Στο σπίτι με τράβηξε αμέσως, δεν μπορούσα να τ’ αφήσω. Συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν μπροστά σ’ ένα συγκλονιστικό αν και κάπως σκοτεινό κείμενο, εφάμιλλο κλασικών, όπως το Δόκτωρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ ή τον Δράκουλα. Το θέμα του: η σχέση της σεξουαλικής ηδονής με το φόνο και του ανθρώπου με το κακό.
Ο Λαντρύ ξεκινά με την απόκτηση και την προετοιμασία της βίλας που νοίκιασε στο χωριό Γκαμπέ για να υποδεχτεί γυναίκες, περνά στην ανεύρεση αγγελίας γνωριμιών της χήρας Άννας Κουσέ, 22 ετών, συνεχίζει με την αλληλογραφία, τη γνωριμία, την οριστική εγκατάστασή της στη βίλα. Ακολουθεί κοινή ζωή μέσα σε ένα σεξουαλικό ηδονικό κρεσέντο και, στο αποκορύφωμά του, δολοφονεί και καίει την Άννα. Όλη η διήγηση έχει ημερολογιακή μορφή πραγματικών γεγονότων.
Μπήκα στο διαδίκτυο για να δω τις άλλες δολοφονίες και τη δίκη του Λαντρύ. Εκεί έμαθα ότι κατηγορήθηκε, καταδικάστηκε και καρατομήθηκε για φόνους δέκα γυναικών –που έγιναν από το 1915 ώς το 1919– και ενός εφήβου, του γιου της πρώτης δολοφονημένης, Ζαν Κουσέ.
Όμως, τα περιστατικά, όπως εμφανίζονταν στο διαδίκτυο, του φόνου της χήρας Κουσέ είχαν μικρή σχέση με τ’ Απομνημονεύματα. Το μικρό όνομα της χήρας ήταν Jeanne και όχι Ann, είχε εξαφανιστεί τον Φεβρουάριο του 1915 όταν ο Λαντρύ έμενε στο Βερνουιγιέ και όχι στο Γκαμπέ, ήταν 39 ετών και όχι 22, είχε και ένα γιο 16 ετών, εκείνη είχε απαντήσει σε αγγελία που έβαλε ο Λαντρύ και όχι το ανάστροφο. Ο Λαντρύ εμφανίστηκε στην Κουσέ ως Ντιάρτ και όχι ως Γκουιλέτ των Απομνημονευμάτων (ψευδώνυμο που χρησιμοποίησε στη Λουίζ Ζωμ). Ο Λαντρύ τη γνώρισε καλοκαίρι κι όχι Νοέμβριο. Όλα αυτά έκαναν λογική την υπόθεση ότι το κείμενο δεν ήταν ημερολόγιο αλλά μυθοπλασία. Μυθοπλασία! Γραμμένη από ποιον;
Ο Λαντρύ ουδέποτε παραδέχτηκε τους φόνους, ούτε στο δικηγόρο του πριν την καρατόμησή του, αρνήθηκε ακόμη και την εξαπάτηση των γυναικών. Κατά τις έρευνες, πτώματα δεν βρέθηκαν, από τις στάχτες και τα καμένα μικρά κόκαλα δεν έγινε δυνατή η πιστοποίηση ανθρώπινων σωμάτων. Μαρτυρίες που να μπορούσαν να υποδείξουν φόνους δεν υπήρξαν. Το οικονομικό κίνητρο που του απέδιδε το κατηγορητήριο ήταν φτωχό, καθώς οι περισσότερες απ’ αυτές τις γυναίκες ήταν απένταρες. Το βασικό στοιχείο της κατηγορίας βασιζόταν στο καρνέ του Λαντρύ. Μήπως το καρνέ ήταν τα απομνημονεύματα που διάβασα ή ένα μέρος του; Αλλά τότε η μυθοπλαστική φύση του, που ήταν καθαρά υπόθεση φαντασίας και δεν είχε σχέση με τα περιστατικά του κατηγορητηρίου, τον αθώωνε.
Παράλληλα, ο Λαντρύ εμφανίστηκε στα μάτια μου ως αριστοτέχνης απατεώνας, γοητευτικός και αγαπημένος εκείνων των μοναχικών γυναικών που είχαν μια δύσκολη ζωή στις οποίες, μέσα από τις άριστα μελετημένες αγγελίες του σε στήλες γνωριμιών, υποσχόταν γάμο και μια άνετη και πλούσια ζωή.
Όλα αυτά γεννούσαν πολλά ερωτήματα. Σε σχετική συζήτηση, ο φίλος Γιώργος Ζεβελάκης με πληροφόρησε ότι ήταν κάτοχος, εκτός της έκδοσης που είχα εγώ, και μιας άλλης παλαιότερης, που αποδείχτηκε ότι ήταν του 1922, χρονιάς που ο Λαντρύ καρατομήθηκε, και με τον ίδιο τίτλο: Λαντρύ Απομνημονεύματα[1].
