Είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε δραματικά σ’ έναν κόσμο που δεν είναι δραματικός, είναι το γνωμικό του Σανταγιάνα[1] το οποίο παραθέτει στην αρχή των 34 μικρών διηγημάτων του ο Κώστας Βραχνός. Και πράγματι, κανένα από αυτά τα διηγήματα δεν αφηγείται κάτι το δραματικό. Όχι μόνον πραγματεύονται μια κοινότοπη, γνώριμη καθημερινότητα, αλλά είναι και εξόχως διασκεδαστικά. Διαβάζονται με απόλαυση και αν, πού και πού, ο αναγνώστης σταματά και παίρνει μια γρήγορη ανάσα (σαν ένα διαβάτη που περπατά γρήγορα σε ένα ειδυλλιακό τοπίο και αίφνης κοντοστέκεται γιατί νομίζει ότι κάτι είδε ανάμεσα στα φυλλώματα, πίσω από ένα δέντρο), γρήγορα ξαναπιάνει το ρυθμό της αφήγησης. «Δεν ήταν τίποτα» ίσως μουρμουρίσει, όπως ο διαβάτης που θα συνεχίσει την πορεία του – ένας αντικατοπτρισμός του φωτός ίσως, ένα σκίρτημα των σκιών, τίποτα.
Ο Βραχνός πιάνει το «τίποτα» της ζωής και το παρουσιάζει απλά, χωρίς να το σχολιάσει: Είναι ένα ψεύτικο κεφάλι τράγου στερεωμένο στον τοίχο μιας ταβέρνας· είναι τα ξαναμμένα ερωτικά λόγια ενός καμπούρη καστανά στη διπλανή του καλαμποκού. Είναι τα μυστικά που θα παραμείνουν μυστικά γιατί ποτέ δεν θα μάθουμε γι’ αυτά, γιατί δεν θα θελήσουμε – ένας αντικατοπτρισμός του φωτός είναι, λέμε, ένα σκίρτημα των σκιών. Τι ακριβώς κάνει ο κύριος Προϊστάμενος στα υπόγεια του υποκαταστήματος της Τράπεζας; Ρίχνει χαστούκια με τον συνάδελφο, ξεθυμαίνει από κάτι ανείπωτο με ελληνορωμαϊκή πάλη; Τα μικρά παιδιά του δεν θέλουν να ξέρουν, θέλουν απλώς να περάσει η μεσημεριάτικη αιωνιότητα προτού εμφανιστεί αναψοκοκκινισμένος με το πουκάμισο έξω, τσαλακωμένο ή και σκισμένο, και να είναι επιτέλους η ώρα που σχολάει και μπορούν να πάνε όλοι σπίτι. Ένα «τίποτα» είναι τα γατιά που ενοχλούν τους θεατές του θερινού σινεμά με τον οίστρο τους, ένα τίποτα η αμηχανία ενός πατέρα πανάσχημης κόρης και το πάρτι γενεθλίων ενός άρρωστου παιδιού στο οποίο δεν θα έρθει, και πάλι, κανείς.
Γέννηση, θάνατος - τίποτα
Το «τίποτα» είναι η γέννηση, μια οποιαδήποτε γέννηση σαν όλες τις άλλες (δηλαδή μια μοναδική γέννηση σαν όλες οι άλλες), και είναι και ο θάνατος. Ο θάνατος που «εξακολουθεί να στέκεται απέναντι, ανεπαισθήτως πιο κοντά» καθώς παρακολουθεί λοξά τον κυρ Λεωνίδα που πουλάει κεριά κοντά στο κοιμητήριο, και εκνευρίζεται επειδή του τα πιάνουν και τα μαγαρίζουν. Ο θάνατος που είναι η δολοφονία μιας γυναίκας με χτύπημα από γρύλο, δολοφονία που τιμωρήθηκε με τον νόμο των ανθρώπων (δηλαδή δεν θα μπορέσει ποτέ, με κάποιον άλλο νόμο, να τιμωρηθεί πραγματικά) και η βία του δολοφόνου της που χορεύει μπλουζ με τον διευθυντή των φυλακών. Είναι ο θάνατος του ξενύχτη γιου που οδηγεί πιωμένος και μαστουρωμένος και σκοτώνεται (τι πιο συνηθισμένο; Και καλά να πάθει...) και που γίνεται φάντασμα για τους κοιμισμένους γονείς του: ένα φάντασμα που ακολουθεί τη συνηθισμένη κυριακάτικη ρουτίνα, δηλαδή γυρνάει ξημερώματα, κοπανάει κατσαρολικά, τρώει, σιγοτραγουδάει και μετά πέφτει στο κρεβάτι του με τα ρούχα. Ένα φάντασμα που τους προστατεύει λίγο ακόμα από το «ποτέ» του θανάτου. Γιατί η κυρία Ζωή δεν θα βρει ποτέ πια το ξενυχτισμένο μοναχοπαίδι της να κοιμάται στο κρεβάτι του, ποτέ, κι αυτό το ποτέ είναι το μη δραματικό του κόσμου μας που υπακούει σε αίτια και τα αιτιατά (οδηγείς μεθυσμένος και μαστουρωμένος, επομένως σκοτώνεσαι) αλλά ξεσκίζει και διαλύει την ανθρώπινή μας ύπαρξη.
