Σύνδεση συνδρομητών

Ο Σεφέρης και η πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά Μερικά παραδείγματα

Παρασκευή, 24 Ιουνίου 2022 18:37
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 1953. O Γιώργος Σεφέρης φωτογραφίζεται στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα, στον Πανταδάκτυλο της Κύπρου, μπροστά στο περίφημο «Παράθυρο της Ρήγαινας» με θέα προς την Κερύνεια.   
Ίδρυμα Αναστάσιος Γ. Λεβέντης
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 1953. O Γιώργος Σεφέρης φωτογραφίζεται στο κάστρο του Αγίου Ιλαρίωνα, στον Πανταδάκτυλο της Κύπρου, μπροστά στο περίφημο «Παράθυρο της Ρήγαινας» με θέα προς την Κερύνεια.  

Πρώτα απ’ όλα, θέλω να ευχαριστήσω για την πρόσκληση συμμετοχής στο Συνέδριο, καθώς και για την τιμητική συμπερίληψη του ονόματός μου στην Επιστημονική Επιτροπή. Πριν αρχίσω να αναπτύσσω το θέμα μου, μια διόρθωση. Στις περίπου προ διετίας πρώτες συνεννοήσεις, είχα διαβιβάσει στους οργανωτές συντομότατη περίληψη της σημερινής ομιλίας, τόσο λακωνική που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως προϊόν φυγοπονίας. Είχα τότε την ελπίδα για μιαν εν καιρώ επεξήγηση, αλλά τα γνωστά γεγονότα της πανδημίας ανέτρεψαν κάθε πιθανότητα. Τα ονόματα των ποιητών που ανέφερε εκείνη η λακωνική περίληψη (Σινόπουλος, Αναγνωστάκης, Παυλόπουλος) ήταν εντελώς ενδεικτικά και επ’ ουδενί εξαντλούσαν την πρόθεσή μου να επεκταθώ πιθανώς στο σύνολο των μεταπολεμικών ποιητών. Επομένως, δεν θα ακούσετε στη συνέχεια μόνον τις τυχόν συντεχνιακές ή όποιες άλλες σχέσεις μεταξύ των τριών αυτών ποιητών και του Σεφέρη.

Θα προσπαθήσω να εξετάσω την αμφίδρομη και αμοιβαία επενέργεια μεταξύ του ποιητή της «Κίχλης» και, ει δυνατόν, όλων των ομοτέχνων του της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς. Εάν, με ποιον τρόπο  και σε ποιον βαθμό επικοινώνησε και ασχολήθηκε ο Σεφέρης με το έργο ποιητών αυτής της γενιάς αφενός, και πώς υποδέχτηκαν, οικειοποιήθηκαν ή ασχολήθηκαν με το δικό του έργο οι ποιητές αυτοί αφετέρου. Αν μπορούμε, με άλλα λόγια,  να ανιχνεύσουμε και να εντοπίσουμε τυχόν εκατέρωθεν δημιουργικές ανταποκρίσεις, συγκλίσεις και αποκλίσεις. Είναι ευνόητο πως η εξαντλητική διερεύνηση του θέματος απαιτεί συστηματική ενασχόληση, άνεση χρόνου και εκτενή τεκμηρίωση πολύ μεγαλύτερη απ’ όση διαθέτει το επετειακό Συνέδριό μας. Σε μια ιδανική προοπτική θα μπορούσε κανείς να εξετάσει έναν προς έναν όλους τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής σε συνάρτηση με τον Σεφέρη και αντιστρόφως. Επομένως, θα περιοριστώ σε μια πρωτοβάθμια χαρτογράφηση σχέσεων, επιφυλασσόμενος να αναπτύξω το θέμα εν καιρώ στην αρμόζουσα έκταση –μακάρι στην έκταση ενός βιβλίου. Από μιαν άλλη πλευρά, οι ερευνητέες αμφίδρομες σχέσεις μπορούν να εκληφθούν και ως ευρύτερη ανίχνευση των τρόπων με τους οποίους επικοινωνούν μεταξύ τους όχι μόνον ένας ποιητής με νεότερους ομοτέχνους του, αλλά δύο ολόκληρες γενιές από τις πιο αξιόλογες στην ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα, η γενιά του ’30 και η πρώτη μεταπολεμική. Θεωρώ ως πρώτη μεταπολεμική γενιά το σύνολο των 47 ποιητών τους οποίους έχει καταγράψει, σχολιάσει και ανθολογήσει ο Αλέξ. Αργυρίου στον οικείο τόμο της ανθολογίας Σοκόλη.[1] Σ’ αυτούς συγκαταλέγονται και δύο ποιητές οι οποίοι, κατά την εύστοχη παρατήρηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, είναι ποιητές «ενός μεταιχμίου, θα λέγαμε, με το ένα πόδι στη γενιά του ’30, και το άλλο στην αμέσως νεότερη».[2]  Πρόκειται για τον Άρη Δικταίο και τον Μηνά Δημάκη.

