Στις 14 Ιανουαρίου 2024, εντοπίστηκε νεκρός στο σπίτι του ο ποιητής Νίκος Λεβέντης. Είχε γεννηθεί το 1947 στον Πειραιά, όπου και μεγάλωσε. Έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία και στην Aμερική, πριν εγκατασταθεί οριστικά στην Αθήνα. Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 με το Ουράνιο Μέλλον, μία συλλογή που μάλλον δεν συμβάδιζε με το ποιητικό κλίμα της εποχής. Μετά τη γνωριμία του στο Παρίσι με τον Κωστή Παπαγιώργη και τον Αντώνη Ζέρβα, ως τριανδρία των γραμμάτων, εξέδωσαν το περιοδικό Χώρα (1976-1977), για να μπορούν να δημοσιεύουν τα κείμενά τους, όπως έλεγαν. Έκτοτε ο Νίκος Λεβέντης ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία: ποίηση, κριτικά κείμενα, μεταφράσεις. Μπορεί κανείς να βρει στα βιβλιοπωλεία τα παρακάτω βιβλία του: Πιέρ Ζαν Ζουβ (ποίηση), Αρμός, 1997· Σκιερή πηγή (μυθιστόρημα), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2002· Ποίηση (1971- 2007), Ίνδικτος, 2008· Τέσσερα, Πατάκη, 2014· P.J. Jouve / R. Char / S.-J. Perse, Ποίηση – Poésie, Γαβριηλίδης, 2014· Duo, Πατάκης, 2016· Με το μέτρο του στίχου (κείμενα για τη νεοελληνική ποίηση), Αρμός, 2020.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μια συνολική αποτίμηση του έργου του Νίκου Λεβέντη. Μιας πολύ μοναχικής τα τελευταία χρόνια παρουσίας, το ίχνος του οποίου είναι πολύ πιο σημαντικό απ’ όσο, όσο ζούσε, το αποτίμησε η αγορά. [ΤΒJ]
***
Ἡ λέξη λειτουργεῖ μὲ συγκινεῖ ἰδιαίτερα, γιατὶ εἶναι μιὰ λέξη ποὺ ὑπάρχει ἅπαξ. Ὁ λεῖτος εἶναι ὁ λαός, δηλαδὴ ἔργο γιὰ τὸν λεῖτο, τὸν λαό. Ἡ ποίηση εἶναι ἡ μεγάλη μας παρακαταθήκη, ἡ μεγάλη παράδοση τοῦ ἑλληνικοῦ λόγου. Καὶ αὐτὸ ποὺ σήμερα μᾶς ἀπασχολεῖ καὶ μᾶς θλίβει, εἶναι ὅτι ἔχει πάψει νὰ μιλάει στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Δηλαδὴ τὸ θέαμα, ἡ εἰκόνα καὶ μάλιστα ἡ ἄμεση εἰκόνα, ὄχι ἡ νοητική (ἐννοῶ ἡ ποίηση), δὲν ἀγγίζει τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ ἀντίθετα ἡ εἰκόνα κάθε μορφῆς ἀποτελεῖ ἕνα κομμάτι τῆς πνευματικῆς τους ἀνάγκης.
(ἀπόσπασμα συνέντευξης τοῦ Ν. Λεβέντη)
