Σύμφωνα με τον Θάνο Λίποβατς, ο Λόγος περί ταυτότητας εδράζεται σε τάσεις κατασκευής της ταυτότητας βάσει των αυταπατών που προκαλεί η επιδίωξη της απόλυτης ατομικής ελευθερίας. Η διαμόρφωση της ταυτότητας των υποκειμένων, η διαδικασία της υποκειμενικοποίησης, όπως τονίζεται ήδη στο πρώτο κεφάλαιο, δεν μπορεί να αποδεσμευτεί από την ασυνείδητη πρόσδεση σε συνθήκες ετερονομίας. Η χιμαιρική ταύτιση της επιδίωξης της ελευθερίας, καθώς και της ελεύθερης επιλογής ταυτότητας, οδηγεί σε φαινόμενα με κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Η παραγνώριση της σημασίας της ετερονομίας του υποκειμένου αναδεικνύεται επομένως ως κεντρικό ζήτημα. Με τα λόγια του συγγραφέα: «Η ταύτιση έχει έτσι από την αρχή έναν διττό, διφορούμενο, χαρακτήρα. Η φαντασιακή διάσταση έγκειται στη σχέση εξάρτησης και αντιπαλότητας με την εικόνα του Άλλου, τον “άλλο”, που διέπεται από την αμφιρροπία αγάπης και μίσους ανάμεσά τους» (σελ. 12).
Το στοιχείο της ετερονομίας καθιστά προβληματική τη φαντασίωση της δυνατότητας συγκρότησης των υποκειμένων βάσει του προσανατολισμού στην ιδέα της αρνητικής ελευθερίας, του απόλυτου αυτοπροσδιορισμού. Η σχέση αυτής της αυταπάτης του απόλυτου αυτοπροσδιορισμού των επιθυμούντων υποκειμένων που διακατέχονται από υπαρξιακά άγχη με τον ακραίο ναρκισσισμό αποτελεί την πηγή εκφάνσεων του ατομικισμού. Η εκπλήρωσή τους εξαρτάται συχνά από ανταγωνιστικές σχέσεις που ωθούν τα υποκείμενα σε υιοθέτηση άλλοτε ρητών και άλλοτε ενδιάθετων σοσιαλδαρβινιστικών αντιλήψεων. Η πολιτική σημασία αυτών των συμπτωμάτων αναδεικνύεται από τον συγγραφέα με αναφορά στη διάκριση μεταξύ αρνητικής και θετικής ελευθερίας, όπως αυτή συζητήθηκε κυρίως από τον Isaiah Berlin και τον Charles Taylor.
Η ιδέα της θετικής ελευθερίας ως απαραίτητο συμπλήρωμα της αρνητικής ελευθερίας εδράζεται στη, μέσω των θεσμών, υπέρβαση του ατομικισμού. Όπως υπογραμμίζεται στο βιβλίο, η πραγματική ελευθερία προϋποθέτει την αυτοπραγμάτωση βάσει της συνείδησης των ορίων των δυνατοτήτων σε συνθήκες συμβίωσης που απαιτούν το σεβασμό της αξιοπρέπειας του άλλου. Η θετική ελευθερία είναι σύμφυτη με την αναγνώριση των ορίων αλλά και των όρων υποκειμενικοποίησης ως συνάρτησης της πρόσληψης του πάντα παρόντος Άλλου. Αποτελεί επίσης τη βάση της θεσμικής συγκρότησης των όρων συμβίωσης και πολιτικής οργάνωσης με στόχο το συνδυασμό ευνομίας και ελευθερίας.
Εδώ ο Λίποβατς ασκεί κριτική στη γνωστή αποφθεγματική ρήση του Σαρτρ ότι ο άλλος είναι η κόλαση, θεωρώντας τη μια έκφραση της ατομικιστικής επιδίωξης της αρνητικής ελευθερίας. Η αγάπη του Άλλου, ο σεβασμός της αξιοπρέπειάς του και η αλληλεγγύη προϋποθέτουν συγκινήσεις που πολύ δύσκολα και μόνο υποκριτικά συνδυάζονται με την αρνητική ελευθερία. Υπογραμμίζεται όμως και ένα επιπλέον στοιχείο: Η πρόθεση ενεργού πρόσβασης στους πόρους κατασκευής της ταυτότητας και συνδυασμού τους βάσει μιας ιδιότυπης υπολογιστικής τακτικής. Αυτό το στοιχείο είναι συμβατό με τις συζητήσεις περί σχέσης μεταξύ μεταμοντερνισμού και νεοφιλελευθερισμού. Με αυτές τις σκέψεις ανοίγει συγχρόνως το δρόμο για αναστοχασμό γύρω από τη σχέση μεταξύ μεταμοντερνισμού και ντεσιζιονισμού.