 

Σεφέρης, ο αυστηρός

Πενήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Σεφέρη, γνωρίζουμε πλέον εν εκτάσει όχι μόνον τα περιστατικά του βίου του, αλλά και λεπτομέρειες για τη διαμόρφωση του έργου του. Αν δεν κάνω λάθος, η δημόσια και η ιδιωτική συμπεριφορά του, όπως έχει αποτυπωθεί με ποικίλους τρόπους σε κάθε είδους κείμενά του (επιστολές, ημερολόγια, μελετήματα κ.λπ.), τού έχει προσδώσει τον χαρακτηρισμό του επιφυλακτικού, δύστροπου ανθρώπου που δύσκολα ανοίγεται και εκφράζεται, ιδίως όταν πρόκειται να δηλώσει τη γνώμη του για ομοτέχνους. Θα διόρθωνα, πως ήταν ένας πολύ αυστηρός άνθρωπος, πρώτα με τον εαυτό του και, αναπόφευκτα, με τους γύρω του. Δεν είχε ίχνος επιείκειας απέναντι στους ομοτέχνους του για θέματα που είχαν να κάνουν με την ποίηση και με κάθε άλλη μορφή τέχνης. Είναι επόμενο να έδινε κάποτε την εντύπωση δύστροπου και απόμακρου. Θυμηθείτε πώς τον περιγράφει ο Ελύτης κατά τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους στο «Χρονικό μιας δεκαετίας».[3] Στο ημερολόγιό του φαίνεται καθαρά η αυστηρότητα που τον διέκρινε, ακόμη και στις απαρχές της δημόσιας παρουσίας του, καθώς και ο τρόπος με τον οποίον άρχισε να επικοινωνεί τότε με τους συγχρόνους του ποιητές. Ένα παράδειγμα:  Βρισκόμαστε στο 1932, ένα χρόνο μετά την έκδοση της Στροφής. «Άρχισαν να μου στέλνουν και βιβλία τους», γράφει. «Απαντώ με τη γνώμη μου, καθαρά. Στην Ελλάδα είναι πολύ ‘‘καλλιτεχνικό’’ να μην ευχαριστείς, όταν κάποιος σου στέλνει το βιβλίο του. Σ’ όσους έγραψα, έγιναν εχθροί μου· δηλωμένοι. Σπουδαίοι καλλιτέχνες. Δεν ανέχουνται να διαφωνήσει κανείς μαζί τους, πουθενά» (Μέρες  Β΄, σ. 52).

Δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε και ορισμένα πραγματικά γεγονότα που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο συνδέονται μεταξύ τους και συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας ιδιότυπης συμπεριφοράς. Κατά τη διάρκεια των σαράντα χρόνων της δημιουργικής και δημόσιας παρουσίας του στα γράμματά μας, ο ποιητής  πέρασε περισσότερα από τα μισά χρόνια αυτού του διαστήματος, με ενδιάμεσα διαλείμματα, εκτός Ελλάδος. Επιπλέον, βρέθηκε μακριά απ’ τον τόπο του στη δίσεκτη περίοδο του πολέμου και της Κατοχής. Αν εξαιρέσουμε την τακτική προπολεμική συνεργασία του στα Νέα Γράμματα, σπανίως θα συναντήσουμε το όνομά του σε άλλα αθηναϊκά έντυπα. Δεν μετέχει ενεργά στις λογοτεχνικές ζυμώσεις της Αθήνας και αποφεύγει να εμπλέκεται στις κατά καιρούς αναταράξεις της πνευματικής αγοράς. Το όνομά του και το έργο του θα έρχονται σποραδικά στην επιφάνεια με ποικίλες αφορμές: με την απονομή του Επάθλου Παλαμά, με τους γνωστούς διαξιφισμούς γύρω από την περιβόητη «κλίκα», με τις διαλέξεις που πραγματοποιεί για τον Ερωτόκριτο ή για τον παραλληλισμό Καβάφη-Έλιοτ, με την έκδοση των βιβλίων του κατά τη δεκαετία 1945-1955. Επομένως, οι εμφανώς μειωτικοί και απαξιωτικοί χαρακτηρισμοί που του αποδίδονται το 1952  από τον  Ρένο Αποστολίδη (χαρακτηρισμοί πολύ ήπιοι, αν σκεφτούμε τους μετέπειτα λιβέλους του εναντίον του Σεφέρη), δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα: «Ο κ. Σεφέρης, ο οσοδήποτε καλός ποιητής», γράφει ο Ρένος Αποστολίδης, «ελάσσονος όμως τόνου, δεν αποτέλεσε στην πραγματικότητα ποτέ κέντρο της πνευματικής ζωής αυτού του τόπου».[4] Δεν είναι της ώρας να συζητήσουμε πώς και με ποιους τρόπους καθίσταται ένας ποιητής κέντρο της πνευματικής ζωής μιας χώρας. Είμαι της γνώμης πως, με την εξαίρεση του Κωστή Παλαμά ο οποίος κυριάρχησε επί πενήντα χρόνια στη λογοτεχνική αλλά και στη δημόσια ζωή, για κανέναν από τους άλλους μείζονες ποιητές μας του 19ου και του 20ού αιώνα δεν μπορούμε να ισχυριστούμε πως αποτέλεσε κέντρο της ελληνικής πνευματικής ζωής.

 

Η σχέση με τους ποιητές

Ο Σεφέρης οσάκις βρίσκεται εκτός Ελλάδος δεν είναι σε θέση να παρακολουθεί εκ τους σύνεγγυς τις  τρέχουσες εκδόσεις βιβλίων. Αρκείται στη συνεχή ενημέρωση και πληροφόρηση που του προσφέρει ο Γ.Κ. Κατσίμπαλης. Παραθέτω ενδεικτικώς δύο παραδείγματα: Σε επιστολή του από το Λονδίνο ο Σεφέρης ευχαριστεί τον Κατσίμπαλη που του έστειλε το αφιέρωμα Κάλβου της Νέας Εστίας, καθώς και την ποιητική συλλογή Ο θάνατος του Μύρωνα του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου. Ένα χρόνο αργότερα, ο Κατσίμπαλης σημειώνει σε δική του επιστολή: «Ταχυδρομώ τόμο ποιημάτων του Ν.Δ. Καρούζου. Ο Καραντώνης, ο Ελύτης, ο Θεοτοκάς και άλλοι πολλοί τον θεωρούν τον καλύτερο της νεότερης γενιάς».[5] Ο Σεφέρης δεν γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα, δεν έχει άμεσες, προσωπικές γνωριμίες με νεότερους, εκτός από έναν πολύ περιορισμένο αριθμό ποιητών· κάποιους απ’ αυτούς τους συνάντησε και άρχισε να επικοινωνεί μαζί τους πριν από τον πόλεμο του ’40 (Νάνος Βαλαωρίτης), με άλλους γνωρίστηκε μέσα από εκδοτική συνεργασία (Νίκος Καρύδης), ή έτυχε να τους συναντήσει εκτός Ελλάδος  (Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Λύντια Στεφάνου) ή να  τους συναναστραφεί όταν γύρισε  οριστικά στην Αθήνα το 1961 (Σινόπουλος, Παυλόπουλος). Απέφυγε να γράψει προλόγους σε βιβλία νεοτέρων (τακτική στην οποία υπέκυπτε ο ευάλωτος Παλαμάς) και δεν επιδόθηκε στη βιβλιοκριτική νέων εκδόσεων. Παρά ταύτα, έγραψε, όπως προκύπτει από τις Δοκιμές, δοκίμια για τουλάχιστον δεκαπέντε συγχρόνους του τους οποίους θεώρησε πως  με τον έναν ή τον άλλον τρόπο συνδέονταν πνευματικώς μαζί του.

