Σύνδεση συνδρομητών

Η ιστορία των Ελλήνων

Τετάρτη, 04 Μαϊος 2022 00:43
Ο καθηγητής Roderick Beaton.
Αρχείο Roderick Beaton
Ο καθηγητής Roderick Beaton.

Roderick Beaton, The Greeks: A Global History, Faber & Faber, 2021, 608 σελ.

Υπήκοοι των βασιλέων των Μυκηνών ή της Πύλου, πολίτες της αρχαίας Αθήνας ή των Συρακουσών, κάτοικοι των ελληνιστικών βασιλείων, υπήκοοι του Ρωμαίου αυτοκράτορα, Ρωμαίοι πολίτες από το 212 μ.Χ., υπήκοοι του βυζαντινού Αυτοκράτορα, κατόπιν του Δόγη της Βενετίας ή του Σουλτάνου, πολίτες της Ελληνικής ή της Κυπριακής Δημοκρατίας, ελληνικής καταγωγής κάτοικοι των ΗΠΑ, της Αλεξάνδρειας ή της Μαριούπολης. Αυτοί είναι οι Έλληνες στο βάθος του χρόνου. Συνδετικός τους κρίκος είναι «το αόρατο για τους αρχαιολόγους, αλλά προορισμένο να εξελιχθεί στο σημαντικότερο εξαγωγικό δημιούργημα των Ελλήνων», η ελληνική γλώσσα. Η ιστορία των Ελλήνων από τον καθηγητή Roderick Beaton περιγράφει την εξέλιξη μέσα στο χρόνο ενός πολιτισμού, του ελληνικού, που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον παγκόσμιο πολιτισμό.

1.

Ένα ιδιαίτερα ανησυχητικό και θλιβερό ρεύμα σκέψης έχει διαδοθεί εδώ και  μερικά χρόνια στα Πανεπιστήμια του αγγλόφωνου χώρου και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Αφορά το χώρο των ανθρωπιστικών σπουδών και ιδίως των κλασικών, που ούτως ή άλλως ήταν και είναι σε κρίση. Με δυο λόγια, η νέα τάση δίνει έμφαση στα δικαιώματα, τα προβλήματα και τους εκπροσώπους των μειονοτήτων, ενώ παράλληλα, είναι επιφυλακτική ως προς τη διδασκαλία των μεγάλων κλασικών, στο βαθμό που εκφράζουν μια κοινωνία η οποία δεν ασπαζόταν τα μειονοτικά αυτά δικαιώματα και τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων γενικότερα. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, ο Όμηρος δεν πρέπει να διδάσκεται πλέον διότι περιγράφει το θεσμό της δουλείας, είναι ρατσιστής ή αντιφεμινιστής. Το ίδιο και ο Σαίξπηρ, διότι στον Έμπορο της Βενετιάς είναι αντισημίτης, στο Ημέρωμα της στρίγγλας αντιφεμινιστής και στον Οθέλλο ρατσιστής. Στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να διδάσκονται μόνο αποσπάσματα από τα έργα τους, όπως και από τα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Δημοσθένη, του Κικέρωνα, του Μάρκου Αυρηλίου, κ.ά., και συγκεκριμένα τα αποσπάσματα τα οποία δεν αναφέρονται σε θέματα που θίγουν τη σημερινή «πολιτική ορθότητα». Κατόπιν λογοκρισίας δηλαδή. Παρότι η άποψη αυτή είναι ακόμη μειοψηφούσα, κερδίζει συνεχώς έδαφος μέσω αντίστοιχων προγραμμάτων σπουδών που προστίθενται στις έδρες κλασικών σπουδών. Η προσπάθεια καθηγητών και ερευνητών να υποστηρίξουν το αντίθετο πολλές φορές καταδικάζεται, ή ακόμα και λοιδορείται, μέσα από τις γνωστές εύκολες ετικέτες που τους απονέμονται από τη μειοψηφούσα τάση (ρατσιστής, αντισημίτης κ.λπ.), πράγμα που οδηγεί ακόμα και στη λεγόμενη δολοφονία χαρακτήρα (character assassination).

