Στον Γεώργιο, τον Φώτο και τον Αλέξη Πολίτη
Στις 9 Νοεμβρίου 1799 (18η Μπρυμαίρ σύμφωνα με το «επαναστατικό ημερολόγιο») ο Ναπολέων Βοναπάρτης διέλυσε στο Παρίσι το Διευθυντήριο, την πολιτειακή διαχείριση της Γαλλικής Επανάστασης, και ανακηρύχτηκε Πρώτος Ύπατος. Το πραξικόπημα ήταν η αρχή της Παλινόρθωσης και των κοινωνικών κινημάτων στον αιώνα που ερχόταν. Λίγοι γνωρίζουν ότι το βράδυ εκείνης της ημέρας συνέβη επίσης ένα άλλο γεγονός επαναστατικής σημασίας: Ιδρύθηκε ο κύκλος των πρώτων (ή πρώιμων) Ρομαντικών, γνωστός ως «Κύκλος της Ιένας». Ας δούμε την ιστορία.
Στην πολίχνη της Ιένας, λίγα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λειψίας και πλάι στη Βαϊμάρη, στο σπίτι του φιλόσοφου Γιόχαν Γκότλιμπ Φίχτε (1762-1814), γνωστό σήμερα ως «Σπίτι των Ρομαντικών» («Romantikerhaus»), συναντιέται άτυπα, χωρίς ηχηρές, ναπολεόντειες διακηρύξεις, μία ομάδα νεαρών λογίων, ποιητών και φιλοσόφων, με μέσο όρο ηλικίας τα είκοσι έξι χρόνια. Με τη σειρά προσέλευσης, σύμφωνα με τη δήλωση του οικοδεσπότη, είναι οι αδελφοί Σλέγκελ, Φρίντριχ (1772-1829) καὶ Άουγκουστ Βίλχελμ (1767-1845), ο φιλόσοφος και κύριος εκπρόσωπος του Γερμανικού Ιδεαλισμού Φ. Β. Σέλινγκ (1775-1854), έκτακτοι καθηγητές στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο της πόλης∙ ο Λούντβιχ Τικ (1773-1853), ποιητής, εκδότης και μεταφραστής, και τελευταίος o Georg Philipp Friedrich Freiherr von Hardenberg ή Leopold von Hardenberg, όπως απευθύνθηκε στον Σίλερ. Από το 1798 είχε ζητήσει να τον αποκαλούν Novalis.[1]
Τη βραδιά αυτή, την Μπρυμαίρ του ρομαντισμού, επισημοποιείται ο περίφημος «Κύκλος της Ιένας» (Jenaer Kreis), ο κύκλος των πρώτων Ρομαντικών (Frühromantiker), που άνοιξε συμπτωματικά (;), παράλληλα με τη Γαλλική Επανάσταση, με το εναρκτήριο μάθημα του Σίλερ στο πανεπιστήμιο της πόλης.[2] Το έγραψε και ο Φρ. Σλέγκελ στο Athenäum,[3] το περιοδικό που εξέδιδαν οι δύο αδελφοί:
Η Γαλλική Επανάσταση, η επιστημολογία του Φίχτε και το Βίλχελμ Μάιστερ του Γκαίτε είναι οι σπουδαιότερες στιγμές του αιώνα.
Ο Γκαίτε υπήρξε, παραδόξως, ο ιθύνων νους, αν και πολέμιος του κινήματος του Ρομαντισμού. Έριξε το βλέμμα του στην ασήμαντη πολίχνη των τεσσάρων χιλιάδων ψυχών και τη μετέτρεψε σε νέα Ιερουσαλήμ, σε civitas dei. Υπό το υπουργικό του αξίωμα κάλεσε να διδάξουν στο Πανεπιστήμιο, σε μόνιμη θέση, τον Σίλερ (1789) και τον Φίχτε (1794). Εκεί φθάνει από το Νύρτινγκεν, τη γενέτειρά του, διανύοντας απόσταση 450 περίπου χιλιομέτρων με τα πόδια, ο νεαρός Χαίλντερλιν (1770-1843), για να ακούσει τις Παραδόσεις τους και να διδάξει, εφόσον γίνει δεκτός. Από τη Λειψία έρχεται ο νεαρότερος όλων Κλέμενς Μπρεντάνο (1778-1842). Νοερά παρόντες, στις σελίδες του Athenäum, στα εγχειρίδια των φοιτητών και στις πανεπιστημιακές παραδόσεις ο Καντ, ο Ζαν Πωλ (1763-1825), ο Χέρντερ, ποιητής, θεολόγος και φιλόσοφος, ο Λέσινγκ της μελέτης για τον Λαοκόοντα (1766), ο θεολόγος Σλαϊερμάχερ (1768-1834). Το τόξο σύμπασας σχεδόν της γερμανικής διανόησης έχει άνοιγμα μόλις δεκαπέντε περίπου χιλιομέτρων. Η μία άκρη του ακουμπά στην Ιένα και η άλλη στη Βαϊμάρη, Αυλή του Γκαίτε και του Κλασικισμού. Στον νοερό γεωγραφικό τους κύκλο βρίσκονται η Δρέσδη της Ωδής στη χαρά (1785), η Βιττεμβέργη του Λούθηρου και της Μεταρρύθμισης, του πανεπιστημίου Leucorea∙ η Χάλλη του Χαίντελ, η Λειψία, η Alma Mater Lipsiensis, της Bibliotheca Albertina. Η περίφημη Πινακοθήκη της Δρέσδης πέρασε στα δοκίμια του Χέρντερ για τις εικαστικές τέχνες και την αρχαιότητα, ομοίως και στον εικαστικό λόγο του Νοβάλις. Η ένταση στις σχέσεις με την Αυλή της Βαϊμάρης, έδρα του προρομαντικού «Sturm und Drang» («Θύελλα και Ορμή»), γέννησε το ρομαντικό μυθιστόρημα (Lucinde, 1799). Τι υπήρξε εντέλει αυτή η Μπρυμαίρ της Ιένας; Από τους πρωτεργάτες θα αποτιμηθεί με συγκατάβαση: «Ένα βλεφάρισμα στην ιστορία του κόσμου».
