Πάθος για την ιστορία, έρευνα και επιμέλεια, αναλυτική και κριτική σκέψη καθώς και το χάρισμα της αφήγησης και της επικοινωνίας είναι ορισμένες από τις ιδιότητες που διαθέτει ο Κώστας Καββάδας.
Γεννήθηκε στη Χίο πριν από 86 χρόνια όπου εμεγάλωσε και έλαβε την εγκύκλιο παιδεία και τις βασικές κατευθύνσεις προς τις θεωρητικές επιστήμες από τον εκπαιδευτικό πατέρα του, Στέφανο Δ. Καββάδα. Ο Στέφανος Καββάδας (1900-1980) ήταν φιλόλογος, ιστορικός και διευθυντής της Βιβλιοθήκης Κοραής. Ο Κώστας Καββάδας, μετά τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και την εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας, αναχώρησε για το Λονδίνο όπου και εγκαταστάθηκε από το 1966, εργαζόμενος σε ναυτιλιακές εταιρείες ελληνικών συμφερόντων. Κατά την εκεί παραμονή του αναμείχθηκε σε ελληνικούς συλλόγους και ως μέλος διοικητικών συμβουλίων προσέφερε τις υπηρεσίες του σε πολιτιστικούς, φιλανθρωπικούς και εθνικοαπελευθερωτικούς σκοπούς. Για τη συνολική προσφορά του τιμήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο με το οφίκιο του Άρχοντα Ακτουαρίου και με τιμητικά διπλώματα και μετάλλια από σωματεία και οργανισμούς. Η Αρχιεπισκοπή τον τίμησε με τον Χρυσό Σταυρό Θυατείρων για τη μακρόχρονη υπηρεσία του από το 1968 έως σήμερα ως γραμματέα του Αρχιεπισκοπικού Οικονομικού Συμβουλίου Κηδεμόνων (Trust).
Ασχολήθηκε με την κριτική βιβλίου και με το θέατρο (Ελληνικός Θεατρικός Όμιλος Λονδίνου) και έχει αναλάβει την εκδοτική επιμέλεια βιβλίων φιλικών του προσώπων.
Η «χιώτικη» Νεκρόπολη
Mε τη συναίσθηση ότι προσεγγίζει ένα μεγάλο θέμα, ο Κώστας Καββάδας θέλησε να δημοσιοποιήσει με το βιβλίο του ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες της «χιώτικης» νεκρόπολης στο West Norwood, που την έχει επισκεφθεί επτά φορές στα 56 χρόνια της παραμονής του στο Λονδίνο. Η μελέτη του χωρίζεται σε τρία βασικά μέρη. Τα Προλεγόμενα αναφέρονται στην τοποθεσία και τη συνοπτική ιστορία του αγγλικού νεκροταφείου στο δυτικό Norwood ενώ παράλληλα ο συγγραφέας κάνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή της ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου κατά τον 17ο, τον 18ο και τον 19ο αιώνα.
Η πρώτη ελληνική κοινότητα και ο πρώτος ελληνορθόδοξος ναός στο Λονδίνο ανάγονται στη δεκαετία του 1670. Αρκετοί Έλληνες ζούσαν τότε στην αραιοκατοικημένη περιοχή του Σόχο, μακριά από το κέντρο του Λονδίνου. Μετά τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους εκεί, ένιωσαν την ανάγκη να έχουν δική τους εκκλησία και ζήτησαν απο τον Αγγλικανό Επίσκοπο του Λονδίνου την άδεια να χτίσουν ορθόδοξο ναό. Είχαν και ιερέα μαζί τους, τον Δανιήλ Βούλγαρο, αλλά χρειάζονταν οικονομική βοήθεια για την οικοδόμηση.