Πέραν του κινδύνου ασφυκτικού περιορισμού της ακαδημαϊκής ελευθερίας, η μεθοδολογικά εσφαλμένη και κοντόφθαλμη προσπάθεια να ζυγίσεις με τα σημερινά κριτήρια μια εποχή κατά τρεις χιλιάδες χρόνια παλαιότερη παραγνωρίζει, αν μη τι άλλο, την απλή αλήθεια που έγραψε ο Σεφέρης στα δοκίμιά του, ότι δηλαδή αποστολή του ποιητή είναι να περιγράφει τον κόσμο στον οποίο ζει.

Η στρατευμένη όμως τάση, που αφελώς νομίζει ότι βρήκε τον τρόπο να διορθώσει αιώνες καταπίεσης προς φυλές, φύλα και θρησκείες, δεν σταματά εδώ. Και στις σύγχρονες ανθρωπιστικές σπουδές παρατηρείται το φαινόμενο, όλο και περισσότερο, έδρες να καταλαμβάνονται κατά προτίμηση από άτομα που ανήκουν σε μειονοτικές ομάδες, γράφουν ειδικά για  μειονοτικές ομάδες, πολλές φορές εις βάρος συναδέλφων τους με πολύ σημαντικότερα προσόντα και έργο. Εργαλείο τους είναι κυρίως τα προγράμματα σπουδών τα οποία όλο και περισσότερο εστιάζονται στις μειονοτικές λογοτεχνίες ή έρευνες. Στις κλασικές σπουδές προστίθενται συγκριτικές μελέτες των μεγάλων κλασικών με σύγχρονους πολιτισμούς, όπως για παράδειγμα των αφροαμερικανών ή των ιθαγενών Αμερικανών (native americans). Η πιο ακραία ίσως είναι η τάση που εκπροσωπεί ο καθηγητής των κλασικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Princeton, Νταν-ελ Παντίλα Περάλτα, με καταγωγή από τη Δομινικανή Δημοκρατία, που θεωρεί ότι όλα τα δεινά του σύγχρονου κόσμου οφείλονται στην αρνητική κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης, ως εκ τούτου δεν πρέπει να ασχολούμαστε με αυτούς τους πολιτισμούς παρά μόνο σε συνάρτηση με σύγχρονους πολιτισμούς (το μάθημά του, μάλιστα, λέγεται Classical Reception in Contemporary American and Latin American Cultures).

 

2.

Μέσα σ’ αυτό το ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα έρχεται σαν ακτίδα φωτός και λογικής το νέο, σημαντικό και εκτενές βιβλίο του έγκριτου και πολυγραφότατου επίτιμου καθηγητή Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Ιστορίας και Λογοτεχνίας στο King’s College στο Λονδίνο, του Roderick Beaton, που τιτλοφορείται The Greeks: A Global History, από τον εκδοτικό οίκο Faber.

Ο Beaton, μετά τις δύο θαυμάσιες βιογραφίες, του λόρδου Βύρωνα και του Γιώργου Σεφέρη, καθώς και το βιβλίο του Ελλάδα: Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους, αναλαμβάνει με το μνημειώδες νέο έργο του ένα μεγάλο και δύσκολο εγχείρημα: να αφηγηθεί όχι την ιστορία της Ελλάδας, αλλά την ιστορία των Ελλήνων, από την αυγή του κόσμου ώς σήμερα. Στη μακραίωνη αυτή περίοδο, οι μεταμορφώσεις των Ελλήνων είναι ποικίλες: υπήκοοι των βασιλέων των Μυκηνών ή της Πύλου, πολίτες της αρχαίας Αθήνας ή των Συρακουσών, κάτοικοι των ελληνιστικών βασιλείων, υπήκοοι του Ρωμαίου αυτοκράτορα, Ρωμαίοι πολίτες από το 212 μ.Χ., υπήκοοι του βυζαντινού Αυτοκράτορα, κατόπιν του Δόγη της Βενετίας ή του Σουλτάνου, πολίτες της Ελληνικής ή της Κυπριακής Δημοκρατίας, ελληνικής καταγωγής κάτοικοι των ΗΠΑ, της Αλεξάνδρειας ή της Μαριούπολης. Συνδετικός τους κρίκος είναι «το αόρατο για τους αρχαιολόγους, αλλά προορισμένο να εξελιχθεί στο σημαντικότερο εξαγωγικό δημιούργημα των Ελλήνων», όπως το χαρακτηρίζει. Η ελληνική γλώσσα.