Ο λόγος είναι ότι μέτρησαν την ύπαρξή τους με κλίμακα συμπαντική. Εργαλεία τους οι όροι: απόλυτο, αιώνιο, διηνεκές, οικουμενικό. Ανάλογες και οι διαστάσεις του έρωτα, του ωραίου, του αφελούς και του συναισθηματικού. Δεν ερωτεύεσαι το πρόσωπο, αλλά την ιδέα του. Το υπερβατικό υποκείμενο του ερέβους απέναντι στο Μη Εγώ του φωτός. Η Πραγματεία περί του φωτός που αναγγέλλει ο Νοβάλις στον Φρ. Σλέγκελ, τον Δεκέμβριο του 1797, καταλήγει στους Ύμνους στη νύχτα. Ο Ρομαντισμός διαβάζεται με όρους μοντερνισμού. Καταφεύγει στα σύμβολα και τις αλληγορίες για να αισθητοποιήσει και γενικεύσει το ατομικό. Ο Φρ. Σλέγκελ προσπάθησε να ορίσει το κίνημα απλώνοντας τις σκέψεις του σε 125 σελίδες. Είναι αρκετό το 116ο απόσπασμα:
Προορισμός της ρομαντικής ποίησης είναι […] να συνυφάνει την ποίηση με την πεζογραφία, την ιδιοφυΐα με την κριτική, την καλλιτεχνική ποίηση με τη φυσική ποίηση, […] να ποιητικοποιήσει την ευφυΐα […].[4]
Ο Νοβάλις γράφει το προκλητικό δοκίμιο Η Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη[5] (1799) αντιδρώντας στον βάρβαρο αποκεφαλισμό του βασιλικού ζεύγους το 1793 στο Παρίσι, την εγκάθειρξη εκεί και το θάνατο του Πάπα Πίου VI στις 29 Αυγούστου 1799, τη νικηφόρα πορεία του Ναπολέοντος Βοναπάρτη στην Ανατολή.[6] Στο προσκήνιο και οι Λόγοι του Σλαϊερμάχερ Περί θρησκείας (1799), και κυρίως το φιλοσοφικό σχεδίασμα του Καντ Για την αιώνια ειρήνη (1795). Ο Χαίλντερλιν, που το 1794 γνωρίστηκε με τον Νοβάλις, αλλά ένα χρόνο αργότερα εγκατέλειψε «εσπευσμένως» την Ιένα υποτιμημένος από το περιβάλλον του Γκαίτε, γράφει στο Χόμπουργκ τον σπουδαίο ύμνο «Γιορτή ειρήνης» («Friedensfeier»). Ο κήπος της Ιένας βρίσκεται στη μεγαλύτερη άνθηση. Από εκεί ο Νοβάλις θα κόψει και θα κρατήσει στη σύντομη ζωή του το γαλάζιο λουλούδι.[7]
Γόνος πολύκλωνης οικογένειας διεσπαρμένης στην Κεντρική και Βόρεια Γερμανία, γεννήθηκε το 1772 στον οικογενειακό πύργο, στην πραγματικότητα μεγάλο υποστατικό (σήμερα «Μουσείο Νοβάλις»), στο Oberwiederstedt του Hettstedt τῆς Θουριγγίας. Παιδί φιλάσθενο, ονειροπόλο, ανακαλύπτει στο πρόσωπο της μητέρας του τη μειλίχια, μυστική γλώσσα των πραγμάτων και των χειρονομιών της αγάπης. Η αγάπη αυτή πρέπει να μοιραστεί σε έντεκα παιδιά που όλα σχεδόν θα πεθάνουν σε νεαρή ηλικία. Πρώιμη αίσθηση στον ποιητή της απώλειας και απόπειρα, μέσω του στοχασμού, να συμφιλιωθεί μαζί της. Διά βίου μετακινήσεις προς εξορκισμό του θανάτου. Σπουδάζει νομικά και φιλοσοφία, κατά σειρά, στην Ιένα, τη Λειψία, τη Βιττεμβέργη. Το 1797 στο Freiberg ενδιαφέρεται για την εξορυκτική: το εξορυγμένο πέτρωμα ως ποιητικό απόσπασμα∙ το αρνητικό σχήμα ως προβολή του όλου. Ζωγραφίζει εαυτόν ως «novalis», εκχερσωτή τού νυν αροτριούμενου ψυχικού του κόσμου. Έχει ανακαλύψει στον Φίχτε το υπερβατικό Εγώ, και στο πρόσωπο της μνηστής του, Sophie von Kühn (1782-1797) που πέθανε στα δεκαπέντε της χρόνια, την παρηγορητική, άυλη, άχρονη αγάπη των Ρομαντικών. Στον απόηχο του θανάτου της γεννιούνται οι Ύμνοι στη νύχτα και τα πρώτα φιλοσοφικά Αποσπάσματα (Gedanken). Ακολουθεί το ρομάντσο Μαθητευόμενοι στη Σάιδα, ένα είδος Bildungsroman, με ανώνυμους μαθητές και τον απαραίτητο «δάσκαλο»∙ κριτική απάντηση στον Βίλχελμ Μάιστερ του Γκαίτε και την Αυλή της Βαϊμάρης. Στο κρίσιμο έτος των κορυφώσεων και ανατροπών ο Γκαίτε παρεμποδίζει τη δημοσίευση στο Athenäum του δοκιμίου Χριστιανοσύνη ή άλλως Ευρώπη. Το έργο δημοσιεύεται ακέραιο μόλις στην τέταρτη έκδοση των Απάντων του Νοβάλις το 1826. Στο ίδιο κλίμα γράφονται τα Ιερά άσματα (Geistliche Lieder, 1799-1800), έντονης θρησκευτικότητας, με πιετιστικές επιρροές, ορισμένως ενταγμένα σήμερα στην προτεσταντική Θεία Λειτουργία και μελοποιημένα από τους Σούμπερτ, Carl Loewe, Luise Reichardt: «Δοκιμή ενός νέου, πνευματικού βιβλίου ύμνων», τα χαρακτηρίζει ο ποιητής. Εκδόθηκαν posthum όπως και το δεύτερο ημιτελές ρομάντσο Heinrich von Ofterdingen (1800): ορφική περιπλάνηση προς αναζήτηση της απόλυτης, μουσικής λέξης, του ανύπαρκτου γαλάζιου λουλουδιού, του υπερβατικού έρωτα. Ατμόσφαιρα αποκρυφιστική. Το χώμα για το λουλούδι που δεν έχει δει κανείς, το έχουν λιπάνει οι Ζαν Πωλ, Χέρντερ, Μπαίμε, Γκαίτε. Η εκστατική ονειροπόληση του Νοβάλις, εγκαταβίωση μοναχού στο αγεωμέτρητο κελί του Απόλυτου, θα γίνει αίτημα κοινωνικό των εξεγερμένων νέων, και ο ποιητής θα βρεθεί στο επαναστατημένο Παρίσι, αυτή τη φορά τον Μάη του 1968, της επαναδιεκδίκησης των αιτημάτων του 1789, με τη μορφή επιτοίχιου συνθήματος: «Κάντε το γαλάζιο λουλούδι κόκκινο». Για να δοθεί στο επόμενο βήμα η απάντηση: «Το σύνθημα Κάντε το γαλάζιο λουλούδι κόκκινο είναι ανόητο, επειδή είναι ήδη κόκκινο».[8] Ιδού ο θρίαμβος του Ρομαντικού «αποσπάσματος», η μέγιστη δυνατή πύκνωση του έργου και του αιτήματος της Ιένας στην κάθετη λευκή σελίδα της ιστορίας.