Μετάφρασμα ή πρωτότυπο;
Οι δύο εκδόσεις είχαν πανομοιότυπο πρόλογο, ενώ το κείμενο της δεύτερης αποτελούσε καλά επιμελημένο και μεταφερμένο στη νέα ορθογραφία κείμενο της πρώτης. Αυτό μ’ έκανε να ψάξω από πού μεταφράστηκε η πρώτη έκδοση και ποιος τη μετέφρασε, καθώς αμφέβαλλα πια για την πατρότητα της μυθοπλασίας. Δίχως αποτέλεσμα.
Προσπάθησα να βρω τα απομνημονεύματα ή το καρνέ στο διαδίκτυο, σε γαλλική ή σε αγγλική έκδοση. Απέτυχα. Το καρνέ δεν υπήρχε αυτούσιο αλλά το περιεχόμενό του σκιαγραφούνταν, έμοιαζε πελατολόγιο με συνθηματικές αναγραφές - βοηθήματα μνήμης του ιδιοκτήτη του, δεν ήταν εξομολογητικό κείμενο.
Επέμεινα, διάβασα εκτεταμένα πρακτικά της δίκης σε ελληνικές εφημερίδες του Νοεμβρίου 1921 και το αγγλικό βιβλίο του Τόμλισον για τον Λαντρύ[2] (ένα από τα πολλά που έχουν εκδοθεί πρόσφατα εν όψει των εκατό ετών από την καρατόμηση του διάσημου πια κατά συρροήν δολοφόνου). Δεν βρήκα στην εκτεταμένη βιβλιογραφία του, ούτε σε άλλη βιβλιογραφική αναφορά, απομνημονεύματα Λαντρύ, ενώ εκ νέου επιβεβαίωσα ότι το βιβλίο των Απομνημονευμάτων που είχα ήταν άσχετο με τα περιστατικά της δικογραφίας.
Μήπως κάποιος παρακολούθησε τα πρακτικά της δίκης και συνέθεσε τη μυθοπλασία; Ή μήπως η θολωμένη μνήμη του Λαντρύ ενοποίησε όλες τις δολοφονίες και τις μετέφερε σε μια εξιδανικευμένη ιστορία; Η ψυχαναλυτική ματιά στο κείμενο από τον καθηγητή ψυχιατρικής Μάριο Μαρκίδη, στο εξαιρετικό επίμετρο της δεύτερης έκδοσης, θεωρεί ότι το κείμενο είναι του Λαντρύ, που το έγραψε για να δημιουργήσει έναν προσωπικό μηχανισμό αθώωσης και εξαγνισμού. Όμως είναι βέβαιο ότι ο Λαντρύ με κανέναν τρόπο, άμεσο ή έμμεσο, δεν παραδέχτηκε την ενοχή του. Οπότε, το ποιος έγραψε κι αν αποτελεί μετάφραση το κείμενο Λαντρύ Απομνημονεύματα παραμένει αίνιγμα.
Τα Απομνημονεύματα παρουσιάζουν ένα ολοκληρωμένο σύνθετο έγκλημα, όχι την «απλή τέχνη του φόνου». Περιλαμβάνει το σχεδιασμό, τη δημιουργία του παγιδευτικού χώρου, το κυνήγι του θηράματος-θύματος, την παγίδευση διά της γοητείας, την απομόνωση, την κατάκτηση, την απόλυτη κυριαρχία, το φόνο, τη μετατροπή του θύματος σε πράγμα, την εξαφάνιση - ενσωμάτωσή του από το θύτη.
Είναι λογοτεχνική μυθοπλαστική κατασκευή ή εξιδανικευμένη μνήμη φριχτών πράξεων; Πάντως, ανεξάρτητα από το τι είναι και από ποιον είναι γραμμένο, είναι σπουδαίο λογοτέχνημα.
Η τελευταία ημερολογιακή αναγραφή συνεισφέρει για την κατανόηση του σκοτεινού δράματος ένα άλλο κίνητρο για τους φόνους (πέρα από το οικονομικό του κατηγορητηρίου): τον αβάσταχτο χαρακτήρα της ηδονής που μόνο με την εξαφάνιση του αντικειμένου της, δηλαδή με την ηδονή του κακού μπορεί να υπερκεραστεί.