Ξεκίνησα μὲ τὸν Σολωμὸ –ποὺ μ’ ἀκολουθεῖ σ’ ὅλη μου τὴ ζωή- καὶ τὸν Σικελιανό. Στὸ διάβα τοῦ χρόνου κατάλαβα τὸ μεγαλεῖο τοῦ Καβάφη ποὺ εἶναι μιὰ ἐλπίδα γιὰ τὴ σύνολη ποίηση παγκοσμίως [...]. Εἶναι ἕνας γέροντας ἀγέραστος. Καὶ βέβαια μετὰ γνώρισα τὴ γενιὰ τοῦ ’30, τοὺς σουρεαλιστὲς καὶ ἄλλους ποιητές, τὸν Σαραντάρη ποὺ πάντα μὲ συγκινεῖ, ἀλλὰ καὶ σύγχρονους ποιητὲς γιὰ τοὺς ὁποίους ἔχω γράψει...[1]
Ὁμολογία περισσότερο τῆς διαδρομῆς τοῦ λογίου Νίκου Λεβέντη καὶ λιγότερο τῶν προτύπων του στὴν ποίηση. Ταυτόχρονα, ἔνδειξη διήθησης τῶν ἰσχυρῶν προγόνων στὴ διαμόρφωση τῆς ποιητικῆς του συνείδησης. Συναντήθηκε, ἀκόμη, μὲ ἰσχυροὺς Γάλλους ποιητές, τὸν Ρεμπώ, τὸν Μαλλαρμέ· μετέφρασε τὸν νομπελίστα (1960) Σαὶν-Τζὼν Πέρς (Saint-John Perse), τὸν Ρενὲ Σάρ (René Char), τὸν Πιὲρ-Ζὰν Ζούβ (Pierre Jean Jouve).[2] Γιὰ παράδειγμα, ὁ Ζοὺβ (1887-1976) προσπέρασε τὸν ὑπερρεαλισμὸ καὶ προχώρησε στὸν μυστικισμό, στὴ σκοτεινιὰ τῶν λέξεων ποὺ ἔθελξε τὸν Ἕλληνα μεταφραστή του. Ὁ Λεβέντης ἀπέδωσε, ἤ, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, «μεθερμήνευσε» τὸν Ζοὺβ θολώνοντας τὰ ὅρια ἀνάμεσα στὴν ἀπόδοση καὶ τὴν προσωπικὴ γραφή: Σκοτεινιὰ τῶν λέξεων, ἰσοδύναμη, ἂν ἀντιστρέψεις τὴ λογική, μὲ λαμπηδόνα καὶ μὲ λέξη ἁρπακτική, ἀριστοφανικὰ εἰρωνική. Στοὺς κύκλους, τέλος, Τέσσερα (2014) καὶ Duo (2016) ἡ γραφή του γίνεται ἀδίστακτα (καὶ κάποτε ἐνοχλητικὰ) σαρκαστική. Μετὰ ἀπὸ περιπλάνηση τεσσάρων δεκαετιῶν, τὸ προσωπικὸ ὕφος, λανθάνον καὶ μεταμφιεσμένο, ἔχει διαμορφωθεῖ σὲ ἀναγνωρίσιμους, δικούς του ποιητικοὺς τρόπους. Ἕνας ποιητὴς ἀνάμεσά μας (λίγο μποέμ, λίγο ἐστέτ) ποὺ ἐλάχιστα ἔχει προσεχτεῖ.
Ὁ Νίκος Λεβέντης, Πειραιώτης κοσμοπολίτης (Παρίσι, Ἀμέρικα καὶ ἀλλοῦ, καὶ κατόπιν ἐπιστροφὴ στὴ Γαργαρέττα, στὴν πλατεία Θεάτρου, στὴν πλατεία Βικτωρίας καὶ στὰ λογοτεχνικὰ καφὲ κ.λπ.), ἔζησε, ἀπὸ τὴν πρώτη νεότητα, ἀπολύτως ποιητικά. Δὲν «ἀσχολήθηκε» μὲ τὴν ποίηση, ὅπως μᾶς ἐπέστησε τὴν προσοχὴ ὁ Καβάφης, ἀλλὰ ἔγραψε ποίηση, ἔτσι ὅπως μετέφραζε, ὅπως αὐτοβιογραφήθηκε (στὸ μυθιστόρημα Σκιερὴ πηγή, Βιβλιοπωλεῖον τῆς «Ἑστίας», 2002), ὅπως θρυμμάτισε, γιὰ νὰ συγκολλήσει ἐκ νέου, ἕνα ἀγγεῖο τοῦ Ἐξηκία, ἢ παζάρευε ἕνα σπάνιο βιβλίο, ἕναν πίνακα, γιὰ νὰ ἀναζητήσει λίγο ἀργότερα τὸν ἰδανικὸ ἀγοραστή τους. Ὅλα τρόποι τοῦ ποιητικῶς ζῆν (καὶ ἐπιζῆν).
