν η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Η Ελλάδα ήταν η χώρα που ανέλαβε τη διοργάνωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων στον απόηχο της 11ης Σεπτεμβρίου και των κατακλυσμιαίων αλλαγών που έφερε αυτή στην ασφάλεια. Το τότε υπουργείο Δημόσιας Τάξης και η Ελληνική Αστυνομία ήταν επιφορτισμένα με το συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων υπηρεσιών και με τον στρατηγικό και επιχειρησιακό σχεδιασμό της ασφάλειας των Ολυμπιακών Αγώνων.
Η όλη αυτή προσπάθεια έγινε με απουσία ενός στρατηγικού κειμένου που να αποτυπώνει τις απειλές και το ρόλο όλων των φορέων και υπηρεσιών στον τομέα της εσωτερικής ασφάλειας. Γενικά, μπορούμε να πούμε πως η Ελληνική Αστυνομία σε επίπεδο οργάνωσης υπηρεσιών βρίσκεται στη φάση των αρχών του 21ου αιώνα, μια και οι σημαντικότερες αλλαγές ήταν αποτέλεσμα της προετοιμασίας των Ολυμπιακών Αγώνων και της ανάγκης αντιμετώπισης της απειλής της διεθνούς τρομοκρατίας, ενώ οι μετέπειτα παρεμβάσεις ήταν αποσπασματικές ως απάντηση στην ανάγκη διαχείρισης επιμέρους προβλημάτων ή/και απειλών, όπως το μεταναστευτικό, που οδήγησε στη συγκρότηση του Κλάδου Αλλοδαπών και Προστασίας Συνόρων στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας.
Πέραν όμως της συγκεκριμένης παρέμβασης, οι περισσότερες αλλαγές αφορούν τη δημιουργία ειδικών υπηρεσιών και ομάδων (Διεύθυνση Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, Οικονομική Αστυνομία, ΟΠΚΕ, ΔΙΑΣ, ΔΡΑΣΗ κ.ά.). Σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, η διάρθρωση σε Γενικές Αστυνομικές Διευθύνσεις και σε Τμήματα ακολουθεί το μοντέλο της διοικητικής δομής του «Καλλικράτη».
Η μεταρρύθμιση λοιπόν του 2000 μπορεί να κριθεί αποτελεσματική και από τη διάρκειά της έως σήμερα αλλά και ως μοντέλο οργάνωσης και σχεδιασμού. Ήταν ένα βήμα προς την επαγγελματική αστυνόμευση και την πολιτική εσωτερικής ασφάλειας – και αυτό είναι πρωτίστως έργο του Κώστα Σημίτη.
Τα βιβλία του Κώστα Σημίτη
Ο Κώστας Σημίτης είχε κάνει νομικές και οικονομικές σπουδές στη Γερμανία και την Αγγλία. Στη διάρκεια της δικτατορίας, όταν έφυγε από την Ελλάδα, δίδαξε ως υφηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κόνσταντς το 1971 και ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γκίσσεν την περίοδο 1971-1975. Το 1977 εκλέχτηκε καθηγητής Εμπορικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Έχει γράψει πολλά βιβλία, τα περισσότερα με πολιτικό περιεχόμενο, τα οποία ωστόσο δεν μοιάζουν με μπροσούρα (όπως είναι τα βιβλία των περισσότερων πολιτικών) αλλά είναι αναλυτικά και στοχαστικά, ενώ περιέχουν σημαντικά στοιχεία της πολιτικής του ταυτότητας και των επιλογών της ζωής του, πολλές από τις οποίες ήταν επιλογές συνυφασμένες με το μέλλον της χώρας. Μετά τη μεταπολίτευση, στην Ελλάδα, κυκλοφόρησαν τα ακόλουθα βιβλία του: Η δομική αντιπολίτευση (1979), Για μια κοινωνία ισχυρή, για μια ισχυρή Ελλάδα (1995), Το δικαίωμα επί της εφευρέσεως (1998), Για μια ισχυρή Ελλάδα, σύγχρονη και δημοκρατική (2002), Για μια ισχυρή Ελλάδα στην Ευρώπη και στον κόσμο (2002), Για μια Ελλάδα οικονομικά ισχυρή και κοινωνικά δίκαιη (2002), Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα 1996-2004 (2005), Στόχοι, στρατηγική, προοπτικές (2007), Η δημοκρατία σε κρίση; (2007), Σκέψεις για μια προοδευτική διακυβέρνηση (2008), Η κρίση (2008), Ο εκτροχιασμός (2012), Δρόμοι ζωής (2015), Υπάρχει λύση; (με τον Γιάννη Πρετεντέρη - 2016).
Υπήρξε συνεργάτης του Books’ Journal.