Ν’ αρχίσω από το τέλος. Όταν η φωνή της Αλέξως, της εκατόχρονης αφηγήτριας του Σωτήρη Δημητρίου αρχίζει να θαμπώνει, αφού πρώτα έχουν θαμπώσει τα μάτια της κι έχει φυράνει η ακοή της. Η αφηγήτριά του βρίσκεται στην ηλικία που τα γεράματα αναγκάζονται, πέρα από τους πόνους του κορμιού και το βάρος της καρδιάς, να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ενάντια στους νέους που δεν νογάνε, που «απολαίνουν τα σπαθιά» τους στους «διαολογερόντους», βάρος πια για τα παιδιά τους και έγνοια ασήκωτη. Είναι οι «ολημερνές μαχαιριές» για τις οποίες παραπονιέται η μάνα του Σολωμού στα γράμματά της στον γιο της Ιωάννη, οι κάθε λογής μικρές σκληρότητες των νέων προς τους γερόντους. «Με τα μένα γελάνε», λέει η Αλέξω πικραμένη, όταν ψυχανεμίζεται, από μια κίνηση, ένα βλέμμα, ένα λοξό χαμόγελο, την περιπαικτική διάθεση της υπεροπτικής νεότητας, παρότι ξέρει καλά πως «όσο βαρεί ο γέροντας, δεν βαρεί η πέτρα».
Μόνη σ’ ένα σπιτάκι στην Ηγουμενίτσα, με μια σπιθαμή γη στην αυλή για να φυτέψει τις μυρωδιές της, κι αυτήν συγκαταβατικά παραχωρημένη απ’ τα παιδιά της, μετράει τις μέρες που της απομένουν σ’ έναν κόσμο που δεν την περιέχει πια. Ο άλλος κόσμος, ο «άλλος τόπος» της, με τα θαύματα και με τα πάθια του, μαράθηκε, ερείπωσε, εγκαταλείφθηκε, δεν υπάρχει πια, παρά μονάχα σαν αφολοή, σαν απόηχος μακρινός, βουτηγμένος στο αμνιακό υγρό του ιδιώματος, σαρκωμένος στην ύλη της γλώσσας, μιας γλώσσας μουσικής και λιτής, που ξετυλίγεται λαγαρή απ’ το στόμα της γερόντισσας σαν «ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος».
Ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας
Την έχουμε ξανασυναντήσει αυτήν την τρυφερότητα του Σωτήρη Δημητρίου απέναντι στους ηλικιωμένους, τους αδύναμους, απέναντι στο μικρό και το λίγο, που συμβαδίζει με τη δυσανεξία του απέναντι στον στεγνό, θαμπό, τυφλό, αλλοτριωμένο μετανεωτερικό βίο. Η ολιγογράμματη, βασανισμένη, χαροκαμένη Αλέξω από τα βουνά της Μουργκάνας, που ξελιθαρώνει τις απόκρημνες πλαγιές για να φτιάξει ένα περιβολάκι, που έχει περάσει τα νιάτα της ανάμεσα στα «σαχτά» –τα ζωντανά του σπιτιού–, τη σκάφη και τα πένθη και στα γεράματά της κουβεντιάζει με την τηλεόραση αφού δεν έχει άλλον κανένα να μιλήσει, γυναίκα που πύκνωσε τις λιγοστές χαρές και τα πολλά της βάσανα σ’ ένα γρομπαλάκι χώμα για τα μυριστικά της, είναι αυτή που μπορεί να δει τα μεγάλα, κι όχι μόνο ν’ αναρωτηθεί, με το θάμβος και τη στοχαστικότητα ενός αθώου και μαζί πάνσοφου ανθρώπου, πώς συγκροτείται το «ζωντανό θάμα» της δημιουργίας, αλλά και να το βιώνει την κάθε μέρα. Είναι ένα θάμα που ξεκινάει από το χορταράκι και το σταφύλι, περνάει στα ζώα και φτάνει στα παιδιά. Ένα θάμα που επιμένει ακόμα και μέσα στην αδικοσφαγή και τη μάνητα του κόσμου.