Υπάρχει ο φόβος και ο τρόμος, ο έρωτας και ο χρόνος, το πάθος. Όμως και αυτά, μας λέει ο Βραχνός, είναι τα συναισθήματα μιας δραματικής βίωσης ενός κόσμου μη δραματικού· γιατί η βία και το έγκλημα, τα πάθη και οι πόνοι, μια γέννηση και ένας θάνατος (ακόμα και οι δικοί μας) είναι μέρος του κόσμου μας, γιατί απλά έτσι είναι. Και, σύμφωνα με το άλλο γνωστό γνωμικό του Σανταγιάμα, «δεν υπάρχει καμία θεραπεία για τη γέννηση και το θάνατο, πέρα από το να απολαμβάνει κανείς τα ενδιάμεσα». Η γραφή του Βραχνού, απλή, λιτή, σφιχτή, αποψιλωμένη, συγκεκριμένη, διασκεδαστική, είναι όσο απολαυστική χρειάζεται για να αποδεχτούμε αυτό ακριβώς: ότι ο κόσμος έτσι είναι.
Κάθε διήγημα (με την εξαίρεση ίσως του μακροσκελέστερου «Βλαδιβοστόκ» από το οποίο και ο τίτλος) είναι ένα μικρό σκληρό διαμάντι. Ένα συμπύκνωμα κάποιου τρόμου, πάθους, εγκλήματος, ή λάθους· κάποιας ματαίωσης. Κάποιου «τίποτα» που, λόγω της εξαιρετικής συγγραφικής μαεστρίας του Βραχνού, ο αναγνώστης διαβάζει και βιώνει – δραματικά. (Τι άλλο είναι η λογοτεχνία αν όχι αυτό;) Ξεχωρίζω το αριστουργηματικό «Ούτε ένα “έλα εδώ, μωρή”»: Μιάμιση σελιδούλα που με άφησε κοκαλωμένη από τη φρίκη μιας καθημερινότητας που δεν θέλω να ξέρω – από το τίποτα της σφαγής μιας κότας.
Αφήνω τελευταίο το τελευταίο «τίποτα», ανάλαφρο κι αόρατο σαν αεράκι που διαπερνά τις σελίδες: το χιούμορ. Και μου έρχονται στο νου τα λόγια του συγγραφέα Τάκη Θεοδωρόπουλου:
Το κωμικό είναι το στοιχείο που σου επιτρέπει να κοιτάς τα πράγματα από απόσταση, παραμορφώνοντάς τα τόσο ώστε να μπορείς να αναδείξεις τα πραγματικά εσωτερικά χαρακτηριστικά τους –κι έτσι, να προκαλείς αυτή την πρόσκαιρη αλλά εντελώς ανθρώπινη έκφραση που είναι σήμερα το γέλιο.
Το κωμικό, που κάνει το σύμπαν της φρίκης, του πόνου και του τρόμου να καταρρέει. Σε ό,τι κι αν πιστεύουμε (συμπεριλαμβανομένου και του απόλυτου τίποτα) υπάρχει αυτή η δική μας υπερδύναμη, αποκλειστικά των ανθρώπων, που μας βοηθά να αναγνωρίζουμε τη συνθήκη της ζωής μας – και έτσι να την αντέξουμε, ίσως και να την υπερβούμε.
Το κωμικό ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στον άνθρωπο. [...] Οι Έλληνες θεοί γελούσανε, οι Έλληνες θεοί παίζανε με τον κόσμο. Ε, αυτός ήταν ο τρόπος του Αριστοφάνη, να παίζει με τον κόσμο του, αναγνωρίζοντας συγχρόνως την ιερότητά του.[2]
Αυτός, τολμώ να πω, είναι και ο κόσμος του Βραχνού: βλέπει τον μη-δραματικό κόσμο μας, αποκαλύπτοντας τη δραματικότητά του, τη σημασία του κάθε «τίποτα», δηλαδή την ιερότητά του.
Ή, για να το πω με τα λόγια του Σανταγιάμα, «Ο καλλιτέχνης είναι ένας ονειροπόλος που δέχεται να ονειρευτεί τον αληθινό κόσμο».
[1] Τζορτζ Σανταγιάνα (1863-1952), ισπανοαμερικανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος, ποιητής και μυθιστοριογράφος.
[2] The Books’ Journal, Τάκης Θεοδωρόπουλος «Διαλέξτε, την Ελλάδα του Μακρυγιάννη ή του Παπαρρηγόπουλου;», τ. 115 Ιανουάριος 2021.