Σύνδεση συνδρομητών

Σερφάροντας πάνω σε σαράντα κύματα

Δευτέρα, 11 Ιουλίου 2022 00:35
28 Μαΐου 1979, Ζάππειο Μέγαρο, Αθήνα. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής υπογράφει στο Ζάππειο τη Συνθήκη ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην φωτογραφία δεξιά του, ο υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Ράλλης, αριστερά του ο υπουργός για θέματα ΕΟΚ, Γιώργος Κοντογεώργης.
Αρχείο The Books’ Journal
28 Μαΐου 1979, Ζάππειο Μέγαρο, Αθήνα. Ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής υπογράφει στο Ζάππειο τη Συνθήκη ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην φωτογραφία δεξιά του, ο υπουργός Εξωτερικών, Γεώργιος Ράλλης, αριστερά του ο υπουργός για θέματα ΕΟΚ, Γιώργος Κοντογεώργης.

Αργύρης Γ. Πασσάς, Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, Μαριλένα Κοππά (επιμ.), Ελλάδα-Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια σχέση «μέσα από σαράντα κύματα», 1981-2021, πρόλογος: Jean-Claude Juncker, Πεδίο, Αθήνα 2021, 712 σελ.

Η γενιά αρχιτεκτόνων και τεχνιτών που καλούνταν να ολοκληρώσει τους ημιτελείς καθεδρικούς ναούς στη μεσαιωνική Δύση ζοριζόταν. Δεν γνώριζε τις τεχνικές και τα μυστικά των προηγούμενων με αποτέλεσμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, στον ίδιο ναό το δεύτερο κωδωνοστάσιο, π.χ., να είναι διαφορετικό από το πρώτο. Χωρίς γνώση και κατανόηση του παρελθόντος θα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να επαναληφθεί, στην προσπάθεια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, το κακό προηγούμενο των καθεδρικών. Γι’ αυτό οφείλουμε να ξέρουμε τα πάντα για την Ευρώπη και τη σχέση μας. Και σε αυτό βοηθάει αυτό το απολογιστικό βιβλίο της σαραντάχρονης πορείας της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. [ΤΒJ]

Πολύ λίγες είναι οι φορές που διαψεύδεται το αρχαίο γνωμικό «οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ». Το συλλογικό συγγραφικό έργο, Ελλάδα-Ευρωπαϊκή Ένωση. Μια σχέση «μέσα από σαράντα κύματα», 1981-2021, αποτελεί μια από τις λίγες περιπτώσεις στις οποίες επιτυγχάνεται αυτή η διάψευση. Παρά τις επτακόσιες σελίδες του, τους εξήντα δύο συγγραφείς του και τα  πενήντα ένα πολυσέλιδα κείμενά του, κρατά αμείωτο, από την αρχή ώς το τέλος, το ενδιαφέρον του αναγνώστη – με τις αναπόφευκτες βέβαια ενδιάμεσες διακυμάνσεις, που οφείλονται περισσότερο στον τομέα ενασχόλησης ή το γνωστικό πεδίο αυτού που το διαβάζει και λιγότερο σε καθαυτή την ποιότητα επιμέρους κειμένων. Θα ήταν εξάλλου εύκολο να χωρέσουν σαράντα χρόνια, το ένα πέμπτο του ελεύθερου βίου της χώρας μας, σε λιγότερες σελίδες; Όταν μάλιστα τα σαράντα αυτά χρόνια αφενός δεν ήταν καθόλου ακύμαντα, αφετέρου ήταν τόσο καθοριστικά για την εικόνα που εμφανίζει σήμερα η Ελλάδα; Θα μπορούσαν λιγότερα από τα πενήντα κείμενα, λιγότεροι από τους εξήντα δύο συγγραφείς να «σαρώσουν» όχι μόνο επιφανειακά αλλά και σε βάθος αυτά τα σαράντα χρόνια, με τους εκλεκτούς επιμελητές της έκδοσης να σερφάρουν με επιδεξιότητα όχι πάνω σε ένα αλλά σε «σαράντα κύματα», πετυχαίνοντας μάλιστα να εντάξουν κάτω από την ίδια ομπρέλα, χωρίς εμφανώς ενοχλητικές ασυμβατότητες, διαφορετικές απόψεις, διαφορετικές προελεύσεις, διαφορετικά βιώματα;

