Σύνδεση συνδρομητών

Γιῶργος Παγανός (1932-2021): Ὁ δάσκαλός μας στὸ Περιστέρι τοῦ ’60

Πέμπτη, 15 Απριλίου 2021 09:17
Δεκαετία του 1960. Ο Γιώργος Παγανός με τη σύζυγό του.   
Αρχείο Μανώλη Σταυρακάκη
Δεκαετία του 1960. Ο Γιώργος Παγανός με τη σύζυγό του.  

Εἶναι ἀπαραίτητα δυὸ εἰσαγωγικὰ λόγια, μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι ἔτσι θὰ παρασταθοῦν στὸ μυαλὸ τοῦ ἀναγνώστη ἀθέατες, γιὰ ὅσους δὲν ἔζησαν τὰ γεγονότα,  ὄψεις τῶν πραγμάτων ποὺ θὰ διηγηθῶ. Ἂς μοῦ συγχωρηθεῖ, ἑπομένως, ἡ χρήση τοῦ πρώτου ἑνικοῦ προσώπου. Εἶναι ἕνα ἰδιότυπο πληθυντικὸ πρόσωπο, ἀφοῦ εἶμαι βέβαιος ὅτι ἐκφράζω τὴ σκέψη καὶ τὴ βούληση ἑκατοντάδων ἀνθρώπων τῆς γενιᾶς μου μὲ τὸ ἀπαράγραπτο στὶς δεκαετίες περιουσιακὸ κτῆμα: Ὑπήρξαμε μαθητὲς τοῦ Γιώργου Παγανοῦ. Περιορίζω τοὺς μαθητὲς τοῦ δασκάλου στὸ Περιστέρι τῆς δεκαετίας τοῦ ’60, στὸν δικό μας χρόνο καὶ χῶρο, ἀφοῦ μόνο γι’ αὐτὸ μπορῶ νὰ μιλήσω. Ἐκεῖ γεννηθήκαμε καὶ μεγαλώσαμε. Ἐκεῖ ζοῦμε ἀκόμη, ἢ ἐπιστρέφουμε σταθερά, ὅσοι χρειάστηκε νὰ ἀλλάξουμε τόπο, ἀκόμη καὶ νὰ ξενιτευτοῦμε.

Περιστέρι. Πόλη τῆς προσφυγιᾶς, τῶν ἐργατῶν στὶς βιοτεχνίες, τὰ γιαπιά, τὶς ὑπόγειες στοὲς τοῦ «κάρβουνου», τῶν ἐργατριῶν (ἀλλὰ καὶ ἐργατῶν) στὰ ὑφαντουργεῖα τοῦ Λαναρᾶ. Ἀκόμη, τὸ Περιστέρι τῆς «παράγκας», τῶν ξύλινων παραπηγμάτων, ὅπου ἔζησαν ἐπὶ τέσσερεις δεκαετίες οἱ μικρασιάτες πρόσφυγες, ἀλλὰ καὶ τῆς «γενιᾶς τῆς Παράγκας», τῶν μαθητῶν καὶ μαθητριῶν τοῦ «ξύλινου Γυμνασίου»∙ ἑνὸς παραπήγματος στὸ τέλος τῆς ὁδοῦ Ροῦζβελτ (τότε Ὀλυμπίας) μὲ τὴν ἐπωνυμία «ΙΑ’ Μικτὸ Γυμνάσιο Ἀθηνῶν», ποὺ λειτούργησε ἀπὸ τὸ 1939 μέχρι τὸ 1962, ὅταν κάηκε ὁλοσχερῶς. Ἐκεῖ δίδαξε ὡς φιλόλογος ἡ μητέρα τοῦ Ἀλέκου Φασιανοῦ. Ὁ δημοσιογράφος Γ. Χριστοφιλόπουλος ἀναφέρει ὅτι εἶχε δασκάλα στὸ μάθημα τῶν καλλιτεχνικῶν (!) τὴν κόρη τοῦ Γρηγορίου Ξενοπούλου. Συμμαθητής του ὁ δημοσιογράφος Σεραφεὶμ Φυντανίδης. Ἦταν φυσικὰ τὸ πρῶτο καὶ μοναδικὸ Γυμνάσιο (ἑξατάξιο τότε) σὲ ὅλη τὴν περιφέρεια, ἀπὸ τὰ Σεπόλια καὶ τὸ Μπουρνάζι, τὴν Ἀνθούπολη καὶ τὸν Ἅγ. Ἱερόθεο μέχρι τὴ Νέα Ζωὴ καὶ τὸ Αἰγάλεω. Ἀνατολικὸ σύνορο ὁ Κηφισὸς ποταμός, καὶ δυτικὸ τὸ Ποικίλον ὄρος. Τὴν «Παράγκα» διαδέχτηκαν τὸ δικό μας «ΙΑ’ Γυμνάσιο Ἀρρένων» στὴν ὁδὸ Ἀριστοτέλους καὶ τὸ ἀντίστοιχο «θηλέων», ποὺ λίγο ἀργότερα μεταφέρθηκε νοτιότερα, πρὸς τὴν Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Βρισκόμαστε πάντοτε στὴ δεκαετία τοῦ ’60.