Για καλή τους τύχη, εκείνη την εποχή είχε φθάσει στο Λονδίνο ο πολυταξιδεμένος και δυναμικός επίσκοπος Σάμου, Ιωσήφ Γεωργειρήνης, με μερικούς έλληνες μετανάστες και συναντήθηκε με εκείνη την ομάδα των Ελλήνων του Σόχο τους οποίους βοήθησε στη συλλογή χρημάτων με εράνους και με τις γνωριμίες που ανέπτυξε με τον επίσκοπο του Λονδίνου και άγγλους ευγενείς. Όταν συμπληρώθηκε το απαιτούμενο ποσό και έλαβε και την άδεια ανεγέρσεως, διάλεξε ένα κομμάτι γης μέσα στην περιοχή του Σόχο για να χτισθεί ο ναός. Έτσι απέκτησαν τον πρώτο τους ναό τον οποίον αφιέρωσαν στην Κοίμηση της Θεοτόκου (1677), ο οποίος λειτούργησε ως κέντρο θρησκευτικής και κοινωνικής δραστηριότητας της κοινότητας ώς το 1682. Τότε αναγκάστηκαν, ο Γεωργειρήνης και οι Έλληνες, υπό την πίεση του επισκόπου Henry Compton, να παραχωρήσουν το ναό τους στους γάλλους προτεστάντες που είχαν καταφύγει στο Λονδίνο. Έτσι άφησαν πίσω τον ναό που με τόσο κόπο έχτισαν και έφυγαν από την περιοχή, σε αναζήτησή άλλου χώρου λατρείας. Έμεινε όμως στο Σόχο το όνομα ενός δρόμου ως Greek Street —μέχρι σήμερα—, ως απόδειξη της έντονης παρουσίας των Ελλήνων εκεί.
Ο δεύτερος ναός που στέγασε το 1684 την ελληνική κοινότητα ήταν το παρεκκλήσιο της ρωσικής πρεσβείας στη Welbeck Street, όπου βρήκαν την ευκαιρία που τους ταίριαζε λόγω του ομόθρησκου τρόπου λατρείας. Τα μητρώα του παρεκκλησίου έχουν πληθώρα ελληνικών ονομάτων που καταγράφηκαν για τέλεση γάμων, βαπτίσεων και κηδειών σε όλη τη διάρκεια χρήσεώς του από τα μέλη της ελληνικής κοινότητας.
Με την πάροδο του χρόνου είχαν φθάσει στο Λονδίνο και άλλοι Έλληνες, πολλοί απ’ αυτούς έμποροι, χρηματομεσίτες κ.λπ., οι οποίοι ίδρυσαν εταιρείες και άρχισαν να δραστηριοποιούνται μέσα στους οικονομικούς κύκλους του Λονδίνου. Έτσι, το 1830, συναντούμε πολλούς ομογενείς, με εξέχοντες τους χιακής καταγωγής, να έχουν οργανώσει τα γραφεία της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους στην πλατεία Finsbury Circus, κοντά στο τότε City του Λονδίνου. Με πολύ μεγάλο επαγγελματισμό επιδόθηκαν στις εργασίες τους ώστε, σύντομα, εκτός από τη δημιουργία υπολογίσιμης περιουσίας, να αποκτήσουν και εξαιρετικό όνομα τιμής και εμπιστοσύνης στις συναλλαγές τους με Άγγλους και άλλης εθνικότητας επιχειρηματίες, εντός και εκτός Βρετανίας.
Όταν, το 1837, μια διαφωνία με τους επιτρόπους του ρωσικού παρεκκλησίου έφερε ρήξη στις σχέσεις τους, οι Έλληνες έπαψαν να το χρησιμοποιούν και αποφάσισαν να μετατρέψουν μια αίθουσα στα γραφεία του εκ Κωνσταντινουπόλεως ομογενή Αλεξ. Ιωνίδη, επί τής πλατείας Finsbury Circus, σε κατάλληλο εκκλησιαστικό χώρο (Ευκτήριο Οίκο), τον οποίο αφιέρωσαν στον Σωτήρα Χριστό. Εκεί, για 12 χρόνια, κάλυπταν τις θρησκευτικές τους ανάγκες με συμπαραστάτες αξιόλογους ιερωμένους όπως ο αρχιμανδρίτης Γαλακτίων Γαλάτης και ο αρχιμανδρίτης Διονύσιος Ξενάκης, η συμβολή των οποίων στην ανάπτυξη της ελληνικής κοινότητας υπήρξε σημαντική.
