Γνωρίσαμε την Άννα Δαμιανίδη ως πεζογράφο από νωρίς (με τη νουβέλα της Ξυπόλυτες που κυκλοφόρησε το 1981, με τα διηγήματα Σκεύος ηδονής τρία χρόνια αργότερα και με το μυθιστόρημα Η τελευταία πριγκίπισσα το 1990). Τη συναντήσαμε, την εποχή που μεγάλωνε τα τρία της αγόρια, ως παραμυθού, συγγραφέα βιβλίων για παιδιά από «μια σκληρά ορθολογιστική μαμά που χάρις στα παιδιά της πίστεψε στη μαγεία, στους δράκους και στα παράλληλα σύμπαντα». Την απολαύσαμε, μέσα στις δεκαετίες, σχεδόν χωρίς διακοπή, ως χρονογράφο, με όλα όσα σημαίνει η λέξη – με τη λοξή ματιά στα πράγματα, την ικανή να εντοπίσει και να περιγράψει ακαριαία και με ακρίβεια, ωστόσο ακρίβεια συχνά ποιητική, τη λεπτομέρεια που μας διαφεύγει, αυτή που καθιστά το περιστατικό ή την εικόνα σημαντική, καθώς αποκαλύπτει κάτι ευρύτερο για την ανθρώπινη κατάσταση.
Τώρα, στο καινούργιο της μυθιστόρημα, αυτή η λοξή ματιά μεταμορφώνεται σε ευθεία, ένα βλέμμα τολμηρό και οξύ που καταφέρνει να αγκαλιάσει μια ολόκληρη εποχή και να τη μεταφέρει ατόφια, μέσα στην αθωότητα, την τρυφερότητα, την προσδοκία αλλά και στον ζόφο της. Γιατί η εποχή είναι η περίοδος της δικτατορίας και τα κεντρικά πρόσωπα οι νέοι που βρέθηκαν, με συμπιεσμένη τη νιότη τους και κομμένα τα φτερά τους, να μεγαλώνουν σε μια χώρα αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, σ’ ένα κλίμα αποστεγνωμένο, συντηρητικό και ανελεύθερο.
Ωστόσο, το βιβλίο της Άννας Δαμιανίδη, μολονότι αναγνωρίζει αυτόν τον ζόφο, δεν υποτάσσεται σ’ αυτόν ούτε διαπνέεται απ’ αυτόν, αλλά επιμένει στην ευφορία – την ευφορία της νιότης, της ανακάλυψης (του εαυτού και των ορίων του, των άλλων, της ποίησης –αξίζει να σημειώσουμε μερικές πολύ όμορφες σελίδες για τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη και τον Καβάφη, τον Καρυωτάκη, που αίφνης συντονίζεται και συνηχεί με την απελπισία της έγκλειστης εφηβείας–, της πολιτικής), της χαράς του σώματος, αλλά και της δυσφορίας και της ανησυχίας γι’ αυτό το σώμα το οποίο συχνά εκπλήσσει τις ηρωίδες καθώς μεγαλώνει «σαν κολοκύθι που ωριμάζει ήσυχα στην κολοκυθιά, κι αν βγει το σχήμα του ωραίο έχει καλώς, αν δεν βγει τόσο το χειρότερο», όπως λέει η Αλίκη – αφού γυμναστήρια δεν υπήρχαν εκείνο τον καιρό στην Αθήνα και «η τύχη σμίλευε τα σώματά μας, δεν μπορούσαμε να επέμβουμε και δεν ξέραμε καν ότι γινόταν».
