Σύνδεση συνδρομητών

Ένας κολασμένος της λογοτεχνίας

Κυριακή, 23 Μαρτίου 2025 22:51
Ο Μάλκολμ Λόουρι. «Γράφω από απελπισία», έλεγε.    
Wikipedia  
Ο Μάλκολμ Λόουρι. «Γράφω από απελπισία», έλεγε.   

Malcolm Lowry, Κάτω από το ηφαίστειο, μετάφραση από τα αγγλικά: Κατερίνα Σχινά, Μεταίχμιο, Αθήνα 2024, 642 σελ.

Το Κάτω από το ηφαίστειο, έργο πυκνό, περίπλοκο, δυσμετάφραστο, συμπυκνώνει τα θέματα από τα οποία ο συγγραφέας δεν απομακρύνθηκε ποτέ: την αδυναμία του ανθρώπου να τα βγάλει πέρα με τις δυνάμεις του παραλόγου, την τάση του για αυτοκαταστροφή και την ανάγκη του για αγάπη, την καταφυγή στο αλκοόλ έστω και με τίμημα την παραφροσύνη, την ηθική χρεοκοπία της ανθρωπότητας. Η Κατερίνα Σχινά, μεταφράστρια στα ελληνικά του έργου, περιγράφει τον Μάλκολμ Λόουρι που κατάλαβε: έναν κολασμένο της λογοτεχνίας που μετέγραψε την κόλασή του στο χαρτί. [ΤΒJ]

Λένε –και είναι αλήθεια– ότι ο Μάλκολμ Λόουρι υπήρξε, στην ουσία, ο συγγραφέας του ενός βιβλίου. Ό,τι έγραψε πριν, προετοίμαζε το magnum opus του· ό,τι έγραψε μετά, το επαναλάμβανε ή το παράλλασσε: πολιτικό και ερωτικό, μυστικιστικό και φιλοσοφικό, τραγικό αλλά πλούσιο σε αναλαμπές χιούμορ, με αμέτρητες εμφανείς και υπόρρητες αναφορές σε συγγραφείς και βιβλία – από τον Φάουστ του Μάρλοου αλλά και τον Φάουστ του Γκαίτε, τον Δάντη, τον Σαίξπηρ, τον Σέλεϊ και τον Κόουλριτζ, ώς την Έρημη Χώρα του Τ. Σ. Έλιοτ και τον Οδυσσέα του Τζόυς –, εμποτισμένο από την Καμπάλα και την ελληνική μυθολογία, όμοιο με «δάσος συμβόλων» (ο χαρακτηρισμός, δανεισμένος από τον Μπωντλαίρ, ανήκει στον ίδιο τον Λόουρι), το Κάτω από το ηφαίστειο είναι ένα «μαύρο αριστούργημα», πυκνό και περίτεχνο, «συσσώρευση συνείδησης, εμπειρίας, και συγγραφικής χάρης», όπως το έχει χαρακτηρίσει ο ποιητής, μεταφραστής και κριτικός Μάικλ Χόφμαν. Απόλυτη εναρμόνιση χαρακτήρων, ύφους και συμβόλων· αίσθηση πειθαρχίας και συγγραφικού ελέγχου, παρά την αμεσότητα του πάθους· τιθασευμένη αυτοαναφορικότητα, αντίθετα από κάθε άλλο βιβλίο του Λόουρι.

 

