Όταν το 2005 ξεκινούσα το διδακτορικό μου στο πανεπιστήμιο του Cambridge πάνω στο ζήτημα της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας στην εποχή του Διαφωτισμού, υπό την καθοδήγηση του David Holton, παρακολουθούσα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την ένθερμη συζήτηση μεταξύ Λιάκου και Βαγενά αλλά και τις ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις των Σαββίδη, Δεμερτζή, Γαβριηλίδη, Χατζηιωσήφ, Κούρτοβικ κ.ά. Ομολογώ ότι, ερευνητικά, δεν ταυτίστηκα, ούτε τώρα ταυτίζομαι είτε με τη μία είτε με την άλλη άποψη, αλλά πρόθεσή μου δεν είναι εδώ να συνεχίσω τη συζήτηση εκείνη. Στα χρόνια που ακολούθησαν η γνώμη μου για το θέμα διαμορφώθηκε μέσα από την έρευνα των πηγών και την παρακολούθηση των σχετικών θεωριών, κυρίως στον αγγλόφωνο και γαλλόφωνο ακαδημαϊκό χώρο. Σε εκείνη τη συζήτηση, αν θυμάμαι καλά, το διακύβευμα ήταν η έκδοση του βιβλίου του Ν. Σβορώνου. Σήμερα, αφορμή για μια νέα συζήτηση είναι η επέτειος των διακοσίων χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί πολλές μελέτες και άρθρα πάνω σε θέματα που αφορούν είτε άμεσα είτε έμμεσα τη νεοελληνική εθνική ταυτότητα και την Ελληνική Επανάσταση. Μαζί και η δική μου, στην οποία βασίζεται και μεγάλο μέρος του σημερινού άρθρου (Stratos Myrogiannis, The Emergence of a Greek Identity (1700-1821), Newcastle upon Tyne, Cambridge Scholars Publishing, 2012). Και, φυσικά, μαζί με τα ονόματα που προανέφερα, δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε την πολύτιμη συμβολή των Κ. Θ. Δημαρά, Φ. Ηλιού, Άλκ. Αγγέλου, Π. Κιτρομηλίδη και πολλών άλλων σημαντικών ερευνητών. Λόγω χώρου, δεν μπορώ να επεκταθώ σε ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας. Για αυτό θα περιοριστώ σε μια δοκιμιακού τύπου αφήγηση με σκοπό τη γόνιμη ανασκευή κάποιων «μύθων» της νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας, που σχετίζονται με τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και τη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας. Ο φιλοπερίεργος αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στο βιβλίο μου για μία πληρέστερη ανάπτυξη του θέματος. Ελπίζω, έτσι, να συμβάλω κάπως σε μια αναθεώρηση απόψεων που έχουν παγιωθεί, κυρίως στην ελληνική βιβλιογραφία, και στην αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για μια πιο ώριμη και ψύχραιμη αποτίμηση της διαμόρφωσης της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας στην εποχή του Διαφωτισμού και της νεοτερικότητας (modernity). Πρώτα, όμως, θα επιχειρήσω να διασαφηνίσω σημαντικές έννοιες και όρους.