Πιστεύω ότι η ενασχόληση του Beaton με τον Σεφέρη είναι που τον οδήγησε να αντιληφθεί τη σημασία της ελληνικής γλώσσας ως συνδετικού κρίκου, όπως την ανέδειξε ο μεγάλος έλληνας ποιητής στα δοκίμια και τις ομιλίες του και ειδικά ενώπιον όλου του κόσμου, όταν δέχθηκε το βραβείο Νόμπελ: «Είναι μικρός ο τόπος μας αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή. Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχθηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται κάθε τι ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα». Δεν είναι τυχαία η αναφορά του Beaton και στον Ελύτη στην αρχή του βιβλίου: «τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική, το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου», καθώς και στη δεύτερη ομιλία του Σεφέρη στη Στοκχόλμη: «Δεν θα πω ότι είμαστε από το ίδιο αίμα, γιατί αποστρέφομαι τις φυλετικές θεωρίες – αλλά κατοικούμε πάντα την ίδια χώρα και κοιτάμε τα ίδια βουνά που τελειώνουν στη θάλασσα».

Με το γλαφυρό και εύληπτο ύφος του, χωρίς καμιά επιτήδευση, με απλότητα και καθαρή σκέψη, o Beaton ξεκινά από τις απαρχές του μινωικού και μυκηναϊκού πολιτισμού με τους πρώτους ομιλητές της ελληνικής που συμπίπτουν με τη γέννηση του ελληνικού πολιτισμού. Τονίζει ότι όπου ταξίδευαν με τα μικρά τους καράβια οι έμποροι του μυκηναϊκού κόσμου, έφερναν μαζί τη γλώσσα τους, ακόμα και στην Τροία. Για την καθοριστική και παγκόσμια εμβέλεια του ελληνικού πολιτισμού, που σε μεγάλο βαθμό πηγάζει από τη λογοτεχνία, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία: Η εποχή των Μυκηνών δημιούργησε συλλογικές μνήμες που επέζησαν διότι αργότερα καταγράφηκαν. Αποτέλεσμα ήταν ότι οι μύθοι και οι θρύλοι που προέκυψαν γραπτά και μας είναι σήμερα γνωστοί δεν έπαψαν ποτέ από την εποχή εκείνη να διαβάζονται, να αντιγράφονται, να τελειοποιούνται, να σχολιάζονται.

Με εξίσου απλά λόγια, συνδυάζοντας ιστορικά, γεωγραφικά, αρχαιολογικά και φιλολογικά στοιχεία, μας εξηγεί πώς φτάσαμε στην εφεύρεση του αλφαβήτου, στη μετάβαση από την προφορική στη γραπτή παράδοση, αρχίζοντας από τα έπη του Ομήρου, που συνιστούν επί χιλιάδες χρόνια πηγή έμπνευσης για γενεές από συγγραφείς, συνθέτες, σκηνοθέτες, ζωγράφους, γλύπτες, φιλόσοφους. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε λογοτεχνία, γράφει, γεννήθηκε με την Ιλιάδα και την Οδύσσεια. Και προσθέτει την εξής καίρια παρατήρηση: «Σε τελευταία ανάλυση, οι ήρωες δεν είναι οι πολεμιστές με τη γενναιότητα και την εφευρετικότητά τους αλλά ο ποιητής και η ελληνική γλώσσα στην οποία τα αφηγείται. Ο καθένας μπορεί να δοξαστεί ασπαζόμενος τις αξίες της εποχής, τις οποίες ο ποιητής θεωρεί παγκόσμιες. Από πολλές απόψεις μάλιστα ο συμπαθέστερα παρουσιαζόμενος ήρωας είναι ο αρχηγός των Τρώων, ο Έκτορας. Ο Ομηρικός κόσμος είναι ένας ελληνικός κόσμος επειδή οι λέξεις, η γλώσσα του Ομήρου είναι ελληνική». Με δυο κουβέντες, ο Beaton ανατρέπει όλες τις στρατευμένες επιπολαιότητες για ρατσισμό στα κλασικά έπη.