Με κέντρο το ηφαίστειο

Το Κάτω από το ηφαίστειο, έργο πυκνό, περίπλοκο, δυσμετάφραστο, συμπυκνώνει τα θέματα από τα οποία ο συγγραφέας δεν απομακρύνθηκε ποτέ: την αδυναμία του ανθρώπου να τα βγάλει πέρα με τις δυνάμεις του παραλόγου, την τάση του για αυτοκαταστροφή και την ανάγκη του για αγάπη, την καταφυγή στο αλκοόλ έστω και με τίμημα την παραφροσύνη, την ηθική χρεοκοπία της ανθρωπότητας. Παραλλαγμένα, εμπλουτισμένα ή απισχνασμένα, ο Λόουρι εξακολουθεί να πολιορκεί τα ίδια θέματα και μετά το Ηφαίστειο, να τα απομυζά, να τα μετουσιώνει σε μυθοπλασία, ή σε σχεδιάσματα μυθοπλασίας – από το πρώτο, νεανικό του, μυθιστόρημα μαθητείας, το Ουλτραμαρίν, ώς τα διηγήματά του που κυκλοφόρησαν με τον τίτλο Hear Us O Lord From Heaven Thy Dwelling Place (Άκουσέ μας Κύριε από τους Ουρανούς, τον τόπο της κατοικίας Σου), τίτλο δανεισμένο από έναν παλιό ύμνο των Ψαράδων της νήσου Μαν, και τα δύο τελευταία, ημιτελή μυθιστορήματά του: Dark as the Grave (Σκοτεινό όπως ο τάφος) «δέκα φορές πιο τρομερό από το Κάτω από το Ηφαίστειο, όμοιο με σκοτεινή, γεμάτη σκουπίδια αποθήκη απ’ όπου προσπαθώ να βγω μ’ έναν αδύναμο φακό», όπως έγραψε ο ίδιος στον φίλο και επιμελητή του Albert Erskine· και October ferry (Φεριμπόουτ του Οκτώβρη), όπου για πρώτη φορά ο ήρωας δεν είναι ούτε περιθωριακός, ούτε εξεγερμένος, μα ένας άνθρωπος που παλεύει απελπισμένα να επιτύχει, ή να επανανακαλύψει, έναν τρόπο κοινωνικής ενσωμάτωσης, έναν τρόπο να «ανήκει».

Μανιώδης συλλέκτης θραυσμάτων –επιγραφές, διαφημίσεις, τίτλοι εφημερίδων, θεατρικών έργων ή ταινιών, στίχοι, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων (μαζεύει και αξιοποιεί με τέτοια επιμονή ώστε κατηγορείται ακόμα και για λογοκλοπή) γεμίζουν τα συρτάρια του–, ο Λόουρι ενθέτει τα πάντα στην πρόζα του. Στιγμιαίες εικόνες, όνειρα, παραληρηματικά οράματα, προσωπικές ιστορίες, μεταμφιεσμένες ή απαράλλαχτες. Τυχαίες κουβέντες που θησαυρίζει με το πάθος ενός μανιώδους ωτακουστή (και με μεγάλη δεξιότητα στην απόδοση της προφορικότητας στους διαλόγους του). Τοπία, δοσμένα με τον χρωστήρα, θαρρείς, ενός υδατογράφου. Παράλληλα, σε όλα τα βιβλία του συναντάμε την εμμονή του με τον αποκρυφισμό και το υπερφυσικό, την υπερευαισθησία του απέναντι στη σύμπτωση ή στο πεπρωμένο, τη δεισιδαιμονία του, αφού για εκείνον κάθε συμβάν είναι προμήνυμα για κάτι επερχόμενο, πάντοτε τρομερό – συνδεδεμένες εν πολλοίς με τις απανωτές κακοτυχίες του, μια και δεν χάνει μόνο μια φορά χειρόγραφα ή σημειώσεις, «η φωτιά τον κυνηγά». Πανταχού παρόν είναι, φυσικά, το αλκοόλ: από τον Ντέινα Χίλιοτ του Ουλτραμαρίν και πέρα, κάθε πρωταγωνιστής του Λόουρι είναι δούλος του ποτού, θαρρείς πνιγμένος στις αναθυμιάσεις του, κι αυτή τη σύγχυση της μέθης τη μεταφέρει έξοχα η έμμεση, πολυεπίπεδη, ασαφής και υπαινικτική πρόζα του. Δεν λείπει ούτε η ακηδία, η παθολογική νωθρότητα στην οποία ενδίδουν οι ήρωές του – αφού ο ίδιος εγκαταλειπόταν σε μακρές περιόδους απραξίας, έπειτα από διαστήματα φρενήρους γραφής· δεν έχουν πει, τόσοι και τόσοι, ότι ο Λόουρι, τελικά, «έγραφε τον εαυτό του;».