Η νύχτα της λύτρωσης
Από την ιστορική συνάντηση της 9ης Νοεμβρίου, την Μπρυμαίρ της Ιένας, ο Νοβάλις διατήρησε ώς το τέλος τη φιλία του με τον Φρ. Σλέγκελ. Εγκόλπιό του το επίσης ημιτελές μυθιστόρημα του Σλέγκελ, Λουτσίντε (ολοκληρώθηκε το πρώτο από τα τέσσερα προγραμματισμένα μέρη). Το όνομα του τίτλου έρχεται από το λατινικό φως (Lux). Είναι η φωτεινή, ακτινοβολούσα ηρωίδα απέναντι στη χθόνια, νυκτιπόλο αγαπημένη τού Νοβάλις. Συνθέτει τους Ύμνους στη νύχτα στην άλλη όχθη του μυθιστορήματος. Ένας δείπνος ερωτικός, σύλληψη πνευματική (immaculata conceptio) με τη μορφή ενὸς Κατά Ιωάννην Μυστικού Δείπνου (στον πέμπτο ύμνο εμφανίζεται η μορφή του Χριστού). Η πρώτη εκδοχή –που έμεινε χειρόγραφη και δεν τυπώθηκε– γράφτηκε από το τέλος του 1799 μέχρι τις αρχές του 1800 και είναι έμμετρη. Αμέσως μετά και μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου του 1800, επιχειρήθηκε η δεύτερη (και οριστική) εκδοχή σε πρόζα ρυθμική, στη μορφή πεζοποιήματος (poèm en prose). Έργο μοιρασμένο σε έξι, ποσοτικά άνισους, ύμνους, διαιρεμένους επίσης ανά ζεύγος σε τρεις ενότητες. Στον πρώτο ύμνο δοξάζεται το φως. Στον δεύτερο η νύχτα. Θυμόμαστε το πρώτο Στάσιμο στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, την υμνολόγηση της πρώτης αχτίδας του ήλιου, πριν επέλθει η ζοφερή νύχτα της τραγωδίας:
Ακτίς αελίου, το κάλ- / λιστον επταπύλω φανέν / Θήβα των προτέρων φάος, / εφάνθης, ποτ᾿, ω χρυσέας / αμέρας βλέφαρον […].
Στον Νοβάλις, είπαμε, η νύχτα δεν είναι της τραγωδίας, αλλά της λύτρωσης. Τμήματα του έργου (στον τέταρτο και πέμπτο ύμνο, σε ολόκληρο τον έκτο) αποδίδονται κι εδώ σε στίχους, αυτή τη φορά ομοιοκατάληκτους. Αν και δεν υπάρχουν προστάδια γραφής των Ύμνων, η σύλληψη και τα πρώτα γυμνάσματα πηγαίνουν μάλλον πίσω στο 1797, στο θάνατο της μνηστής και τη σημαδιακή, για τα λίγα χρόνια που θα ζήσει ακόμη, επίσκεψη στον τάφο της. Μια νέα Βεατρίκη, Ουλαλούμ και Λεονόρα.
Στο τέλος του αιώνα τὰ μέλη της άτυπης «ομάδας» της Ιένας έχουν αρχίσει να διασπείρονται. Δεν θα ξανασυναντηθούν στο μέλλον. Ο Νοβάλις έχει επιστρέψει στο Βάισενφελς, πολίχνη κοντά στη Λειψία, στο οικογενειακό του σπίτι, όπου έζησε από τα 13 του χρόνια (σήμερα «Χώρος μνήμης Νοβάλις»). Εκεί τον επισκέπτεται ο Σλέγκελ. Η ημιτελής Λουτσίντε, το επιστολικό μυθιστόρημα της εφήβωσης στον αντίποδα του Βίλχελμ Μάιστερ, διώκεται επί βλασφημία, κυρίως από τον Γκαίτε και τον Σίλερ. Ο Νοβάλις συμπαρίσταται στο φίλο του και λόγω των κοινών αισθητικών τους αρχών. Γνωρίστηκαν στην Ιένα το 1791. Όταν δεν συναντιούνται, αλληλογραφούν. Ώς το τέλος. Ο Νοβάλις πεθαίνει από φθίση στο σπίτι του στις 25 Μαρτίου 1801. Έχει προλάβει να δημοσιεύσει τους Ύμνους στο Athenäum του φίλου του (Βερολίνο, 1800). Ο Χαίλντερλιν που γράφει αυτή την εποχή τον ύμνο «Γιορτή ειρήνης», αρχίζει να βυθίζεται στη δική του νύχτα. Η δική του νεκρή ηρωίδα είναι η Διοτίμα (Υπερίων, 1797/1799). Σε μια αντιστροφή της μοίρας η πραγματική Διοτίμα (Σουζέττε Γκόνταρντ) πεθαίνει δεύτερη, το 1802,[9] αλλά δεν θα είναι η τελευταία που θυσιάζεται στο βωμό του Ρομαντισμού.