«Ονομάτων επίσκεψις»: έννοιες και ορισμοί
Αν έπρεπε να δώσω έναν ορισμό για το έθνος στη νεοτερικότητα, θα εκκινούσα από τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συντελούνται κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα στην Ευρώπη. Με βάση αυτά που γνωρίζουμε σήμερα από την έρευνα και τη θεωρία, δεχόμαστε ότι ο προ-νεωτερικός, κυκλικός (και θρησκευτικής έμπνευσης) χρόνος αντικαθίσταται σταδιακά από έναν γραμμικό, κοσμικό χρόνο (Koselleck 2002: 163 και Anderson 1991: 25). Η ιδέα της προόδου, που συμπληρώνει την έννοια του γραμμικού χρόνου, και η συνακόλουθη πρόοδος των επιστημών, διευκολύνει την ταξινόμηση της γνώσης (Trevor-Roper 1963: 1668-71). Ταυτόχρονα, οι ιστορικοί της εποχής προσπάθησαν να γεμίσουν τα κενά της παγκόσμιας ιστορίας, τεμαχίζοντας τον ιστορικό χρόνο με παντός τύπου περιοδολογήσεις (Hampson 1994: 251-88), ενώ οι κάθε λογής αρχαιοδίφες, ιστοριοδίφες και ερασιτέχνες ιστορικοί, στο πλαίσιο του ιστοριοδιφισμού (μια τάση, βέβαια, που ξεκινάει ήδη από την Αναγέννηση, Burke 2003: 273), επιχείρησαν, με τη σειρά τους, να γεμίσουν τα κενά της παγκόσμιας ιστορίας με πληροφορίες σχετικά με την προέλευση και την ιστορία διαφόρων λαών και εθνοτήτων (Momigliano 1950: 287-88). Από τον 16ο αιώνα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αμφισβητείται ανοιχτά ενώ στη διάρκεια της Μεταρρύθμισης και της Αντιμεταρρύθμισης χάνει, σε μεγάλο βαθμό, τη δύναμή της αλλά και μεγάλο μέρος του ποιμνίου της αφού κατακερματίζεται σε διάφορα δόγματα. Άλλωστε, μετά τη Μεταρρύθμιση, δεν υπάρχουν αιρέσεις, αλλά θρησκευτικές διαφοροποιήσεις (Certeau 1988: 151). Οι νέες εκκλησίες, που προέκυψαν, προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν την ύπαρξή τους με την επινόηση ή την κατασκευή παραδόσεων και μύθων για να ενισχύσουν τα αφηγήματα της υπερβατικής καταγωγής τους αλλά και τις ξεχωριστές θρησκευτικές τους ταυτότητες (Kelley 1998: 163-67). Επιπλέον, οι διανοούμενοι του κοσμοπολίτικου 18ου αιώνα, με τη χρήση του ορθολογισμού, πρόσφεραν νέες οπτικές στον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονταν τον κόσμο (Israel 2001: 3). Μέσα σε όλα αυτά, η διαμόρφωση μιας καπιταλιστικής οικονομίας διευκόλυνε τη διαμόρφωση εθνικών ταυτοτήτων καθώς με την άνοδο της «μέσης τάξης», όπως θα έλεγε και ο Κοραής, δημιουργήθηκαν τριγμοί ανάμεσα στο προνεοτερικό κράτος και στην κοινωνία (Trevor-Roper 1965: 67-78). Ο Benedict Anderson έχει δείξει αρκετά πειστικά τον ρόλο που έπαιξε ο καπιταλισμός, η ανάπτυξη της τυπογραφίας με τη χρήση των ευρωπαϊκών γλωσσών (αντί των λατινικών), αλλά και η λογοτεχνία στον τρόπο, με τον οποίο κοινότητες ανθρώπων φαντάστηκαν τον εαυτό τους ως έθνη με τη σύγχρονη, πολιτική έννοια του όρου (Anderson 1991: 36-46).