Οι 30 από τους 47 ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς έχουν αποστείλει στον Σεφέρη τα βιβλία τους (ένα ή περισσότερα) κατά κανόνα με τιμητικές αφιερώσεις, ακολουθώντας την άτυπη δεοντολογία που εξακολουθεί να ισχύει ώς τις μέρες μας και που υπαγορεύει να γίνονται τέτοιου είδους προσφορές από τους νεότερους προς τους πρεσβύτερους. Είναι πολύ ενδιαφέροντα (και από μιαν άποψη ανεκμετάλλευτα) τα στοιχεία που μας παρέχει σχετικώς ο κατάλογος της βιβλιοθήκης του ποιητή, που επιμελήθηκε ο αείμνηστος Νίκος Χ. Γιανναδάκης.[6] Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις προσωπικές γνωριμίες που προανέφερα κατέχει ο Νάνος Βαλαωρίτης, όχι μόνον λόγω της επί χρόνια αλληλογραφικής επικοινωνίας του με τον ποιητή, αλλά κυρίως για τις πολύ καρποφόρες ενέργειές του όταν βρισκόταν στην Αγγλία, ενέργειες που συνέβαλαν στη μετάφραση και έκδοση ποιημάτων του Σεφέρη στο Λονδίνο και στη γενικότερη καλή τύχη του σεφερικού έργου στην αγγλική γλώσσα. Περιορισμένη αλληλογραφία, ανάλογη με τα λιγοστά χρόνια της προσωπικής γνωριμίας τους, είχε και ο Γιώργης Παυλόπουλος με τον Σεφέρη. Ο Παυλόπουλος προσπάθησε ανεπιτυχώς να εκδώσει σε βιβλίο τις εκατέρωθεν επιστολές· περιορίστηκε τελικώς σε κατά καιρούς μεμονωμένες δημοσιεύσεις.[7] Και η αλληλογραφία του Σινόπουλου με τον Σεφέρη δεν εκδόθηκε αυτοτελώς, αλλά δημοσιεύτηκε προ ετών σε περιοδικό.[8] Κατά τον Γιάννη Δάλλα ο οποίος έκρινε την πρώτη ποιητική συλλογή του Παυλόπουλου Κατώγι, ο Παυλόπουλος ακολουθεί τις «σταθερές» του Σεφέρη.[9] Ορατή είναι η σκιά του Σεφέρη και στην ποίηση του Θ.Δ. Φραγκόπουλου, και όχι μόνον κατά την κρίση του Σινόπουλου.[10] Και οι τρεις προαναφερθέντες έχουν καταθέσει σημαντικές μαρτυρίες για την έγκαιρη εκ μέρους τους πρόσληψη της σεφερικής ποίησης και, είναι, μαζί με τον Γιάννη Δάλλα, οι μόνοι της γενιάς που συνεργάστηκαν με κείμενά τους το 1961 στο Τιμητικό αφιέρωμα στα τριάντα χρόνια της Στροφής.  Θα τολμούσα να πω ότι τα πιο πάνω πρόσωπα συγκροτούν, με περιστασιακή παρουσία και του Μανόλη Αναγνωστάκη, άτυπη ομάδα που βρίσκεται σε διαρκή και αμοιβαία αλληλοτροφοδότηση. Αναγνωστάκης, Φραγκόπουλος, Σινόπουλος και  Δάλλας, μαζί με τον πεζογράφο Ρόδη Ρούφο θα αποτελέσουν, επιπλέον, την πεντάδα των συζητητών στην βραδιά μνήμης που οργανώθηκε για τον Σεφέρη στο θέατρο Άλφα τον Νοέμβριο του 1971.[11] Ο Σινόπουλος κρίνει τα ποιήματα του Φραγκόπουλου, ο Δάλλας τα ποιήματα του Παυλόπουλου και συνεξετάζει τα ποιήματα Σεφέρη και Αναγνωστάκη περί Σιδώνος με αναγωγή στον Καβάφη,[12] και σύντομα θα αποδειχτεί ως αξιόλογος σχολιαστής του σεφερικού έργου. Ο Φραγκόπουλος συνεργάζεται με τον Rex Warner και μεταφράζει σε αγγλική γλώσσα επιλογή δοκιμών του Σεφέρη[13] και, παράλληλα, επιχειρεί μια πρώτη ταξινόμηση του Αρχείου Σεφέρη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη.[14] Ο Παυλόπουλος καταθέτει τις προσωπικές του αναμνήσεις από τη γνωριμία του με τον ποιητή της «Κίχλης».[15]  Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση του Μανόλη Αναγνωστάκη, όπως επιβεβαιώθηκε και   από σημείωμά του προς τον ποιητή, στο οποίο γράφει: «Παραμένω και εμμένω πάντοτε σεφερικός, από το 1939».[16] Πολλά χρόνια πριν απ’ αυτό το γραπτό τεκμήριο, η κριτική είχε επισημάνει τρόπους και μοτίβα που δανείζεται ο Αναγνωστάκης από τον Σεφέρη.[17] Τέλος, μια συναγωγή των κριτικών κειμένων της Λύντιας Στεφάνου που κυκλοφόρησε προ διετίας αποτελεί εύγλωττη απόδειξη της κατά διαστήματα θετικής ασχολίας της με το έργο του ποιητή.[18]  