Ο Νοβάλις στην Ελλάδα
Στα δικά μας τώρα. Τον Νοβάλις δεξιώθηκε πρώτος και καλύτερος ο Σολωμός. Μαζί με τον Σίλλερ ήταν ο πιο αγαπημένος του Γερμανός συγγραφέας. Από την πρώτη, το 1802, και πέμπτη, 1837, έκδοση των Σλέγκελ και Τικ, ο Νικόλαος Λούντζης μετέφρασε για τον Σολωμό όλο το γνωστό και προσιτό μέχρι τότε έργο του. Ο Σολωμός τον αποκαλούσε «Enrico» (από τον τίτλο του μυθ. Heinrich von Ofterdingen). Το σολωμικό πεζό σχεδίασμα La Donna Velata (Η Γυναίκα με το μαγνάδι) έρχεται από την οπτασία της νεκρής αγαπημένης στον τρίτο από τους Ύμνους. «Το μόνο γνήσιο ερωτικό κείμενο του Σολωμού» (Στυλιανός Αλεξίου). Κοινό τους πρότυπο, η Νύφη της Κορίνθου του Γκαίτε.
Ακόμη, η καλυμμένη εικόνα της Ίσιδας στον ναό της Σάιδας (Οι μαθητευόμενοι της Σάιδας, 1802) είναι ένα από τα πρότυπα του Σολωμού στον Κρητικό. Κύριο θέμα του ανολοκλήρωτου μυθιστορήματος είναι η «μυστική» ένωση του ανθρώπου με τη φύση. Το δεύτερο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Die Natur», όπου η γνώση της φύσης οδηγεί στην αυτογνωσία.[10]
Ο Ελύτης έκρινε τους Ύμνους ως ένα από τα τρία αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (με την Οδύσσεια και τους Ελεύθερους Πολιορκημένους). Απόλυτες κρίσεις, προβληματικές. Στο «Ελεγείο του Grüningen», από τα Ελεγεία της Οξώπετρας (1991), αποτίει φόρο τιμής στον Νοβάλις με τη συντομευμένη εδώ επωδό: Ο έρωτας είναι ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα (στον πύργο του Grüningen, που ανήκε στη μητέρα της, ο ποιητής συνάντησε πρώτη φορά τη Σοφία «σ᾿ εκείνο το τέταρτο της ώρας, όπου ζυγίστηκε η ζωή του»). Διάσπαρτες και κομβικές οι αναφορές του στον γερμανό ρομαντικό, από τον Μικρό Ναυτίλο μέχρι τα θεωρητικά κείμενα. Κάτω από την αστρική φεγγοβολή των Ύμνων διαβάζεται αλλιώτικα ακόμη και ο Ήλιος ο Ηλιάτορας.
Το έργο ευτύχησε να πρωτομεταφραστεί, νωρίς για τα ελληνικά δεδομένα, από τον Γ. Ν. Πολίτη και να δημοσιευτεί το 1916 στο περιοδικό Κριτική και Ποίηση (τεύχος Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου). Ο Γεώργιος Πολίτης, γεννημένος το 1889, γιος του Νικολάου Πολίτη και αδελφός του θεατράνθρωπου Φώτου (1890-1934), σπούδασε με τον αδελφό του (τουλάχιστον τη χρονιά 1908-1909) φιλοσοφία και ιστορία της τέχνης στο πανεπιστήμιο της Ιένας. Η εξοικείωσή του με το έργο των Ρομαντικών του «κύκλου της Ιένας» τον ώθησε προφανώς στην προσέγγιση του Νοβάλις και αυτό εξηγεί την πρώιμη δεξίωση του ποιητή στα ελληνικά γράμματα. Η εξαιρετική μεταφορά των Ύμνων στη γλώσσα μας προκαθόρισε και τις μεταφράσεις που ακολούθησαν. Σε επεξεργασμένη μορφή εκδόθηκε δύο δεκαετίες αργότερα, το 1938, από το περιοδικό Κύκλος.[11] Ο Αλέξης Πολίτης, ανεψιός του Γεωργίου και του Φώτου, μετέπειτα επιμελητής των δύο επανεκδόσεων (Διάττων, 1986, Καστανιώτη, 2001) μας πληροφορεί ότι η κριτική υποδοχή ήταν πλούσια (και αμήχανη). Έγραψαν κριτικά κείμενα οι Έλλη Λαμπρίδου, Κ. Θ. Δημαράς, Κ. Παράσχος, Τ. Άγρας, Ανδρ. Χουρμούζιος κ.ά. Ακολουθώντας τη γραμμή του πρωτοτύπου ο Πολίτης απέδωσε με ρίμες τα στιχουργικά μέρη και μάλιστα, δεδομένης της ισχυρής ακόμη τότε παράδοσης στις γυμνασμένες έμμετρες μορφές, με τρόπο αβίαστο, χωρίς επιτηδευμένες λύσεις:
Μακριά από του φωτός τη σφαίρα,-
κάτω στης γης την αγκαλιά!-
του πόνου η άψη κι η φοβέρα –
μηνούν του μισεμού χαρά.-
Γοργά η βαρκούλα μας θα φτάσει-
πέρα στο ουράνιο ακροθαλάσσι-
Η αιώνια Νύχτα βλογημένη,-
ο αιώνιος Ύπνος βλογητός-
Όσο κι η μέρα αν μας ζεσταίνει,-
μας μάρανε άσωτος καημός.