Τότε ἡ Ἀθήνα ἔπεφτε γιὰ μᾶς πολὺ μακριά. Τὰ θέατρα, τὰ γυμναστήρια, τὰ ὠδεῖα, ἡ Λεωφόρος τοῦ Δομάζου, ὁ Γρηγόρης Λαμπράκης, τὰ Ἰουλιανά, ὁ Σωτήρης Πέτρουλας, τὰ βιβλία, τὰ κείμενα τῶν 18, τὸ νομπὲλ τοῦ Σεφέρη, ἡ μουσικὴ τοῦ Θεοδωράκη, ὅλα μακρινὰ καὶ ἄγνωστα, καὶ στοὺς μεγαλύτερους, ἀκόμη, ἴσως θολὰ μέσα στὴ σκόνη τοῦ χωματόδρομου, τοῦ ἀγώνα γιὰ τὸν ἐπιούσιο. Στὸ μοναδικὸ βιβλιοχαρτοπωλεῖο, τὸν Φάρο, ἀγοράζαμε μὲ τὸ ἄνοιγμα τῶν σχολείων τετράδια, μολύβια, κασσετίνες καὶ Κλασσικὰ Εἰκονογραφημένα τῆς Ἄγκυρας. Ἀκόμη καὶ στὰ ὑστερότερα χρόνια τῶν ἐφηβικῶν ἀνησυχιῶν δὲν εἴδαμε στὴν πόλη μας ἕνα ἀμιγὲς βιβλιοπωλεῖο. Ἐξαιρῶ τὸν Ἥλιο τοῦ Βαγγέλη καὶ τῆς Φρειδερίκης Τσίλη, μιὰ μικρὴ ὄαση στὸν Ἅγιο Ἀντώνιο, ποὺ ἄνοιξε τὴ δεκαετία τοῦ ’80. Οἱ ποιητές, οἱ στοχαστές, τὰ ἔργα τῶν νέων σκηνοθετῶν καὶ μουσικοσυνθετῶν δὲν ἔφταναν στὰ δυτικὰ προάστια. Μᾶς κατέκλυζαν ὁ Κούρκουλος, ὁ Ξανθόπουλος, ὁ Στὴβ Ρήβς, οἱ Ὀλύμπιανς, οἱ Poll, οἱ Idols. Παρ’ ὅτι ἀπὸ τὸ Περιστέρι ξεκίνησαν ὁ Μπιθικώτσης, ἡ Μπέλλου, ὁ Ρεπάνης, ὁ Περπινιάδης καὶ ἄλλοι. Τὸ 1966, ὅταν ἡ ἀριστουργηματικὴ ταινία τοῦ Κώστα Μανουσάκη φόβος διεκδίκησε τὸν Χρυσὸ Φοίνικα στὶς Κάννες, στὴ γειτονιά μας δὲν προβλήθηκε αὐτή, ἀλλὰ ἡ ταινία τοῦ Φώσκολου Ὁρατότης μηδέν. Τὸ Περιστέρι ἔπεφτε πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὶς Κάννες. Καὶ λίγο ἀργότερα, ἀντὶ γιὰ τὴν Ἀναπαράσταση τοῦ Ἀγγελόπουλου, μᾶς ἦρθε μακιγιαρισμένη, μὲ προσεγμένη κόμμωση ἡ Ὑπολοχαγὸς Νατάσα.  Ὁ Κηφισὸς ἦταν πράγματι ἕνα ὅριο, ὅπως τότε στὰ μυθικὰ χρόνια ποὺ κατέβαιναν ἀπὸ τὴν Θήβα καὶ τὴν Ἐλευσίνα καὶ σταματοῦσαν ἐκεῖ, ἐκστατικοὶ ἀπὸ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ τοπίου, ὁ Θησέας καὶ ὁ Οἰδίποδας μὲ τὴν Ἀντιγόνη. 

Ἀποροῦμε τώρα γιὰ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν καί, ὅπως συμβαίνει συνήθως, νοσταλγοῦμε τὰ χρόνια τὰ παλιά, τὰ ἄδολα, μὲ τὴν πλουσιοπάροχη φτώχεια. Μᾶς ἐνοχλοῦν πολλὰ στὴν πόλη μας σήμερα, ἀλλὰ δὲν εἴμαστε βέβαιοι ὅτι τότε τὰ πράγματα ἦταν καλύτερα. Στὶς μεγάλες βροχὲς βουλιάζαμε στὴ λάσπη. Συχνὰ κολλοῦσαν καὶ τὰ ἄφθονα φορτηγὰ (μὲ ὑλικὰ οἰκοδομῶν) ποὺ περνοῦσαν ἀπ’ τὶς γειτονιές. Τότε κινητοποιούμαστε ὅλοι γιὰ νὰ τὰ ξεκολλήσουμε. Ἀνταμοιβή μας ἦταν τὸ κλάξον, κανονισμένο νὰ παίζει ρυθμικὰ τὰ «Παιδιὰ τοῦ Πειραιᾶ». Καὶ γιὰ νὰ πάρουμε μιὰ ἰδέα τῆς διαφορᾶς, θὰ σᾶς πῶ (καὶ θὰ θυμίσω στοὺς παλαιότερους) ὅτι τότε ἀκούγαμε ὣς καὶ τὰ πλοῖα ποὺ σφύριζαν στὸ λιμάνι τοῦ Πειραιᾶ.  

Στὰ δώδεκά μας ξεκινούσαμε ὅλοι ἀπὸ τὸ σπίτι μας μὲ τὰ πόδια, ὀρεσίβιοι, πεδινοὶ καὶ παραποτάμιοι,  γιὰ τὸ «ἀνώτερο» σχολεῖο. Τὸ ἀποτελοῦσαν δύο μακρόστενα, ἀντικρυστὰ χτισμένα, δίπατα, ψηλοτάβανα κτήρια μὲ τὴ σχολικὴ αὐλὴ ἀνάμεσά τους. ΙΑ’ Γυμνάσιο Ἀρρένων Περιστερίου.