Ορίζοντας το χάρτη του ελληνισμού που ισχύει ώς σήμερα, μας εξηγεί τη βαθιά σχέση των Ελλήνων με τη θάλασσα, επισημαίνοντας ότι όλες οι ελληνικές αποικίες στην αρχαιότητα ήταν γύρω από τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο, όχι βαθιά στην ενδοχώρα του τότε γνωστού κόσμου. Μας αναπτύσσει απλά και πειστικά τα αίτια της γέννησης της δημοκρατίας στον ελληνικό κόσμο, αναλύοντας γιατί στις ελληνικές πόλεις, πρώτη φορά στην ιστορία, πάνω από άρχοντες και διοικητές, από βασιλείς και στρατηγούς, ακόμα και τυράννους, ήταν ο νόμος. Μας μιλά για το πώς εμφανίστηκε η φιλοσοφία στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, παρουσιάζοντας την πρώτη φορά που έγινε αντιληπτό ότι ο φυσικός κόσμος λειτουργεί κι αυτός βάσει νόμων, από τον Ηράκλειτο τον Εφέσιο. «Η σύγχρονη επιστήμη ξεκινά με τον Ηράκλειτο», γράφει χαρακτηριστικά. Αναφέρεται στην κοινή συναίσθηση της ελληνικότητας μέσα από Ολυμπιακούς Αγώνες, κοινές θρησκευτικές τελετές στη Δήλο ή τους Δελφούς και πολύ διεισδυτικά εντοπίζει ότι η σχέση των Ελλήνων με το Θεό είχε πάντα συναλλακτικό χαρακτήρα, από την εποχή των δελφικών αναθημάτων μέχρι τη συμφωνία του Στρατηγού Μακρυγιάννη με τον Άη Γιάννη για να του δώσει άρματα. Πολύ ορθά αναφέρεται στην πρώτη φορά που συναντάμε γραπτή αποτύπωση της κοινής ελληνικής ταυτότητας, δηλαδή στους Πέρσες του Αισχύλου, με την πολεμική ιαχή της Σαλαμίνας «Ίτε παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδα…».

Η ιστορία του ελληνικού πολιτισμού του John Stuart Mill του 1846 φαίνεται να έχει λησμονηθεί από τους μελετητές των κλασικών σπουδών στη σημερινή εποχή. Ο Beaton μας θυμίζει ένα απόσπασμα: «Οι αληθινοί πρόγονοι των ευρωπαϊκών εθνών δεν είναι οι εξ αίματος γεννήτορές μας, αλλά αυτοί από τους οποίους αντλούμε τo πλουσιότερo μέρος της κληρονομιάς μας. Η μάχη του Μαραθώνα ακόμα και ως γεγονός της αγγλικής ιστορίας είναι πολύ σημαντικότερη από τη μάχη του Hastings». Άραγε όσοι υποβαθμίζουν τους αρχαίους κλασικούς και το ελληνικό αποτύπωμα στον παγκόσμιο πολιτισμό έχουν σκεφθεί ποτέ τι κοινωνίες θα είχαμε σήμερα αν οι Πέρσες είχαν συντρίψει τους Έλληνες στη μάχη του Μαραθώνα και η δημοκρατία δεν είχε γεννηθεί ποτέ, ούτε είχαν καταγραφεί τα επιτεύγματά της;  Άραγε, την εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν πρέπει να θυμόμαστε και να ερευνούμε την πολιτιστική καταγωγή μας;

O Beaton είναι ασυναγώνιστος στην εξιστόρηση της κλασικής περιόδου και του αποτυπώματος που άφησε στον παγκόσμιο πολιτισμό. Με μαεστρία επιλέγει τα κρίσιμα στοιχεία, όσο πιο συνοπτικά γίνεται, μέσα από μια πληθώρα επιτευγμάτων της εποχής αυτής. Δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον Πανηγυρικό του Ισοκράτη, θεωρώντας ότι επανεφηύρε τη σημασία τού να είσαι Έλληνας: «το όνομα Έλληνες κατόρθωσε να μη συμβολίζει πια την καταγωγή, αλλά την καλλιέργεια του πνεύματος, και Έλληνες να ονομάζονται πιο πολύ όσοι δέχτηκαν τον τρόπο της δικιάς μας αγωγής και μόρφωσης παρά αυτοί που έχουν την ίδια με εμάς καταγωγή».