Οι διαστάσεις της συμμετοχής της Ελλάδας στην ενωμένη Ευρώπη είναι δύσκολο να εκτιμηθούν με ακρίβεια αλλά και να προσεγγιστούν στο σύνολό τους. Κάθε τέτοιο εγχείρημα έχει τους περιορισμούς του, με κυρίαρχη την ανάγκη να απαντηθεί το ερώτημα, σε ποιο βαθμό οι αλλαγές που συντελέστηκαν στη χώρα αυτά τα σαράντα χρόνια οφείλονται στη συμμετοχή της στην ΕΕ. Σε αυτή την ανάγκη προσπαθούν να ανταποκριθούν, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία, οι περισσότεροι από τους συγγραφείς αυτού του συλλογικού έργου. Δεν τέθηκε όμως το ερώτημα τού κατά πόσον η συμμετοχή της Ελλάδας επηρέασε την εξέλιξη της ενωμένης Ευρώπης, ερώτημα που αν εξεταζόταν από κάποιους εκ των συγγραφέων (πλην του Κ. Στεφάνου που δίνει μια, έστω σύντομη, απάντηση – ελπίζω να μη μου διέφυγαν άλλες ανάλογες) θα έδινε –και αυτό– κάποιες ενδιαφέρουσες απαντήσεις. Ίσως αυτό θα έπρεπε να αποτολμηθεί σε κάποια άλλη έκδοση.

Οι τρεις ακαδημαϊκοί δάσκαλοι που είχαν την επιμέλεια –προφανώς και την πρωτοβουλία– της έκδοσης, θέλησαν, με εξαίρεση τη βιωματική πρώτη ενότητα, να οργανώσουν σε χρονικά οριζόμενες ενότητες  την πλεύση τους πάνω στα «σαράντα κύματα», προσπαθώντας μάλιστα –και εν πολλοίς επιτυγχάνοντας– να προσδώσουν στις χρονικές αυτές ενότητες διακριτή ταυτότητα ως προς την εξέλιξη της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ (δεκαετία 1980/ένταξη, δεκαετία 1990/ενσωμάτωση, δεκαετία 2000/το ελληνικό παράδοξο, δεκαετία 2010/τα σαράντα κύματα). Αξίζει να σημειωθεί ότι αποφυγή της παράθεσης κειμένων κατά θεματική ενότητα και η «ιστορικότερη» προσέγγιση καθιστά πιο ελκυστική την ανάγνωση. έστω και αν,  όπως άλλωστε είναι ευνόητο, οι συγγραφείς –πολύ καλοί γνώστες του αντικειμένου τους ο καθένας– δεν μπόρεσαν τις περισσότερες φορές να αυτοπεριοριστούν στα χρονικά όρια της δεκαετίας στην οποία τους ενέταξε η επιμέλεια της έκδοσης και κάλυψαν μεγαλύτερες περιόδους, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει αφ’ εαυτού την ποιότητα της συμμετοχής τους.

 