Ξεκίνησε νωρίς, κάπου στὰ 23 του χρόνια, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὶς νομικὲς σπουδές, μὲ τὸν κύκλο Οὐράνιο μέλλον (1973). Ὅμως ἡ πλήρωση (καὶ ἡ πληρωμὴ) ἦρθε δέκα χρόνια ἀργότερα μὲ τὸν κύκλο Ἄστυδε (Πλανόδιον 1994) ποὺ τοποθετεῖται στὸ κέντρο τῆς διαδρομῆς του καὶ προοιωνίζεται ὅλα τὰ θέματα καὶ τὰ μοτίβα τῶν κύκλων ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν. Ἐκεῖ δεσπόζει τὸ ἐπίγραμμα, τὸ σύντομο ἀφηγηματικὸ τραγούδι, ὁ λιτός στίχος. Θεματικὰ ὀπισθοβατεῖ στὴ δεκαετία τοῦ ἑξήντα, στὴν ἐφηβεία, στὸν Πειραιᾶ, τῆς ἀσπρόμαυρης μνήμης. Μὲ δυὸ λόγια, στὰ μυθικὰ Παιδιὰ τοῦ Πειραιᾶ, στὸ Τουρκολίμανο, στὴ Φίλωνος μὲ τὰ ὀνειρώδη κορίτσια τῆς Τρούμπας, στὴ Σπηλιὰ τοῦ Παρασκευᾶ μὲ τὸν Χιώτη, τὴ Μελάγια, τὸν Μαρούδα, στὸ «στρατηγεῖο» τῶν σκασιαρχῶν, τὸ «Au jardin» («Στὸ Ζαρντέν τὸ καφενεῖο τῆς Τερψιθέας»), στὸ Καραϊσκάκη, τὸ Ἀελλώ («Ὠκυθόη Ἀελλώ Κελαινώ / προφτᾶστε μὲ κύματα πνοὲς κι ἀνέμους / τὸ πλῆθος ποὺ συνωστίζεται στὰ ταμεῖα»). Ἀπόδραση ὄχι μόνο ἀπὸ τὸ σχολεῖο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ συμβατικὴ γλώσσα τοῦ μετεμφυλιακοῦ κράτους, τὸν εὔτακτο στίχο, τὴν ἑλληνοχριστιανικὴ ἀγωγή. Ὁ Λεβέντης ὁλοκλήρωσε πρόωρα τὶς σπουδές του στὰ «καλντερίμια τοῦ λιμανιοῦ», γιὰ νὰ ὑπηρετήσει διὰ βίου τὴ θητεία του στὴν ποίηση. Ὁ τίτλος τοῦ βιβλίου, Ἄστυδε, ἀπὸ τὸν ὁμηρικὸ στίχο «ἄστυδε ἱέμενος» (Ὀδύσσεια, ρ 5), «κινώντας γιὰ τὴ χώρα»,[3] προδίδει τὴ μύηση στὴν ἐνδοχώρα τῆς πόλης του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναχώρηση γιὰ τῶν «ἰδεῶν τὴν πόλη», γιὰ ἄλλους «λιμένας πρωτοϊδωμένους». Εἶναι ἡ πραγματικὴ μύηση στὸ προσωπικὸ σχῆμα τῆς ποίησης, στὸν ἐνήδονο λόγο μὲ τὶς δυνατὲς αἰσθησιακὲς μεταμορφώσεις του. Ὀδύσσεια κι αὐτή, γιὰ μιὰ φανταστικὴ ἅλωση, μὲ τὸ παρατεινόμενο ἄλγος τοῦ νόστου, τὶς σειρῆνες, τὴν Κίρκη (ἄλλη ἐκδοχὴ τῆς ποίησης), τὴ μνηστηροφονία ποὺ μέλλει νὰ διαπραχθεῖ νοερὰ στὸ τέλος.
Μῦθος καὶ ἱστορία
Τὸ 2014 κυκλοφορεῖ ὁ κύκλος –τεσσάρων ἑνοτήτων- Τέσσερα (Μέσα στὸ μῦθο τοῦ σήμερα, Ραγοὺ καὶ ἄλλα ἐδέσματα, Κλειώ, Κλεώ, Ἄτακτα): Ἐπανανάγνωση ἀρχαίων, μυθικῶν ἱστορήσεων μὲ σύγχρονο ἔνδυμα. Δυναμικὴ ἑρμηνεία ἑνὸς παλαιοῦ, λησμονημένου συμβάντος, ὅπως θὰ μποροῦσε, ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ τῆς διαχρονίας, νὰ συμβεῖ σήμερα. Ὁ μῦθος ἀφήνει τὴν κοίτη του καὶ κυλᾶ τολμηρὰ στὶς φλέβες τῆς σύγχρονης πόλης. Ὁ νέος Ἀριστοφάνης στὴ φασματικὴ κοίτη τοῦ Ἰλισσοῦ, στὸ Λύκειον, στὸ καφὲ Φίλιον, στὴν πλατεία Βικτωρίας. Λόγου χάρη, ὁ Διόνυσος σὲ σύγχρονο διαφημιστικὸ σπότ:
Ἀπὸ τὴν οἰνοχόη βγαίνουν λογῆς κρασιά
λευκός, κιρρός, μέλας,
γλυκός, δυνατός, γλαφυρὸς
σὰν τοὺς στίχους ποὺ ἐμπνέει
ὅμως οἶνος σκληρός;
Τί θέλει νὰ πεῖ ὁ ἀρχαῖος;
ὅπως ἀποκαλοῦμε σκληρὸ νόμισμα
σκληρὴ κι ἄκαρδη γυναίκα
ἢ σκληρὴ ἀπάντηση
σ’ αὐτὸν ποὺ τόλμησε νὰ προσβάλει
τὸ θεό – διάλεξε τὸ κλῆμα
καὶ περιμένει ν’ ἀρέσει στοὺς θεοὺς
τὸ νέκταρ – νὰ μεθύσει τοὺς θνητούς
σκληρός, μιὰ νέα ποικιλία
γιὰ τοὺς ἐμπνευσμένους παραγωγούς
σκληρὸς στὰ γράδα, μαλακὸς στὴν τιμή
μιὰ ἐμπορικὴ ἐπιτυχία ἐξασφαλισμένη!