Η καθοριστική στιγμή ήρθε στο τέλος του 18ου αιώνα, όταν η Γαλλική Επανάσταση άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη θα έπρεπε, από εκεί και πέρα, να νομιμοποιούν την ύπαρξή τους. Από εκείνη τη στιγμή, η έννοια του έθνους θα γινόταν ο αποκλειστικός νομιμοποιητικός παράγοντας του σύγχρονου κράτους (ενδεικτική για αυτό είναι η μετάβαση από το Vive le Roi! στο Vive la Nation!). Αν, λοιπόν, μετά τη Γαλλική Επανάσταση ένας λαός, μία εθνότητα, θεωρούσε ότι αποτελούσε διακριτή (πολιτισμική και πολιτική) κοινότητα και ήθελε να ανέβει στο τρένο της νεοτερικότητας, ως ισότιμο μέλος δίπλα στα μεγάλα κράτη της Ευρώπης, θα έπρεπε να αλλάξει τον τρόπο που φαντάζεται τον εαυτό της και να διεκδικήσει την ελευθερία της ως πολιτικό έθνος. Για αυτόν τον λόγο είναι σημαντική η έννοια της αυτοσυνειδητοποίησης (μεταφράζω/παραφράζω τον αγγλικό όρο self-awareness), η οποία περιγράφει πώς αλλάζει ο τρόπος που ένας λαός ή μία εθνότητα βλέπει τον εαυτό της μέσα στην ιστορία. Μας ενδιαφέρει, λοιπόν, και στην ελληνική περίπτωση να διερευνήσουμε πώς αντιλαμβάνονταν οι ελληνόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι την κοινότητα στην οποία ανήκαν στη διάρκεια του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Από αυτή την άποψη, η έννοια της αυτοσυνειδητοποίησης θα μπορούσε, σε κάποιο βαθμό, να εξηγήσει το πώς περνάμε από τις εθνότητες (πολιτισμική έννοια) στα έθνη (πολιτική έννοια) μέσα από τη διαμόρφωση εθνικής συνείδησης και ταυτότητας, και στη συνέχεια στη δημιουργία εθνικών κρατών μέσω μιας εθνικιστικής ιδεολογίας. Βέβαια, οι αλλαγές δεν συνέβησαν με αυτή τη σειρά σε όλες τις περιπτώσεις δημιουργίας εθνικών κρατών.
Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, μπορούμε να ορίσουμε την έννοια του έθνους ως ένα υπερβατικό πολιτικό σ(χ)ήμα (transcendental political trademark, Myrogiannis 2012: 40) που έχει ως σκοπό την ανεξαρτησία, την αυτοκυριαρχία και την αυτοδιοίκηση μιας κοινότητας ανθρώπων (ως προς το υπερβατικό, ας θυμηθούμε πάλι τη μετάβαση από το συγκεκριμένο και απτό Vive le Roi! στο αφηρημένο και υπερβατικό Vive la Nation!). Η έννοια του έθνους πήρε αυτή τη μορφή όταν το παλαιό καθεστώς (ancien régime) και η παλαιά τάξη πραγμάτων τέθηκε υπό αμφισβήτηση με τον Διαφωτισμό. Αντίστοιχα, για την εποχή που μιλάμε, ως εθνικισμός νοείται μια ιδεολογική κίνηση για την απόκτηση, τη διατήρηση ή την επέκταση της ανεξαρτησίας και του ελέγχου μιας περιοχής εκ μέρους μιας ξεχωριστής πολιτισμικής κοινότητας που θεωρείται από τα μέλη της ότι διαθέτει ιδιαίτερη ταυτότητα και συνιστά ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό (πολιτικό) έθνος. Από αυτή την οπτική, ο εθνικισμός ως ιδεολογικό φαινόμενο μπορεί να προηγείται αλλά και να ακολουθεί τη δημιουργία του εθνικού κράτους.