Η ευρωπαϊκή περιπέτεια

Στη βιωματική πρώτη ενότητα κυριολεκτικά «κλέβει την παράσταση»  η αφήγηση του Πάνου Καρβούνη, επικεφαλής της Αντιπροσωπείας της Επιτροπής στην Ελλάδα στα πολύ δύσκολα χρόνια των τριών μνημονίων. Αληθινά συγκλονιστικό είναι το μέρος της αφήγησης που αφορά το πρώτο εξάμηνο του 2015 και αναδεικνύει την ανεκδιήγητης ανευθυνότητας συμπεριφορά της τότε κυβέρνησης, με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα που έφερε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού και του Grexit, και παρουσιάζει πώς διασώθηκε την τελευταία κυριολεκτικά στιγμή. Διαφορετικά ενδιαφέρουσα είναι, στην ίδια ενότητα, η συμβολή του Γιάννη Δρόσου, που συνδυάζει τη βιωματική του σχέση –όταν με απολαυστική ματιά περιγράφει τους ανθρωπότυπους των Βρυξελλών όπου έζησε κάποια χρόνια αλλά και την απόφαση της επιστροφής του στην Ελλάδα «προτιμώντας το δικό του σχήμα τόπου και τρόπου ζωής»– με τη δική του πολιτική οπτική, όταν παρουσιάζει την –ενδιαφέρουσα αλλά και επιδεκτική κριτικής– προσέγγισή του για τις δικές του «Ευρώπες» και τις «τρεις στιγμές» που, κατά τον ίδιο, χαρακτηρίζουν αυτές τις  «Ευρώπες του». Στην ίδια ενότητα, ο αναγνώστης θα βρει και τις μαρτυρίες προσώπων όπως η Ζωρζέττα Λάλη, η Ίρις Τζαχίλη, ο Νώε Γιουσουρούμ και η Μαρία Παναγιώτου, που βίωσαν επί δεκαετίες, από μέσα και από διαφορετικές θέσεις, τους διάφορους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Η δεύτερη ενότητα (Η ένταξη/Δεκαετία του 1980) φιλοξενεί, μεταξύ άλλων,  κείμενα των δύο εκ των τριών επιμελητών της έκδοσης (Κ. Αρβανιτόπουλου και Αργ. Πασσά – σε συνεργασία με τον Διον. Δημητρακόπουλο). Ο Κ. Αρβανιτόπουλος αφιερώνει αφειδώλευτα το κείμενό του στην καθοριστική συμβολή του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην προετοιμασία και στην ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, παραθέτοντας ενδιαφέροντα αποσπάσματα και μαρτυρίες που αναδεικνύουν την οραματική, την αξιακή, τη γεωπολιτική και την οικονομική διάσταση της επίμονης προσήλωσης του Καραμανλή στο ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας. Ο Αργύρης Πασσάς, μαζί με τον Διον. Δημητρακόπουλο, στέκονται στην ανάγκη μεγαλύτερης εμπλοκής των εθνικών Κοινοβουλίων στην ενωσιακή πολιτική διαδικασία, η οποία σήμερα, κατά την άποψή τους, κυριαρχείται από τη δράση των εθνικών και ενωσιακών φορέων της εκτελεστικής εξουσίας. Το φαινόμενο, κατά τους συγγραφείς, εμφανίζεται επί τα χείρω στην ελληνική Βουλή, η οποία έχει μια από τις χαμηλότερες συμμετοχές στον άτυπο πολιτικό διάλογο με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (ευρωπαϊκή αγνωσία προσάπτουν στην ελληνική Βουλή οι δύο συγγραφείς). Η Κωνσταντίνα Μπότσιου και οι Τ. Ρουμελιώτης / Β. Κολλάρος, επιχειρούν μια πιο προσγειωτική ιστορική αναδρομή της ευρωπαϊκής πορείας της Ελλάδας, μιλώντας η πρώτη για το πέρασμα της χώρας από το μύθο της Ευρώπης (των πρώτων δεκαετιών) στο μύθο του Σισύφου της τελευταίας δεκαετίας και οι δεύτεροι αναδεικνύοντας τις θετικές και αρνητικές πλευρές αυτής της πορείας με αρκετά αναλυτικές παρουσιάσεις των φάσεων για τις οποίες ο Τ. Ρουμελιώτης έχει προσωπική εμπειρία και ως υπουργός.

Στην ίδια ενότητα, πολύ ενδιαφέρουσα είναι η παρουσίαση, από τον Σπύρο Μπλαβούκο, των πέντε ελληνικών προεδριών στην ΕΟΚ και ακολούθως στην ΕΕ. Μεθοδικά οργανωμένη η παρουσίαση αυτή, αναδεικνύει τα επιτεύγματα και εντοπίζει τις αδυναμίες των πέντε προεδριών, προβαίνοντας και σε μια ενδιαφέρουσα συνολική και συγκριτική αποτίμησή τους, χρήσιμη για όσους ασχοληθούν με αντίστοιχα εγχειρήματα στο μέλλον. Θα ξεχωρίσουμε ακόμη, στην ενότητα αυτή, τη συμβολή του Γιώργου Ανδρέου και την κριτική αναδρομή που πραγματοποιεί στην εξέλιξη της διαρθρωτικής/περιφερειακής πολιτικής μεταξύ 1980 και 1990 (ΜΟΠ, Ενιαία Πράξη, Μεταρρύθμιση και διπλασιασμός των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων). Ο Γιώργος Ανδρέου σημειώνει χαρακτηριστικά:

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ ακολούθησαν μια «μεγιστοποιητική» στρατηγική απέναντι στην Κοινότητα. Η αυξανόμενη δεκτικότητα της Κοινότητας απέναντι στις ελληνικές δημοσιονομικές διεκδικήσεις είχε ως αποτέλεσμα τη σταδιακή μεταβολή του προσανατολισμού και του ύφους της ελληνικής ευρωπαϊκής πολιτικής.