Λόγω του συνεχώς αυξανόμενου αριθμού των μεταναστών που έρχονταν στην Αγγλία και ενώνονταν με τους εδώ εγκατεστημένους και της σταδιακής οργάνωσης και αναγνώρισης της κοινότητας σε εθνική μειονότητα, ένιωσαν την ανάγκη, ιδίως μετά την αλματώδη πρόοδο τους στον επιχειρηματικό τομέα, να προχωρήσουν στην ανέγερση μεγάλου ορθόδοξου ναού στο City του Λονδίνου και στην περιοχή London Wall. Έτσι ανέθεσαν στους εν Ελλάδι ονομαστούς τότε αρχιτέκτονες Κλεάνθη και Καυταντζόγλου να εκπονήσουν τα σχέδια του ναού. Το 1850, η ελληνική κοινότητα αποκτά τον δικό της ναό που αφιερώθηκε κι εκείνος στο όνομα του Σωτήρος Χριστού, με πρώτο ιερέα τον αρχιμανδρίτη Νάρκισσο Μορφινό (1809-1878) [τάφος 1706-28, αρ. 138].
Παράλληλα με τις συντονισμένες προσπάθειές τους να στεγάσουν την ορθόδοξη πίστη τους, οι Έλληνες της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη διδασκαλία και την εμπέδωση της ελληνικής γλώσσας. Έτσι ο Λουκάς Γ. Ζήφος –τραπεζίτης και έμπορος δραστηριοποιημένος στο ρωσικό εμπόριο (1800-1876) [τάφος 13305-28, αρ. 40]– ηγήθηκε επιτροπής ομογενών για την ίδρυση ελληνικού σχολείου με σχολάρχη τον Ιωάννη Νικολάου Βαλέτα (1817-1900) [τάφος 28779-28, αρ. 86].
Τέλος, η ιστορία όλων εκείνων των αγώνων προς απόκτηση ελληνορθόδοξου ναού στο Λονδίνο έκλεισε με την ανέγερση της ωραίας εκκλησίας στην περιοχή που συνορεύει με το περίφημο Hyde Park, γύρω από το οποίο είχαν τις κατοικίες τους οι ευπορότεροι Έλληνες. Έπειτα από έρευνες της επιτροπής που όρισε η αδελφότητα της κοινότητας για το πού να χτιστεί περικαλλής ναός, αποφασίσθηκε η ανέγερσή του, με σχέδια του περίφημου άγγλου αρχιτέκτονα σερ George G. Scott, να γίνει στο Bayswater του κεντρικού Λονδίνου και να τον αφιερώσουν στην του Θεού Σοφίαν.