Τα πολλά κοινά στοιχεία του Λόουρι με τους ανδρικούς χαρακτήρες των βιβλίων του αλλά και το σκηνικό περιβάλλον όπου τους τοποθετεί επιτείνουν την αυτοβιογραφική εντύπωση. Το Οιδίπους τύραννος, το αδρομολόγητο φορτηγό με το οποίο μπαρκάρει ο Ντέινα στο Ουλτραμαρίν είναι το Pyrrhus του πρώτου ταξιδιού του Λόουρι προς την Ανατολή στα δεκαεπτά του χρόνια· το Μεξικό στο Κάτω από το ηφαίστειο και στο Σκοτεινό όπως ο τάφος είναι τόπος που σαγήνευσε και ταλαιπώρησε τον συγγραφέα, ιδίως στο δεύτερο ταξίδι του εκεί το 1947, όταν θα αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα με την Υπηρεσία Μετανάστευσης· η εμπειρία της σύντομης νοσηλείας του, τον Μάιο του 1936, στο νοσοκομείο Bellevue της Νέας Υόρκης, όπου μεταφέρθηκε αναίσθητος από το ποτό, είναι μεταγραμμένη σχεδόν αυτούσια στην Πέτρα της Κόλασης (πρωτότυπος τίτλος Lunar Caustic)· το Φέριμποουτ του Οκτώβρη διαδραματίζεται στα παράλια του Ειρηνικού, όπου και έζησε ο Λόουρι και η γεωγραφία του αντικατοπτρίζει ένα ταξίδι με άμαξα και πλοίο που πραγματοποίησε μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του. Όσο για τις γυναίκες που εποικούν τις σελίδες του –πιο αδύναμα σκιαγραφημένες αυτές–, όλες είναι μικρόσωμες, έξυπνες, ζωντανές, σκοτεινά ελκυστικές και τρομερά, τρομερά βασανισμένες. Τέλος, διάσπαρτες, αν και καμουφλαρισμένες, απαντούν στις σελίδες του οι νύξεις μιας λανθάνουσας ομοφυλοφιλίας.

 

Πρόσωπα και θέματα

Αλλά και όλοι όσοι πέρασαν από τη ζωή του Λόουρι βρίσκονται εδώ: ο ποιητής Conrad Aiken, τον οποίο γνώρισε στην Αμερική και ο οποίος ενθάρρυνε, όπως έγραψαν, «τη σκοτεινή, ραμπελαιϊκή πλευρά του», και ο φίλος και συγκάτοικός του στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ Paul Fitte, που αυτοκτόνησε όταν ο νεαρός Μάλκολμ δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτά του – μια τραγωδία που θα κατατρύχει τον Λόουρι ώς το θάνατό του. Η πρώτη του σύζυγος,  Jan Gabrial, και η δεύτερη, η πρώην ηθοποιός του βωβού Margerie Bonner : στοιχεία και των δύο συνθέτουν τον χαρακτήρα της Υβόν στο Κάτω από το ηφαίστειο. Ο μεξικανός φίλος του Juan Fermando Marquez ή Fernando Atonalzin, αρχέτυπο ανδρισμού, φλογερός ιδεολόγος, ταγμένος στον απελευθερωτικό αγώνα των μεξικανών αγροτών, που θα εμπνεύσει τον χαρακτήρα του Χουάν Σερίγιο στο Κάτω από το ηφαίστειο. Παρούσες οι ώρες της απόλυτης αυτοεξάλειψης, αλλά και οι ειδυλλιακές ημέρες που θα ζήσει με τη Μάρτζερι σε μια ψαροκαλύβα στην ακτή του ορμίσκου Μπάραρντ, στο Ντόλαρτον της Βρετανικής Κολούμπια, γράφοντας ακατάπαυστα.