Σὲ αὐτὸ τὸ τραχὺ καὶ πρόσφορο γιὰ ὄργωμα παιδευτικὸ τοπίο, ἔπεσαν –φωτεινοὶ μετεωρίτες– δύο μυθικοί, ἤδη ἀπὸ τότε, γιὰ μᾶς φιλόλογοι: Ὁ συγγραφέας Χριστόφορος Μηλιώνης καὶ ὁ θεωρητικὸς τῆς λογοτεχνίας  Γιῶργος Παγανός. Ἀποχαιρετίσαμε λίγα χρόνια πρὶν τὸν Χριστόφορο Μηλιώνη (1932-2017) καὶ τώρα, στὶς 16 Φεβρουαρίου 2021, πληροφορηθήκαμε μὲ θλίψη τὴν ἐκδημία τοῦ Γιώργου Παγανοῦ. Οἱ δρόμοι τους πρέπει νὰ διασταυρώθηκαν στὸ σχολεῖο μας, ὅπου τοποθετήθηκαν ἀμέσως μετὰ τὸ ἀπριλιανὸ πραξικόπημα. Μιὰ τοποθέτηση στὸ ΙΑ’ Γυμνάσιο Ἀρρένων τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἰσοδυναμοῦσε μὲ δυσμενὴ μετάθεση. Γιὰ πολλοὺς τὸ Περιστέρι ἦταν τόπος ἀπαξιωμένος, μὲ χωματόδρομους, ἀραιὴ συγκοινωνία καί, προπάντων, προβληματικὰ παιδιά, κοινῶς ἀλητόπαιδα. Ὁ κόσμος στήριζε μὲ μεγάλη πλειοψηφία τὸν ἀριστερὸ δήμαρχο Δημήτρη Φωλόπουλο (συνελήφθη μὲ τοὺς πρώτους Περιστεριῶτες καὶ ἐκτοπίστηκε τὸ ’67). Ὁ μισὸς μαθητόκοσμος φοιτοῦσε στὸ συστεγαζόμενο μὲ μᾶς Ἑσπερινὸ Γυμνάσιο (τὸ λέγαμε Νυχτερινό), ὁδηγημένος στὴ δουλειά, γιὰ τὸ ἀναγκαῖο συμπλήρωμα τοῦ ἐργατικοῦ μεροκάματου, ἀπὸ τὴν τρυφερὴ ἡλικία τῶν δώδεκα χρόνων. Ἤμασταν, ὅμως, πράγματι, ἀλητόπαιδα, ἀφοῦ πιὸ πολὺ κι ἀπ’ τὸ σπίτι μας μᾶς ἔβλεπαν οἱ ἀμέτρητες ἀλάνες μὲ τὰ αὐτοσχέδια γήπεδα. Δὲν ἔλειπαν καὶ οἱ ἀθλητικοὶ ἀγῶνες, ὅπως περίπου τοὺς περιγράφει ὁ Κοσμᾶς Πολίτης στὸ Eroica. Τὸ σχολεῖο μὲ τὶς αὐταρχικές, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μεθόδους δὲν μᾶς ἦταν ἰδιαίτερα ἀρεστό: αὐστηροὶ ἔλεγχοι στὸ μῆκος τῶν μαλλιῶν (μέχρι τὸν πόντο), στὶς συναναστροφές. Ὁ ἐκκλησιασμὸς ὑποχρεωτικός. Δίναμε στὸν νεωκόρο τὸ χαρτάκι μὲ τὸ ὄνομά μας, ἀποδεικτικὸ στοιχεῖο τῆς χρηστοήθειάς μας. Ἔλεγχος καὶ στὶς ταινίες ποὺ βλέπαμε. Αὐστηρότητα στὴν ἐξέταση καὶ τὴ βαθμολόγηση, τὶς τιμωρίες, τὶς ἀποβολές (ἀνακοινώνονταν μετὰ τὸ «Δι’ εὐχῶν»). Ἀρκετοὶ ἔχαναν τὴ χρονιά τους καὶ τότε μεταπηδοῦσαν στὸ Νυχτερινὸ ἢ ἄφηναν τὰ γράμματα (ποὺ δὲν εἶχαν προλάβει νὰ πιάσουν). Τοὺς βλέπω σήμερα καλοὺς οἰκογενειάρχες, ἀφανεῖς ἥρωες τῆς βιοπάλης, ἀκόμη καὶ ἐπιτυχημένους ἐπιχειρηματίες. Ἕνας μὲ ρώτησε ἂν ἔμαθα τελικὰ τί ἔκανε ὁ Ὀδυσσέας μὲ τὴν Καλυψώ, ὅταν πῆγαν καὶ χώθηκαν στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς. Χαρακτήρισα προηγουμένως τοὺς δύο δασκάλους μας φωτεινοὺς μετεωρίτες. Θὰ τὸ ἐξηγήσω στὴν περίπτωση, ὅπως ἐπιβάλλει ἡ στιγμή, τοῦ Γιώργου Παγανοῦ.

Παρὰ τὸ αὐστηρὸ καθεστὼς ποὺ συντηροῦσε σὲ ὅλους τοὺς χώρους ἡ Χούντα, οἱ δάσκαλοί μας ἦταν, στὴ μεγάλη πλειονότητά τους, ἐπιστήμονες καὶ ἄνθρωποι ἀφοσιωμένοι στὸ καθῆκον τους. Νὰ δώσουμε καὶ τὸ ἀπαιτούμενο βάρος σ’ αὐτό: Ἤξεραν γράμματα. Εἶχαν ἐπιβιώσει μέσα ἀπὸ τὶς κακουχίες τῆς Κατοχῆς, τοῦ ἐμφυλίου, ἀπὸ τὶς περιπέτειες τῆς μοιρασμένης σὲ νικητὲς καὶ ἡττημένους μεταπολεμικῆς κοινωνίας. Σπούδασαν μὲ μύρια βάσανα καὶ στερήσεις. Τώρα ὡς δάσκαλοι βρίσκονταν μεταξὺ σφύρας καὶ ἄκμονος∙ ἀνάμεσα σὲ ἕνα αὐστηρὸ θεσμικὸ καθεστὼς ἀπὸ τὴ μιά, καὶ στὸ ἄναρχο ἐφηβικὸ ζυμάρι ποὺ εἶχαν στὰ χέρια τους, ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὅλοι τους λίγο-πολὺ μᾶς βοήθησαν, μᾶς ἔπλασαν μέσα ἀπὸ τὴ συνέπεια ποὺ εἶχε ἡ δουλειά τους (τὸ λειτούργημα εἶναι πλέον μύθευμα τῶν συνδικαλιστῶν, δηλαδὴ ἐπαγγελματιῶν, τῆς ΟΛΜΕ). Ὁ «δαίμονάς» τους ἦταν τὸ ἦθος τους. Ὁ Παγανὸς τὰ πρόσφερε ὅλα αὐτὰ καὶ κάτι παραπάνω. Τὸ λέω ἐξ ἀρχῆς: Ὅρισε μιὰ αἰσθητικὴ στάση ζωῆς. Ἐν προκειμένῳ,  τὴν αἰσθητικὴ στάση τοῦ δασκάλου. Ἂν γενικεύσουμε αὐτὴ τὴ στάση, θὰ ἔχουμε τὸ σχῆμα ἑνὸς προτύπου.