Υπάρχει και μια άλλη, άτυπη και αυτή ομάδα ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής, οι οποίοι μπορεί να μην έχουν σχολιάσει σε μεγάλη έκταση τη σεφερική ποίηση όπως οι προηγούμενοι, έχουν όμως διατυπώσει τις απόψεις τους σε άρθρα, συνεντεύξεις ή σύντομα μελετήματα. Πρόκειται για τους Ανδρέα Καμπά, Μηνά Δημάκη (εξέδωσε και σε αυτοτελές βιβλίο σχετικό μελέτημά του),[19] Δημήτρη Δούκαρη, Πάνο Θασίτη, Νίκο Καρύδη, Γιωργή Κότσιρα, Θανάση Κωσταβάρα, Νίκο Καρούζο,[20] Νίκο Φωκά, Τάσο Λειβαδίτη και άλλους. Θα μνημονεύσω ξεχωριστά τον Τίτο Πατρίκιο για δύο λόγους. Ο πρώτος προκύπτει από το βιβλίο της Ελένης Αντωνιάδου για τον Πατρίκιο, όπου ο ποιητής της «Κίχλης» ονομάζεται «κρυφός συγγενής του Πατρίκιου» και παρατίθενται τεκμήρια για τις δημιουργικές ανταποκρίσεις του νεότερου προς τον πρεσβύτερο.[21] Ο δεύτερος λόγος είναι η προφορική μαρτυρία του Πατρίκιου, την οποία έχει επαναλάβει ο ίδιος αρκετές φορές δημοσίως, πως κατά τα χρόνια της εξορίας ο Γιάννης Ρίτσος συμβούλευε τους νέους να διαβάζουν Σεφέρη, αλλά να μην το διαδίδουν, επειδή ο Σεφέρης ήταν αστός ποιητής! Αυτή η παραίνεση του Ρίτσου μάς παραπέμπει στο ευρύτερο θέμα της στάσης που κράτησε για πολλά χρόνια απέναντι στον Σεφέρη η ελληνική Αριστερά. Ασφαλώς το θέμα αυτό χρειάζεται λεπτομερέστερη μελέτη, πέρα από τις πρωτοβάθμιες παρατηρήσεις που είχε διατυπώσει πριν από πολλά χρόνια ο Ξ.Α. Κοκόλης,[22] δεδομένου ότι αρκετοί από τους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς ήταν εντεταγμένοι για πολλά χρόνια στην αριστερή ιδεολογία. Υπολογίζω πως αυτή η ιδεολογική ένταξη αφορά τουλάχιστον τους μισούς από τους 47 ποιητές της γενιάς. Είναι επόμενο η εικόνα που είχαν σχηματίσει για τον Σεφέρη, έναν διπλωμάτη ο οποίος υπηρετεί τις  εκάστοτε κυβερνήσεις, ο οποίος βρίσκεται κατά κανόνα εκτός Ελλάδος και διατηρεί ασαφείς σχέσεις και διασυνδέσεις με το εξωτερικό, να μη είναι και η ευνοϊκότερη για τον ποιητή. Όπως έχει σημειωθεί σχετικώς, «αυτός ο καθωσπρέπει διπλωμάτης, έννοια και ιδιότητα με πολύ μεγαλύτερη αίγλη στα χρόνια του Σεφέρη απ’ ό,τι σήμερα, ασφαλώς θα φάνταζε εκτός κλίματος και ασυγχρόνιστος στα μάτια των νεοτέρων που ανδρώνονταν στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Η διπλωματία, ακόμη και στις μέρες μας, δεν έχει αποβάλει την έννοια της κρυψίνοιας, της δοσοληψίας και του σκοτεινού παρασκηνίου».[23]