Το λίκνο της εθνικής ταυτότητας
Αφού ορίσαμε τις βασικές θεωρητικές έννοιες, μπορούμε να προχωρήσουμε στην περιγραφή τριών αλλαγών που συντελούνται στη διάρκεια του ελληνικού 18ου αιώνα με σκοπό την αναθεώρηση κάποιων «μύθων» σχετικά με τη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας. Στην εποχή του Διαφωτισμού (αλλά και λίγο νωρίτερα) συντελούνται σημαντικές αλλαγές στον ελλαδικό χώρο αλλά και στους χώρους της ελληνικής διασποράς και διανόησης. Μία από αυτές είναι η ενσωμάτωση του Βυζαντίου, της βυζαντινής ιστορίας, στη σκέψη των Ελλήνων διανοούμενων ως μέρος της ελληνικής ιστορίας. Στην αρχή του 18ου αιώνα οι Έλληνες λόγιοι συγχρονίζονται με τις εξελίξεις στην Ευρώπη, ενώ σημαντικές ευρωπαϊκές ιδέες φτάνουν μέχρι τον ελλαδικό χώρο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όσοι προσπαθούν να γράψουν έργα με ιστορικό περιεχόμενο, όπως ο Μελέτιος Μήτρου, προσπαθούν να γεμίσουν, όπως μπορούν, τα «κενά» που βρίσκουν στα ευρωπαϊκά έργα αναφοράς σε σχέση με τη βυζαντινή ιστορία. Έτσι, καταφεύγουν σε βυζαντινές και αρχαιοελληνικές πηγές για την αναζήτηση σχετικού υλικού. Συνεπώς, με τη μείξη διαφορετικών ιστοριογραφικών παραδόσεων (και πηγών) προσπαθούν να καταγράψουν μια όσο το δυνατόν πληρέστερη ιστορία του ελλαδικού χώρου. Εδώ θα έπρεπε να αναφερθούμε και στην ορολογία που χρησιμοποιούν οι λόγιοι αυτοί συγγραφείς, αναγκαστικά με συνοπτικό τρόπο λόγω περιορισμένου χώρου. Θα περιοριστώ μόνο να τονίσω ότι από τον Μελέτιο Μήτρου (Γεωγραφία Παλαιά και Νέα, 1728) και τους «χριστιανούς βασιλείς της Κωνσταντινουπόλεως» προχωράμε στον Ιώσηπο Μοισιόδακα (Θεωρία της Γεωγραφίας, 1781) και στη φράση «ημέτεροι βασιλείς της Κωνσταντινουπόλεως» για να φτάσουμε στην «Αυτοκρατορία των Ελλήνων» της Γεωγραφίας Νεωτερικής (1791) των Φιλιππίδη-Κωνσταντά. Η κορύφωση εδώ έρχεται με τον Κοραή ο οποίος θα μιλήσει στα 1805 για «Βυζαντινή Ιστορία», ενώ ο Δημήτριος Αλεξανδρίδης στη μετάφραση της Ιστορίας της Ελλάδος του Γόλδσμιθ (1806) θα προσθέσει έναν δικό του τρίτο τόμο (1807) και θα μιλήσει και αυτός για «Βυζαντινή Ιστορία» με ιστορικούς και ιστοριογραφικούς όρους. Συνεπώς, ο μύθος της ενσωμάτωσης του Βυζαντίου από τον Ζαμπέλιο και τον Παπαρρηγόπουλο, στο γνωστό τριμερές ιστορικό σχήμα, θα πρέπει να αναθεωρηθεί.
Η δεύτερη σημαντική αλλαγή που συντελείται στη διάρκεια του Διαφωτισμού και σχετίζεται άμεσα με την νεοελληνική εθνική ταυτότητα είναι η αλλαγή στην αυτοσυνειδητοποίηση (self-awareness) των Ελλήνων λογίων σε σχέση με τη φαντασιακή κοινότητα στην οποία ανήκουν. Στην αρχή του 18ου αιώνα, ο πιο συχνός όρος, που θα χρησιμοποιούσε ένας λόγιος, για τον καθορισμό ενός ελληνόφωνου χριστιανού ορθόδοξου, υπήκοου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα ήταν ο όρος «χριστιανός», μαζί με τους όρους «Ρωμηός» και «Γραικός». Από τα μισά του αιώνα χρησιμοποιούνται περισσότερο οι όροι «Ρωμηός» και «Γραικός» ενώ όσο πλησιάζουμε προς το τέλος του 18ου ο όρος «χριστιανός» σταδιακά φθίνει και αντικαθίσταται από τον όρο «Έλλην», ο οποίος όλο και περισσότερο επισκιάζει και τους άλλους δύο. Επίσης, στο β’ μισό του αιώνα συντελείται και άλλη μία σημαντική αλλαγή: ενώ στην αρχή του 18ου, όπως είδαμε, οι διανοούμενοι γεμίζουν τα ιστορικά κενά των έργων τους με αρχαιοελληνικές και βυζαντινές πηγές για να μιλήσουν για τον ελλαδικό χώρο, από τα μισά του αιώνα αρχίζουν να ασχολούνται και με την ιστορία των ελληνόφωνων ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών, δηλαδή αρχίζουν να ενδιαφέρονται για την ιστορία αυτής της συγκεκριμένης κοινότητας ανθρώπων. Με τη βοήθεια και του ευρωπαϊκού φιλελληνικού κινήματος, οι μορφωμένοι θεωρούν ότι κατάγονται από τους Αρχαίους Έλληνες, και από τις αρχές του 19ου ενσωματώνουν, όπως είδαμε, και τους βυζαντινούς ως αναπόσπαστο κομμάτι της μακραίωνης ελληνικής ιστορίας αλλά και της εθνικής τους ταυτότητας. Επίσης, όσο πλησιάζουμε στο τέλος του 18ου και, κυρίως, στις αρχές του 19ου, οι πηγές δείχνουν και μία τάση απομάκρυνσης από τον όρο «γένος», που χρησιμοποιείται μέχρι τότε, και μια συχνότερη προτίμηση στον όρο «έθνος».