Ἡ ἐξέταση τοῦ μαθητῆ στὸ λεγόμενο μάθημα τῆς ἡμέρας τοῦ ἦταν ἄγνωστη. Τὸ ἀναφέρω πρῶτο-πρῶτο, ἐπειδὴ ἦταν τὸ σταθερὸ ἄγχος μας. Δὲν χρησιμοποιοῦσε, ὅπως οἱ περισσότεροι, βαθμολόγιο, ἀλφαβητικὸ κατάλογο τῶν μαθητῶν, καὶ ἡ κρίση του ἦταν πάντοτε ἐπιεικής. Συνήθιζε νὰ κάθεται στὴν ἕδρα, ἀπέναντι, δηλαδή, σὲ καθήμενους μαθητές. Μιλοῦσε ἀργά, μὲ μία καθαρότητα ποὺ δὲν τὴν ἄμβλυνε ὁ χρόνος, καὶ χαμηλόφωνα. Ἡ χαμηλὴ φωνὴ ἐπέβαλλε ἀφ’ ἑαυτῆς ἀπόλυτη σιγὴ στὴν τάξη. Γνωρίζαμε, βέβαια, τί διάβολοι γινόμασταν στὰ ἄλλα μαθήματα. Δὲν μπορούσαμε, ὅμως, νὰ ἐξηγήσουμε τὴν ἀγγελικὴ μεταμόρφωσή μας στὸ μάθημά του. Σήμερα, μισὸν αἰώνα μετά, τὸ πρᾶγμα ἐξηγεῖται εὔκολα (τρόπος τοῦ λέγειν εὔκολα). Ἀκύρωνε στὴν πράξη τὸ σχολικὸ βιβλίο (τὸ ἀντικείμενο στὴ δική μου τάξη ἦταν ἡ εὐρωπαϊκὴ ἱστορία) καὶ ἄνοιγε στὸ ἔπακρο τὸ διάφραγμα θέασης τῆς ἱστορίας. Μιλοῦσε μέσα ἀπὸ πολλὰ βιβλία, ἀπόδειξη τῆς γερῆς σκευῆς καὶ προετοιμασίας του. Ὁρισμένοι ἀπὸ ἐμᾶς κρατοῦσαν σημειώσεις, κάτι ἀδιανόητο τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἐνῶ ὅλοι γνωρίζαμε ὅτι δὲν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἀποστηθίσουμε τὸ «ξένο» ὑλικό. Ὁ καθεὶς καὶ τὰ ὅπλα του, μᾶς ἔλεγε μὲ τὸν τρόπο του. Μὲ ἄλλα λόγια, μᾶς ἔσπρωχνε πρὸς τὴν ἰδέα τοῦ (ἐξωσχολικοῦ) βιβλίου, τὴν ἀναζήτηση τοῦ βιβλιοπωλείου, τῆς σφαιρικῆςγνώσης. Ἔτσι μπῆκαν τὰ πρῶτα βιβλία στὸ σπίτι μας. Τὸν ζηλεύαμε καὶ θέλαμε νὰ τοῦ μοιάσουμε. Ἦταν ὡραῖος ἄνδρας, στιβαρός. Μιὰ δωρικὴ ἐξωτερικὰ ὡραιότητα ποὺ μαλάκωνε στὸ βλέμμα καὶ τὰ λόγια του. Τύπος κλασικὸς καὶ μοντέρνος μαζί. Ὁ πρῶτος ποὺ ἔτρεφε φαβορίτες. Ὅταν τὸν ρωτήσαμε, ἐμεῖς οἱ κουρεμένοι στὸν πόντο, γιατί ἀφήνει φαβορίτες, ἀπάντησε: «Πάντα ρεῖ» (μαρτυρία τοῦ ἀδελφοῦ μου). Κάπνιζε ἀρειμανίως «Ἄρωμα σκέτο» (μαρτυρία τοῦ Κ. Μύθη). Δὲν μᾶς διέφευγαν καὶ οἱ κρυφὲς ματιὲς ποὺ τοῦ ἔριχναν νεαρὲς καθηγήτριες. Ὀργίαζαν τὰ σχόλιά μας, χωρὶς νὰ κλονίζουν πάντως τὴν ἀταραξία του. Ὄνομα καὶ πρᾶγμα. Ἐξηγούσαμε τὸ ὄνομά του ἀπὸ τὸ πήγνυμι (πάγος στὴν ἀρχαιότητα σήμαινε βράχος) μέχρι τὸν παγανισμό. Δὲν πέφταμε ἔξω.