Στις 18 Ιουλίου 1877, ημέρα που ετέθη ο θεμέλιος λίθος, ο Εμμανουήλ Μαυρογορδάτος (1825-1909) [Τάφος 15263-42] έβγαλε εμπνευσμένο λόγο βασισμένο στα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη. Από τότε ο ναός της Αγίας Σοφίας είναι ο καθεδρικός ναός όλων των ορθόδοξων χριστιανών του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως τον καθιέρωσε Συνοδική Πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1922, με την ίδρυση της Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, η ποιμαντορία της οποίας εκτεινόταν τότε και στη Δυτική Ευρώπη.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου του Κώστα Καββάδα –Κεντρικό Θέμα– επικεντρώνεται στην τοποθεσία και την ιστορία του ελληνικού νεκροταφείου. Εμπλουτίζεται με φωτογραφίες και σχόλια για τα ταφικά μνημεία, τα πρόσωπα και τις οικογένειες των θανόντων. Αναδεικνύονται τα μαυσωλεία των οικογενειών Ράλλη, Ροδοκανάκη, Αργέντη, το μνήμα του Βαλιέρη, ο τάφος του Καβάφη, του θείου του ποιητή, οι τελευταίες κατοικίες των μεγάλων ευεργετών του γένους Παναγή Βαλλιάνου και Ιωάννη Γενναδίου. Και δίπλα τους βλέπουμε να αναπαύονται μέλη των οικογενειών Σκαραμαγκά, Καλβοκορέση και Σκυλίτση. Ονόματα που έγραψαν ιστορία, στυλοβάτες μιας ακμάζουσας κοινότητας. Τις πληροφορίες για τους πρώτους ενταφιασμούς τις βρίσκουμε στα μητρώα κηδειών. Η πρώτη αναφορά σε είδηση θανάτου έγινε για την Πηνελόπη, την κόρη του Χιώτη Λουκά Ζήφου, ηλικίας τριών ετών και έξι μηνών, την 1η Ιανουαρίου 1838. Ακολουθεί η 12χρονη κόρη του Σπυρίδωνα Τρικούπη, Αγλαΐα, η οποία είναι η πρώτη που ετάφη στο Ελληνικό Κοιμητήριο, τον Σεπτέμβριο του 1842.
Η Ελληνική Νεκρόπολη στο West Norwood περιέχει πάνω από 300 ταφικά μνημεία, το ένα πολύ κοντά στο άλλο. Έτσι από το 1935 παρουσιάστηκε δυσκολία εξεύρεσης χώρου για άλλους ενταφιασμούς. Τότε η επιτροπή της Αγίας Σοφίας, στην κηδεμονία της οποίας υπαγόταν η Νεκρόπολη, βρήκε άλλες περιοχές στα περίχωρα του Λονδίνου σε αντικατάστασή της. Συγκεκριμένα, το 1937 αγοράστηκε από την εταιρεία Abney Park Cemetery Co μια έκταση 390 τετραγωνικών μέτρων, αντί 2.400 λιρών Αγγλίας –περίπου 207.000 λίρες σήμερα– στο Hendon, στο βορειοδυτικό Λονδίνο. Σ’ αυτή προστέθηκε αργότερα και η χρήση μιας άλλης έκτασης γης στους χώρους του αγγλικού νεκροταφείου στο Kensal Green, Southgate. Και τα δύο αυτά νεκροταφεία εξυπηρετούν έως σήμερα τις ανάγκες Ελλαδιτών και Κυπρίων που κατοικούν πλέον όχι μόνο στο Μείζον Λονδίνο (Greater London) αλλά και στα γύρω προάστια.
Στο τρίτο μέρος –Επιλεγόμενα–, ο συγγραφέας εκφράζει ορισμένες ακροτελεύτιες σκέψεις και παραθέτει τις πηγές και τη βιβλιογραφία που χρησιμοποίησε για να ολοκληρώσει την εργασία του. Ο Καββάδας υπογραμμίζει:
Δεν έχω καμία δυσκολία να σε διαβεβαιώσω, αγαπητέ αναγνώστη, ότι δεν είμαι διατεθειμένος να παύσω να σκέφτομαι ή να αναφέρομαι στους νεκρούς προγόνους, όχι από στείρα προγονολατρεία αλλά διότι δε θέλω να ξεχάσω το παρελθόν της ελληνικής φυλής. Δεν δέχομαι να συμβιβαστώ μ’ εκείνους που αναίσθητα ή εσκεμμένα αδιαφορούν για την ιστορία μας και «διαγράφουν» τους πατέρες και τους προγόνους μας.