Η ευρύτατη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στην Ασία κατά την  ελληνιστική εποχή, που οδηγεί στη λεγόμενη «Κοινή γλώσσα», παρομοιάζεται με τη σημερινή πορεία της αγγλικής, ενώ ο συγγραφέας, αναφέροντας πληθώρα ιστορικών και αρχαιολογικών στοιχείων, παρακολουθεί την πορεία του εξελληνισμού των ελληνιστικών βασιλείων, την ώρα που η ελληνική γίνεται γλώσσα του εμπορίου, της διοίκησης και της πνευματικής δημιουργίας, πράγμα που δεν διακόπτεται ούτε με τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Με μια ποιητική και ευαίσθητη αναφορά στον Μάρκο Αυρήλιο, ο Beaton ερμηνεύει πως η κρίσιμη επίδραση του ελληνικού πολιτισμού στους Ρωμαίους, οδήγησε έναν από τους ισχυρότερους Ρωμαίους αυτοκράτορες να γράψει το κορυφαίο έργο του, Τα εις εαυτόν, στα ελληνικά.

 

3.

Η  μετάφραση των ιερών εβραϊκών βιβλίων στην ελληνική και, αργότερα, η συγγραφή των χριστιανικών Ευαγγελίων επίσης στην ελληνική, είναι απότοκος των εξελίξεων αυτών και βασικό στοιχείο για την πορεία της εξάπλωσης του χριστιανισμού. Όπως γράφει ο Beaton, «μια καινούργια λέξη προστίθεται στο ελληνικό λεξιλόγιο, η πίστη». Τα πρώτα χριστιανικά κείμενα, δηλαδή οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, είναι μάλιστα γραμμένες στην καθομιλουμένη και όχι στην αττικίζουσα «κοινή», γιατί ο Παύλος ήθελε να γίνει κατανοητός από τους απλούς ανθρώπους. Δυο αιώνες αργότερα, ο ελληνόφωνος κόσμος αποκτά στην Κωνσταντινούπολη για πρώτη φορά μια πρωτεύουσα, μια πόλη που για οκτώ αιώνες θα παραμείνει το επίκεντρό του και που «ώς σήμερα δεν έπαψε εντελώς να ηχεί συμβολικά για τους απανταχού Έλληνες». Η ανάλυση του Beaton έχει πλήρως επεξεργαστεί τη διαφορά μεταξύ του Ρωμαίος και του ρωμιός και αφιερώνει αρκετές σελίδες στην εξήγηση του σταδιακού εκχριστιανισμού του ελληνικού και ελληνιστικού κόσμου. Και πάλι στο επίκεντρο είναι η ελληνική γλώσσα και τα πολύτιμα έργα της επιστήμης και της τέχνης που δημιουργήθηκαν την εποχή εκείνη και που συχνά οι σύγχρονοι ιστορικοί αντιμετωπίζουν συγκαταβατικά. Πολύ ορθά δεν στέκεται ούτε στην πληθυσμιακή σύνθεση της αυτοκρατορίας ούτε στις θρησκευτικές ή στρατιωτικές εξελίξεις, παρά μόνο για να τονίσει ότι τα σημαντικά κείμενα, όπως το Σύμβολο της Πίστεως, γράφτηκαν στην ελληνική. Τον όρο Βυζάντιο τον θεωρεί αδόκιμο, συμφωνεί όμως ότι έχει επικρατήσει. Ωστόσο χρησιμοποιεί, και σ’ αυτή την περίπτωση, τη λέξη που επαναλαμβάνει από την αρχή του βιβλίου και δεν μεταφράζεται εύκολα, (σημαίνει ταυτόχρονα: εφηύραν και καθόρισαν εκ νέου), για όλες τις εξελίξεις του ελληνισμού:  Greeks reinvented themselves, this time as Christian Romans.

