Σύνδεση συνδρομητών

Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 2023. Ο θεατρικός Γιον Φόσσε

Τρίτη, 19 Δεκεμβρίου 2023 23:09
Ο Γιον Φόσσε.
Tom A. Kolstad / Det norske samlaget
Ο Γιον Φόσσε.

Το βραβείο Νόμπελ στον Γιον Φόσσε δεν ήταν έκπληξη για όσους παρακολουθούν τις εκτιμήσεις των ειδικών – κι ας έχουν απονεμηθεί ελάχιστα σε δραματουργούς. Έκπληξη όμως ήταν για μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού, αφού οι γνωστοί (μας) συγγραφείς που κατά καιρούς ακούγονται για το βραβείο και θα επιθυμούσαμε διακαώς να τιμηθούν με αυτό δεν ξεπερνούν πλέον αριθμητικά τα δάχτυλα του ενός χεριού. Ο Κούντερα και ο Στάινερ έφυγαν από τη ζωή, ο Μάγκρις πιθανόν να μείνει για πάντα στην αναμονή, περιμένουμε να δούμε τι θα συμβεί με τον Κρασναχορκάι, τον Καρταρέσκου, τον Γκοσποντίνοφ, προσωπικά θα στοιχημάτιζα από τώρα αλλά για μετά από 10 χρόνια και υπέρ του Χουάν Γκαμπριέλ Βάσκες.

Η λογοτεχνική ανθρωπογεωγραφία όμως αλλάζει διαρκώς, τα βραβεία δεν είναι πια μόνο ευρωπαϊκή και βορειοαμερικανική υπόθεση και αυτός ο πλουραλισμός θα πρέπει να εννοηθεί ως κέρδος για όλους μας. Διάβασα με κατανόηση αναρτήσεις φίλων μου συγγραφέων από το Μεξικό που διαμαρτύρονταν γι’ αυτή την «άκυρη» επιλογή, αφού αγνοούσαν πλήρως τον Φόσσε και σκέφτηκα πως εγώ στη θέση τους θα ένιωθα τυχερός: υπάρχει ένας συγγραφέας εκεί έξω που περίμενε υπομονετικά τόσον καιρό τη σειρά του και τώρα ήρθε η ώρα να τον ανακαλύψουν.

 

Ένα παιχνίδι από μοναξιά και κοινωνικές σχέσεις

Έφτασα στον Γιον Φόσσε χωρίς να έχω δει καμία θεατρική του παράσταση, όμως έχω διαβάσει τα θεατρικά του έργα. Και ο ίδιος εξάλλου ομολογεί ότι επειδή γράφει τα κείμενά του χωρίς να σκέφτεται πώς θα παρασταθούν, εκπλήσσεται συχνά από τις παραστάσεις, τις οποίες από ένα σημείο και μετά έπαψε να παρακολουθεί, σταμάτησε να παρεμβαίνει στη σκηνοθεσία και να εξηγεί τα νοήματά τους. Τι είναι αυτό που κάνει τον Φόσσε σπουδαίο συγγραφέα πέρα απ’ την προφανή ανοιχτότητα ή αμφισημία των έργων του;

Αν και απόγονος του Ίψεν, η συμπυκνωμένη, μινιμαλιστική του γραφή θυμίζει περισσότερο Πίντερ και Μπέκετ (στο πιο ποιητικό έργο του Κάποιος θα ʼρθει συνομιλεί ουσιαστικά με το Περιμένοντας τον Γκοντό), διαχειρίζεται μελετημένα σιωπές και παύσεις σαν να γράφει μουσικό κείμενο. Η κρίση της οικογένειας και ευρύτερα των ανθρώπινων σχέσεων, η μοναξιά, ο συνεχής διάλογος με τους νεκρούς, η έλλειψη εξωτερικής δράσης χαρακτηρίζουν ένα έργο που δεν έχει καθόλου τελείες για να μη χάνεται ο ρυθμός και η μουσικότητά του (ο ίδιος άλλωστε ξεκίνησε από την κιθάρα και το βιολί, κι έγραφε στίχους για τραγούδια). Παραφράζοντας λίγο τα λόγια του, το θέατρό του είναι «ένα παιχνίδι που είναι φτιαγμένο από μοναξιά και κοινωνικές σχέσεις, ένα παιχνίδι όπου η ανεπανόρθωτη και σχεδόν ιερή μοναξιά του ανθρώπου εκδηλώνεται σε όλη την κωμική της απόγνωση» («Προσωπικά σχόλια», στο Επίμετρο της έκδοσης Jon Fosse, Τρία έργα, μτφρ. Κατερίνα Σαρροπούλου, Άγρα, Αθήνα 2007, σ. 270). Θυμίζει επίσης Μπέργκμαν και Ταρκόφσκι, γιατί προσπαθεί να συνομιλήσει με το εύθραυστο ανείπωτο – «η σιωπή είναι η φωνή του Θεού», συνηθίζει να δηλώνει. Το παιχνίδι των σιωπών και των επαναλήψεων ανοίγει τα έργα του στη μεταφυσική:

Όχι δεν θα τηλεφωνήσει

Θα γυρίσει σύντομα

Και τότε θα είμαστε μόνοι μας

Θα είμαστε πάντα

μόνοι μαζί

θα είμαστε

μόνοι

ο ένας με τον άλλον

                          (Κάποιος θα ʼρθει, ό.π., σ. 104).

 

Ομιλούσα σιωπή

Μοιάζει αληθινά παράδοξο να βραβεύεται με την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση στις μέρες μας ένας συγγραφέας δεδηλωμένα πιστός, ο οποίος σε ορισμένες συνεντεύξεις του μάλιστα έχει υποστηρίξει ότι άνετα θα μπορούσε να χειροτονηθεί ιερέας. Ο Φόσσε αισθάνεται μες στην καθολική εκκλησία πιο άνετα από ό,τι στη λουθηρανική, το πατρογονικό δόγμα που εγκατέλειψε στα 16 του και, παρ’ όλο που δεν θεωρεί τον εαυτό του «κανονικό» καθολικό (έτσι κι αλλιώς οδηγήθηκε στον καθολικισμό μέσω του μυστικισμού του Μάιστερ Έκχαρτ), βρίσκει παρηγοριά στις λειτουργίες και στην προσευχή. Αυτή ακριβώς η αίσθηση της παρηγοριάς, η αίσθηση ότι πλήρης ματαίωση δεν υπάρχει παρ’ όλη την καθημερινή απόγνωση, ότι κάτω απ’ τη σκληρή πραγματικότητα βρίσκει χώρο για να υπάρξει και η ελπίδα της συγχώρεσης ή της τρυφερής συμφιλίωσης με τον κόσμο και το θάνατο, είναι που καθιστά το στοχαστικό-ποιητικό έργο του εντέλει ελπιδοφόρο:

Η ζωή όμως είναι αναμονή, έτσι δεν είναι
Οι άνθρωποι κάθονται στα δωμάτιά τους
κάθονται στα σπίτια τους
κάθονται εκεί περιμένοντας
ανάμεσα στα πράγματά τους
στην ασφάλεια που δίνουν τα πράγματα
κάθονται και περιμένουν
στα σπίτια κάτω απ' τον ουρανό
κάθονται εκεί και περιμένουν
στα δωμάτια
στα σπίτια
ανάμεσα στα πράγματά τους
ζούνε περιμένοντας
κι ύστερα δεν περιμένουν πια

Παύση.
Και τότε μένουν τα πράγματα.

                          (Και δεν θα χωρίσουμε ποτέ, μτφρ. Λίλα Τρουλινού, Μνήμη, Αθήνα 2008). 

Η συνειδητοποίηση της ανθρώπινης ευαλωτότητας δεν οδηγεί τελικά σε μια μηδενιστική αντίληψη των πραγμάτων επειδή οι σιωπές του Φόσσε θυμίζουν την ομιλούσα σιωπή που αισθάνεται κανείς καθισμένος στο στασίδι ενός πανύψηλου, γοτθικής αρχιτεκτονικής, καθολικού καθεδρικού. Το περιβάλλον τον υποβάλλει, αλλά δεν τον συνθλίβει.

 

 

Δημήτρης Αγγελής

Διδάκτωρ φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής του περιοδικού Φρέαρ. Ποιητής και δοκιμιογράφος, έχει εκδώσει τα βιβλία: Για τη συγγραφήΦιλομήλαΈνας ακόμη θάνατοςΤελευταίο καλοκαίριΜυθικά νεράΑισθητική βυζαντινήΙδεολογικά ρεύματα της ύστερης αρχαιότηταςΕπέτειος (Βραβείο Λάμπρου Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών), Επαληθεύοντας τη νύχτα, Ένα ελάφι δακρύζει πάνω στο κρεβάτι μου. Τελευταίο βιβλίο του: Η πόλη Μαρία (2023).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.