Ὁ ἄλλος λόγος, τῆς μεταμόρφωσής μας, ἦταν ὁ σεβασμός, λέξη ὁμόρριζη μὲ τὴ σεμνότητα. Ἕνας ἐλεύθερα ἐπιβεβλημένος σεβασμός, καὶ ὁ νοῶν νοείτω. Ὁ Παγανὸς δὲν χρειάστηκε ποτὲ νὰ ζητήσει στὴν τάξη ἡσυχία. Ἄλλωστε, συχνὰ ὑπέσκαπτε ὁ ἴδιος τὴ σοβαρότητά του μὲ εὑρηματικά, ἀνατρεπτικὰ σχόλια ποὺ μᾶς ἔβγαζαν θορυβωδῶς ἀπὸ τὴν ὑπνωτιστικὴ μαγγανεία του. Ἀποκαθήλωνε ὁ ἴδιος τὴ φαντασιακὴ εἰκόνα τοῦ δασκάλου. Ἡ ἀνεπιτήδευτη καὶ ἀπροσποίητη στάση του ἀποδεικνυόταν καὶ στὴν ἐπίσκεψη τοῦ «κυρίου Ἐπιθεωρητῆ». Ἐδῶ πρέπει νὰ σταθοῦμε λίγο, ἐπειδὴ οἱ νεώτεροι, ἐννοῶ τοὺς γυμνασιόπαιδες τοῦ ’80 καὶ μετά, ἀγνοοῦν τὸν θεσμὸ τοῦ σχολικοῦ Ἐπιθεωρητῆ καὶ καλὰ θὰ κάνουν ὅλοι οἱ ἐκπαιδευτικοὶ νὰ καταδεχτοῦν νὰ ἀναζητήσουν καὶ νὰ διαβάσουν τὸ δυσεύρετο πλέον βιβλιαράκι τοῦ Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου Ποιός φοβᾶται τὸν κύριο Ἐπιθεωρητή (ἐκδόσεις Κουκούτσι).

Ἐν ὀλίγοις, ὁ Ἐπιθεωρητὴς ἦταν ἕνα ἀγαθὸ «φάντασμα» (γιὰ πολλοὺς σκιάχτρο) ποὺ ἀξιολογοῦσε τὴ δουλειὰ τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ καὶ τῆς σχολικῆς μονάδας. Ἐπιλεγόταν μὲ αὐστηρὲς διαδικασίες καὶ κατὰ κανόνα εἶχε ξεχωριστὲς ἐπιστημονικὲς περγαμηνές. Ὁ θεσμὸς καταργήθηκε τὸ 1981. Τὸν πῆρε, δηλαδή, καὶ τὸν σήκωσε ὁ φοβερὸς ἄνεμος τῆς «ἀλλαγῆς» καὶ ἔκτοτε δὲν ξαναφάνηκε σὲ σχολεῖο. Σαράντα χρόνια τώρα οἱ ἐκπαιδευτικοὶ ὅλων τῶν βαθμίδων, πολέμιοι κάθε ἰδέας ἀξιολόγησης (φαινόμενο μοναδικὸ παγκοσμίως), μποροῦν νὰ κάνουν (ἢ νὰ μὴν κάνουν) ὅ,τι θέλουν χωρὶς ἔλεγχο, χωρὶς ἕναν σύμβουλο σὲ ζητήματα ἐκπαίδευσης. Στὴ θέση τοῦ ἐκλιπόντος τοποθέτησαν –εἶδος μαριονέττας– τὸν Σχολικὸ Σύμβουλο, στὸν ὁποῖο ἔχει ἀπαγορευτεῖ ἡ εἴσοδος σὲ τάξη χωρὶς προσυνεννόηση καὶ μὲ τοὺς ὅρους τοῦ διδάσκοντος. Ἐννοεῖται ὅτι δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ὑποβάλλει ἔκθεση ἐπάρκειας ἢ ἀνεπάρκειας τοῦ οἰκοδεσπότη ἐκπαιδευτικοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, νὰ ἀξιολογεῖ. 

Ἠ ἄφιξη, λοιπόν, τοῦ Ἐπιθεωρητῆ, γνωστοῦ γιὰ τὴν αὐστηρή του κρίση –μποροῦσε νὰ ἀνακόψει τὴ βαθμολογικὴ ἐξέλιξη τοῦ καθηγητῆ– σήμαινε πραγματικὸ συναγερμό. Οἱ δάσκαλοι «φοροῦσαν τὰ καλά τους». Στὸ ἔπακρο εὐγενικοὶ καὶ φιλικοὶ μαζί μας, «σκηνοθετοῦσαν» συχνὰ τὸ μάθημα ποὺ θὰ γινόταν παρουσίᾳ του. Τὴν κρίσιμη ὥρα μοίραζαν πολυγραφημένες σημειώσεις (ποὺ βλέπαμε γιὰ πρώτη φορά) καὶ φυσικὰ δὲν ἔβγαζαν τὸ βαθμολόγιο νὰ ἐξετάσουν. Ἐπιστράτευαν τοὺς καλύτερους μαθητές, γιὰ νὰ βγάζουν τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρύπα, καὶ διόρθωναν διακριτικὰ τὶς ἀστοχίες μας. Σὲ μᾶς ποὺ τοὺς γνωρίζαμε ἀπ’ τὴν καλὴ καὶ τὴν ἀνάποδη, φανέρωναν καὶ κάτι ἄλλο: τὰ διδακτικά τους προσόντα καὶ τὶς παιδαγωγικὲς ἀρετές τους. Ἔστω κατ’ ἐξαίρεση. Ἀναρωτιόμασταν γιατί νὰ παίζουν θέατρο καὶ νὰ μὴν κάνουν ἔτσι ἁπλὰ καὶ ἀνθρώπινα τὸ μάθημά τους. «Κύριε Ἐπιθεωρητά», εἴπαμε σὲ ἕναν μετὰ τὸ τέλος τῆς δοκιμασίας, «δὲν γίνεται νὰ ἔρχεστε κάθε μέρα;».