(«Διαφημιστικό», Τέσσερα, 21)
Δὲν εἶναι πάντοτε εὔκολη ἡ ἀνάγνωση καὶ κατανόηση (ἐὰν κατανοεῖται, γενικά) τοῦ ποιήματος. Ἡ γραφὴ εἶναι, ἀφ’ ἑνός, ρεαλιστική, τὸ ὕφος ἀφηγηματικό, ἑνὸς πεζοποιήματος. Ἀφ’ ἑτέρου, ὁ ἀφηγητὴς σχολιάζει μὲ τὸν τρόπο του, μὲ διάθεση ἀριστοφανική, κριτική, ἀποδομιστική, ἕναν λόγο δεδομένο, γεγονότα ἁπτά (ἀλλοῦ τὰ λέει «ρεάλια» παίζοντας μὲ τὰ «ρετάλια»). Ἡ ἄναρχη στίξη συγχύζει περισσότερο τὰ πράγματα. Ἡ ἀνάγνωση πρέπει νὰ γίνει μὲ προσεκτικὰ βήματα. Ἄλλοτε, τὸ σχόλιο-παρωδία θίγει κοινωνικὲς πρακτικὲς καὶ ἀντιλήψεις σύγχρονης μυθοποιητικῆς καὶ μαζικότερης βάσης, ὅταν ἡ καταγωγή, τὸ ἔτυμον ἑνὸς χωρὶς νόημα πλέον ὀνόματος ἔχουν ἐπιστρωματωθεῖ μὲ ἰσχυρὸ σκυρόδεμα, ὅπως στὴν ἀμφίσημη πλέον δήλωση «Ἡ μάχη τοῦ Καραϊσκάκη»:
«Στὶς 21 Μαρτίου τραυματίζεται
καὶ 23 πεθαίνει ὁ γιὸς τῆς καλογριᾶς
ἀκέφαλο μένει πιὰ τὸ στράτευμα
τακτοὶ καὶ ἄτακτοι βαθιὰ λαβωμένοι
ἀπ’ τὸ κακὸ μαντάτο περιμένουν τὴν ὥρα
π’ ἀνοχύρωτοι στὴν πεδιάδα
στὶς βολὲς τοῦ πεζικοῦ καὶ ἱππικοῦ
τὴ δύναμη τοῦ πυροβολικοῦ
θὰ δεχθοῦν τῶν ἐχθρῶν τὰ φουσάτα
φωτιὰ καὶ σίδερο καὶ ἄλογα
γίναν ἕνα μὲ τοὺς δικούς μας
ποὺ μάχονται μ’ ἕνα σπαθὶ στὸ χέρι
κι ὅσοι βλέπουν τὴν καταστροφή
βάζουν φωτιὰ στὸ μπαρούτι
νὰ σκοτωθοῦν μετὰ τῶν ἀλλοφύλων»
ὁ νοῦς μας βάρυνε ἱστορικά
γρήγορα δραπετεύει γειτονικά
μιὰ ἄλλη μάχη θὰ δοθεῖ νωρὶς
τ’ ἀπόγευμα στὰ ἔνδοξα τὰ μέρη
ν’ ἀνατραπεῖ τὸ βαρὺ ἀποτέλεσμα
τοῦ πρώτου γύρου κόντρα στοὺς Σκωτσέζους
κι ἡ Νταμερφλάιν νὰ φύγει ντροπιασμένη
τὸ ἐρυθρόλευκο στρατόπεδο στὸ πόδι
ἀπ’ τὴ σημαία παίρνουμε ἄδεια
τὶς τελευταῖες ὧρες νὰ βρεθοῦμε
στὴ θρυλικὴ ἑνδεκάδα μιὰ ζωὴ κοντά της
θὰ ἐνθαρρύνουμε μὲ ἰαχὲς θριάμβου
ἔτσι ὁλόψυχα ν’ ἀποστηθίσουμε
τὸ ἡρωικὸ τοῦ Φαλήρου μάθημα.