Γι’ αυτό και η μάνα, που υποστασιοποιεί το θάμα, βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης, ο «αφαλός» που ποτέ δεν κόβεται, το ιερό κέντρο. Η Μηλιά, η μάνα της Αλέξως –χαμένη μέσα στη δίνη του εμφυλίου, σκοτωμένη απ’ τους αντάρτες ή θύμα της ομηρίας, κανείς δεν ξέρει, οι δικοί της την καρτεράνε ώς το τέλος– αλλά και όλες οι μαυρομανάδες της αφήγησης, γυναικείες θυσιαστικές και θυσιαζόμενες μορφές, που στηρίζουν και υφίστανται, παιδεύονται και υπομένουν, υποτελείς στον άντρα, στα πεθερικά, στα παιδιά τους, ακόμα ακόμα, γυναίκες ταγμένες στη δουλειά, που ενώ έχουν ξύλα πάνε να τα «μάσουν» γιατί εκεί, ανάμεσα στα βουνά, που δεν τις βλέπει και δεν τις ακούει κανείς, μπορούν «να βγάλουν και μια φωνή».
Η μάνα είναι η γλώσσα που δομεί τον κόσμο, τον υπερκαλύπτει και τον αποκαλύπτει, σκέπει και απομακρύνεται, πηγή της γνώσης –«Ήξερε την άμμο της θάλασσας», λέει η Αλέξω–, φορέας του κοινοτικού ήθους και του λαϊκού πολιτισμού, κολώνα της οικογενειακής εστίας, προσωποποίηση του γυναικείου μόχθου, της γυναικείας προσφοράς, της γυναικείας «γκαβομοίρας». Μιλώντας με τη γλώσσα της, παρότι βρίσκεται πια σ’ ένα αστικό περιβάλλον, η Αλέξω ανασυστήνει τον χαμένο κόσμο, πασχίζει να τον ανασυναρμολογήσει με τα αποκαΐδια του πολέμου και του ξεριζωμού. Μα όλα τούτα που εξιστορεί η Αλέξω δεν συνθέτουν το μνημείο της αρχέγονης περιόδου που φέρει εγγεγραμμένες, με δυσανάγνωστους χαρακτήρες, τις λέξεις και τις φράσεις μιας νεκρής γλώσσας, αλλά μας διδάσκει εκείνο το κομμάτι της ζωντανής γλώσσας της φύσης που δένεται με την ανθρώπινη ζωή και τώρα πια μονάχα την αφολοή του μπορούμε ν’ αφουγκραστούμε, όσο υπάρχουν, βέβαια, εκείνοι που τη μεταφέρουν.
Τη μεταφέρει ο Σωτήρης Δημητρίου· από το πρώτο του βιβλίο, το Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη, ώς αυτό το τελευταίο, τον Ουρανό απ’ άλλους τόπους, το μείζον, νομίζω, της ώς τώρα συγγραφικής παρουσίας του. Το μυθιστόρημά του –γιατί για μυθιστόρημα πρόκειται, καθώς τα χαλαρά συναρμοσμένα περιστατικά που αφηγείται η Αλέξω μοιάζουν με κόμπους σ’ αναρριχητικό σχοινί, πατήματα που οδηγούν στο έξαρμα εκείνο απ’ όπου η θέα απλώνεται πανοραμική– κινείται μέσα στον δύσκολο και παγιδευμένο χώρο της πλευράς που βρέθηκε να πληρώνει με αίμα έναν εμφύλιο χωρίς να καταλαβαίνει το γιατί, και –το κυριότερο– που καταδικάστηκε στη σιωπή, αφού στα μετέπειτα, στα «ειρηνικά» χρόνια, ηγεμόνευσε η αντίπαλη αφήγηση που εν πολλοίς δικαίωνε τους άκριτους, κι αυτούς παρασυρμένους ή «λωβιασμένους», υποκινητές της βίας και συχνά ολετήρες, στη συνοριακή γραμμή μιας παράξενης πατρίδας.
Το βουητό της ιστορίας
Ένας ταραγμένος κόσμος αναδύεται από τις σελίδες που εστιάζουν στα τραυματικά γεγονότα του εμφύλιου, ένας κόσμος ανίδεος, ανερμάτιστος, πρωτόγονα αθώος ή και πρωτόγονα άγριος. Ο πόνος είναι σχεδόν ζωικός και γι’ αυτό ανυπόφορος· δεν αμβλύνεται από την αγιότητα των θυμάτων, αλλά επιτείνεται από την αγριότητα των σκοπών και των προθέσεων. Ο φόβος είναι διαλυτικός, πήζει σ’ έναν αδιαπέραστο ζόφο. Σ’ αυτήν την οδυνηρή συνάντηση των ανθρώπων με την ιστορία, ή μάλλον με την ιστορική δυστοπία όπου τα πάντα καταλύονται, θεσμοί, κοινωνικές συμβάσεις, οικογενειακοί δεσμοί, ο άνθρωπος είναι μόνος κι ανυπεράσπιστος, καταλυμένος κι αυτός ώς το μεδούλι του από τη συνομιλία της βίας με τον φόβο.
Σπάνια συναντάμε τέτοιες σελίδες στην πεζογραφία μας, αν εξαιρέσει κανείς την «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού. Σπάνια συναντάμε τέτοια γραφή, που πίσω από τη φανερή μελωδία της γλώσσας αφήνει να διακρίνεται τόσο καθαρά ο ίσκιος της απώλειας, απώλειας οριστικής και αμετάκλητης, προσώπων, τόπων, κόσμου, ίσως και εαυτού. Σπάνια συναντάμε τόσο ελλειπτικό και καίριο λόγο, που αντλεί από το βαθύ κοίτασμα της προφορικής παράδοσης, φτάνοντας, τολμώ να πω, ως την ομηρική λαλιά, όπως στην εξιστόρηση για τη «λειτουργιά της μπάμπως» όπου αναπλάθεται η ύλη των παραμυθιών και τα μοτίβα τους –ο γυρισμός του ξενιτεμένου, η ευχή της μάνας (το πρόσφορο που θα στείλει στο παιδί της και εντέλει θα του σώσει τη ζωή), το σκυλί, η αναγνώριση απ’ τα σημάδια του κορμιού–, αποκαλύπτοντας τις ισχυρές μυθολογικές δομές του κοινοτικού βίου.
Κι ακόμη πιο σπάνια ακούμε έτσι υπόκωφα το βουητό της ιστορίας, έναν χθόνιο βορβορυγμό που δεν δονείται μόνο στις σελίδες που μιλούν για πολέμους και συγκρούσεις, καταστροφές και αλληλοσπαραγμό, αλλά τρυπώνει από την κάθε χαραμάδα μιας μικρής ζωής, που περνάει, όπως γράφει συγκλονιστικά ο Σωτήρης Δημητρίου, σαν ένα «χουουου στα πλατανόφυλλα».
------------------------------------------------------------------------------
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Ψηλαφήσεις. Ποιήματα, Δωδώνη, 1985
Ντιάλιθ' ιμ, Χριστάκη. Διηγήματα, Ύψιλον, 1987· 2η έκδ. Κέδρος, 1990, 4η έκδ. 1998, 5η έκδ. Πατάκη 2018
Ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη. Διηγήματα, Κέδρος, 1989, 4η έκδ. 1998, 5η έκδ. Πατάκη 2019
Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου. Μυθιστόρημα, Κέδρος, 1993, 9η έκδ. 1998, 10η έκδ. Πατάκη 2015
Η φλέβα του λαιμού. Διηγήματα, Πατάκη, 1998, 4η έκδ. 1999
Η βραδυπορία του καλού. Διηγήματα, Πατάκη, 2001, 2η έκδ. 2019
Τους τα λέει ο Θεός. Μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2002, 2η έκδ. Πατάκη 2016
Τα οπωροφόρα της Αθήνας. Αφήγημα, Πατάκη, 2005
Σαν το λίγο το νερό. Μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2007, 2η έκδ. Πατάκη 2017
Τα ζύγια του προσώπου. Διηγήματα, Πατάκη, 2009
Η σιωπή του ξερόχορτου. Νουβέλα, Πατάκη, 2011
Το κουμπί και το φόρεμα. Διηγήματα, Πατάκη, 2012
Κοντά στην κοιλιά. Μυθιστόρημα, Πατάκη, 2014
Τα όνειρα μού δέλουν. Διηγήματα, Πατάκη, 2015
Θάμπωσε ο νους. Διηγήματα, Πατάκη, 2017
Ουρανός απ' άλλους τόπους, Μυθιστόρημα, 2021
Μεταφράσεις
Στα αγγλικά:
Woof, Woof Dear Lord and Other Stories, μετάφραση: Leo Marshall, Kedros, 1995
May Your Name Be Blessed, μετάφραση: Leo Marshall, University of Birmingham: Centre For Byzantine, Ottoman & Modern Greek Studies, 2000
Στα γερμανικά:
Lass es dir gut gehen, μετάφραση: Birgit Hildebrand, Romiosini, Koln 1998.
Στα ολλανδικά:
Het ga je goed, Dimitris, μετάφραση: Hero Hokwerda, Styx Reblications, Eironingen 2000
--------------------------------------------------------