 

Οι ηχηρά σιωπηλοί

Υπάρχουν και ορισμένες περιπτώσεις ποιητών της γενιάς η στάση των οποίων απέναντι στο έργο του Σεφέρη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «ηχηρή σιωπή». Παρά τις προσπάθειές μου, δεν κατόρθωσα να εντοπίσω συγκροτημένες απόψεις τους για τον ποιητή της Στροφής, απόψεις όχι περιστασιακές αλλά τεκμηριωμένες, ασχέτως αν ήταν  θετικές ή αρνητικές. Φαίνεται σαν αν έχουν γυρίσει την πλάτη στον πρεσβύτερο, ίσως  επειδή οι ορίζοντες της δικής τους ποιητικής δημιουργίας είναι διαφορετικοί. Αναφέρομαι, και πάλι ενδεικτικώς, στους  Μίλτο Σαχτούρη, Έκτορα Κακναβάτο, Ε.Χ. Γονατά, Μιχάλη Κατσαρό. Θέλω να θέσω,  τέλος, ένα ερώτημα το οποίο υπόκειται σε όλα όσα ακούσατε μέχρι τώρα. Αν τοποθετούσαμε στη θέση του Σεφέρη κάποιον άλλον από τους μείζονες ποιητές μας, θα είχαμε εντυπωσιακώς διαφορετικά αποτελέσματα; Αν εξαιρέσουμε και πάλι την περίπτωση του Κωστή Παλαμά ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια της δημόσιας παρουσίας του δημιούργησε και σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε τον έως την εποχή του κανόνα της λογοτεχνίας μας, δεν βλέπω κάποιον άλλον ποιητή που να έχει επιδείξει μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, ιδιαίτερη προσοχή και να έχει αφιερώσει μεγάλο μέρος του έργου του σχολιάζοντας ή καθοδηγώντας νεότερους ομοτέχνους. Και για να κάνω σαφέστερο το ερώτημα: Για πόσους νεότερους έγραψαν εκτενώς και δημοσίως ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Σαχτούρης, ο Αναγνωστάκης;

 

[1]  Αποφεύγω εδώ να επεκταθώ στους προβληματισμούς που διατυπώθηκαν προ σαράντα ετών για το   πώς ορίζεται η πρώτη μεταπολεμική γενιά και ποιοι ποιητές την αποτελούν. Βλ. σχετικώς τα Πρακτικά του Α΄ Συμποσίου Ποίησης, Πανεπιστήμιο Πατρών 3-5 Ιουλίου 1981, α΄ τόμος, Εκδόσεις «Γνώση» <1982>, κυρίως τις εισηγήσεις των σσ. 27-124.