Η κατάκτηση του κειμένου
Η άσκηση που μας καλεί ο συγγραφέας να αντιμετωπίσουμε δεν είναι απλή. Μας έχει παραδώσει ένα κείμενο που απαιτεί διανοητική ενέργεια, κυρίως διότι μας παρωθεί συνεχώς να συνθέσουμε γνώσεις με καταβολές σε ένα ευρύ πεδίο θεωρητικών πηγών. Η γραμμική ανάγνωση δεν διευκολύνει την προσπέλαση των κομβικών σκέψεων. Όπως συμβαίνει συχνά με πολύπλοκες θεωρητικές κατασκευές, διατρέχοντας πρώτα επιφανειακά το κείμενο μπορεί κανείς να εντοπίσει ευκολότερα τους βασικούς άξονες αλλά και τα κομβικά σημεία από τα οποία ξεκινούν βασικά νήματα συλλογισμών προκειμένου να ιεραρχηθούν ανάλογα με τα ειδικά ενδιαφέροντά της καθεμιάς και του καθενός.
Κεντρικά σημεία από τα οποία θα μπορούσε κανείς να εκκινήσει είναι: Ο κλονισμός των θεμελίων του στοχασμού γύρω από την ηθική και τα ηθικά διλήμματα, η σχέση της θρησκείας με την πολιτική ως θεμελιώδης πλευρά της σχέσης ηθικής και πολιτικής, ή οι δυνατότητες θεμελίωσης της αντίστασης στον μετανεωτερικό ατομικισμό στο Λόγο της νεωτερικότητας ως παράδοσης που προβάλει εκδοχές του ορθολογισμού. Η μέθοδος που προτείνεται σε όλες αυτές τις κατευθύνσεις, παρά τις πολλές αναφορές σε πυρήνες σκέψης που συγκροτούν την ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος, δεν είναι φιλοσοφική, δεν αποσκοπεί στην αποκάλυψη αντινομιών ή παραδόξων. Υιοθετεί την λογική της ιστορικής κριτικής μέσω της ανάδειξης πραγματολογικών εικόνων που μας επιτρέπουν να στοχαστούμε για τις πρακτικές επιπτώσεις της επιτελεστικότητας επικρατουσών μορφών του Λόγου. Θα μπορούσαμε να παραπέμψουμε στις απόψεις του περί έθνους, εθνικής ταυτότητας και εθνικισμού, ή περί θρησκείας και πολιτικής (κεφάλαια 3 και 11).
Ακόμη πιο κοντά στις κεντρικές του θέσεις είναι όμως όσα γράφει για την αλλοτρίωση στις συνθήκες της μετανεωτερικότητας, που την αποδίδει στις τάσεις επικράτησης του ανορθολογισμού. Αυτό που μας λέει είναι ότι, λόγω της έμφασης σε ζητήματα διεκδίκησης και κατασκευής πληθώρας ετερογενών ταυτοτήτων, οι άνθρωποι των αρχών του 21ου αιώνα σαγηνεύονται από την απόρριψη του Διαφωτισμού και του κριτικού ορθού λόγου. Ο υποβιβασμός των ταυτοτήτων σε αμοιβαίες κατασκευές των εικόνων του Άλλου μειώνει δραματικά την πραγματική αξία των διαφορών και του ορθολογικού διαλόγου με σκοπό τους θεσμικούς συμβιβασμούς. Ο διαχωρισμός των κόσμων βάσει της αγεφύρωτης διαφοράς των ταυτοτήτων οδηγεί συγχρόνως στην υπονόμευση της αξίας του επιχειρήματος, μια και ο συμβιβασμός με την άλλη άποψη δεν θεωρείται συμβατός με την υπεράσπιση της κατακτημένης και εν πολλοίς κατασκευασμένης ταυτότητας. Επομένως πολλά από τα προβλήματα που γνωρίζουμε από την ιστορία του εθνικισμού μεταφέρονται στο επίπεδο της συνύπαρξης ομάδων που υπερασπίζονται διαφορετικές ταυτότητες. Η συμβίωση φορέων διαφορετικών ταυτοτήτων θεωρείται ότι μπορεί να καταστεί ειρηνική μόνο μέσω της παραίτησης από τον ορθό λόγο.