Στα μέσα Βυζαντινά χρόνια, πολύ ορθά, δίνει μεγάλη έμφαση στην εικονομαχία, θεωρώντας την ως βασική παράμετρο μιας μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής μεταρρύθμισης, που οδήγησε, μεταξύ άλλων, στο σχίσμα, μιαν αντανάκλαση της πολιτικής αλλά και της γλωσσικής διαίρεσης μεταξύ λατινόφωνης Δύσης και ελληνόφωνης Ανατολής. Κυρίως όμως επισημαίνει τις προσπάθειες της  άριστα οργανωμένης διπλωματίας της Κωνσταντινούπολης, υπό την καθοδήγηση του Πατριάρχη Φωτίου, που βασίζεται στον εκχριστιανισμό γειτονικών λαών, όπως οι Σλαύοι, στους οποίους δίνει το πρώτο τους αλφάβητο, βασισμένο στο ελληνικό.

Στην ύστερη βυζαντινή εποχή επικεντρώνεται και πάλι στις μεγάλες πνευματικές μορφές όπως ο Μιχαήλ Ψελλός, ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, η Άννα Κομνηνή, ο Νικήτας Χωνιάτης, που έγραψαν στην αττική διάλεκτο (λησμονεί τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο), ενώ πολύ σύντομη είναι η μνεία του έπους του Διγενή, της πρώτης δηλαδή προσπάθειας ελληνικού έπους στην καθομιλουμένη γλώσσα. Πολύ εκτενής είναι η αναφορά στην αποκαλούμενη Αναγέννηση των Παλαιολόγων, την οποία χαρακτηρίζει έκπληξη, αν αναλογιστούμε ότι συμπίπτει  με την παρακμή και την πτώση της αυτοκρατορίας. Σταθμό όμως στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού θεωρεί τον Γεώργιο Γεμιστό, ή Πλήθωνα, διότι εφηύρε, κατά τον Beaton, έναν εντελώς νέο τρόπο για τους Έλληνες να μεταμορφώσουν και πάλι τον εαυτό τους τους (reinvent themselves) αντιστρέφοντας όσα είπε ο Ισοκράτης. Συνέλαβε την έννοια του έθνους και της εθνικής ταυτότητας πολλούς αιώνες πριν κάτι παρόμοιο εμφανιστεί στην Ευρώπη. Έγραφε στον Αυτοκράτορα Μανουήλ Παλαιολόγο: «Εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».

 

4.

Ο Beaton γράφει με πολιτικό αισθητήριο και σφαιρική γνώση των πραγμάτων. Ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρησή του ότι η άλωση είχε ένα θετικό στοιχείο: Η Κωνσταντινούπολη, έστω και ως  Istanbul, αποκατέστησε τη διαλυμένη κυριαρχία της σε όλη την κατακερματισμένη επικράτεια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και επανήλθε ως πρωτεύουσα, υπό τον Σουλτάνο, για να παραμείνει στο ρόλο αυτό για περίπου πεντακόσια χρόνια. Αλλά και ο Πατριάρχης ξαναβρήκε τη δικαιοδοσία του σε όλους τους ορθόδοξους, από τις παρυφές της Βιέννης ώς τη Βαγδάτη. Όλες αυτές οι εξελίξεις οφείλονται, κατά τον Beaton, στους πολιτικούς υπολογισμούς του Μωάμεθ Β’, ο οποίος μετέτρεψε την ορθόδοξη εκκλησία σε κρατικό θεσμό, συντελώντας στη διατήρηση από το ελληνικό στοιχείο της γλώσσας του και της θρησκείας του. Οι Έλληνες παρέμειναν αποδεκτή παρουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως χριστιανοί – κι εδώ εντοπίζεται άλλη μια «επανεφεύρεση» του ελληνισμού.

Πολύ ορθά δίνει μεγάλη έκταση στην ανάλυση της κρητικής αναγέννησης και της ζωής του βενετοκρατούμενου τμήματος του ελληνισμού, σε σύγκριση με το τουρκοκρατούμενο. Ο Ερωτόκριτος, η Ερωφίλη και η πνευματική ζωή στην Κρήτη του 16ου αιώνα αποτελούν την ένδειξη της δυναμικής που διέθετε ο ελληνισμός να ανθίσει πνευματικά για ακόμα μια φορά, αν η αναγέννηση προχωρούσε ανεμπόδιστα.