[2] Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανθολογεί, Ένα πανόραμα της νεωτερικής μας ποίησης & ένα ηχητικό ντοκουμέντο, Επιμέλεια: Γιώργος Ζεβελάκης, Μεταίχμιο <2019>, σ. 20.

[3]  Οδυσσέας Ελύτης, «Το Χρονικό μιας δεκαετίας», Ανοιχτά  Χαρτιά, 1987, σσ. 360-361.

[4]  Ρ[ένος Αποστολίδης], «Το Χρονικό του Μηνός, Οι πνευματικοί απολογισμοί του ’51», Τα Νέα Ελληνικά 1/2  (Φεβρουάριος 1952), σσ. 150-152.

[5]  Γ.Κ. Κατσίμπαλης & Γιώργος Σεφέρης, «Αγαπητέ μου Γιώργο», Αλληλογραφία (1924-1970)», δεύτερος τόμος (1946-1970), Επιμέλεια επιστολών –Σχόλια Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Ίκαρος 2009, σ. 414 και 453, αντιστοίχως.

[6]   Νίκος Χ. Γιανναδάκης, Κατάλογος Βιβλιοθήκης Γιώργου και Μαρώς Σεφέρη, Βικελαία Βιβλιοθήκη, Δήμος Ηρακλείου, 1989.

[7]  Βλ. Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Βιβλιογραφία Γιώργου Σεφέρη (1922-2016), Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη 2016, λήμματα Β26, Β39, Β48 και Β73.

[8]  Τάκης Σινόπουλος-Γιώργος Σεφέρης, Αλληλογραφία (1939-1962), Φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Ρηγόπουλος, ΄Οροπέδιο τχ. 8 (Χειμώνας 2009-2010), σσ. 712-766.

[9]  Γιάννης Δάλλας, «Κριτική Βιβλίου, Με τις ‘‘σταθερές’’ του Σεφέρη», εφ. Το Βήμα, 9 Νοεμβρίου 1971.

[10]  Τάκης Σινόπουλος, «Ο ποιητής και η Ελλάδα –αρετές και επιδράσεις», Εποχές τχ. 14 (Ιούνιος 1964), σσ. 66-68 [κριτική για τα Ποιήματα, (Μια εκλογή) του Θ.Δ. Φραγκόπουλου]. Βλ. επίσης Αντρέας Καραντώνης, Νέα Εστία (15 Μαΐου 1959), σσ.692-696. ~ Περικλής Παγκράτης, «Θ.Δ. Φραγκόπουλος, Η κριτική αντιμετώπιση του ποιητή (Ανθολόγιο)», Πόρφυρας τχ. 74 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1995), σσ. 307-311.

[11]  Εταιρεία Μελέτης Ελληνικών Προβλημάτων, Βραδιά Σεφέρη, Δημόσια συζήτηση στην Αθήνα 22 Νοεμβρίου 1971 (αίθουσα Άλφα), Κέδρος 1972.

[12]  Γιάννης Δάλλας, «Δύο καταβολές του Καβάφη στη νεότερη ποίηση: Γ. Σεφέρη, Πραματευτής από τη Σιδώνα – Μ. Αναγνωστάκη, Νέοι της Σιδώνος, 1970», Χάρτης 5/6 (Απρ. 1983), αφιέρωμα Καβάφη, σσ. 701-710.

[13]  On the Greek Style, Selected Essays in Poetry and Hellenism  by George Seferis, Translated by Rex Warner and Th. D. Frangopoulos, With an Introduction by Rex Warner, An Atlantic Monthly Press Book, 1966 [και μεταγενέστερες ανατυπώσεις].