Στην παραθαλάσσια ψαροκαλύβα του Ντόλαρτον, στον «βόρειο Παράδεισό του», τον «Ηριδανό» του, ο Λόουρι θα περάσει μια σχετικά γαλήνια και ανέφελη δεκαετία, ώς το 1954. Θα γράψει διηγήματα (όπου οι ήρωες, συγγραφείς όπως και ο ίδιος, ταλανισμένοι από αμφιβολίες, νευρώσεις, ενοχές, σύγχυση ταυτότητας και, κυρίως, από τις αβεβαιότητες του σύγχρονου κόσμου, πασχίζουν, αντίθετα απ’ ότι στο Ηφαίστειο να συρθούν από το σκοτάδι στο φως), θα σχεδιάσει προπλάσματα, θα επιχειρήσει εκκινήσεις που θα μείνουν στα μισά, θα ξαναδουλέψει παλαιότερα κείμενα – όλα ταυτόχρονα· «και επειδή το ήθος όλων των βιβλίων του είναι τόσο παρόμοιο, συχνά του είναι αδύνατο να ελέγξει τα όρια μεταξύ του ενός και του άλλου», γράφει ο κριτικός Tony Bareham. Άλλωστε, ο ίδιος είχε κατά νου μια δαντικής έμπνευσης τριλογία, μια σύγχρονη Θεία Κωμωδία, στην οποία σκόπευε να δώσει τον τίτλο The voyage that never ends (Το ταξίδι που ποτέ δεν τελειώνει). Το Κάτω απ’ το ηφαίστειο θα «αντιστοιχούσε στο Inferno, η νουβέλα Η πέτρα της κόλασης στο Purgatorio και το In Ballast to the white sea (Χωρίς έρμα στη λευκή θάλασσα) – να έργο που κατά τον Λόουρι εκτεινόταν σε χίλιες σελίδες πριν καταστραφεί και αυτό στην πυρκαγιά που κατέκαψε την ψαροκαλύβα του στο Ντόλαρτον[1]– «στο Paradiso».

Αλλά, βέβαια, η Πέτρα της Κόλασης διαρρηγνύει τα όρια του Καθαρτηρίου, ή μάλλον συμπυκνώνει την ένταση ανάμεσα σ’ αυτή την προσωρινή κατάσταση κάθαρσης και την Κόλαση. Έργο σύντομο σε έκταση, πιο αποπνικτικό και αδιέξοδο ακόμα και από το Κάτω από το ηφαίστειο, είναι ταυτόχρονα μια πολυφωνική λογοτεχνική παρτιτούρα με την αριστοτεχνικά δοσμένη τραχύτητα μιας διαδοχής από διάφωνες συγχορδίες. Αντλώντας από την εμπειρία του στο Bellevue, ο συγγραφέας ξετυλίγει μια ιστορία εγκλεισμού, ψυχικής ασφυξίας και πνευματικής αδυναμίας χωρίς δυνατότητα διαφυγής. Κανένας από τους τρόφιμους της ψυχιατρικής κλινικής του Bellevue δεν θα μπορέσει να αποδράσει – όλοι, λίγο ώς πολύ, αποδέχονται εκούσια την αναπόδραστη καταδίκη. Eξπρεσιονιστική απόδοση της εναλλαγής λογικής και τρέλας, αγωνιώδης περιγραφή της αναζήτησης ταυτότητας, ίσως και συμβολική εξερεύνηση της πολιτικής νοσηρότητας της δεκαετίας του 1930, η Πέτρα της Κόλασης είναι το πιο ζοφερό έργο του Λόουρι. Σ’ ένα μακροσκελές γράμμα του προς τον νεοϋορκέζο επιμελητή εκδόσεων Robert Giroux, ο Λόουρι περιγράφει την προσπάθειά του να αποτυπώσει την «εικόνα του αιώνιου κάτω κόσμου, της επίγειας κόλασης» που υπήρξε για εκείνον το Bellevue, και την κατάσταση «μόνιμου ανθρώπινου πόνου και τραγωδίας, που δεν μπορεί τελικά να απαλυνθεί από, οποιαδήποτε και οσοδήποτε πεφωτισμένη, κοινωνική, ανθρωπιστική ή υλική μεσολάβηση» της οποίας υπήρξε μάρτυρας κατά τις δύο περίπου εβδομάδες της παραμονής του εκεί: ο τόνος είναι σπαρακτικός.