Τέσσερις γυναίκες
Ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης έγραψε η Άννα Δαμιανίδη, ένα μυθιστόρημα μαθητείας επί τέσσερα, καθώς τέσσερις είναι οι πρωταγωνίστριες του βιβλίου, τέσσερις φίλες και συμμαθήτριες, διαφορετικές μεταξύ τους αλλά με παρόμοιες ανησυχίες, τέσσερα κορίτσια που εξελίσσονται μαζί με τον κόσμο, ή μάλλον που μέσα τους αντανακλάται το γίγνεσθαι του κόσμου. Η πορεία ωρίμανσης και κατάκτησης της ταυτότητάς τους είναι αποτέλεσμα αλληλεπίδρασης: κάθε κορίτσι είναι παθητικό και ταυτόχρονα ενεργητικό μέρος του μικρόκοσμού του· δέχεται τις μεταβολές αλλά είναι και το ίδιο φορέας αλλαγών. Η ζωή, μια πλούσια, εσωτερική ζωή που εξελίσσεται ερήμην της εξωτερικής πραγματικότητας ή σε αντίστιξη μ’ αυτήν, σαρκώνεται στα πρόσωπα των τεσσάρων κοριτσιών ως συναίρεση των αντιθέτων. Μπορεί να τις απασχολεί όλες το σεξ, όμως άλλες το δοκιμάζουν ως μέτρο ελευθερίας, ως τρόπο αυτονόμησης ή αντίδρασης προς την ασφυξία της δικτατορίας, άλλες ως μέρος μιας δέσμευσης με απώτερο σκοπό το γάμο κι άλλες ως κάτι που αξίζει να το επιδιώξεις μόνο αν είσαι ερωτευμένος. Και τα αγόρια –που παραδόξως αφθονούν, σε μια εποχή και σε μια ηλικία που τα φύλα δεν ήταν και τόσο εύκολο να συναντηθούν και κυρίως, με οποιονδήποτε τρόπο, να συνδεθούν– είναι κατά βάση ένας άλλος κόσμος, στον οποίο επιχειρούν να μπουν οι τέσσερις φίλες, είτε δείχνοντας ενδιαφέρον γι’ αυτά που τους απασχολούν (εδώ για τα «πολιτικά») είτε ενδίδοντας στην επιθυμία τους η οποία τις περισσότερες φορές δεν παίρνει υπόψη της τη δική τους επιθυμία – όπως στην περίπτωση της βεβιασμένης συνεύρεσης της Μαργαρίτας με τον ωραίο, επιθυμητό, αλλά και νάρκισσο Χάρη, ο οποίος περιορίζει τη στιγμή στο σώμα, αδιάφορος για το πώς τη βιώνει το έτερο σθένος της ένωσης. Έτσι, πολύ συχνά, η σχέση με τα αγόρια εκβάλλει στη μοναξιά, ιδίως αν τύχει και συνοδευτεί από μια ανεπιθύμητη, πρόωρη εγκυμοσύνη.
Κι όλη αυτή η σύγχυση, το δέος, η λαχτάρα, η υπερεπένδυση στην ηδονική δίνη του έρωτα και στη μεταμορφωτική δύναμή του, στην πραγματικότητα αποδεικνύεται μια συνεχής ταλάντωση μεταξύ επιθυμίας και απώθησης. Κυρίως γιατί οι τέσσερις φίλες υπεραναλύονται, κατά μόνας, κατά ζεύγη ή εν πλήρει απαρτία.
Συναντάμε λοιπόν την Αλίκη, τη Δάφνη, τη Μαργαρίτα και τη Λυδία σε μια μεταιχμιακή στιγμή, λίγο πριν από την αποφοίτησή τους από το Γυμνάσιο. Τα δύο καλοκαίρια του τίτλου είναι αυτά που προηγούνται και έπονται της σημαντικής έκτης Γυμνασίου, βεβαρημένης από το διπλό άγχος, των εξετάσεων για την Επιτροπή του Δημοσίου που θα τους εξασφαλίσει το περιπόθητο απολυτήριο (το σχολείο τους είναι ιδιωτικό) και των εισαγωγικών για το Πανεπιστήμιο. Είναι μια περίοδος πολλαπλής προετοιμασίας. Πρέπει να περάσουν, αφού δεν είναι ο γάμος ή η μητρότητα το όνειρό τους, όπως κάποιων άλλων συμμαθητριών τους, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που τους προσφέρονται και, ταυτόχρονα, πρέπει να εισαχθούν στον ενήλικο κόσμο με τους δικούς τους, όσο γίνεται, όρους, που και αυτοί μένει να συγκεκριμενοποιηθούν.
Σπουδές, ίσον ελευθερία
Οι σπουδές, βέβαια, είναι πρωτίστως μια ευκαιρία να αναπνεύσουν «τον γλυκό αέρα της ελευθερίας». Καμιά από τις φίλες δεν διαλέγει συνειδητά αυτό που της αρέσει είτε γιατί δεν ξέρει ακόμη τι της αρέσει, είτε γιατί αυτό που της αρέσει δεν μπορεί να το σπουδάσει – όπως η Δάφνη που ενδιαφέρεται για τη μόδα και την ενδυματολογία, αλλά καταλήγει στην Αρχιτεκτονική, επειδή, κατά τους γονείς της, έχει καλλιτεχνικές ανησυχίες. «Δεν έχω ονειρευτεί κανένα επάγγελμα», εκμυστηρεύεται η Αλίκη στο φίλο της τον Ανδρέα.