Στὴν περίπτωση τοῦ Παγανοῦ δὲν ὑπῆρξε καμία ἀπολύτως ἀλλαγή. Ἐνώπιον τοῦ Ἐπιθεωρητῆ ἦταν ὁ ἴδιος, καθημερινὸς δάσκαλος, μὲ τὴ θυμοσοφία του, τὴ στωικὴ ὁμιλία, τὸ ἀνατρεπτικὸ χιοῦμορ. Ἀπορροφημένοι ἀπὸ τὰ λεγόμενα καὶ τὶς ἑλκυστικὲς ἐρωτήσεις του σχεδὸν λησμονήσαμε τὴν παρουσία τοῦ «ξένου». Τὸ ἔνοιωσε κι ἐκεῖνος. «Σὰν νὰ μὴν ἤμουν παρὼν σ’ αὐτὴ τὴν τάξη». Ἔπαινος γιὰ τὸν δάσκαλό μας. Καὶ γιὰ μᾶς. Τώρα ἐκδήμησαν ὅλοι. Οἱ Ἐπιθεωρητὲς καὶ οἱ δάσκαλοι. Τοὺς νοσταλγοῦμε ἀφόρητα. Ἦταν ἡ δεκαετία τῆς ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύμισης τοῦ Παπανούτσου. Μιᾶς προσπάθειας ποὺ δὲν τελεσφόρησε, ἀφοῦ ὅλα μπῆκαν στὸ γύψο τὸ 1967. Ζήσαμε, ἴσως, τοὺς τελευταίους σπασμοὺς ἑνὸς θεσμικοῦ σώματος ποὺ ἔμεινε στὴν ἱστορία ὡς «ἄταφος νεκρός».

Πρὶν κλείσω τὴν ἐπίσκεψη στὸ μάθημα τοῦ Παγανοῦ, πρέπει νὰ ἀναφέρω τὸ κυριότερο, κατὰ τὴ γνώμη μου, χαρακτηριστικὸ τῆς διδασκαλίας του. Ἡ ἀφήγηση δὲν ἦταν ποτὲ γραμμική. Ἕνα ἱστορικὸ ἐπεισόδιο διανθιζόταν μὲ συναφεῖς λογοτεχνικὲς ἀναφορές. Λόγου χάρη, ἡ ἐκστρατεία καὶ πανωλεθρία τοῦ Ναπολέοντα στὴ Ρωσία, τὸ 1812, τοῦ ἔδινε τὴν ἀφορμὴ νὰ μιλήσει γιὰ τὸ μυθιστόρημα Πόλεμος καὶ εἰρήνη, νὰ περάσει ὁμαλά, σὰν πέρασμα τυχαῖο, στὸν συγγραφέα καὶ ὁραματιστὴ Τολστόι. Προχωροῦσε ἀκόμη περισσότερο ἱστορώντας τὸ παράλληλο δρομολόγιο καὶ στραπάτσο ποὺ ἔπαθε ὁ Χίτλερ μὲ τὸ σχέδιο Μπαρμπαρόσσα καὶ τὴν ἐπίθεση στὴ Σοβιετικὴ Ἕνωση τὸν χειμώνα τοῦ 1941. «Συμπέρασμα: Ὁ Χίτλερ δὲν εἶχε διαβάσει Τολστόι». Ἱστορικὸς συγκρητισμὸς λέγεται αὐτό, μάθημα στὴν ἀνυποψίαστη ἐφηβεία μας. Ἦταν ἡ γοητεία τοῦ παραμυθᾶ (σπουδαία τέχνη λησμονημένη), τοῦ γητευτῆ φιδιῶν, τοῦ μαυλιστῆ ἀκόμη, ὅταν μᾶς ἔκανε νὰ ξεχνᾶμε τὸν ἄγριο πόλεμο ποὺ μᾶς περίμενε, στὶς ἀλάνες μὲ τὴ σκόνη. 

Τὸ 1972 ξεσκολίσαμε. Σκορπίσαμε στοὺς πέντε ἀνέμους. Ἀφήσαμε τὸ σχολεῖο ποὺ μᾶς φιλοξένησε καὶ μᾶς ὑπέμεινε ἕξι χρόνια. Ὁ Γιῶργος Παγανὸς καὶ ὁ Χριστόφορος Μηλιώνης, στὰ σαράντα τους, πέρασαν στὴ μετεκπαίδευση καὶ φοίτησαν γιὰ δύο χρόνια στὸ Διδασκαλεῖον Μέσης Ἐκπαιδεύσεως (1972-1974) μαζὶ μὲ μιὰ ἱστορικὴ φουρνιὰ φιλολόγων. Τοὺς ἀναφέρω μὲ τὴ σειρὰ ποὺ ἀφηγοῦνται τὸ χρονικὸ τῆς μετεκπαίδευσης στὸ δεύτερο ἐξαιρετικὸ βιβλίο ποὺ σᾶς συστήνω ὑποχρεωτικὰ νὰ διαβάσετε, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις τῆς Ἑστίας: Διετεῖς διακοπαί. Εἶναι οἱ Λουκᾶς Κούσουλας, Χριστόφορος Μηλιώνης, Γιῶργος Μπαλάσκας, Γιῶργος Παγανός, Γεωργία Παπακωστούλα-Γιανναρᾶ, Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴ φροντίδα τῆς ἔκδοσης. Ἕνα ἐπιτελεῖο φιλολόγων γερῆς ἀρματωσιᾶς ποὺ ἔμελλε, στὴν ἑπόμενη δεκαετία, νὰ ἀλλάξει ριζικὰ τὰ περιεχόμενα τῶν Νεοελληνικῶν Ἀναγνωσμάτων στὸ Γυμνάσιο καὶ τὸ Λύκειο. Μπῆκαν στὸ σχολεῖο ὁ Σκαρίμπας, ὁ Ἐγγονόπουλος, ὁ Κάσδαγλης, ὁ Φραγκιάς, ὁ Καχτίτσης, σύσσωμη ἡ νεωτερικὴ πεζογραφία καὶ ποίηση. Ὁ Μπολιβάρ, ὁ Καραϊσκάκης, ὁ Καραγκιόζης ἀντάμα κάνανε γιουρούσι στὸ ἐφηβικὸ μυαλουδάκι. Μὲ τέτοια ἀντιστύλια διαβάζεις καλύτερα τὸν Σολωμό, τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Βιζυηνό (ἀντὶ νὰ τοὺς μεταφράζεις στὴν «κοινὴ» νεοελληνική). Φτάνεις, ἴσως, καὶ ν’ ἀγαπήσεις τὸ σχολεῖο σου.