O Μάλκολμ Λόουρι θα πεθάνει το 1957, στα 47 του χρόνια, στο Ράιπ του Σάσεξ όπου έζησε την τελευταία διετία της ζωής του, από υπερβολική χρήση βαρβιτουρικών σε συνδυασμό με αλκοόλ. Είχε προλάβει να γράψει το επιτύμβιό του, σ’ ένα ποίημα του 1940 με τίτλο “Epitaph”:

Ενθάδε κείται ο Μάλκολμ Λόουρι

που πάντα σύχναζε στο Μπόουερι

κι η πρόζα του ήταν θαλερή

και όχι σπάνια λαμπερή.

Ζούσε τη νύχτα, έπινε τη μέρα

πέθανε με το γιουκαλίλι του στα χέρια. 

Αλλά τα αυτοσαρκαστικά του στιχάκια δεν χαράχτηκαν στην ταφόπλακά του.

«Γράφω από απελπισία», είχε κάποτε ομολογήσει, όπως διαβάζουμε στη βιογραφία του Douglas Day που κυκλοφόρησε το 1973. «Πάντοτε νιώθω απελπισμένος, πάντα προσπαθώ να γράψω, και γράφω πάντα – εκτός κι αν είμαι υπερβολικά απελπισμένος». Κι ίσως ο πιο πιστός στον Λόουρι επικήδειος να είναι αυτός του φίλου του μυθιστοριογράφου, κριτικού και βιογράφου Arthur Calder-Marshall:

Νομίζω πως δεν υπερβάλλω λέγοντας […] πως η ιδιοφυΐα του τον κατέστησε μάρτυρα. Ήταν ένας αντίχριστος της λογοτεχνίας που θυσίασε το όραμα του παραδείσου προκειμένου να αναπαράγει το όραμα της κόλασης έτσι όπως δεν μπόρεσε κανείς να το πετύχει – εκείνο το ιδιαίτερο αλκοολικό όραμα της κόλασης. Νομίζω ότι ήξερε πως καταδίκαζε ο ίδιος τον εαυτό του.

 

[1] Το μυθιστόρημα, ωστόσο, επιβίωσε, χάρη στην Jan Gabrial, την πρώτη του σύζυγο. Το 1936, λίγο πριν το ζευγάρι φύγει για το μοιραίο ταξίδι τους στο Μεξικό, ο Λόουρι είχε εμπιστευτεί το χειρόγραφο στη μητέρα της Τζαν, κι εκείνη το είχε φυλάξει, παρά το χωρισμό τους. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1991, η Τζαν το δακτυλογράφησε και, μετά το θάνατό της, το 2003, ο εκτελεστής της διαθήκης της το παραχώρησε στο τμήμα χειρογράφων και αρχείων της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης. Το βιβλίο, με θέμα «έναν προπτυχιακό φοιτητή του Καίμπριτζ που θέλει να γίνει μυθιστοριογράφος, στην πορεία όμως καταλήγει να πιστεύει ότι τόσο το βιβλίο, όσο, κατά μία έννοια, και η ζωή του έχουν ήδη “γραφτεί” από έναν νορβηγό συγγραφέα»,  εκδόθηκε το 2014 από τις εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Οτάβας.

Κατερίνα Σχινά

Δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και μεταφράστρια. Μεταξύ άλλων έχει μεταφράσει βιβλία των Τόνι Μόρισον, Φίλιπ Ροθ, Ίαν ΜακΓιούαν, Μάλκολμ Μπράντμπερι, Τζορτζ Στάινερ, Τζόις-Κάρολ Όουτς. Kυκλοφορεί το βιβλίο της, Καλή κι ανάποδη.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.