Έτσι κι αλλιώς, η συνεισφορά των γονέων σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή δεν είναι ιδιαίτερα υποβοηθητική. Άλλοτε γιατί προβάλλουν στις κόρες τους τις δικές τους φιλοδοξίες ή εμμονές, άλλοτε γιατί παραμένουν ουσιαστικά αμέτοχοι, άλλοτε γιατί, άθελά τους, λειτουργούν ανασταλτικά – κυρίως οι μητέρες: οι ανικανοποίητες, απούσες, καταπιεστικές μητέρες που δυσκολεύονται να αποκαταστήσουν αρμονικές σχέσεις με τις κόρες τους.
Γιατί η μητέρα, στο Δύο καλοκαίρια και μισό φθινόπωρο σκιαγραφείται, σε γενικές γραμμές, αρνητικά. Με την απουσία της επιτείνει το αίσθημα της απώλειας στη Λυδία, με την απογοήτευσή της έχει τραυματικό αντίκτυπο στην αναπτυσσόμενη αίσθηση εαυτού της Αλίκης, ή υποταγμένη στον παραδοσιακό της ρόλο όπως η μητέρα της Δάφνης αδυνατεί να προσφέρει θετικό μυητικό πρότυπο απελευθέρωσης και αυτονομίας.
Τέλος, υπάρχει η πολιτική. Η σταδιακή αφύπνιση των κοριτσιών στην πραγματικότητα της χούντας, η αφέλεια της αντιδικτατορικής τους διάθεσης –ονειρεύονται να βάλουν φωτιά στα γελοία ταμπλό με το πουλί και το φαντάρο με τα οποία είχε γεμίσει η επαρχία ή στήνονται απέναντι από τις φυλακές Αβέρωφ, που ακόμη δεσπόζουν στη λεωφόρο Αλεξάνδρας (θυμίζω ότι έκλεισαν το 1971 και τον επόμενο χρόνο κατεδαφίστηκαν), κοιτάζοντας προς το κτίριο με τα καγκελόφραχτα παράθυρα και ελπίζοντας «ότι οι φυλακισμένοι εκεί πέρα πολιτικοί κρατούμενοι θα καταλάβαιναν ότι τους χαιρετούσαμε»– , οι στιγμές της έξαρσης στην κηδεία του Σεφέρη, η αγωνία για τη σύλληψη και τα ενδεχόμενα βασανιστήρια ενός φίλου. Παιδικά, όλα αυτά, λουσμένα στην εφηβική εξιδανίκευση, αλλά απολύτως αυθεντικά.
Έχουν πει και έχουν γράψει ότι το μυθιστόρημα μαθητείας, καθώς εστιάζει σε μια διαδικασία εσωτερικής αναζήτησης, επιτρέπει στον αναγνώστη να παρεμβάλλει δικές του εμπειρίες. Έτσι συνέβη και με μένα, όπως, πιστεύω, θα συμβεί και σε πολλές ακόμα γυναίκες της γενιάς μας προερχόμενες από ένα λίγο-πολύ μικρο-μεσοαστικό κοινωνικό περιβάλλον. Κάθε τόσο, συναντούσα στην αφήγηση της Άννας καταστάσεις ή περιστατικά από τα δικά μου παιδικά και εφηβικά χρόνια – την ταξική διαστρωμάτωση στο ακριβό ιδιωτικό σχολείο, στην οποία οι φίλες του βιβλίου αντιστέκονται διά των επιδόσεών τους στα μαθήματα, κάποια στοιχεία της παραδοσιακής οικογένειας που ωστόσο καταλύονται καθώς η νεωτερικότητα εισβάλλει (κυρίως διά των παιδιών) στην αυστηρή τάξη της καθημερινότητας, γυναικείες ασχολίες, όπως η παρασκευή γλυκών του κουταλιού ή η δημιουργία εργοχείρων, που, εμένα, τουλάχιστον, ανέκαθεν με γοήτευαν, επειδή οι γυναίκες της οικογένειάς μου μετέτρεπαν αυτές τις ασχολίες σε γιορτή, αφαιρώντας τους τον καταναγκαστικό, καταπιεστικό χαρακτήρα. Και πιο ειδικές, ακόμα, εμπειρίες: ο αριστερός δικηγόρος πατέρας της Δάφνης που «πρέπει να είχε ψηφίσει κάποια στιγμή τον Παπανδρέου», αφού «μεγάλωνε και ήθελε λίγη γαλήνη, έχοντας βαρεθεί τις εντάσεις και τα κυνηγητά του πολέμου και του εμφυλίου που είχε περάσει στα νιάτα του». Ένας μικρότερος αδελφός που τον «διαβάζει» η μητέρα, στην περίπτωση της Μαργαρίτας, ενώ δεν είναι κακός μαθητής, ίσως σαν επιβεβαίωση και μέρος του ρόλου της – όπως εξάλλου στοιχείο επιβεβαίωσης γίνεται για εκείνην και η μαγειρική. Κάποιες «ατυχήσασες» θείες.