Η τρίτη σημαντική αλλαγή και αυτή που θεωρώ ότι αξίζει να διερευνηθεί ακόμα περισσότερο είναι η σχέση του Διαφωτισμού, ως πνευματικού και φιλοσοφικού κινήματος, και του εθνικισμού ως πολιτικής και πολιτισμικής ιδεολογίας. Φυσικά αναφέρομαι στον εθνικισμό του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου και όχι στις μεταλλάξεις αυτής της ιδεολογίας στον 20ό και 21ο αιώνα. Σύμφωνα με τις πηγές και με τα σημερινά δεδομένα, στην εποχή του Διαφωτισμού η έννοια της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας απασχολεί πρώτα τον Δημήτριο Καταρτζή. Είναι ο πρώτος διανοούμενος της εποχής που θεωρεί ότι η ελληνική φαντασιακή κοινότητα είναι ένα «έθνος σε αιχμαλωσία». Όταν λίγο αργότερα οι φιλελεύθερες και ριζοσπαστικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης θα σαγηνεύσουν τους Έλληνες λόγιους, θα θελήσουν και αυτοί να υποστηρίξουν την ανεξαρτησία και την ελευθερία του «ελληνικού έθνους» αφού, επηρεασμένοι από αυτές τις ιδέες, θεωρούν ότι η φαντασιακή κοινότητα, στην οποία ανήκουν, θα πρέπει να αποκτήσει την ελευθερία της επειδή αποτελεί ξεχωριστό και ιδιαίτερο έθνος και μάλιστα ένα «έθνος σε αιχμαλωσία». Εδώ έχει ενδιαφέρον να δούμε πώς αλλάζει ο τρόπος που οι μορφωμένοι Έλληνες αντιλαμβάνονται την κοινότητα στην οποία ανήκουν. Αυτή η συνειδητοποίηση και η μίμηση του φιλελεύθερου προτύπου της Γαλλικής Επανάστασης, τους κάνει να ονειρεύονται κάτι αντίστοιχο και για τη δική τους περίπτωση, για το ελληνικό έθνος. Μόνο που στην περίπτωση των Γάλλων υπάρχει κράτος και αυτό που αλλάζει είναι ο νομιμοποιητικός παράγοντας εντός του κράτους (ας ξαναθυμηθούμε τη μετάβαση από το Vive le Roi! στο Vive la Nation!). Οι Έλληνες, από την άλλη, δεν είχαν κράτος, αφού ανήκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επομένως, αυτό που έκαναν, σύμφωνα με τα γραπτά τους, ήταν να μετακενώσουν τις φιλελεύθερες ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης σε εθνικιστική ιδεολογία για να διεκδικήσουν την ελευθερία τους και να δημιουργήσουν το δικό τους κράτος. Και το κατάφεραν. Και τη μνήμη αυτής της επιτυχίας τιμάμε διακόσια χρόνια μετά.