(Ἄστυδε, 1994, 34-35)
Τὸ παιγνίδι τοῦ «διπλοῦ»
Ἄρτος καὶ οἶνος. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἐννοοῦνται στὸν τίτλο τοῦ τελευταίου κύκλου Duo.[4] Πρόκειται γιὰ δύο ἑνότητες: Ἡ παρωδία τοῦ βίου - Στίχοι δικοί μου καὶ ξένοι[5] καὶ Ὁ φίκος. Στίχοι προσωπικοὶ καὶ στίχοι ξένων ποιητῶν «μεθερμηνευμένοι» συστεγάζονται ἀδιακρίτως ὑπό τὴν ταυτότητα τοῦ Ν.Λ., ἀλλὰ καὶ τοῦ Κανενός. «Ἐγὼ εἶναι ἕνας ἄλλος», ἡ ἀγαπημένη ρήση τοῦ Ρεμπώ. Τὸ ὑποκείμενο καὶ ὁ σωσίας του, ὄχι μόνο μὲ τὴν ἔννοια τοῦ «διπλοῦ», ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναίρεσής του. Ἄλλωστε, δεσπόζουσα λέξη εἶναι ἡ παρωδία. Ἡ γλώσσα μπορεῖ πλέον μόνο νὰ παρωδεῖ. Παιγνίδι μὲ τὶς λέξεις; Τὸ «δύο» ὁμοιοκαταληκτεῖ μὲ τὸ «δύω». Συνηχήσεις, παρηχήσεις καὶ λοιπὰ σχήματα ἐπιστρατεύονται γιὰ τὴν οἰκοδόμηση καὶ ἀποσύνθεση τοῦ ποιήματος:
Συγχρωτίζομαι ἀλῆτες, μαστροπούς, φτωχοδιάβολους
ὅλο καὶ κάτι ἔχω νὰ μάθω ἀπ’ τὸ σινάφι
εἰδικὰ τοὺς πρώτους θεωρῶ ὑπόδειγμα
γραμματικῆς καὶ ψυχικῆς πληρότητος ἀφοῦ
ὑπάρχουν σ’ ὅλη τὴ φωνὴ τῆς γλώσσας μας
μάλιστα στὸν καθένα ἐπισημοποιῶ κι ἕνα ρόλο
προηγεῖται ὁ ἁλίτης καὶ ἡ θαλασσινὴ καταγωγή
ἕπεται ὁ φυγὰς θεόθεν καὶ ἀλήτης, αἰωνίως
ὅταν ἔτρεχα ἑκατὸ καὶ διακόσια μέτρα στὸ στίβο
ἐμφανιζότανε κέρβερος ἀλύτης, ὁ ἀλυτάρχης
ἀλείτης καὶ ἀλοίτης μοιράζονται τὴν παράβαση
ἀνόσιος καὶ κακοῦργος συνεργάζονται κρυφά
ὅσο περιπλανιέσαι θὰ τοὺς συναντήσεις στὸ δρόμο σου
τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ περιφέρονται σ’ ἕνα γράμμα.
(Duo, ὅ.π., 12)[6]
Ἄσκηση δυνατὴ γιὰ ἐραστὲς τῆς γλώσσας: ἀλήτης (πολύσημος), ἁλίτης, ἀλύτης, ἀλείτης, ἀλοίτης. Παραδόξως, τὸ λεξιγράφημα καὶ φώνημα «alitis» συστήνει ποίημα ἀπόλυτης συνοχῆς καὶ συνειρμῶν, συνδηλώσεων ποὺ μποροῦν νὰ διευρύνονται ἐπ’ ἄπειρον. Ποίημα διπλό, συνεπῶς πολλαπλό, παρωδία διπλὴ ποὺ καταλήγει στὴν κυριολεξία. Ἂς σκεφτοῦμε πόσα προβλήματα θὰ δημιουργοῦσε σὲ ἀκροατὲς τυχὸν ἀπαγγελία τοῦ ποιήματος. Τὴν ἔμπνευση ἐδῶ δὲν δίνει ἡ Μούσα τῶν ραψωδῶν, τῶν ἐπικῶν ποιητῶν, τῶν ἀφηγητῶν. Καὶ ὅπως συμβαίνει σὲ πολλοὺς μεταπολεμικοὺς ποιητές, μὲ τὰ διδάγματα τοῦ μοντερνισμοῦ, καὶ ἰδιαίτερα στὴν περίπτωση Καβάφη, ἡ στιχηδὸν ἀνάγνωση (καὶ στίξη) καταργεῖται. Ἡ πρόζα ὁδηγεῖται στὴν ποίηση καὶ ὁ λόγος ἀναζητεῖ τὴ ροή του ὄχι στὴ ρίμα ἢ τὸν ἰσοτονισμό, ἀλλὰ στὸ ἐσωτερικό του. Μαθητεία ἀκόμη στὴν ἀργόσυρτη, ἀνατολίτικη, μελαγχολικὴ φωνὴ τοῦ Γ. Σεφέρη. Κάτω ἀπὸ τὴ μονότονη ἐπιφάνεια κοχλάζει ἡ λέξη-προάγγελος τοῦ δράματος. Ἂν ὁ Λεβέντης δὲν μένει πιστὸς σ’ αὐτὴ τὴ μαθητεία, εἶναι ζήτημα ἰδιοσυγκρασίας καὶ ἀναζήτησης μιᾶς πιὸ προσωπικῆς φωνῆς. Πάντως, μπορεῖ νᾶ θεωρηθεῖ ἰδανικὸς ζηλωτὴς καὶ κληρονόμος τῶν Ἐντεψίδικων[7] τοῦ Γ. Σεφέρη.