Η κριτική του μετανεωτερικού Λόγου και γενικότερα του μετανεωτερικού πολιτισμού εμφανίζεται στο κείμενο με συντριπτικό τρόπο. Πολλά χαρακτηριστικά αποσπάσματα εάν διαβαστούν χωρίς σύνδεση με κεντρικές ιδέες του βιβλίου θα μπορούσαν να μας ρίξουν σε βαθιά απελπισία. Ίσως μάλιστα κάποιοι βιαστικά εντάξουν τις σκέψεις αυτές στον πυρήνα των συντηρητικών παραδόσεων, σύμφωνα με τις οποίες οι αρνητικές παρενέργειες των αλλαγών πάντα υπερτερούν οποιωνδήποτε ενδεχόμενων πλεονεκτημάτων. Κάτι τέτοιο εντούτοις θα ήταν αποτέλεσμα ελλιπούς επεξεργασίας των ουσιαστικότερων ιδεών που περιέχονται σε αυτό το βιβλίο.
Ο Λίποβατς, παρά τις αποστροφές που αφορούν την ζοφερότητα των συνθηκών, δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί εκπρόσωπος της πολιτισμικής απαισιοδοξίας. Η πίστη του στις ανθρώπινες δυνατότητες παραμένει στο επίκεντρο της προσέγγισής του, παρά τις απόψεις του περί δυσμενών ιστορικών συνθηκών. Όπως δείχνει στον επίλογο, η διαλεκτική ανάμεσα στην αγάπη και την δικαιοσύνη, ως έκφραση της απάρνησης της φαντασίωσης της παντοδυναμίας του εαυτού, αποτελεί στοιχείο της ιστορικά υπαρκτής συγκινησιακής βάσης της συμβίωσης. Παρά τις αλλεπάλληλες καταρρεύσεις του πολιτισμού, η δυνατότητα αυτή επανέρχεται στο προσκήνιο και ενισχύει την εγγραφή του ορθού λόγου σε πλαίσια ηθικής, δηλαδή σεβασμού της αξιοπρέπειας και των συναισθημάτων του Άλλου.
Αν και δεν διατυπώνεται ρητώς, εμφανίζεται εδώ ένα υπόστρωμα της κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας που εδράζεται στη σημασία της ενσυναίσθησης. Το ενδιαφέρον για τη σχέση με τον Άλλο και για την κατανόηση της ύπαρξής του εμφανίζεται έτσι στον Λίποβατς ως βάση της ηθικής της αλήθειας στην πολιτική και στις διαδικασίες πολιτισμένης αντιπαράθεσης μεταξύ των δοξασιών. Για την επεξεργασία των σχετικών συλλογισμών στηρίζεται στο έργο της Χάννα Άρεντ, του Σίγκμουντ Φρόυντ και του Ζακ Λακάν.
Αυτή η τελευταία θέση περί ηθικής της αλήθειας ως βάσης της συμβίωσης πρέπει όμως να συμπληρωθεί από την επισήμανση μιας άλλης εξαιρετικά σημαντικής πτυχής της σκέψης του. Έχει ήδη αναφερθεί σε σχέση με το ζήτημα της ελευθερίας: οι δυνατότητες δεν μπορούν να αξιοποιηθούν χωρίς την αναγνώριση των ορίων, τόσο από την πλευρά των παρατηρητών των συνθηκών, όσο και από την πλευρά των υποκειμένων. Αξίζει να σταθούμε περισσότερο σε αυτό το σημείο, μια και είναι κομβικής σημασίας για τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας συνδέει την κοινωνική και πολιτική θεωρία με την ψυχανάλυση.