Ένα mémoire και ένας στίχος
Έχοντας υπόψη ότι κάθε εποχή κατασκευάζει και επινοεί το παρελθόν της, αξίζει να κλείσουμε με δύο πολύ διαφορετικά μεταξύ τους σχόλια. Το σχόλιο του Κοραή (Mémoire 1803: 44) συνοψίζει ωραία την αλλαγή στην αυτοσυνειδητοποίηση των Ελλήνων στις αρχές του 19ου αιώνα, οι οποίοι θεωρούν πια ότι δεν είναι μόνο μια πολιτισμική κοινότητα ανθρώπων, μια εθνότητα, αλλά και ένα πολιτικό έθνος (το οποίο λίγο αργότερα θα διεκδικήσει την ανεξαρτησία του): «Dès ce moment la vanité nationale fit place à la contenance d’un peuple qui se prépare à devenir nation’. (σε ελεύθερη απόδοση: «Από εκείνη τη στιγμή η εθνική ματαιοδοξία έδωσε τη θέση της στη δυνατότητα ενός λαού που ετοιμάζεται να γίνει έθνος»). Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι στο πλαίσιο της ιστορίας των εννοιών, είμαστε υποψιασμένοι για το ότι οι λέξεις, οι σημασίες και οι χρήσεις τους αλλάζουν από εποχή σε εποχή. Ανάλογα, αλλάζουν και οι (εθνικοί) όροι και τα ονόματα, όπως και οι σημασίες της εθνότητας, του έθνους, της εθνικής ταυτότητας αλλά και του εθνικισμού στην ευρύχωρη και πολυκύμαντη διαχρονία και συγχρονία τους. Με άλλα λόγια: “presume not that I am the thing I was” (William Shakespeare, Henry IV (Part 2, Act 5, Scene 5) όπως τόνισε ο ταλαντούχος ποιητής διαμέσου του Ερρίκου του Ε’ (σε ελεύθερη απόδοση: μη νομίζεις ότι είμαι αυτός που ήμουν πριν).
Βιβλιογραφία
ANDERSON, BENEDICT (1991), Imagined Communities, Reflections on the Origin and Spread of Nationalism (London and New York: Verso).
BURKE, PETER (2003), 'Images as Evidence in Seventeenth-Century Europe', Journal of the History of Ideas, 64 (2), 273-96.
CERTEAU, MICHEL DE (1988), The Writing of History (New York: Columbia University Press).
HAMPSON, NORMAN (1994), Ο Διαφωτισμός (Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση).
ISRAEL, JONATHAN (2001), Radical Enlightenment: Philosophy and the Making of Modernity 1650-1750 (Oxford: Oxford University Press).
KELLEY, DONALD (1998), Faces of History. Historical Inquiry from Herodotus to Herder (New Haven and London: Yale University Press).
KORAES, ADAMANTIOS (1803), Mémoire sur l’état actuel de la civilisation dans la Grèce: lu à la Société des observateurs de l’homme, le 16 Nivôse, an XI (6 janvier 1803). (Paris: F. Didot).
KOSELLECK, REINHART (2002), 'The Eighteenth Century as the Beginning of Modernity', The Practice of Conceptual History: timing history, spacing concepts (Stanford: Stanford University Press), 154-69.
MOMIGLIANO, ARNALDO (1950), 'Ancient History and the Antiquarian', Journal of the Warburg and Courtauld Institutes, 13 (3/4), 285-315.
MYROGIANNIS, STRATOS (2012), The Emergence of a Greek Identity (1700-1821), Newcastle upon Tyne, Cambridge Scholars Publishing, 2012.
TREVOR-ROPER, HUGH (1963), 'The Historical Philosophy of the Enlightenment', Studies on Voltaire and the 18th century, xxvii, 1667-87.
—. (1965), 'The general crisis of the seventeenth century', in Trevor Aston (ed.), Crisis in Europe 1560-1660 (London: Routledge and Kegan Paul), 59-95.