Γλώσσα με ήχους του παλιού καιρού, καρυδένιο σεντούκι με την μυρωδιά του χρόνου.
Κατόπιν, σιωπή δεκαετιών, όπως συνέβη λίγο-πολύ με τον Χαίλντερλιν, με τους δύο Ρομαντικούς της ελληνικής επανάστασης, τον Μπάιρον και τον Βίλχελμ Μύλλερ.[12] Οι επανεκδόσεις πρέπει να οφείλονται σε πρωτοβουλία του Αλέξη Πολίτη. Το 2008 το έργο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ηλέκτρα σε μετάφραση Μιχάλη Παπαντωνόπουλου. Κι εδώ ρυθμικός, ρέων λόγος ελληνικός στη γραμμή του Πολίτη. Γλώσσα πολυστρωματική, ποιητική. Ο μεταφραστής, γεννημένος το 1980, στο μεταίχμιο της ηλικιακής ωρίμανσης, έχει υποστεί τις δοκιμασίες της ποιητικής γραφής, πριν αναμετρηθεί με τη γλώσσα του Νοβάλις, σε μια εποχή που όλα γίνονται με χαρακτηριστική ευκολία και αφέλεια. Δύο αποσπάσματα από τον πρώτο και τον τρίτο ύμνο στην καταλογάδην μορφή:
Κάτω εδώ, εγώ προσφεύγω στη σεπτή, ανείπωτη, μυστήρια νύχτα. Πιο πέρα, ο κόσμος γκρεμισμένος σ᾿ έναν τάφο βαθύ∙ ο τόπος του: άγονος και έρημος. Έγκατη θλίψη φυσάει σ᾿ ένα έγχορδο στήθος. Θα γκρεμιστώ: δροσάτο φως ντυμένο στάχτη. Επιθυμίες νεανικές, όνειρα παιδικά, πρόσκαιρες χαρές ενός μακρότατου βίου και μάταιες ελπίδες έρχονται τις αποστάσεις της μνήμης ντυμένες στα γκρίζα, καθώς η βραδινή ομίχλη μετά την δύση του ηλίου.
Κάποτε, όταν ξέσπαγα σε δάκρυα πικρά, και τέλειωνα στον πόνο κι η ελπίδα μου χανόταν μακριά κι έρημος στεκόμουν στο γυμνό ύψωμα που φύλαγε το Σχήμα της Ζωής μου απλωμένο στη στενή, τη σκοτεινή του επικράτεια, έρημος όσο κανείς Έρημος υπήρξε, από έναν τρόμο ανείπωτο σπρωγμένος – αδύναμος, ένας αξιολύπητος συλλογισμός και μόνο. Κι όπως τριγύρω κοίταζα γυρεύοντας βοήθεια, ανήμπορος να κινηθώ μπροστά ή να στραφώ και πάλι πίσω, κι απ᾿ τη φευγάτη, εφήμερη ζωή με μιαν απύθμενη λαχτάρα γαντζωμένος, τότε ήλθε απ᾿ τη γαλάζια έκταση –απ᾿ τα ψηλά της παλαιάς ευδαιμονίας μου– ένα λυκόφως ρίγος∙ μεμιάς έσπασαν τα δεσμά της Γέννησης: οι αλυσίδες από φως. Η γήινη λαμπρότητα φτερούγισε μακριά κι ο θρήνος μου μαζί της – κι η θλίψη κύλησε ευθύς στο βάραθρο ενός καινούριου κόσμου.
Η καταλογάδην γραφή μπορεί θαυμάσια να μεταγραφεί σε στίχο απελευθερωμένο. Σε ελάχιστες περιπτώσεις θα διόρθωνα ενστικτωδώς, όπως κάνουμε συχνά οι αναγνώστες (και πάντοτε οι μεταφραστές), γλωσσικούς τύπους∙ το ουσιώδες πάντως δεν θίγεται.
Σε κοντινή απόσταση, το 2011, νέα δοκιμή –κατά το δοκίμιν και τη δοκιμασία– σε πολυτονική γραφή από τις καλαίσθητες εκδόσεις Περισπωμένη και τον εγκρατή, πολύμοχθον (όπως θα εννοούσε ο Πλάτων τον όρο) Κώστα Κουτσουρέλη. Η παράδοση της καλής δεξίωσης των Ύμνων καλά κρατεί. Ο Νοβάλις εμπνέει τον έρωτα για ποιήματα ελληνικά. «Το έργο θέλει να μεταφραστεί και να μεταφερθεί», γράφει ο Τσέλαν, υιοθετώντας ένα γλωσσικό σχόλιο του Χάιντεγκερ στον Χαίλντερλιν. Στη γερμανική γλώσσα οι έννοιες μετάφραση και μεταφορά αποδίδονται με την ίδια λέξη: Übersetzung (η διαφορά βρίσκεται στον τονισμό). Η μετάφραση ως διαπόρθμευση. Από το πορθμείο του Νοβάλις στον Αχέροντα ποταμό. Ο βαρκάρης-μεταφραστής και το νοερό νόμισμα της πληρωμής.
Ο Κουτσουρέλης εκδίδει τις μεταφράσεις του σε «διπλά βιβλία», συνοδευόμενες δηλαδή από Εισαγωγές ελεγχόμενης έκτασης, πνευματώδεις (με ύφος πλέον αναγνωρίσιμο) και πλούσιες σε πληροφοριακό και θεωρητικό υλικό. Ενδεικτική, όσο και προκλητική, κρίση:
[…] άφησε βαθιά ίχνη στους μεταγενέστερούς του. Ο Διονύσιος Σολωμός και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ο Γκέοργκ Τρακλ και ο Χέρμαν Έσσε, ο Αντρέ Ζιντ και ο Αντρέ Μπρετόν είναι μερικοί μόνο από τους οφειλέτες του. Οι συμβολιστές χρωστούν πολλά στην ποιητική του. Η όπερα Τριστάνος και Ιζόλδη του Βάγκνερ θα ήταν δίχως τους Ύμνους στη νύχτα αδιανόητη […]. Στοχαστές από τον Χέγκελ και τον Ντιλτάυ ώς τον ανθρωποσοφιστή Ρούντολφ Στάινερ έσκυψαν πάνω από τις σελίδες του […]. (ό.π., 22-23)
Με φανερή την προτίμησή του στο έμμετρο, ομοιοκατάληκτο, ποίημα, ο μεταφραστής βρίσκει στον Νοβάλις μια θαυμάσια ευκαιρία να αναμετρηθεί ταυτόχρονα με την παραδοσιακή και τη μοντέρνα ποίηση. Ένα απόσπασμα από τον τέταρτο ύμνο, όταν το πεζό ποίημα δίνει τη θέση του στο έμμετρο:
Στα ύψη αναδεύομαι
Και κάθε οδύνη
Των νέων ηδονών
Τ᾿ αγκάθι θα γίνει.