Ο συγγραφέας αποστρέφεται εκείνους που δεν νοιάζονται για τις ρίζες μας και τις αγνοούν ή τις κόβουν. Πιστεύει ακράδαντα ότι οι ρίζες μας, η ιστορία και οι μνήμες μας συνθέτουν την ταυτότητά μας. Γράφει:
Κι αν ψάξεις για τις ρίζες μας δε θα τις βρεις μόνο στη γνώριμη μας ελλαδική γη, στη γενέτειρα πατρίδα, αλλά και σ’ όποια άλλη γη στην οποία για οποιονδήποτε λόγο, βρέθηκαν ομογενείς και ρίζωσαν στα χώματά της. Αυτός ο κύκλος της ζωής και του θανάτου δεν είναι δυνατόν να αλλάξει όπως δεν είναι δυνατό να απεμπολήσουμε το δικαίωμά μας αναφοράς σ’ αυτές τις «ρίζες», ούτε είναι δυνατόν να πάψουμε να αναζητούμε τα τεκμήρια του πολιτισμού μας σ’ οποιοδήποτε σημείο της υδρογείου άφησε τα ίχνη του. Σίγουρα θα βρούμε «ελληνικά ίχνη» πολύ έντονα, πολύ ξεχωριστά, ανάμεσα στα ντόπια και δεν θα δυσκολευτούμε να τα αναγνωρίσουμε!
Ο Καββάδας επισημαίνει ότι στις ευάριθμες δημοσιεύσεις για το ελληνικό κοιμητήριο του Norwood δεν περιλαμβάνονται αναφορές στους τάφους και άλλων «λαϊκών» που βρίσκονται εκεί. Κατά τη γνώμη του αυτό συμβαίνει διότι οι περισσότεροι συγγραφείς έδωσαν προσοχή στην περιγραφή των μεγαλοπρεπών μαυσωλείων και οικογενειακών μνημείων, αφενός διότι πραγματικά παρουσιάζουν ξεχωριστό αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον μαζί με τις ιδιαίτερες ιστορίες των τότε επώνυμων οικογενειών στις οποίες ανήκουν, αφετέρου διότι έχουν χαρακτηριστεί από τoν οργανισμό British Heritage (Βρετανική Κληρονομιά) ως αξιόλογα διατηρητέα κτίσματα.
Η θεώρηση του θέματος από τον Κώστα Καββάδα αποβλέπει στην αποκάλυψη και παρουσίαση αυτής της Πολιτείας των Νεκρών. Χωρίς διάθεση αποκλεισμού από την ιστορική αναδρομή και των «μικρότερων ταφικών χώρων, διότι μόνο έτσι θα κάν[ει] σωστή καταγραφή όσο πληρέστερα γίνεται, όλων των μνημείων που υπάρχουν στο ίδιο περιβάλλον αυτού του Ελληνικού Νεκροταφείου”. Όλοι οι ενταφιασμένοι εκεί έχουν τη δική τους προσωπική ιστορία ζωής, η οποία μπορεί να περιέχει σημαντικά, μεγάλα ή μικρά στοιχεία δημόσιου ιστορικού ενδιαφέροντος. Έστω και αν δεν διαθέτουν «χτυπητά ονοματεπώνυμα», υπογραμμίζει ο συγγραφέας.
Το βιβλίο, με πλούσια εικονογράφηση, που κυκλοφόρησε την άνοιξη φέτος, είναι μια απόλυτα θαυμάσια δημιουργική προσπάθεια που αξίζει όλη την αναγνώριση και τον έπαινο. Με τον εκλεπτυσμένο τρόπο που πλάθει την ιστορία, ο συγγραφέας καταφέρνει να μας ταξιδέψει πίσω στο παρελθόν, αναπτύσσοντας ένα ύφος που κρατά τον αναγνώστη αγκαλιά. Οι λεπτομερείς περιγραφές δημιουργούν αυθεντική ατμόσφαιρα, ενώ η εμπεριστατωμένη έρευνα και η ακρίβεια των γεγονότων κάνουν το βιβλίο εξαιρετικά αξιόπιστο. Αυτή η σπουδαία προσπάθεια αποτελεί μια ακαταμάχητη ανάγνωση για κάθε μελετητή της ιστορίας της ελληνικής διασποράς και ειδικότερα γι’ αυτούς που θέλουν να μάθουν περισσότερα για τις χιώτικες οικογένειες οι οποίες μεγαλούργησαν στο κοσμοπολίτικο Λονδίνο του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.