Θα σταθούμε επίσης στη συμμετοχή των Ναπολέοντα Μαραβέγια / Γιάννη Δούκα,  που καταγράφουν εμπεριστατωμένα την εξέλιξη της ΚΑΠ και τις επιπτώσεις της στον ελληνικό αγροτικό τομέα, επισημαίνοντας ότι στη διάρκεια των 40 ετών ένταξης της Ελλάδας η κοινοτική χρηματοδότηση άλλαξε μεν τη μορφή της ελληνικής υπαίθρου αλλά ο ελληνικός αγροτικός τομέας συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από σημαντικές διαρθρωτικές αδυναμίες. Πολύ ενδιαφέρον είναι και το κείμενο της Καλλιόπης Σπανού, που καταλήγει στο συμπέρασμα πως, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, έχει εκχωρηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ο ρόλος του ενεργού δρώντος διοικητικής αλλαγής, πράγμα που έφθασε στο απόγειό του τα χρόνια της κρίσης, και ότι ο «εξευρωπαϊσμός» της διοικητικής πολιτικής, νοούμενος και ως «άμεση και χωρίς  αναστολές παρέμβαση στον εγχώριο πολιτικο-διοικητικό μηχανισμό είναι πλέον γεγονός».

Η δεύτερη ενότητα συμπληρώνεται με την καταγραφή και το σχολιασμό του μαραθώνιου ενσωμάτωσης του Κοινοτικού/Ενωσιακού Δικαίου και της εντρύφησης στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που επιτυχώς και με –αναγνωρισμένη– γνώση του αντικειμένου έφεραν σε πέρας οι κυρίες Β. Καρρά, Κ. Σαμώμη-Ράντου και Ε.-Μ. Μαμούνα. Ολοκληρώνεται δε με το κείμενο του Μάνου Τσατσάνη για την επίδραση (ή μη) της Ευρώπης στο ελληνικό κομματικό σύστημα και την προσέγγιση της Ευθαλίας Χατζηγιάννη για τις ομάδες συμφερόντων στην ΕΕ και τη θέση των αντίστοιχων ελληνικών.

Στην τρίτη ενότητα (Η ενσωμάτωση/Δεκαετία του 1990) δίνεται έμφαση στις προσπάθειες «εξευρωπαϊσμού» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Με τον Χ. Τσαρδανίδη να διατρέχει τις κατ’ αυτόν διαδοχικές φάσεις «επιφανειακού εξευρωπαϊσμού» (1981-1993), «έντονου εξευρωπαϊσμού» (1993-2008) και «αποευρωπαϊσμού και επανεξευρωπαϊσμού» (2008-2021). Με τη Μαριλένα Κοππά, επίσης μέλος της ομάδας που επιμελήθηκε τον τόμο, να εντρυφεί στην Κοινή Πολιτική Άμυνας και Ασφάλειας και τη διαδρομή της –από τη (γενεσιουργό της πολιτικής αυτής) κρίση στα Βαλκάνια μέχρι τη μεταναστευτική/προσφυγική κρίση– και να υποδεικνύει ότι «η Ελλάδα έχει κάθε λόγο να μετέχει σε fora ή οργανισμούς που έχουν και αμυντικά χαρακτηριστικά και στα οποία δεν μετέχει η Τουρκία». Και με τους Π. Τσάκωνα και Κ. Υφαντή να εκτιμούν ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι είναι μια κορυφαία στιγμή της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας, κατά το οποίο δεν επετεύχθη μόνο «η εξωτερίκευση και προβολή συγκεκριμένων κρίσιμων θεμάτων της εξωτερικής της πολιτικής –όπως το Κυπριακό και οι σχέσεις με την Τουρκία– στο επίπεδο της ΕΕ, αλλά και η ικανοποίηση μιας σειράς στρατηγικών επιδιώξεων και στοχεύσεων. Επισημαίνουν δε ότι, μετά το 2004, «η στρατηγική του Ελσίνκι κατέστη μετέωρη». Στην ίδια ενότητα βρίσκουμε την άποψη του Θ. Γαλάνη για την Πολιτική Ανταγωνισμού, την εξέταση της εξέλιξης του θεσμού της ευρωπαϊκής εισαγγελίας από την Όλγα Τσόλκα καθώς και ενδιαφέρουσες καταγραφές της εξέλιξης επιμέρους τομέων συναρτήσει της εξέλιξης της συμμετοχής μας στην ΕΕ (μεταφορές/Ν.Λυμούρης, ηλεκτρονικές επικοινωνίες/Λ.Κανέλλος, Κ. Σ. Δεληκωστόπουλος, ταχυδρομικές υπηρεσίες/Μ. Πενγκ-Παπαντώνη, Περιβάλλον/Χαρ. Πλατιάς, Υγεία/Γ. Γεωργακόπουλος. Οι δύο τελευταίοι τομείς έμελλε να αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερη, καθοριστική για τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, σημασία κατά τα τελευταία χρόνια).