Μὲ τὰ δεδομένα αὐτὰ διαβάζουμε προσεκτικότερα τὸν κύκλο Duo. Ὁ παρωδιακὸς χαρακτήρας του φαίνεται προσχηματικός. Ὁ σκηνικός του χῶρος εἶναι μᾶλλον μιᾶς αἴθουσας διδασκαλίας (μὲ ἐνήλικους μαθητές). Ὁ ποιητὴς ὑποστηρίζει ὅτι μεταφέρει τὴ διδακτική του ἐμπειρία ἀπὸ μαθήματα κατ’ ἐξοχὴν γλωσσολογικά, ὅπως στὸ παράδειγμα τοῦ φωνήματος «alitis» (δηλαδὴ αἰσθητικῆς, κοινωνιολογικῆς φύσεως). Μετὰ τὸν Σεφέρη καὶ τὸν Σολωμὸ προσκαλεῖται ὁ Καβάφης: θυμήσου σῶμα, μὲ τὴν ἀκόλουθη αἰσθητικῆς τάξεως ἀνάλυση: «[...] ἕνας μικρὸς θεὸς τῶν αἰσθήσεων / διὰ τὴς μνήμης καὶ τῆς ἀναμνήσεως / ρῖγος διαπερνᾶ τὸ ἔμψυχον / ἀνακαλεῖ τὶς ἐξαίσιες στιγμὲς / τῆς ἡδονῆς σὰ ν’ ἀνοίγουν οἱ πόροι / καὶ βγαίνει πάνω στὸ δέρμα / δροσοσταλιὰ ὁ ἱδρώτας τοῦ πόθου».
Ὄχι μόνο ποίημα, ἀλλὰ καὶ δοκίμιο αἰσθητικῆς. Γλωσσικὸς δομισμὸς κατὰ τὰ προτάγματα τοῦ Σωσσύρ. Ἀλλοῦ, «ἀπὸ τὰ ἀνταποδοτικὰ τέλη» εἶναι προτιμητέα «τὰ ἀνταποδοτικὰ ἐπιρρήματα [...] ποῦ, πῇ, πόθεν / ἀπαντοῦν ἀμέσως: αὐτόθι, ἐνθάδε, ἐκεῖ, ἐντεῦθεν, ἀπολύτως εὐκρινῆ». Σειρὰ ἔχουν «τὰ ὅμοια καὶ ὁμόηχα τῆς γλώσσας μας [...]: ἄλλο πόνηρον κι’ ἄλλο πονηρόν / διαφέρει τὸ μόχθηρον καὶ μοχθηρόν [...] ἄλλο πόμα κι’ ἄλλο πῶμα». Ὑμνεῖται ἡ πολύσημη λέξη «φρήν τοῦ φρενός / Ὁμηρικῆς ψυχοβιολογικῆς ὑπόστασης / ἀπ’ τὸ διάφραγμα ποὺ χωρίζει τὴν καρδιὰ / ἀπὸ τ’ ἄλλα ὄργανα τοῦ σώματος / ὣς καὶ τὸ κέντρο τοῦ νοῦ, τῆς συνείδησης / ἄρα καὶ οἱ φρένες, ὅπως ἐλέχθη / ἐμπεριέχουν τὸ φρένο ποὺ ἀδρανεῖ τὰ πάντα». Ὁ λόγος καὶ γιὰ τὴ λειτουργία τῶν ἐγκλίσεων, γιὰ τὴν «εὐκτικὴ μὲ πολλὲς σημασίες / εἰ ταῦτα λέγοις, ἁμαρτάνοις ἄν / εἰ τοῦτο ἔλεγες, ἡμάρτανες ἄν». Στὸ στόχαστρο καὶ οἱ πλεονασμοί, πλατειασμοί: «Καὶ τὰ λεξικὰ διαπράττουν ὑπερβολές / θαλαττουργός: ὁ στρατιώτης τοῦ ναυτικοῦ / χάθηκε νὰ τὸν πεῖς αὐτὸ ποὺ εἶναι: / Ναύτης, ναυτάκι, ναυτόπουλο καὶ τὰ συναφῆ / ἐργάτες τῆς θάλασσας: ἁλιεῖς, πορθμεῖς καὶ δύτες». Μεταφορικὲς ἀκυριολεξίες: «Σιχαίνομαι τὶς εὐτελεῖς ἀκυριολεξίες / ἀποδράσεις σὲ γραφικοὺς προορισμούς / ὁ κατάδικος ἀπέδρασε [...]». Τὴν τιμητική της ἔχει, φυσικά, καὶ ἡ ἀχρηστευμένη δοτικὴ πτώση: «Ἀπὸ τὶς δοτικὲς προτιμῶ τοῦ ποιητικοῦ αἰτίου / ἀλήθεια γυναιξὶ οὐκ ἀνευρίσκεται / γιατὶ τὴν ἀλήθεια τὴν ἀναζητοῦν ματαίως / ὡς αἰτία ποὺ κινεῖ τὸν ἔρωτα τῶν ποιητῶν [...] / Δὲν ὑπάρχουν ἄλλες δοτικὲς νὰ σὲ σώσουν / τόπου, χρόνου, ἀναφορᾶς νὰ σ’ ἀπομακρύνουν / μιὰ καὶ μόνη δοτικὴ κτητικὴ μᾶς ἀνήκει». Καὶ μία γενικότερη παρατήρηση. Ὁ κύκλος Duo ξετυλίγεται μὲ λειτουργίες κατὰ βάση συνειρμικές, χωρὶς σκαριφήματα καὶ δομικοὺς σκελετούς. Ἡ μία λέξη γεννᾶ τὴν ἄλλη, ὁ στίχος τὸν στίχο καὶ οὕτω καθεξῆς. Ὅπως στὸ ἀκόλουθο παράδειγμα: «Ὅταν ἀκούω τῆ λέξη βίντεο / ὁ νοῦς μου πηγαίνει αὐτομάτως / ἀπὸ ἐπαγγελματικὴ διαμόρφωση / στὸ γνωστὸ ρῆμα: video, vidi, visum, vidēre / καὶ τὴν πασίγνωστη κλασικὴ φράση / femina hominem videt / τὴν ὁποία ἐξελάμβανα νωρὶς-νωρίς / οἱ γυναῖκες μᾶς γδύνουν ὁλόκληρους / τὸ δῆθεν ἀθῶο, περιπλανώμενο βλέμμα / πηγαίνει παρευθὺς στὴν ἑστία / τῆς ἡδονῆς εἰκόνες βιντεοσκοπεῖ [...]».
Μαθήματα γιὰ ἐφήβους μὲ συχνότατη ἀναφορὰ στὴ διαλογικὴ/διαλεκτικὴ σχέση δασκάλου-μαθητῆ: «Ἐξηγοῦσα στοὺς ἀνήσυχους μαθητές / τὸ μόνο ποὺ σκέπτονται πλέον / εἶναι οἱ καλοκαιρινὲς διακοπές / ὅτι τὸ ρῆμα πιττακώνω δὲν εἶν’ ἄλλο / ἀπὸ τὸ πατικώνω, δηλαδὴ συμπιέζω / ζουπίζω, ζουλῶ μὲ τὰ δάχτυλα / τὰ ἡδύπαθα στήθη τῶν κοριτσιῶν / κι’ ἐπειδὴ τὸ μάθημα ξέφευγε / ἐπανῆλθα στὸ σοφὸ Πιττακό, ἐκ τῶν ἑπτά / ὁ ὁποῖος εἰσήγαγε τὴν δυσπιστία / τῶν λεγομένων, τὸ διχόμυθο νόημα / φωλιάζει μὲς στὴν καρδιὰ τῶν λόγων / καὶ ἰσχύει πολὺ γιὰ τὰ ἐρωτόλογα. / Λίγο τοὺς ἔπεισα, ἐξ ὅσων παρατήρησα / ἀλλὰ καὶ λίγο μὲ νοιάζει πιὰ ἡ διδασκαλία / συντόμως συνταξιοδοτοῦμαι καὶ χαίρομαι / ἂς τὰ βγάλουν πέρα μόνοι τους!».
Τέλος τῶν μαθημάτων ἑνὸς ἰδιόρρυθμου, κατὰ φαντασίαν, δασκάλου. Καιρὸς γιὰ τὸ μεγάλο διάλειμμα, τὸ δίτερμα εἰς τὸ διηνεκὲς καὶ τὴ συγκρότηση τῆς ἐθνικῆς ὁμάδας ποδοσφαίρου «ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους συντάκτες τοῦ Μεγάλου Λεξικοῦ, τοῦ Δημητράκου»:
Τερματοφύλαξ ὁ Πεζόπουλος ποὺ
δὲν ἀφήνει τίποτα νὰ πέσει χάμω [...]
κεντρικὸ δίδυμο στὴν ἄμυνα Τζάρτζανος καὶ Σταματάκος [...]
στὰ ἄκρα οἱ γλωσσαμύντορες Τζανετάτος καὶ Ἀναγνωστόπουλος
παιγνίδι κάνει ὁ Συκουτρῆς στὸ κέντρο
κρυφὸς κυνηγὸς ὁ Ἀνδριώτης
καὶ ἀμυντικὸ χὰφ ὁ Χαριτωνίδης [...]