Το αυτοβιογραφικό υλικό αρδεύει όλη την έκταση της αφήγησης. Οι τέσσερις φίλες του μυθιστορήματος συντίθενται από στοιχεία πραγματικών φιλενάδων της νιότης της συγγραφέως· κάποια πρόσωπα, μεταπλασμένα ασφαλώς για τις ανάγκες του μυθιστορήματος, έχουν περάσει από τη ζωή της. Διαβάζοντας, ωστόσο το βιβλίο της, αισθάνεται κανείς ότι η χρήση αυτών των αυτοβιογραφικών στοιχείων δρα σαν ένα είδος επερώτησης πάνω στη λειτουργία της μνήμης, πάνω στην ικανότητά της να χειριστεί και να κατανοήσει το πραγματικό. Η συγγραφέας έχει συγκρατήσει στη μνήμη εκείνα τα χρόνια σαν μια μελωδία μισοσβησμένη που συνεχίζει. ωστόσο, νοερά να αντηχεί, κι έτσι καταφέρνει να επαναφέρει την ενθύμηση, να την αναπαράγει, να την αναπαραστήσει και να την κατασκευάσει ασφαλώς (αφού αυτό είναι η λογοτεχνία) με τρόπο βαθιά κατανοητικό, διόλου εξωραϊστικό –αν και του λείπει η σκληρότητα–, ρεαλιστικό και γι’ αυτό πειστικό.
Αν μπορεί να συνοψιστεί με δυο λόγια το θέμα και η διάθεση του βιβλίου, θα λέγαμε ότι συμπυκνώνεται στο «πιο συγκλονιστικό φαινόμενο της ζωής», όπως το ονόμασε ο Γουίνικοτ, στον αγώνα των εφήβων να βρουν την ταυτότητά τους και να καθορίσουν το μέλλον τους. Η Άννα Δαμιανίδη, βαδίζοντας στην παράδοση των κλασικών μυθιστορημάτων ενηλικίωσης, προτάσσει τη φιλία ως μέσο επιβεβαίωσης του εγώ, ως τη βασιλική οδό για το πέρασμα από τον Άλλον στο Εγώ και, μέσα από τους διαφορετικούς χαρακτήρες των τεσσάρων κοριτσιών, μας αποκαλύπτει το ευρύ φάσμα της πολυπλοκότητας της εφηβείας και της γυναικείας ταυτότητας. Μας δείχνει πόσο κακοτράχαλος και εντέλει μοναχικός είναι ο δρόμος προς την αυτονομία και την αυτοπραγμάτωση και, προσφέροντάς μας μια συνήχηση φωνών με διαφορετικό προβληματισμό, μας θυμίζει λίγο τις τρεις αδελφές από το μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη Τα ψάθινα καπέλα. Γιατί σιγά σιγά, καθώς παγιώνεται η ατομικότητα, γίνεται περισσότερο ορατή η διαφοροποίηση των επιθυμιών. Τα κοινά όνειρα των κοριτσιών απομυθοποιούνται, καθώς αυτές εισέρχονται στον ενήλικο βίο των χωρισμών και των ματαιώσεων.
«Καμιά φορά παραξενεύομαι που δεν ήρθαν τα πράγματα έτσι», λέει μια από τις τέσσερις, έπειτα από λίγες μέρες στην εξοχή. «Δεν περάσαμε μαζί τη ζωή μας. Δεν συναντιόμασταν συχνά, χαθήκαμε. Γι’ αλλού κινήσαμε, εν ολίγοις, κι αλλού η ζωή μας πήγε. Απ’ αλλού για αλλού». Όμως αυτά τα δύο καλοκαίρια και το μισό φθινόπωρο, ίσως αρκούν για να σε εμψυχώνουν μιαν ολόκληρη ζωή.