Θά ᾿ρθει ο καιρός,
Κι εγώ να χαθώ,
Στα γόνατα του έρωτα
Σε μέθη γλυκιά θ᾿ αφεθώ.
Θροΐζει η ζωή
Απέραντη μέσα σε μένα,
Απ᾿ τα ύψη κοιτώ
Προς τα κάτω για σένα.
Σε κάθε μνήμα
Η λάμψη σου σβήνει,
Στεφάνι δροσιάς
Ένας ίσκιος αφήνει.
Πιες της ζωής μου,
Ακριβέ, τον χυμό,
Ξύπνησέ με και στέρξε
Να μπορώ ν᾿ αγαπώ.
Εύσημα και στη γλωσσική εικόνα. Χωρίς ψεγάδια. Κάθε λέξη ψηφίδα που πρέπει να μπει στη θέση της, με την ιστορική της όψη (επιτέλους «ετερόκλιτος» και όχι το ασίγαστων πιθηκισμών «ετερόκλητος»).
Η νέα μετάφραση
Αφορμή γι᾿ αυτό το Σημείωμα είναι η πρόσφατη μετάφραση και έκδοση των Ύμνων από τον Γρ. Βαλατσό (Στέγη, 2025). Νεαρός και φέρελπις ο οίκος με έδρα τη Λαμία, ενώ μεταφραστής και οίκος έχουν δοκιμαστεί στη Μεταμόρφωση του Κάφκα (2025). Ο νέος Νοβάλις είναι μια έκπληξη πολλαπλή: από το σχεδιασμό του εξωφύλλου με το θωπευτικό χρώμα του χαρτιού, την ευανάγνωστη, απλωμένη στη σελίδα γραμματοσειρά, το μικρό σε έκταση βιβλίο (ή βιβλιάριον) των 90 σελίδων, μέχρι το συναφές με την τυπογραφική αισθητική γλωσσικό, μεταφραστικό ύφος. Είναι οι όχι σπάνιες πλέον εκπλήξεις από την αφανή, σεμνών χειρονομιών, περιφέρεια.
Η έκδοση συνοδεύεται (όσο γνωρίζω είναι η πρώτη δημοσιευμένη μετάφραση) από τη χειρόγραφη έμμετρη μορφή των Ύμνων του 1799. Η απόδοση, όπως στα έμμετρα τμήματα της δεύτερης και οριστικής εκδοχής, είναι σε απελευθερωμένο στίχο, χωρίς δηλαδή την τήρηση της ρίμας. Μικρή ένσταση: ως προηγούμενη χρονολογικά η εκδοχή του 1799 θα έπρεπε να προταθεί της υστερότερης, και όχι να ακολουθήσει, αφού ο αναγνώστης έχει τώρα τη δυνατότητα να παρακολουθήσει τα στάδια σύνθεσης των Ύμνων. Το δώρημα πάντως είναι μεγάλο.
Από την έκδοση απουσιάζουν, χωρίς να είναι υποχρεωτικά, δύο στοιχεία: Μια κατατοπιστική Εισαγωγή (αντ᾿ αυτής διαβάζουμε ένα σύντομο Εισαγωγικό σημείωμα) και η ομοιοκατάληκτη απόδοση των έμμετρων μερών, ό,τι συναντήσαμε στις προηγούμενες εκδόσεις των Ύμνων. Αν και το ιστορικό των Ύμνων μαζί με την αξία τους στην παγκόσμια γραμματεία αναπτύσσονται από τον Αλέξη Πολίτη και τον Κώστα Κουτσουρέλη κατατοπιστικά και από διαφορετική κάθε φορά σκοπιά,[13] ωστόσο κάθε έκδοση κρίνεται αυτοτελώς. Από την άλλη πλευρά (προσωπική μου κρίση), η απουσία της ρίμας στα λυρικά μέρη των τριών τελευταίων ύμνων διόλου δεν ενοχλεί. Το μεταφραστικό στοίχημα κρίνεται οπουδήποτε αλλού. Είναι ο εσωτερικός ρυθμός που καθορίζει το ποίημα, που μετατρέπει, εν προκειμένω, το μετάφρασμα σε ποίημα. Κι ακόμη, είναι ο ρυθμός που δίνει το περιεχόμενο, και όχι το αντίστροφο. Η αξία των Ύμνων δεν βρίσκεται στην πρόθεση του Νοβάλις ούτε στην υμνολόγηση της νύχτας και του θανάτου. Η αντίστιξη ημέρα-νύχτα, φως-σκοτάδι κρατά από τον Ηράκλειτο (όπου η νύχτα, σε μια καταπληκτική συνάντηση με τον Νοβάλις, αποδίδεται με τον όρο «ευφρόνη»). Ο Τσέλαν αντιπαρέθεσε στο φως το «αντίφως» (Gegenlicht) και στην «αναγκαστική συσκότιση», στις ώρες του πολέμου, το «αναγκαστικό φως» (Lichtzwang) του μεταπολέμου. Η αποθέωση του ζοφερού στον γερμανό ρομαντικό έγινε υπόθεση τολμηρών εικόνων και εκφραστικών σχημάτων, γλωσσικής πολυσχιδίας και ηχητικών εκκρούσεων. Από τις ασύλληπτες απανωτές εκρήξεις (υπολογίζουμε ότι τα δύο σχεδιάσματα ετοιμάστηκαν στο διάστημα Δεκεμβρίου 1799 - Φεβρουαρίου 1800) γεννήθηκε ο έναστρος ποιητικός ουρανός, ο ήλιος της νύχτας, ο ευεργετικός θάνατος απέναντι στον αλγεσίδωρο βίο (τον δωρίζοντα άλγη), τον μνησιπήμονα πόνο (η περίφημη έκφραση του Αισχύλου) της ζωής. Αυτό το υπέροχο ποίημα θέλει να μεταφραστεί, επειδή κάθε σπουδαίο έργο τέχνης δημιουργεί τον αποδέκτη του. Η μετάφραση είναι ένα ποίημα απ᾿ αφορμής ενός άλλου ποιήματος. Διαβάζω το εγχείρημα του Βαλατσού με την προσοχή εστιασμένη όχι στην ακριβολογία, αλλά στον ρυθμό που φωλιάζει σ᾿ αυτή την ιδιότυπη, κατάστικτη από ιριδισμούς πρόζα. Απόσπασμα από τον τέταρτο ύμνο:
Στο τέλος του έγερνε ο αρχαίος κόσμος. Του νέου γένους ο εύφορος κήπος μαραινόταν – ψηλά στον ελεύθερο και έρημο τόπο κινούσαν οι πρώιμα γερασμένοι άνθρωποι. Οι θεοί χαθήκαν με την ακολουθία τους – Μονάχη και άψυχη στεκόταν η φύση. Με σιδερένια αλυσίδα την έδενε ο ισχνός αριθμός και το αυστηρό μέτρο. Σαν μέσα σε σκόνη και αέρα διαλυόταν σε σκοτεινές λέξεις το απροσμέτρητο άνθος της ζωής. Είχε χαθεί η πίστη που εξορκίζει, και η σύντροφος του ουρανού, η φαντασία που τα πάντα μεταμορφώνει και τα πάντα εξαδελφίζει.
Ρυθμικός βηματισμός πεζού –την όψη– λόγου που διαβάζεται στιχηδόν. Η διάθεση αυτή διατρέχει το μεγαλύτερο μέρος της οδοιπορίας του μεγάλου ποιήματος των έξι σταθμών, της ψυχικής και διανοητικής δοκιμασίας του αναγνώστη. Η ίδια εντύπωση σε γενικές γραμμές και στην απόδοση των έμμετρων μερών που θα περιμένουν, ωστόσο, μια δεύτερη επεξεργασία (με πρότυπο τον Νοβάλις). Κρύβει παγίδες ο απελευθερωμένος στίχος. Λιγοστά και τα γλωσσικά ατοπήματα (σειώμενη γη, μες του τόπου…) δεν αναιρούν τη γενική εικόνα του σεβασμού στη γλώσσα, την τροφό της ποίησης, και αντιστρόφως.
Στον οίκο της χτυπούμε την πόρτα για να κατοικήσουμε. Αν μας επιτραπεί. Κατά τα έργα μας θα κριθούμε.
Στο σπίτι του Νοβάλις
Τέλος, ένα ψυχολογικής ανάγκης σχόλιο. Το 2010, όταν δίδασκα την ελληνική γλώσσα στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, γνώρισα φοιτητές που προέρχονταν από το κοντινό Βάισενφελς. Με παρότρυναν να επισκεφτώ την οικία και Μουσείο, πλέον, Νοβάλις. Έτσι γνώρισα την πόλη όπου έζησε και πέθανε ο ποιητής. Στο Μουσείο το νεκρικό του δωμάτιο, προσωπικά αντικείμενα και ο ιδεασμός μιας μελωδίας, ίσως από τα «Nocturnes» του Σοπέν. Εκεί κοντά το Κοιμητήριο του ευφρόσυνου θανάτου, όπως τουλάχιστον το περιέγραψε ο Νοβάλις στους Ύμνους προοικονομώντας το θάνατό του.
Η εμπειρία αυτή συνδυάστηκε από μια θαυμαστή συγκυρία. Ο κλασικός φιλόλογος Dr. Michael Schramm, με τον οποίο μοιραζόμουν το γραφείο στο πανεπιστήμιο, ερχόταν από την Ιένα, όπου με προσκάλεσε για έναν περίπατο στους δρόμους των πρώτων Ρομαντικών. Περάσαμε ολόκληρη μέρα ιχνηλατώντας την πόλη, το ιστορικό κέντρο, την πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη, τα ιστορικά κτίρια. Ο φίλος Μίχαελ μού έδειξε την οικία Φίχτε (της «Μπρυμαίρ»), το δίπατο κτήριο που φιλοξένησε το πανεπιστήμιο, την αίθουσα όπου δίδαξε ο Φίχτε (κάθισα σε ένα από τα λιγοστά έδρανα και πήρα τα πρώτα μαθήματα για το Εγώ και το Μη-Εγώ)∙ το σπίτι με τον τεράστιο κήπο, όπου έμενε κατά διαστήματα ο Γκαίτε∙ τους χώρους που φιλοξένησαν τον Χαίλντερλιν (με κήπο επίσης), τους αδελφούς Σλέγκελ και άλλους που η μνήμη μου δεν έχει συγκρατήσει. Από τις επισκέψεις συγκέντρωσα σχετικό πληροφοριακό υλικό (φυλλάδια, μπροσούρες, δημοσιευμένα κείμενα), οδηγούς σε ό,τι έχω γράψει για την Ιένα και τον Νοβάλις, ακόμη και στο Σημείωμα αυτό στο γενναιόδωρα φιλόξενο books᾿ journal.