Κοιμητήρια-κήποι στη βικτωριανή Αγγλία
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Βασίλισσας Βικτωρίας στην Αγγλία, η οποία διήρκεσε από το 1837 έως το 1901, τα νεκροταφεία υπέστησαν σημαντικές αλλαγές και έγιναν καθρέφτης της εξελισσόμενης κοινωνικής στάσης απέναντι στο θάνατο, το πένθος και την ανάμνηση. Η βικτωριανή εποχή γνώρισε την απομάκρυνση από τους παραδοσιακούς χώρους ταφής και την εμφάνιση νέων νεκροταφείων βάσει σχεδίου, που μεταμόρφωσαν τους χώρους αυτούς σε γαληνεμένες και γραφικές τοποθεσίες.
Πριν από τη βικτωριανή εποχή, οι χώροι ταφής βρίσκονταν συνήθως γύρω από τις αγγλικανικές εκκλησίες και συχνά κατέληγαν να είναι υπερπλήρεις και ανθυγιεινοί. Η άνοδος της αστικοποίησης και η αύξηση του πληθυσμού τον 19ο αιώνα κατέστησαν αναγκαία τη δημιουργία νέων χώρων ταφής για να φιλοξενήσουν τον αυξανόμενο αριθμό των νεκρών. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία μεγάλων «κοιμητηρίων-κήπων» (garden cemeteries), τα οποία προσέφεραν μια απόκλιση από τις στενές και αντιαισθητικές ταφές σε εκκλησιαστικούς περιβόλους του παρελθόντος.
Τα garden cemeteries, γνωστά και ως «αγροτικά νεκροταφεία» (rural cemeteries) ή “πάρκα ταφής” (burial parks), σχεδιάστηκαν ως ειρηνικά καταφύγια, ενσωματώνοντας στοιχεία αρχιτεκτονικής τοπίου. Αυτοί οι νέοι χώροι ταφής στόχευαν να παρέχουν ένα γαλήνιο και στοχαστικό περιβάλλον για τους πενθούντες, καθώς και ένα μέρος φυσικής ομορφιάς και περισυλλογής. Αξιοσημείωτα παραδείγματα αυτών των νεκροταφείων-κήπων είναι το Highgate Cemetery και το Kensal Green Cemetery στο Λονδίνο και το Brookwood Cemetery στο Surrey.
Ο σχεδιασμός αυτών των κοιμητηρίων χαρακτηριζόταν από ελικοειδή μονοπάτια, γραφικές θέες και προσεκτικά διαμορφωμένους χώρους που κοσμούνταν με δέντρα, λουλούδια και θάμνους. Αυτά τα στοιχεία μετέτρεπαν το νεκροταφείο σε ένα ήρεμο περιβάλλον που έμοιαζε με πάρκο, ενθαρρύνοντας τους επισκέπτες να περπατήσουν και να βρουν παρηγοριά μέσα στη φύση. Το τοπίο του νεκροταφείου έγινε αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας του πένθους, προσφέροντας ένα γαληνεμένο μέρος για να θυμούνται οι οικογένειες και να αποδίδουν την πρέπουσα τιμή στα αγαπημένα τους πρόσωπα.