Η τέταρτη ενότητα που τιτλοφορείται «Το ελληνικό παράδοξο / Δεκαετία του 2000» εμφανίζεται –ήδη από τον τίτλο της– μάλλον φειδωλή ως προς την αποτίμηση της συμπεριφοράς και της εν γένει ευρωπαϊκής εικόνας της Ελλάδας κατά την εν λόγω περίοδο που σημαδεύτηκε από τη δεύτερη, μετά την ένταξη, μεγάλη στιγμή της χώρας, που είναι η ένταξη στην ΟΝΕ. Επίσης, η ενότητα αυτή θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία εξεύρεσης της ιστορικά αναγκαίας ισορροπίας μεταξύ της –δικαιολογημένης– εκτενούς εξύμνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως πρωταγωνιστή της ένταξης στην ΕΟΚ (στο εξαιρετικό κείμενο του Κ. Αρβανιτόπουλου στη δεύτερη ενότητα) και της ανάδειξης της επιτυχίας του Κώστα Σημίτη, δηλαδή της ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ. Τελικώς όμως, η μόνη προσπάθεια αναζήτησης αυτής της ισορροπίας αναλαμβάνεται από την –έστω ολιγόλογη– αναφορά στον Σημίτη από τον Δημήτρη Κατσίκα, ο οποίος κατά τα άλλα, στην πολύ ενδιαφέρουσα αναδρομή που επιχειρεί, διακηρύσσει ότι «η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ το 2001 ήταν ένα σημαντικό ορόσημο στην ευρωπαϊκή αλλά και την ευρύτερη ιστορική  πορεία της χώρας», χωρίς όμως να παραλείπει την επισήμανση ότι «η χώρα δεν κατάφερε να εκμεταλλευτεί τις δυνατότητες που της προσφέρθηκαν», απαριθμώντας τις ολιγωρίες που σημειώθηκαν στη συνέχεια και  θεωρώντας ότι τα σπέρματα της κρίσης που ακολούθησε υπήρχαν ήδη από τότε.