Ψυχανάλυση και ιστορία
Τονίστηκε ήδη στην αρχή αυτού του σημειώματος η έμφαση που δίδεται στο ζήτημα των ταυτοτήτων και στην προσέγγισή του από την πλευρά των εκπροσώπων της μετανεωτερικής σκέψης. Η θεωρία της ταυτότητας όπως προβάλλει στο πρώτο μέρος του βιβλίου διαμορφώνει τα θεμέλια όλων των άλλων επιμέρους συλλογισμών. Αποτελεί συγχρόνως τη βάση της ψυχαναλυτικής πλαισίωσης τόσο των θεωρητικών, όσο και των πραγματολογικών εικόνων. Όλα όσα μας παραθέτει ο συγγραφέας εξαρτώνται από την αποδοχή της θέσης ότι η συνύπαρξη της ταύτισης με το επιθυμείν και το απολαμβάνειν συγκροτεί την ενότητα του ψυχισμού, που μπορεί να ιχνηλατηθεί μέσω της γλώσσας του ασυνειδήτου. Η σχέση της ψυχαναλυτικής οπτικής με την ιστορική αναδεικνύεται κυρίως μέσα από τις διαπιστώσεις ότι κάτω από ορισμένες ιστορικές συνθήκες ευνοούνται οι διαστροφικές εκδηλώσεις του ψυχισμού. Τέτοιες συνθήκες είναι δυνατόν να εμφανιστούν όταν η κοινωνική απροσδιοριστία οδηγεί στην συνεχή ενασχόληση με την ατομική ταυτότητα, όπως στην περίπτωση των κοινωνικών πεδίων, όπου ο μετανεωτερικός Λόγος αποτελεί την βάση της εκλογίκευσης της ασταθούς υποκειμενικοποίησης. Και πάλι αξίζει να παραθέσουμε τα λόγια του συγγραφέα:
Η συνεχής καθήλωση και ενασχόληση με την ταυτότητα («μου») οδηγεί στη διαστροφή και στην απάρνηση της επιθυμίας και της απόλαυσης, όπως επίσης και της ορθής απόστασης από τον εαυτό (μου) και τον Άλλο. Αντιστρόφως, η διαγραφή της μνήμης από την επιθυμία καταργεί την ιστορία (του ατόμου και της ομάδας). Αυτό οδηγεί στον ξεριζωμό του υποκειμένου που καθίσταται ανέστιο και άλαλο, μοναχικό και σολιψιστικό (όπως στη σημερινή εποχή). Εγκλωβίζεται τότε στον ναρκισσισμό της μοναξιάς του, δίχως αυτογνωσία και συνέπεια, ενώ ο Άλλος εκδιώκεται και θυσιάζεται στο φετιχισμό του ατομικισμού.
Και συνεχίζει ο συγγραφέας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ισορροπία της προσέγγισης:
Η κριτική του ατομικισμού με κανένα τρόπο δεν σημαίνει την μονοδιάστατη σκέψη ή την εξιδανίκευση του «κολεκτιβισμού» και τη διαγραφή της ελευθερίας του ατόμου, που προϋποθέτει την απόσταση από τη μάζα.
Το τελευταίο πόνημα του Θάνου Λίποβατς διατίθεται σε ένα αναγνωστικό κοινό που έχει τροφοδοτηθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 με μια μακρά σειρά συμβολών του ίδιου συγγραφέα γύρω από θέματα ψυχαναλυτικής ερμηνείας, τόσο της κοινωνικής και πολιτικής ιστορίας, όσο και της ιστορίας των ιδεών. Οι ρητές, αλλά και πολλές υπόρρητες αναφορές στο προηγούμενο έργο του, όπως κανείς θα ανέμενε, είναι πολλαπλές. Αυτό δεν σημαίνει ότι έχουμε μια απλή αναδιάταξη ή ανασύνθεση παλαιότερων θέσεων. Ο συνδυασμός της προσέγγισης δραματικών, κατά την κρίση του συγγραφέα, πτυχών της ιστορίας της υποκειμενικότητας με την συζήτηση των ηθικών δυνατοτήτων τόσο των ατόμων, όσο και ιστορικά υπαρκτών κοινωνιών, φέρνει στο επίκεντρο και καθιστά προφανείς νέες διαστάσεις της σκέψης του, οι οποίες δεν βρίσκονται σε προηγούμενες δημοσιεύσεις του.