Ἀλλὰ ὣς ἐκεῖ. Τὸ Διδασκαλεῖο, πολύτιμο κέντρο μετεκπαίδευσης, καταργήθηκε καὶ στὴ θέση του, ὅπως στὴ θέση τοῦ Ἐπιθεωρητῆ, μπῆκε τὸ Τίποτε. Ὁ Παγανὸς καὶ οἱ διὰ βίου συνοδοιπόροι του ἔγιναν Σχολικοὶ Σύμβουλοι, δηλαδὴ παροπλίστηκαν μετὰ πολλῶν ἐπαίνων. Τίτλοι τέλους. Κάποιος πρέπει νὰ θάψει αὐτὸν τὸν «νεκρὸ» τοῦ Παπανούτσου.

Περνῶ μὲ τοὺς παλιοὺς συμμαθητὲς ἀπὸ τὸ δρόμο τοῦ σχολείου μας. Τὸ κτήριο, μὲ τὴ θεόρατη μάντρα του, γιὰ νὰ μὴ τὸ σκᾶνε οἱ μόρτες, ρημαγμένο, βουβό, χωρὶς παράθυρα. Νὰ βρίσκονται ἄραγε ἀκόμη ἐκεῖ τὰ ξύλινα θρανία μας; Χαράζαμε μηνύματα γιὰ τὰ κορίτσια τοῦ Νυχτερινοῦ. Σ’ ἕνα μπαλκόνι ξεχασμένη μισὸν αἰώνα ἡ προτομὴ τοῦ Μεγαλέξανδρου. Ὑπῆρχε, προφανῶς, ἐντολὴ τῆς Χούντας νὰ μὴ μετακινηθεῖ ἀπὸ κεῖ. Ὁ Δῆμος Περιστερίου δὲν ἔχει ἀποφασίσει τί θὰ κάνει μὲ τὸ ἑτοιμόρροπο κτήριο. Ἡ βούλησή μας εἶναι νὰ ἀναπλαστεῖ σὲ Κέντρο πολιτισμοῦ. Θὰ εἶναι ἕνα μέγα δῶρο στὴν πόλη καὶ ὁ καλύτερος φόρος τιμῆς στοὺς δασκάλους μας.

Τὸ διδακτικὸ ἔργο τοῦ Παγανοῦ ἀποτυπώθηκε καὶ στὸν γραπτό, δοκιμιακὸ λόγο. Συγγραφικὸς μόχθος τριῶν, τουλάχιστον, δεκαετιῶν, ἑστιασμένος στὴ μεταπολεμικὴ πεζογραφία. Μελέτησε τὶς τρεῖς φάσεις τῆς νεοελληνικῆς πεζογραφίας, ἀπὸ τὸ 1830 ὣς τὸ 1945, τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς γραφῆς τῶν μεγάλων ηθογράφων ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη μέχρι τὸν Θεοτόκη, καθὼς καὶ τὸ κοινωνικὸ διήγημα τοῦ μεσοπολέμου (Ἡ νεοελληνικὴ πεζογραφία. Θεωρία καὶ πράξη, Κώδικας 2002). Στὴ μελέτη Μοντερνισμὸς καὶ πρωτοπορίες (Σαββάλας 2003) ἀναδίφησε τὰ εὐρωπαϊκὰ λογοτεχνικὰ ρεύματα τοῦ 19ου αἰώνα, τὶς διακλαδώσεις τους στὸν μοντερνισμὸ μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τῶν Πάουντ, Ἔλιοτ, Γούλφ, Τζόυς καὶ τὸ ὑπερρεαλιστικὸ κίνημα, καθὼς καὶ τὸν κατοπτρισμό τους στὴν ἑλληνικὴ ποίηση, στὸν Σολωμό, τὸν Καβάφη, τὸν Καρυωτάκη καὶ τὸν Σεφέρη. Κατέγινε εἰδικότερα μὲ τὸ ἔργο τοῦ Μηλιώνη, τοῦ Ἠλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου καὶ τοῦ Νίκου Μπακόλα (Τρεῖς μεταπολεμικοὶ πεζογράφοι, Νεφέλη 1998). Μᾶς ἀποχαιρέτισε μὲ μία σειρὰ μελετημάτων γύρω ἀπὸ τὸν Γιάννη Σκαρίμπα (Σκαριμπολογικά, Σοκόλης 2018). Ὁ θαυμαστὸς γύρος τοῦ λογοτεχνικοῦ κόσμου ὁλοκληρώθηκε στὰ τρελὰ νερὰ τοῦ Εὐρίπου.