[14]  Θ.Δ. Φραγκόπουλος, «Ταξινόμηση του Αρχείου Σεφέρη στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη», Νέα Εστία (1 Ιανουαρίου 1977), σσ. 53-55 και «Δυο φάκελοι του Αρχείου Σεφέρη στη Γεννάδειο», Νέα Εστία (15 Απριλίου 1984), σσ. 553-554.  

[15]  Γιώργης Παυλόπουλος, «Ένα άγνωστο κι ένα γνωστό ποίημα του Γιώργου Σεφέρη», Η Καθημερινή, 20 Ιουνίου 1976 ~ «Δυο ανέκδοτα γράμματα του Γιώργου Σεφέρη, ο ‘‘Έμπορος της Βενετίας’’ και πώς γίνονται τα παραμύθια», Η Λέξη τχ. 53 (Μάρτιος-Απρίλιος 1986), αφιέρωμα Σεφέρη, σσ. 216-221 ~ «Μνήμες από τον Γιώργο Σεφέρη», Γιώργος Σεφέρης, Το ζύγιασμα της καλοσύνης, Φιλολογική επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, Εκδόσεις Μεσόγειος 2004, σσ. 19-53.

[16]  Νόρα και Μανόλης Αναγνωστάκης, «Μια επιστολή και μια κάρτα από το Αρχείο Σεφέρη, Μαρτυρίες για την πρόσληψη της συλλογής Τρία Κρυφά Ποιήματα (1966)», Φιλολογική επιμέλεια, παρουσίαση Βασιλική Κοντογιάννη, Τα Ποιητικά τχ. 20 (Δεκέμβριος 2015), σσ. 1-4. Βλ. επίσης: Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Μανόλης Αναγνωστάκης, Ένας σεφερικός ποιητής», Χωρικά ύδατα, Μελέτες νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μελάνι 2020, σσ. 137-147.

[17]  Βλ. πρόχειρα τον τόμο Για τον Αναγνωστάκη, Κριτικά κείμενα, Επιλογή: Νάσος Βαγενάς, Αιγαίον, Λευκωσία 1996, κυρίως τα κείμενα των Vincenzo Orsina και Νάσου Βαγενά.

[18]  Λύντια Στεφάνου, Κριτικές Μελέτες και Σημειώματα, Εισαγωγή-Επιμέλεια Ξένη Σκαρτσή, Εκδόσεις  Σοκόλη 2019, κυρίως σσ. 266-289 και 316-324.

[19]  Μηνάς Δημάκης, Η ποίηση του Σεφέρη, Το Ελληνικό Βιβλίο 1974.

[20]  Βλ. Συνεντεύξεις του Νίκου Καρούζου, Φιλολογική επιμέλεια Ελισάβετ Λαλουδάκη, Ίκαρος <2002>, σσ. 88-108.

[21]  Ελένη Αντωνιάδου, Κείμενα για τον Τίτο Πατρίκιο, Ως πού μπορεί να φτάσει ένας ‘ Χωματόδρομος’’, Βακχικόν 2019, σσ. 68-79.

[22]  Ξ.Α. Κοκόλης, «Το έργο του Σεφέρη και η αριστερή κριτική, Επιλογή κειμένων κι ένας πρώτος σχολιασμός», Αντί τχ. 64 (5 Φλεβάρη1977), σ. 30-33  [Ο ίδιος, Σεφερικά μιας εικοσαετίας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 211-224].

[23]  Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Ο δικός μου Σεφέρης», Συμπαθητική Μελάνη, Ερμής 1999, σ. 67.

Δημήτρης Δασκαλόπουλος

Κριτικός και βιβλιογράφος. Πρόσφατα βιβλία του: Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου, Χρονικό  (2016),  Βιβλιογραφία Γιώργου Σεφέρη (1922-2016) (2016), Το δικαίωμα του αναγνώστη, Κείμενα για τον έντυπο λόγο (2017).  Ιστορίες του 20ού αιώναΕπιφυλλίδες (2019),  Χωρικά ύδατα (2020).

Τελευταία άρθρα από τον/την Δημήτρης Δασκαλόπουλος

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.