Ήταν φυσικό να αναζητήσω και να βρω την οικία που έμειναν το 1908 οι αδελφοί Πολίτη, ο Γεώργιος, εν προκειμένω ο πρώτος μεταφραστής του Νοβάλις, και ο Φώτος, ένα χρόνο νεότερος, παιδιά του «πατέρα της λαογραφίας». Είχα σημειώσει τη διεύθυνση από την εργοβιογραφία του Φώτου (εφόσον οι αριθμοί και τα οδωνύμια δεν έχουν στο μεταξύ αλλάξει). Έμειναν εκεί ένα χρόνο, πριν συνεχίσουν τις σπουδές στο Βερολίνο, όπου ο Φώτος έμελλε να γνωρίσει τον Μαξ Ράινχαρντ και τις επικές σκηνοθεσίες του στο αρχαίο θέατρο.
Έτσι έκλεισε και στη μικρή αυτή ιστορική περιήγηση ο προσωπικός μου «Κύκλος της Ιένας».
Ερεσός, 28 Μαΐου-1 Ιουνίου 2025
[1] Novalis είναι ο άρτι αροτριωμένος αγρός, ο καινούργιος, ο καινοφανής (novus). Σε επιστολή του προς τον Α. Σλέγκελ στις 24 Φεβρουαρίου 1798 ο ποιητής διευκρινίζει: «Ένα παλαιό όνομα της οικογενείας μου και διόλου αταίριαστο στη φύση του έργου μου». Το πατρογονικό όνομα, μάλλον προσωνύμιο, είναι «De novali», «Οι καλλιεργητές νέων εδαφών», και προέρχεται από υποστατικό του 13ου αιώνα στην περιοχή του Nörten με το όνομα «magna Novalis» (Novalis Werke. Επιμ.-Σχόλ. Gerhard Schulz, Verlag C.H. Beck, Μόναχο 2011, 13).
[2] Τίτλος της ομιλίας: «Was heißt und zu welchem Ende studiert man Universalgeschichte?» («Τι σημαίνει και για ποιο σκοπό σπουδάζουμε παγκόσμια ιστορία;»).
[3] Γλωσσικό όργανο του κινήματος του πρώτου Ρομαντισμού στην Ιένα, παράλληλα με τα Musenalmanach (1794-1800) και Horen (1785-1797) που εξέδιδε ο Σίλερ. Κυκλοφόρησαν έξι τεύχη μεταξύ των ετών 1798-1800. Μετά το τυπικό κλείσιμο του «Κύκλου» ο Φρ. Σλέγκελ εξέδωσε το περιοδικό Europa.
[4] L.R. Furst, Ρομαντισμός, μτφρ. Ι. Ράλλη - Κ. Χατζηδήμου, Ερμής 1974, 61.
[5] Die Christenheit oder Europa. Στα ελληνικά στις θαυμάσιες μεταφράσεις των Π. Γιατζάκη (Νέα Εστία, τχ. 1737, Σεπτ. 2001, 203-223) και Ν. Μ. Σκουτερόπουλου με ανάλογης πληρότητας ερμηνευτικά σημειώματα (Εκκρεμές, Αθήνα 2004).
[6] Έδωσε αποφασιστικές μάχες στην Ιένα (1806), τη Δρέσδη και τη Λειψία (Μάχη των Εθνών, 1813).
[7] Στον κόσμο των Ρομαντικών σύμβολο του έρωτα και της λαχτάρας για το Απόλυτο. Το αναφέρει πρώτος ο Νοβάλις. Το ρήμα blühen, ανθίζω, είναι συχνότατο στο έργο του. Οι πρώτες του σημειώσεις τιτλοφορούνται Blüthenstaub (Γύρη), κυριολεκτικά Σκόνη της άνθησης. Στο ημιτελές φυσιοκρατικό μυθιστόρημά του Οι μαθητευόμενοι στη Σάιδα (Die Lehrlinge zu Sais), παρεντίθεται το παραμύθι του Υάκινθου και της Ροδάνθης [Rosenblüthe]. Τέλος, διαβάζοντας τις Ομιλίες (Reden) του Σλαϊερμάχερ, γράφει στο Σημειωματάριό του: «Η άνθηση είναι αλληγορία της συνείδησης, ή της κεφαλής. Η ανώτερη αναπαραγωγή είναι ο σκοπός αυτής της ανώτερης άνθησης […]. Εν μέσω των ανθρώπων είναι το όργανο της αθανασίας – της παραγωγικής συνέχισης – της προσωπικότητας» Βλ. περισσότερα στο «Ο δρόμος προς το Γαλάζιο λουλούδι: Χάινριχ φον Όφτερντίνγκεν», στο: Gerhard Schulz, Novalis. Leben und Werk, ό.π., 177 κ.ε. Ανάλογου προσανατολισμού είναι η ομάδα Ο γαλάζιος καβαλάρης (Der blaue Reiter) που ίδρυσε το 1911 πλάι στον Καντίνσκυ ο Φραντς Μαρκ (Franz Marc, 1880-1916). Στον δρόμο του προς την αφαίρεση τα γνωστότερα έργα του Μαρκ είναι Το γαλάζιο άλογο και Ο Πύργος των γαλάζιων αλόγων. Βλ. μονογραφία της P. Fitzgerald, The Blue Flower, Λονδίνο 1995.
[8] G. Schulz, ό.π., 183.
[9] Οι πληροφορίες στο: Νοβάλις, Σκέψεις. Πρόλογος - μετάφραση - σχόλια Σ. Γρ. Σταμπουλού, στιγμή, 2012.
[10] Βλ. περισσότερα στα: Γ. Βελουδής, Διονύσιος Σολωμός - Ρομαντική ποίηση και μουσική. Οι γερμανικές πηγές. Γνώση, 1989, 91-102, και Louis Coutelle, «Οι μεταφράσεις του Ν. Λούντζη για το Σολωμό», Ο Ερανιστής, 3, 1965, 241.
[11] Χρονιά Δ‘, αρ. 6, 178-194. Νέα δημοσίευση το 1939 με μία σύνθεση του Χατζηκυριάκου-Γκίκα.
[12] Ο Κουτσουρέλης (2011) μνημονεύει μετάφραση του έργου από τον Άρη Δικταίο (1977). Την αναφέρω χωρίς αυτοψία.
[13] Ας συνυπολογιστεί και η εκτενής Εισαγωγή στην έκδοση των Σκέψεων (στιγμή, 2012).