Ο καθοριστικός ρόλος των Φαναριωτών σε σημαντικές διπλωματικές θέσεις της Οθωμανικής αυλής, με πρώτο τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, το 1669, προβάλλεται από τον Beaton ως σημαντικός παράγοντας για τη σύναψη διεθνών συνθηκών με την Υψηλή Πύλη, συνθηκών οι οποίες έδωσαν εμπορικά και ναυτιλιακά προνόμια στους έλληνες πλοιοκτήτες, προετοιμάζοντας έτσι τη ναυτική δύναμη στην Επανάσταση. Μια νέα ελληνική διασπορά ξεκινά, βασισμένη στην κινητικότητα των Ελλήνων εντός και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, από το Ταγκανρόγκ της Αζοφικής ώς το Λονδίνο. Η μοίρα του Οδυσσέα εμφανίζεται και πάλι ως χαρακτηριστικό του ελληνισμού.

Η αναγέννηση της παιδείας, οδηγούμενη από την εκκλησία, από τα πρώτα βιβλία που τυπώνονται ελληνικά και από τις ευκαιρίες για οικονομική και πολιτική ανέλιξη στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποτελεί για  τον Beaton θεμέλιο για τον ελληνικό διαφωτισμό που, επίσης, προετοιμάζει το έδαφος, τον 18ο αιώνα, για την ελληνική ανεξαρτησία. Παράλληλα όμως έχει αρχίσει και η προετοιμασία του φιλελληνικού κινήματος στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Ξεχωρίζει την Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό και την Ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης του Βίνκελμαν ως τα καίρια έργα που αναβιώνουν τη στροφή προς την αρχαία Ελλάδα και τα πολιτικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματά της. Έτσι, ήταν πολιτικά πολύ οξυδερκείς, σημειώνει, οι διακηρύξεις των πρώτων εθνοσυνελεύσεων και των προκρίτων που απευθύνονται προς τα ευρωπαϊκά έθνη, ζητώντας βοήθεια για την ίδρυση ελληνικού κράτους. Και σ’ αυτές δεν υπάρχει πλέον ο όρος ρωμιός αλλά επανεμφανίζεται ο όρος Έλληνας, που ήδη είχε επικρατήσει στη συνείδηση των ελληνόφωνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή, κατά τον Beaton, ήταν η πιο ριζοσπαστική επανεφεύρεση του ελληνισμού. “So effective has that collective act of reinvention been, that it requires an effort of imagination, today, to realise what a radical innovation it was at the time”.

 

5.

Θεαματικό θεωρεί ο συγγραφέας το σύνολο των επιτευγμάτων του νέου ελληνικού κράτους επί Καποδίστρια και Όθωνα, όχι μόνο στον τομέα δημιουργίας θεσμών αλλά και εθνικού αφηγήματος για την Ελλάδα, στο πλαίσιο τότε της Μεγάλης Ιδέας. Οι Έλληνες εξακολουθούν να ευημερούν κυρίως εκτός ελληνικού κράτους και να το ενισχύουν ως εθνικοί ευεργέτες από το προϊόν του πλούτου τους. Αλλά και η πνευματική ζωή ξεπερνά τα περιορισμένα σύνορα και απλώνεται όπου ομιλείται η ελληνική γλώσσα. Και εδώ ο Beaton εστιάζει στο κεντρικό μοτίβο του βιβλίου του, ότι δηλαδή η ιστορία των Ελλήνων μακράν υπερβαίνει εκείνη του ελληνικού κράτους. Χαρακτηριστικά παραθέτει απόσπασμα από τη διακήρυξη του Ελευθερίου Βενιζέλου, όταν συνέστησε χωριστή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, αψηφώντας τον Βασιλιά Κωνσταντίνο, τον Σεπτέμβριο του 1916: «Αφού το Κράτος προέδωκε τα καθήκοντά του, υπολείπεται εις το Έθνος να επιχειρήση όπως επιτύχη το έργον, όπερ επεβάλλετο εις το Κράτος». Πολύ σπάνιες είναι οι περιπτώσεις άλλων χωρών όπου μια τέτοια φράση θα μπορούσε να σταθεί.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι διανοούμενοι επί σειρά ετών αγωνίστηκαν να προσδιορίσουν τον όρο ελληνικότητα και ελληνισμός. Η γενιά του ’30 ειδικά, αλλά και νωρίτερα ο Καβάφης, με πολύ οικουμενικότερη αντίληψη του ελληνισμού, έγραψαν ο καθένας με τον τρόπο του για το θέμα, και σ’ αυτούς ο Beaton βρίσκει την επιβεβαίωση της προσέγγισής του. Η καταστροφή ξεριζώνει μεγάλο κομμάτι του ελληνισμού και σταδιακά, από πολλά σημεία του ορίζοντα, πολλοί Έλληνες καταφεύγουν στα όρια του ελληνικού κράτους.