Συνηγορία υπέρ της δεκαετίας αυτής και των θετικών αποτυπωμάτων της αναλαμβάνει και ο Νικ. Τζιφάκης, υποστηρίζοντας ότι «η Ελλάδα διαδραμάτισε αρχικώς καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της διεύρυνσης της ΕΕ προς τα Δυτικά Βαλκάνια», με αποφασιστικότερο βήμα τη Σύνοδο της Θεσσαλονίκης το 2003, αλλά και ότι στη συνέχεια ο ρόλος της υποβαθμίστηκε «σε αυτόν μιας χώρας παρατηρητή της όλης διαδικασίας». Στην ίδια ενότητα αξίζει να διαβαστεί με την προσοχή που αξίζει το θέμα της η συμμετοχή των Ανδρέα Γκόφα και Τριαντάφυλλου Καρατράντου για τη θέση της Ελλάδας μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο καταπολέμησης της τρομοκρατίας και την εναρμόνισή της με την αντιτρομοκρατική στρατηγική της ΕΕ. Η ενότητα καλύπτει επίσης και την ωρίμανση μιας σειράς πλευρών της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ, όπως η κοινωνική πολιτική και η απασχόληση (Γ. Δενδρινός/Κ. Γεώρμας και Γ. Αμίτσης αντιστοίχως), η ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας (Φ. Μαρίνη), ο «εξευρωπαϊσμός» της εκπαιδευτικής πολιτικής (Φ. Ασδεράκη), η λιμενική πολιτική (Α. Πάλλης, Κ. Χλωμούδης), η ισότητα των φύλων (Χ. Καραγιαννοπούλου /Μ. Αναστασιάδου), η ευρωπαϊκή πολιτιστική πολιτική (Ε. Ψυχογιοπούλου). Η ενότητα συμπληρώνεται από την ανάλυση του πολύ σημαντικού χώρου της Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας που καλύπτει με πληρότητα ο Χαρ. Χρυσομαλλίδης, ο οποίος αναδεικνύει και αιτιολογεί την προνομιούχο θέση  που κατέκτησε η Ελλάδα στον τομέα αυτόν, επισημαίνει τη συμβολή του στην ανάπτυξη της ερευνητικής παραγωγής στη χώρα μας (με «από τα πάνω» –δηλαδή από την ΕΕ– και όχι με εγχώρια επιβολή, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει), χωρίς να παραλείπει να αναφέρει τη (συζητήσιμης, για πολλούς, σκοπιμότητας) χρήση της πολιτικής συνοχής για προώθηση της ΕΤΑΚ  μέσω των διαφόρων «αιρεσιμοτήτων» ή της «έξυπνης εξειδίκευσης» των προγραμμάτων των ΕΣΠΑ.

 

Αναταράξεις

Τη δεκαετία του 2010, που καλύπτει η πέμπτη και τελευταία ενότητα, η οποία δανείζεται τον τίτλο της από αυτόν της συλλογικής έκδοσης (ή μήπως τον δανείζει;), βρίσκουμε το μεγαλύτερο ύψος κυματισμού της τεσσαρακονταετίας και, μάλλον, τα περισσότερα από τα «σαράντα κύματα». Το πιστοποιεί ο Παν. Λιαργκόβας, ήδη με την επικεφαλίδα της συμμετοχής του («Δέκα χρόνια κρίση, τρία μνημόνια και μία πανδημία»), επαναλαμβάνοντας στη συνέχεια τα βασανιστικά ερωτήματα «Γιατί μπήκαμε στο μνημόνιο;» και «Γιατί χρειαστήκαμε τρία μνημόνια;»· ερωτήματα στα οποία δίνει με θάρρος τις δικές του –και όχι μόνο δικές του– απαντήσεις, για να περάσει ακολούθως στην πανδημία και τις επιπτώσεις της στην ελληνική οικονομία. Την ανάγκη αναζήτησης πραγματικής και όχι μόνο ονομαστικής σύγκλισης αναδεικνύει ακολούθως ο Χρ. Παπάζογλου. Ενώ, στο ίδιο πεδίο, ο Γιάννης Ψυχάρης προσφέρει μια μεγάλης πληρότητας ανάλυση των περιφερειακών ανισοτήτων στην ΕΕ και στην Ελλάδα, της εξέλιξής τους και των επιπτώσεων της χρηματοπιστωτικής κρίσης πάνω σε αυτές, υποστηρίζοντας ότι οι διευρυνόμενες περιφερειακές ανισότητες προκαλούν από μόνες τους τη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος και ότι η οικονομική κρίση –και η εξ αυτής επιβληθείσα λιτότητα– επιδείνωσε αυτή την τάση. Η «αναπτυξιακή» πτυχή της πέμπτης ενότητας συμπληρώνεται από τη Στέλλα Λαδή, η οποία αποτιμά –όχι αδίκως– την πανδημία ως ευκαιρία για την ΕΕ και την Ελλάδα, κυρίως λόγω της  ίδρυσης του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Στην τελευταία αυτή ενότητα ο Κώστας Λάβδας, σε μια εναργή ανάλυσή του, αποκλίνουσα από τις συνήθεις και αναπαραγόμενες σκέψεις, διερωτάται αν το Brexit είναι έκφραση μιας από τις «κρίσεις ολοκλήρωσης» της ΕΕ ή «αποδιάρθρωσης και αναδιαμόρφωσης των σε κάθε περίοδο κυρίαρχων ενοποιητικών στρατηγικών» και εκτιμά ότι, μακροπρόθεσμα, το Brexit «πιθανότατα θα αποτελέσει προβληματική εξέλιξη για όσους επιθυμούν μια ισχυρή ΕΕ χωρίς γερμανική ηγεμονία». Ο Ν. Σκανδάμης, με τη σειρά του προβαίνει σε μια εξαιρετική παρουσίαση του κράτους δικαίου ως κοινής και πολυδιάστατης αξίας της ΕΕ, καταλήγοντας ότι  «η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση δημιουργήθηκε ακριβώς πάνω στην υποκατάσταση του ολοκληρωτικού κράτους μέσω κράτους δικαίου», ο Μάρκος Παπακωνσταντής καταπιάνεται με το προσφυγικό ζήτημα συμπεραίνοντας ότι η «ομηρία» της Ελλάδας (στο προσφυγικό) λόγω των αδιεξόδων της ενωσιακής πολιτικής για το άσυλο διαρκεί και δεν έχει εκλείψει, οι Λ. Τσιπούρη/Μ.-Δ. Αργυρού, αναζητώντας τις συνέπειες της «δημιουργικής καταστροφής» του ψηφιακού μετασχηματισμού, προχωρούν σε ευρεία παρουσίαση του χώρου αυτού σε ελληνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, ο Χ. Ταγαράς βρίσκει τους Έλληνες και τις ελληνικές εταιρείες πίσω από τα «ονόματα» της νομολογίας του Λουξεμβούργου και ο Γ. Κωνσταντινίδης ανατρέχει στην κυματοειδή εξέλιξη της στάσης των Ελλήνων έναντι της ΕΕ, βλέποντας πίσω από αυτήν έναν ιδιοτελή φιλοευρωπαϊσμό, στη διαμόρφωση του οποίου παίζουν σημαντικό ρόλο οι ελίτ του τόπου. Την αυλαία ρίχνει ο Κωνσταντίνος Στεφάνου που εκτιμά ότι τα οφέλη από τη σαραντάχρονη συμμετοχή της Ελλάδας στη ΕΕ είναι σαφώς μεγαλύτερα από το κόστος, έστω και αν «οι εσωτερικές αδυναμίες και κάποιες αστοχίες στην εξωτερική πολιτική περιόρισαν τα δυνητικά οφέλη», ενώ θεωρεί ότι και η Ελλάδα «έπαιξε σημαντικό ρόλο στην πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση των πολιτικών συνοχής και των μηχανισμών αλληλεγγύης, περιλαμβανομένης και της ρήτρας αλληλεγγύης σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης».