βαρὺ πυροβολικὸ στὴν ἐπίθεση
ὁ πολὺς Χατζιδάκις - ἐξτρέμ
δεξιὰ ὁ Φάβης, ἀριστερὰ ὁ Κριαρᾶς
προπονητὴς τυπικὰ ὁ Ἰ. Ζερβός
ἂν καὶ ὁ Χατζιδάκις
ὁδηγεῖ μόνος του τὴν ὁμάδα
στὸν πάγκο μπορεῖ νὰ καθίσει ὁ παπᾶς
Χρυσόστομος, Ἀρχιεπίσκοπος
τόσους παικταράδες, τόσους χειριστὲς
δύσκολα ξαναβρίσκει ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα.
Ἐργώδης δοκιμιογράφος μὲ κείμενα μιᾶς τριακονταετίας (1985-2006) δημοσιευμένα σὲ πρώτης γραμμῆς λογοτεχνικὰ περιοδικά (Εὐθύνη, Τὸ Δένδρο, Πλανόδιον, Athens Review of Books, The Books´ Journal), ὁ Νίκος Λεβέντης ἔγραψε, στὸ διάστημα 2016-2020, τοὺς ποιητικοὺς κύκλους Ρεάλια καὶ Ρετάλια, Ἐν σταδίοις, Ὁμηρικὰ ποιήματα, Ἐμπιστευτικόν (1.571 στίχων πρὸς τιμὴν τῆς Ναυμαχίας τοῦ Ναυαρίνου, τὸ 1571), καὶ Ἀπόρριτον (ἰσόποσων στίχων), τοὺς ὁποίους στέγασε ὑπὸ τὸν γενικὸ τίτλο Ἁρμοδίως.
Ἡ μικρὴ Εἰσαγωγὴ στὴν ποίηση τοῦ Νίκου Λεβέντη γράφτηκε τὸν Ἰούλιο τοῦ 2018. Δημοσιεύεται ἐδῶ στὴ μνήμη του μὲ μικρὲς προσαρμογὲς μετὰ τὸ ἀδόκητο τέλος του. 19 Ἰανουαρίου 2023
Ἀρχεῖο Ὀρέστη Λεβέντη
20 Μαΐου 1999. Ὁ Νίκος Λεβέντης (στὴ μέση) ἀνάμεσα σὲ δύο φίλους του, τὸν Κώστα Βαμβακούλα (ἀριστερὰ) καὶ τὸν Νίκο Ἀλιφέρη.
[1] Ἀποσπάσματα συνέντευξης τοῦ Ν.Λ. στὸν Στ. Μαυροειδή (ἐφημ. «Δρόμος τῆς Ἀριστερᾶς», 11 Μαρτίου 2011).
[2] Πιὲρ Ζὰν Ζούβ, Ποίηση. Μετάφραση Ν. Λεβέντης, ἐκδ. Ἁρμός, Ἀθήνα 1997.
P.J. Jouve, R. Char, Saint-John Perse, Ποίηση Poésie. Εἰσαγωγὴ-Μετάφραση Ν. Λεβέντης, ἐκδ. Γαβριηλίδης, Ἀθήνα 2014.
[3] Ὁ ποιητὴς παραπέμπει στὸν ἀνάλογης σημασίας ὁμηρικὸ στίχο: «[κέλομαι γὰρ ἔγωγε] ἄστυδε νῦν ἰέναι» (Σ 255). Τὸ «ἄστυ» στὴν Ἰλιάδα μὲ τὴν σημασία τοῦ κάστρου.
[4] Προφανῶς, ὁ ἀρχικὸς συνειρμὸς ὁδηγεῖ στὴν ὁμότιτλη φίρμα προφυλακτικῶν, συνεκδοχῆς πάντως τοῦ ἐρωτικοῦ ζεύγους, τῆς ἐρωτικῆς ἕνωσης μὲ ἀνεσταλμένη τὴ λειτουργία τῆς ἀναπαραγωγῆς, ὅπως ἐπιτάσσουν οἱ σύγχρονοι καιροί. Ἡ τεχνητὴ ἀγονία μεταφέρεται στὸ ἐπίπεδο τῆς (ἐπικοινωνιακῆς) γλώσσας.
[5] Giuseppe Ungaretti, Salvatore Quasimodo, Juan Ramón Jiménez.
[6] Οἱ ὑπογραμμίσεις δικές μου.
[7] Λέξη τουρκική (edepsiz), γιὰ τὸν ἀνάγωγο καὶ βωμολόχο. Παράδειγμα σεφερικό: «Ἡ κόρη εἶχε στὸ πράμα της πλῆθος ἐφόδια / κ’ ἕνα ταξίμετρο δεμένο μὲ καλώδια˙ / σὰν τῆς εἶπα Τί θές; / μ’ ἀποκρίθη: Δραχμὲς / ἐνενήντα, χωρὶς τὰ διόδια».