Οι τεχνικές του φόνου
O συγγραφέας, για να κάνει τον αναγνώστη να εντρυφήσει περισσότερο στις κατ’ αυτόν ηδονικές λεπτομέρειες του τρόπου της δολοφονίας, δηλώνει εξαρχής το γεγονός της δολοφονίας και μετά διηγείται τις λεπτομέρειες. Δείτε το απόσπασμα:
4 Γενάρη
Είναι πρωί. Ένα πρωινό μολυβένιο και συννεφιασμένο. Οι μορφές των δέντρων του κήπου μόλις που αρχίζουν να ελευθερώνονται από την καταχνιά με αργόσυρτα χασμουρητά και νυσταγμένη ενατένιση της καινούργιας μέρας. Πίσω από τα τζάμια των παραθυριών του εργαστηρίου μου παρακολουθώ το οκνηρό ξύπνημα αντικειμένων με τον ερχομό του φωτός και χαίρομαι επειδή ζω ακόμη. Το αντίκρισμα του θανάτου μου ’δωσε την τρομερή βεβαιότητα πως μια μέρα θα πεθάνω κι εγώ και ίσως εξαφανιστώ, ίσως γίνω μέρος κάποιου σώματος από το οποίο έχω αποκολληθεί από κάποια ιδιοτροπία ή από κάποιον άλλο λόγο που ο άμοιρος νους δεν μπορεί να συλλάβει. Ωστόσο η νέα αυγή υψώθηκε, κι εγώ νιώθω πλουσιότερο τον εαυτό μου, γιατί κατά την τραγική νύχτα που τώρα διαλύει ο ήλιος, μια ψυχή που έβγαλα από το φυσικό κέλυφός της ξανάσμιξε με τη δική μου.
Η απολαυστική γυναίκα πέθανε από τα χέρια μου, και τα νιάτα της, οι χάρες της, η ζωή της πέρασαν σ’ εμένα με τη δύναμη μιας μαγείας που δεν μπορώ να ξεχωρίσω το μυστικό της.
Ωστόσο, αν δεν είχα το αποτέλεσμα να νιώθω πως έχω πολλαπλάσια την ικανότητα να ζήσω και αν δεν υπήρχε η βεβαιότητα που κατέχω πως η Άννα είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι του δωματίου μου με μια τρύπα στην καρδιά και με μια αιμάτινη κόκκινη γραμμή που σημαδεύει το στήθος της το απατηλό σημάδι μιας μαχαιριάς, θα αμφέβαλα ακόμη για το θάνατό της. Μου φαίνεται ψέματα πως δεν αναπνέει πια, μου φαίνεται αδύνατο πως πηγαίνοντας στο άλλο μέρος δεν θα βρω το άσβηστο χαμόγελο του στόματός της και το χάδι της ματιάς της, πως δεν θα βρω παράξενες συμφωνίες πόνου να ξεχειλίζουν σε ηδονική και χαρούμενη έκσταση.
Τώρα, η μικρή Άννα έγινε ένα μέρος δικό μου, του σπιτιού μου, της ζωής μου. Οι μέρες που διάβηκαν μ’ έκαναν να συνηθίσω τη φιλία της, χωρίς σχεδόν να το προσέξω, και να τη νιώσω σαν κάτι απαραίτητο, και ο ξαφνικός χαμός της μου φέρνει τον τρόμο του απλού ανθρώπου που ψαρεύει τη ευτυχία του στην ψυχή του γείτονα και δεν ξέρει να την ξεθάψει από τη δική του ψυχή. Με συγκινεί λιγάκι η αθλιότητα των όμοιών μου κι ο τετριμμένος συναισθηματισμός που είναι το κλειδί της κοινωνικής ευταξίας. Μα εγώ θα γυρίσω τις πλάτες ελεύθερος σ’ αυτό το οικοδόμημα και θα ρίξω τα μάτια σ’ εκείνο που έπραξα τούτη τη νύχτα. […]
Η Άννα βρισκόταν από κάτω μου στενάζοντας, νεκρωμένη από τον έρωτα, με το πρόσωπο παραμορφωμένο και τα μάτια κλειστά μέσα στις μελανές κόγχες τους. Σηκώθηκα σιγά στους αγκώνες μου για να την κοιτάξω καλύτερα. Ο θάνατος πλανιόταν πάνω στα χαρακτηριστικά του προσώπου της, σαν να ζητούσε μέρος κατάλληλο για ν’ αναπαυθεί. Το κορμί της, σκλαβωμένο από τον έρωτα και την ηδονή είχε μια ανέκφραστη αρμονία που με έκανε να υποφέρω. Αποφάσισα να κατακτήσω τη ζωή και την ομορφιά που χυνόταν στα υπέροχα μέλη της και να εκμηδενίσω το ευγενικό πλάσμα, για να ενωθεί το πνεύμα μου μαζί του και να διαλυθεί η ύλη σ’ άπιαστους κόκκους μέσα στο σύμπαν. Άπλωσα σιγά το χέρι μου στο προσκέφαλο και πήρα την έτοιμη σύριγγα. Έπειτα με το άλλο χέρι ψηλάφησα τα στήθη της που έπαλλαν ακόμη, για να διατηρήσω περισσότερο την έκσταση των αισθήσεών της και για να βρω το σωστό σημείο της καρδιάς. Όταν την ένιωσα να χτυπά δυνατά κάτω από την παλάμη μου, έψαξα ανάμεσα στα πλευρά της, κι όταν βρήκα το κατάλληλο σημείο, πλησίασα σ’ αυτό την άκρη της σύριγγας.
