Στο κείμενό της με τίτλο «Δικαίωμα στην τεμπελιά», στο «Πεντάλ», η Μαρία Λαϊνά γράφει:
Το τέλος κατατρύχει τέχνη και ζωή. Το τέλος της μέρας, το τέλος της σχέσης, το τέλος του ποιήματος κ.λπ. κ.λπ. Το τέλος μπορεί ενίοτε να σώσει και την αρχή, όταν αυτή εμφανίζεται αμήχανη, άχρωμη και άτολμη.
Έχοντας στο νου μου εκείνο τον στοχασμό-παφλασμό του τέλους, γνώριμο σε μένα από πολλές στιγμές της γραφής, υπογραμμίζω το χωρίο. Η νοσταλγία για ένα τέλος που σώζει και την αρχή λειτουργεί δίχως άλλο για μένα σαν ένας μαγνήτης. Εκείνη η ευτυχής περιπέτεια που επιτελείται μονάχα μέσα στην ποίηση, ο ελιγμός της γλώσσας μέσα στον οποίο εκπληρώνεται μια ανατροπή. Ο ελιγμός που αναποδογυρίζει το νόημα και τη φύση του αδιεξόδου.
Φτάνοντας στο ποίημα «Σάρναθ», το μυαλό μου επέστρεψε σε αυτές τις σκέψεις περί τέλους. Το ποίημα ξεκινά συστήνοντας τη γη της Σάρναθ με στίχους που είναι γεμάτοι εικόνες, περιγραφές και χρώματα. Επίθετα πολλά, ν᾽ ανοίξει η όραση να δει: «ασύστολες μορφές», «πλαγιές καλλίσφυρες», «απάνεμα πουλιά», «γλυκιά διέγερση του ανέμου» και «καλοτάξιδη ιτιά». Εικόνες, κι άλλες εικόνες και μυρωδιές και κίνηση, «μπαχαρικά, μεταξωτό και κεχριμπάρι», περνάνε αγέρωχα μέσα από ένα ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο λίκνισμα «κι άμα φυσούσε σειόντουσαν βαθύσκιωτα τα δάση».
Ωστόσο, λίγους στίχους πριν από το τέλος, γίνεται αυτή «άμοιρη» και «τρισάμοιρη» και αδειάζοντας από τα χρώματά της «πλέει τώρα σαν χαρτί, σαν μάτι άβουλο».
Στους τελευταίους τρεις στίχους, το κάλεσμα εκπληρώνεται ανοιχτά, σπαρακτικό πλέον κάλεσμα, με τη χρήση του ρήματος. «Έλα». Κι ακόμη πιο σπαρακτικό, με την επανάληψη ολόκληρης φράσης «ἐλα πιο κοντά να δει / ω έλα πιο κοντά να δεις» – γιατί εκεί στην εγγύτητα, στην εγγύτητα που έχει νικήσει κάθε ατολμία κι αμηχανία, συντελείται εντέλει η όραση που μπορεί να δει: «την ψίχα της ψυχής τη μαύρη». Έτσι το τέλος σώζει την αρχή: με το ικετευτικό κάλεσμα που διαπερνά τα χρώματα και τις φωνές και τις αισθήσεις και κατορθώνει να μοιραστεί αυτό που κάθε πλάσμα (που γράφει) λαχταρά, θαρρώ, να μοιραστεί: «την ψίχα της ψυχής τη μαύρη».
Δεν μπορώ, πάντως, παρά να προσθέσω εδώ πως, ενώ διάβαζα παράλληλα τα δύο βιβλία της Λαϊνά Σε τόπο ξερό και Θυμάσαι τι είναι ποίηση;, κρατώντας σημειώσεις γι’ αυτό εδώ το κείμενο, με έκπληξη διαπίστωσα φτάνοντας προς το τέλος της ανάγνωσης πως το ποίημα «Σάρναθ», από τη συλλογή Ρόδινος φόβος, είναι το μόνο που και η ίδια η ποιήτρια επιλέγει να συμπεριλάβει σε κάποια δημοσίευση του «Πεντάλ», με το σχόλιο πως όταν το έγραφε είχε στο νου τη φύση και τη συμπεριφορά της Ελλάδας.
[ΣΑΡΝΑΘ]
Αυτή λοιπόν είναι η γη της Σάρναθ
εδώ είδαν τη μέρα αδηφάγα όνειρα κι ασύστολες μορφές
κι εδώ ασπρίζουν τώρα ξεχασμένα κόκαλα
που κάποτε η σάρκα τους τραγούδησε με δυνατή φωνή
εκείνες οι πλαγιές κατέβαιναν καλλίσφυρες στη θάλασσα
κι άμα φυσούσε σειόντουσαν βαθύσκιωτα τα δάση
φαντάσου δάση από σάνταμο κι αλόη
εδώ φτερούγιζαν απάνεμα πουλιά, κι εδώ
κελάρυζε ο ποταμός που ο βυθός του ρόδιζε κοράλλι
δες που κρατούν οι δρόμοι κάτι απ᾽ τη φυσική τους αρχοντιά
περπάτησε τις αίθουσες, τα υπερώα, τις στοές
το κράτημα του πέλματος στο μάρμαρο
μείνε ώσπου ν’ ακούσεις τη γλυκιά διέγερση του ανέμου
και μύρισε την καλοτάξιδη ιτιά και το φορτίο της
μπαχαρικά, μεταξωτό και κεχριμπάρι
κοίταξε πόσο απαλά πυκνώνουν όλα στον ορίζοντα
ξανθά και μωβ και πράσινα και μπλε
θυμήσου λέξεις που το φως τις έσβησε
θυμήσου τα ονόματα εκείνων που περνούσαν και σου μίλαγαν
ακούμπησε ρούχα λινά που γδύθηκαν
φιλί κι αγκάλη
έλα πιο δω, σήκωσε τα καλάθια με τα σύκα και τις φράουλες
πιες λίγο απ᾽ αυτό το ήρεμο κρασί
κρασί της Σάρναθ που αρμένισε καιρούς
χωρίς τον φόβο του θανάτου από άσπρο κύμα
ή σαστισμένο κόκκινο ουρανό
άμοιρη και τρισάμοιρη αυτή
η όμορφη, η γεννημένη γλαυκοπράσινη
να πλέει τώρα σαν χαρτί, σαν μάτι άβουλο
που έλα πιο κοντά να δει
ω έλα πιο κοντά να δεις
την ψίχα της ψυχής της μαύρη