Αξίζει να διαβαστεί και να διαβάζεται συνεχώς αυτό το βιβλίο. Αποτελεί μια πολυπρόσωπη κατάθεση γνώσεων και εμπειριών που, εξ όσων τουλάχιστον μπόρεσα προσωπικά να διαπιστώσω, δεν αφήνουν ακάλυπτη καμία πτυχή του σαραντάχρονου εγχειρήματος της χώρας μας να συμμετάσχει –αλλά και να συνεχίσει να συμμετέχει– στην ενωμένη Ευρώπη. Δεν είναι μόνο μια ιστορική αναδρομή που αποσκοπεί στην ικανοποίηση επιστημονικών και ερευνητικών ενδιαφερόντων, αλλά μια πολύτιμη δεξαμενή άντλησης διδαγμάτων για το μέλλον μας, για το μέλλον της χώρας, για το κοινό ευρωπαϊκό μέλλον μας. Χωρίς γνώση και κατανόηση του παρελθόντος θα υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να επαναληφθεί, στην προσπάθεια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η εμπειρία από την οικοδόμηση των καθεδρικών ναών στη μεσαιωνική Δύση: η γενιά αρχιτεκτόνων και τεχνιτών που καλούνταν να τους ολοκληρώσει δεν γνώριζε τις τεχνικές και τα μυστικά των προηγούμενων με αποτέλεσμα, σε ορισμένες περιπτώσεις, στον ίδιο ναό το δεύτερο κωδωνοστάσιο να είναι διαφορετικό από το πρώτο. Αυτή την ανάγκη καλύπτει με αξιοσημείωτη επάρκεια η έκδοση αυτή.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.