Η Άννα είχε ακόμη τα μάτια της κλειστά στη σκοτεινιά της ηδονής. Μα εγώ ήθελα να τ’ ανοίξει και να δω να εξαφανίζεται το τελευταίο υπόλειμμα της ζωής της και να πιώ από τα μάτια της το πνεύμα της, το εξορισμένο από τη φθαρτή κατοικία του.
Με την άκρη της σύριγγας κέντησα ελαφρά το δέρμα της. Η Άννα άνοιξε τα μάτια της ξαφνιασμένη, μη ξέροντας την αιτία της τσιμπιάς.
Εγώ της χαμογέλασα και της είπα: Πεθαίνεις. Και πίεσα με σταθερό χέρι τη σύριγγα που χώθηκε στο λευκό στήθος της.
Το πρόσωπο της νέας συσπάστηκε σπαρακτικά και τα μάτια της φωτίστηκαν από μια λάμψη αγωνίας. Έπειτα, το βλέμμα που με τύλιγε ολόκληρο έσβησε και στα χαρακτηριστικά του προσώπου της απλώθηκε μια υπέρτατη ηρεμία θανάτου.
Είδα στα μάτια της να ρέει η ζωή που αποχωρούσε, να αργοπορεί, να χαμογελάει με μια θλιμμένη γλυκύτητα κι ύστερα να χύνεται προς εμένα. Τα μάτια της έσβηναν λίγο λίγο και δεν κοίταζαν πια. Έγιναν γυάλινα λαμπερά, ώσπου ένα μενεξελί μαγνάδι κατέβηκε και τους σκέπασε την τελευταία λάμψη σαν το χνούδι στο φλοιό ενός καρπού.
Κατέβηκα από το κρεβάτι και ξεσκέπασα το κορμί της νεκρής. Είχε χάσει το ρόδινο χρώμα του γεμάτο από τις οπάλινες διαφάνειες και είχε πάρει μια λευκότητα με κρύες, γαλάζιες ανταύγειες, και πάνω της έτρεχε ένα αιμάτινο ρυάκι από τη ρίζα του μαστού και κύκλωνε το θώρακα σαν το χείλι μιας λεπτής χαρακιάς.
Η νέα ήταν ακόμα ζεστή μα χωρίς ακτινοβολία. Η δυνατή θερμότητα που ανέδιδαν τα δυνατά και ηδονικά μέλη της και με τύλιγε σ’ έναν ιλιγγιώδη κύκλο γοητείας είχε σβήσει πια, τώρα δεν ήταν παρά ένα αναίσθητο πράγμα, που πάνω παρέμεναν ακόμη μερικά ίχνη των χλωμών της σχημάτων, που κι αυτά θα καταστρέφονταν σύντομα.
Γύρισα στο εργαστήριό μου για να ετοιμάσω και την τελευταία σκηνή του δράματος που παίχτηκε. Ακόμα και η ύπαρξη του σώματός της πρέπει να εξαφανιστεί. Απ’ αυτή δεν πρέπει ν’ απομείνει παρά ένα μάταιο όνομα στην ανάμνησή μου και το καλύτερο μέρος της που αναπαύεται μέσα στη δική μου ζωή.
Ο αποτεφρωτικός κλίβανος θ’ ανάψει σε λίγο και θα καταπιεί το σώμα της, που μ’ έκανε να λιώνω από ηδονή κι αγωνία, και θα γίνει μια χούφτα στάχτη, που θα τη σκορπίσει ο άνεμος και θα την ξαναφέρει στο πνεύμα του σύμπαντος.
Έτσι τελείωσε το ειδύλλιό μου με την Άννα Κουσέ και το πρώτο μου πείραμα να συνενώσω το πάθος με το αίμα, τον έρωτα με το μίσος, τη ζωή με το θάνατο, και να κατακτήσω τα σώματα που υπερασπίζεται το μέρος της ψυχής μας που διάλεξε να εξοριστεί σ’ αυτά.
[1] Λαντρύ, Απομνημονεύματα, υπότιτλος: Πώς σκότωσε την χήρα Κουσέ, Βιβλιοπωλείον Γεωργίου Ι. Βασιλείου, Αθήναι 1922, 128 σελ.
[2] Τomlinson, Richard, Landru's Secret: The Deadly Seductions of France's Lonely Hearts Serial Killer , Pen & Sword, Yorkshire and Philadelphia, 2018.