Τύχη ἀγαθή. Ἐκεῖ, στὴν Χαλκίδα, ἔμελλε νὰ ξανασυναντήσω τὸ 2005, τριάντα πέντε χρόνια μετά, τοὺς δύο δασκάλους μου, τὸν Παγανὸ καὶ τὸν Μηλιώνη, στὸ Α’ Διεθνὲς Συνέδριο γιὰ τὸν Γιάννη Σκαρίμπα. Σύνεδροι καὶ οἱ τρεῖς συγκλίναμε στὸ ἔργο τοῦ «τρομεροῦ παιδιοῦ» τῶν γραμμάτων μας. Ξαναζεστάναμε τὴ μνήμη, ἀνασύραμε ἀπὸ τὴ λήθη περιστατικά. Ξεχωριστὴ γιὰ μένα ἡ συγκίνηση καὶ ἡ τιμὴ νὰ καθήσω πλάι στοὺς δασκάλους μου, νὰ τοὺς ἀκούσω πάλι, ὡς μαθητής, νὰ μιλοῦν ἀπὸ τὸ βῆμα γιὰ τὸν ἀπαγορευμένο τὰ χρόνια ἐκεῖνα συγγραφέα. Παραλειπόμενα ἑνὸς μαθήματος ποὺ δὲν ἔγινε. Στὴν Χαλκίδα βρέθηκε τὸ «ἐλλεῖπον παιγνιόχαρτον» ἀπὸ τὴ φοβερὴ τράπουλα τῆς ἱστορίας.  Μετὰ τὴν ἐπιστροφή μου ἀπὸ τὴν Γερμανία, τὸ 2012, φρόντισα νὰ διατηρήσω αὐτὴ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Παγανό. Συναντηθήκαμε ἀρκετὲς φορὲς σὲ μιὰ ταβέρνα τῆς γειτονιᾶς του στὸ Μαρούσι, διακοσμημένη μὲ φιγοῦρες τοῦ θεάτρου Σκιῶν ἀπὸ τὸν Εὐγένιο Σπαθάρη. Παρουσιάσαμε μαζὶ σὲ ἐπετειακὴ ἐκδήλωση τὴν ποίηση τοῦ Σκαρίμπα. Ἀνταλλάξαμε βιβλία μας. Ὅλα αὐτὰ δὲν μὲ ἔκαναν νὰ νοιώθω ἄνετα ἀπέναντί του. Μὲ ἀκολουθοῦσαν ἡ συστολὴ καὶ τὸ δέος ποὺ αἰσθανόμουν ὡς μαθητής. Τακτικότερες, ὅμως, συναντήσεις ὀργάνωναν οἱ μεγαλύτεροι μαθητές του∙ πρόσφατα καὶ οἱ ὀργανωμένοι σὲ σύλλογο ἀποφοίτων, μὲ πρωτοβουλία τοῦ Μανώλη Σταυρακάκη. Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸν δάσκαλο δὲν εἶχε διακοπεῖ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα. Οἱ συναντήσεις στὴν πόλη μας εἶχαν πάντοτε χαρακτήρα μυσταγωγικό. Δὲν ξέρω πόσοι δάσκαλοι καὶ μαθητὲς τὸ ἔχουν ζήσει αὐτό; Τὸ ἀποκορύφωμα ἦρθε τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2019, στὸ θέατρο τοῦ Δημαρχείου στὸ Περιστέρι, ὅπου ἑκατοντάδες «αἰώνιοι» μαθητές του, μισὸν αἰώνα μετὰ τὴν ἀποφοίτησή τους, τίμησαν τὸν δάσκαλο καὶ τὸ τελευταῖο του βιβλίο.  Ἀνάμεσα στοὺς παρευρισκόμενους διακριτικός, ἀθέατος, ὁ Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος. Εἶχε ἔρθει ἀπὸ τὴν Χαλκίδα γιὰ νὰ τιμήσει τὸν φίλο καὶ συνοδοιπόρο του ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Διδασκαλείου. Κι ἐκεῖνος, τηρώντας τὸ πρόγραμμα διδασκαλίας τοῦ ἰδεατοῦ πλέον ΙΑ’ Ἀρρένων Περιστερίου, ἀναπλήρωσε τὴν τιμητικὴ ἐκδήλωση κάνοντας λίγο ἀργότερα, στὸν ἴδιο χῶρο, ἕνα ἀκόμη μάθημα νεοελληνικῶν. Θέμα: «Ὁ Νίκος Κάσδαγλης καὶ τὰ μυθιστορήματα τοῦ κουρδικοῦ κύκλου».

Φεβρουάριος 2019. Συνάντηση σὲ ταβέρνα τῆς περιοχῆς μας. Κοιτάζοντας τοὺς ἑβδομηντάρηδες μαθητές του, τὰ πολλὰ κουρασμένα πρόσωπα, ὁ Παγανὸς σχολίασε μὲ τὴ γνωστὴ θυμοσοφία του: «Ἔγινα χούφταλο πιά. Ἀλλὰ κι ἐσεῖς, λεβέντες μου, ὅπως σᾶς βλέπω, δὲν πᾶτε πίσω».*

*Χρησιμοποιήθηκαν μαρτυρίες τοῦ ἀδελφοῦ μου Γιώργου, τῶν συμμαθητῶν Ἀργύρη Χατζηνάκη, Κώστα Μύθη, Ἄγγελου Ἠλιόπουλου, Γιώργου Τζιᾶ, Δημήτρη Κωστόπουλου, Μανώλη Σταυρακάκη, καὶ πληροφοριακὸ ὑλικὸ ἀπὸ τὰ βιβλία τῶν Νίκου Θεοδοσίου Τὸ πέταγμα τοῦ Περιστερίου (Διάλογος 1999) καὶ Γιώργου Χριστοφιλόπουλου Ἡ πόλη ἔχει τὴ δική της ἱστορία (2010).  

 

 

 

 

Συμεών Γρ. Σταμπουλού

Διδάσκει ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Βιβλία του: Πηγές της πεζογραφίας του Γιάννη Σκαρίμπα: ο λόγος της σιωπής στη σκηνή του μεσοπολέμου (2006) και Ο ίσκιος της γραφής: μελέτες και σημειώματα για τον Γιάννη Σκαρίμπα (2009), Florilegium I. Ποιητές του Μεταπολέμου (2021). Kυκλοφoρεί η μετάφρασή του στο έργο του T.Σ. Έλιοτ, Η έρημη γη

Τελευταία άρθρα από τον/την Συμεών Γρ. Σταμπουλού

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.