Σύνδεση συνδρομητών

Μάριο Βάργκας Λιόσα: ένας πολιτικός συγγραφέας

Δευτέρα, 14 Απριλίου 2025 12:02
Ιούνιος 2010. Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα υπογράφει βιβλία του σε φεστιβάλ βιβλίου στην Πάντοβα της Ιταλίας.
Daniele Devoti
Ιούνιος 2010. Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα υπογράφει βιβλία του σε φεστιβάλ βιβλίου στην Πάντοβα της Ιταλίας.

Από τη δεκαετία του 1980 ήταν υποψήφιος για Νόμπελ ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, από τους πρώτους σ’ όλους τους καταλόγους, από τους επικρατέστερους σ’ όλες τις συζητήσεις – ωστόσο είκοσι πέντε τόσα χρόνια στην αναμονή είναι, τουλάχιστον, εξαντλητικά. Σε αποθαρρύνουν. Παύεις να περιμένεις πια. Αν ληφθεί μάλιστα υπ’ όψη και το «πολιτικό ατόπημα» του συγγραφέα να αποκηρύξει την αριστερή του νιότη, να συμπαραταχθεί με την Κεντροδεξιά και να διεκδικήσει την προεδρία της χώρας του το 1990, οι ελπίδες του για Νόμπελ μάλλον είχαν εκπνεύσει οριστικά. Κι όμως, το 2010, στα 74 χρόνια του, ο περουβιανός συγγραφέας, με πεζογραφικό έργο από τα πιο πολυπρισματικά, πολυδιάστατα, αριστοτεχνικά δομημένα της σύγχρονης λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, αξιώθηκε, επιτέλους, τη διάκριση της Σουηδικής Ακαδημίας «για τη χαρτογράφηση των δομών της εξουσίας και την καυστική απεικόνιση της αντίστασης, της εξέγερσης και της ήττας του ατόμου», σύμφωνα με την ετυμηγορία της.

Πράγματι, ο Λιόσα είναι συγγραφέας πολιτικός. Στην Πόλη και τα σκυλιά, σπουδαίο μυθιστόρημα μαθητείας, αποτυπώνει τις αυταρχικές δομές του στρατού, την εκμηδενιστική του απανθρωπιά∙ στον Παράδεισο στην άλλη γωνία βάζει στο επίκεντρο τη γιαγιά του Γκογκέν, την αγωνίστρια και συγγραφέα Φλόρα Τριστάν (1803-1844), μία από τις πρώτες γυναίκες που συνέδεσαν τις διεκδικήσεις του φύλου τους με εκείνες της εργατικής τάξης. Στον Πόλεμο της συντέλειας του κόσμου εξερευνά την τάση του ανθρώπου να εξιδανικεύει τη βία και την καταστροφική φύση του φανατισμού. Στο Μια ιστορία για τον Μάιτα αναπλάθει την ιστορία του ουτοπιστή τροτσκιστή Αλεχάντρο Μάιτα μέσα από τις μαρτυρίες εκείνων που τον γνώρισαν και ταυτόχρονα αναστοχάζεται την επαναστατική ουτοπία∙ στο Πότε πήραμε την κάτω βόλτα; (ισπανικός τίτλος: Συζήτηση στον καθεδρικό ναό) ανασυνθέτει μια ταραγμένη περίοδο της πρόσφατης περουβιανής ιστορίας, για να καταδείξει την παρακμή και την ευτέλεια που κυριαρχεί σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής∙ στο Ποιος σκότωσε τον Παλομίνο Μολέρο; αποτυπώνει τον παραλογισμό της επαναστατικής βίας τοποθετώντας στο επίκεντρο τις μαζικές δολοφονίες στις οποίες για χρόνια επιδόθηκε η αντάρτικη μαοϊκή οργάνωση Φωτεινό Μονοπάτι∙ στη Γιορτή του τράγου αποτολμά μιαν έμμεση πολιτική ανάλυση της δικτατορίας του Τρουχίλο, για να υπαινιχθεί ότι τα αυταρχικά καθεστώτα γεννιούνται και στηρίζονται από τις κοινωνίες στις οποίες επιβάλλονται και ότι ο ξένος παράγων μπορεί να είναι καθοριστικός, αλλά δεν θα ήταν ποτέ αρκετός αν δεν υπήρχαν οι πρόθυμες να ενδώσουν και να συνεργαστούν εγχώριες δυνάμεις.

Πολιτικός, εξάλλου, είναι και ο μαχητικός ερωτισμός πολλών από τα έργα του – γιατί ο Λιόσα εξακολουθεί να βλέπει την ερωτογραφία υπό το πρίσμα του 18ου αιώνα, ως επαναστατική πράξη ενάντια στην καθεστηκυία τάξη. Στο μυθιστόρημά του Ο Πανταλέων και οι επισκέπτριες, ο ηθικά άμεμπτος λοχαγός Πανταλέων οργανώνει μια παραστρατιωτική υπηρεσία επανδρωμένη από πόρνες, για να κατασβέσει τις ερωτικές εξάψεις των απομονωμένων φρουρών των συνόρων που απειλούν την τιμή όλων των γυναικών της παραμεθορίου – και κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο Πράσινο σπίτι∙ στο Μητριάς εγκώμιο, η ιστορία ενός νεαρού αγοριού που ερωτεύεται τη μητριά του εξελίσσεται σε κοινωνική σάτιρα που ισορροπεί αριστοτεχνικά στον μυχό της λαγνείας και της διαστροφής∙ στα Τετράδια του Δον Ριγοβέρτο η ειρωνεία εκρήγνυται σε μια μοναδική διερεύνηση του σύγχρονου ερωτισμού και των αντιφατικών του νόμων.

Πολιτική πράξη, τέλος, αποτελεί για τον Λιόσα η λογοτεχνία καθεαυτή – γιατί σ’ αυτήν και μόνο σ’ αυτήν δηλώνει ότι στρατεύτηκε ολόψυχα. «Η λογοτεχνία ήταν και θα είναι, όσο υπάρχει, ένας από τους κοινούς παρονομαστές της ανθρώπινης εμπειρίας, μέσα από τον οποίο οι άνθρωποι αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους και επικοινωνούν μεταξύ τους, όσο διαφορετικές και αν είναι οι βιοτικές τους συνθήκες», έγραφε στις αρχές της δεκαετίας στο περιοδικό New Republic. «Η λογοτεχνία έχει επιτρέψει στους ανθρώπους να υπερβούν την ιστορία: ως αναγνώστες του Θερβάντες, του Σαίξπηρ, του Δάντη, του Τολστόι, κατανοούμε ο ένας τον άλλον πέρα από χρόνο και τόπο, αισθανόμαστε μέλη του ίδιου είδους γιατί, στα έργα που δημιούργησαν αυτοί οι συγγραφείς, μαθαίνουμε τι μοιραζόμαστε σαν άνθρωποι, τι παραμένει κοινό σε όλους μας κάτω από το στρώμα των διαφορών που μας χωρίζουν. Τίποτε δεν προστατεύει καλύτερα έναν άνθρωπο ενάντια στην ανοησία των προκαταλήψεων, του ρατσισμού, του θρησκευτικού και πολιτικού σεχταρισμού και του εθνικισμού των αποκλεισμών από την αλήθεια που η μεγάλη λογοτεχνία αποκαλύπτει: πως οι άνθρωποι όλων των εθνών και όλων των τόπων είναι ουσιαστικά ίσοι, και πως μόνο η αδικία σπέρνει ανάμεσά τους τις διακρίσεις, τον φόβο, την εκμετάλλευση».

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.