Από την άλλη μεριά, όμως, η τραγική δεκαετία 1940-50 δημιουργεί νέο κύμα ελληνικής διασποράς. Η Μελβούρνη γίνεται η τρίτη ελληνική πόλη στον κόσμο, τονίζει ο Beaton. Η ιστορία του Οδυσσέα επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Η πολιτιστική ακμή της δεκαετίας του 1960, με μία ήδη χωνεμένη ελληνικότητα, και η παλινόρθωση της δημοκρατίας το 1974 οδηγούν την Ελλάδα σε μια ευρωπαϊκή πορεία. Για τον Beaton, η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας αναπαριστά εμπνευσμένα, τόσο εικαστικά όσο και χορογραφικά, την ελληνικότητα και το ευρωπαϊκό στοιχείο στην ψυχή των Ελλήνων. Σήμερα, η συνεχιζόμενη διαδικασία της διασποράς, όπως για παράδειγμα μετά την οικονομική κρίση του 2009, συμπληρώνεται από τη διαδικασία του εξελληνισμού, όπως σε όλη τη μακραίωνη ελληνική ιστορία, σε ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο μοτίβο, χαρακτηριστικό των Ελλήνων.

Σε ορισμένα από τα συμπεράσματα του Beaton μπορεί να διαφωνεί κανείς. Το επίτευγμά του πάντως είναι εντυπωσιακό. Πρώτον, ως γλώσσα, αφηγηματική τέχνη, ύφος και ιστορική ακρίβεια. Δεν υπάρχουν εξεζητημένες και περισπούδαστες εκφράσεις, επιτηδευμένες λέξεις που προσπαθούν να αποδείξουν κάτι. Η γλώσσα ρέει και το κείμενο το απολαμβάνει ευχάριστα και ο μη ειδικός αναγνώστης. Δεύτερον, για τον άθλο να ξεχωρίσει τα πραγματικά θεμελιώδη και καίρια γεγονότα από μια ιστορία 3.500 ετών. Αυτό δεν απαιτεί μόνο βαθύτατη γνώση της ιστορίας και του πολιτισμού αλλά και ορθή και θεμελιωμένη κρίση. Τρίτον, διότι είναι αποστασιοποιημένος, χωρίς τις προκαταλήψεις και τις ιδεοληψίες που συναντάμε πολλές φορές σε αντίστοιχα ελληνικά έργα. Τέταρτον, για την αποστομωτική απάντηση που δίνει στις αντιλήψεις ορισμένων αμερικανικών και βρετανικών ακαδημαϊκών κύκλων που αμφισβητούν το αποτύπωμα του ελληνικού πολιτισμού στον κόσμο. Θεωρώ ότι όλες οι πρεσβείες μας και τα ιδρύματα ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό πρέπει να το προμηθευτούν άμεσα και να το προβάλουν συστηματικά.

Κυρίως όμως είναι εντυπωσιακό διότι συνέλαβε ότι το καθοριστικό στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας είναι η γλώσσα μας. Αυτή η γλώσσα που ομιλείται χωρίς διακοπή επί τρεις χιλιάδες χρόνια και στην οποία γράφτηκαν αριστουργήματα. Θα ήταν ευχής έργο να είχαν συναίσθηση αυτής της πραγματικότητας όλοι όσοι αποφασίζουν στην Ελλάδα για τις μεθόδους διδασκαλίας και τη χρήση της γλώσσας μας, που τόσο δοκιμάζεται σήμερα. Ας ελπίσουμε ότι το βιβλίο ενός Βρετανού, και δη Σκωτσέζου, όπως ο καθηγητής Beaton, θα μας βοηθήσει να δούμε πιο καθαρά.

Αθήνα, 7/1/2022

 

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.