Η βικτωριανή περίοδος ήταν επίσης μάρτυρας μιας αλλαγής αναφορικά με τη σκοπιμότητα των νεκροταφείων. Δεν χρησίμευαν πλέον μόνο ως χώροι ταφής, αλλά και ως χώροι μνημόνευσης και επίδειξης της κοινωνικής θέσης. Τα περίτεχνα και μεγαλόπρεπα ταφικά μνημεία και τα μαυσωλεία έγιναν δημοφιλή, ιδίως μεταξύ των οικογενειών της εύπορης μεσαίας τάξης, ως μέσα για να τιμήσουν τους αποθανόντες και να αφήσουν μια διαρκή κληρονομιά. Αυτά τα μεγαλοπρεπή μνημεία ήταν συχνά διακοσμημένα με περίτεχνα γλυπτά, συμβολικές εικόνες και επιτύμβιες επιγραφές, αντανακλώντας την επικρατούσα βικτωριανή γοητεία για τη θνητότητα και τη μνημόνευση.
Επιπλέον, η διαχείριση και η οργάνωση των νεκροταφείων υπέστη σημαντικές αλλαγές κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Η ίδρυση ιδιωτικών εταιρειών και Trusts –επιτροπές ευθύνης και φροντίδας– νεκροταφείων οδήγησε στην ανάπτυξη επαγγελματικά διαχειριζόμενων κοιμητηρίων. Αυτοί οι οργανισμοί εξασφάλιζαν τη σωστή συντήρηση, τον εξωραϊσμό και την εφαρμογή κανόνων και κανονισμών που διέπουν τη λειτουργία τους. Επίσης, παρείχαν υπηρεσίες ταφής, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης οικοπέδων, της εκσκαφής τάφων και της διεκπεραίωσης των διαδικασιών κηδείας.
Παράλληλα, εκείνη την εποχή, αναπτύχθηκαν τα παρεκκλήσια ενταφιασμού στα νεκροταφεία. Αυτά τα παρεκκλήσια χρησίμευαν ως χώροι για κηδείες, παρέχοντας έναν αξιοπρεπή χώρο για να συγκεντρώνονται οι πενθούντες και να αποτίσουν τα σέβη τους στον αποθανόντα. Συχνά διέθεταν περίτεχνη αρχιτεκτονική, βιτρό παράθυρα και χώρους καθισμάτων για τους παρευρισκόμενους στην κηδεία.
Συμπερασματικά, τα νεκροταφεία κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Βασίλισσας Βικτωρίας στην Αγγλία υπέστησαν σημαντικές μεταμορφώσεις, αντανακλώντας τις μεταβαλλόμενες στάσεις απέναντι στο θάνατο, στο πένθος και την ανάμνηση. Η εμφάνιση των garden cemeteries μετέτρεψε τους χώρους ταφής σε ειρηνικά και γραφικά περιβάλλοντα, ενθαρρύνοντας την περισυλλογή και τον προβληματισμό. Η ανάδειξη των περίτεχνων ταφικών μνημείων και των μαυσωλείων κατέδειξε την επιθυμία για μνημόνευση και επίδειξη της κοινωνικής θέσης. Η ανάπτυξη επαγγελματικά διαχειριζόμενων νεκροταφείων και η προσθήκη παρεκκλησιών βελτίωσαν περαιτέρω τη συνολική εμπειρία του πένθους και της μνήμης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η βικτωριανή εποχή άφησε μια διαρκή επίδραση στο σχεδιασμό και τη διαχείριση των τόπων ταφής, διαμορφώνοντας τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και αλληλοεπιδρούμε με αυτούς τους χώρους ακόμη και σήμερα.
West Norwood Cemetery
Το West Norwood Cemetery, που βρίσκεται στην περιφέρεια Lambeth στο νότιο Λονδίνο, είναι ένας ιστορικός χώρος ταφής που μαρτυρά τη γοητεία της βικτωριανής εποχής για τα μεγάλα νεκροταφεία και τα περίτεχνα ταφικά μνημεία. Ιδρύθηκε το 1837, την ίδια χρονιά που η Βασίλισσα Βικτώρια ανέβηκε στο θρόνο, και έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των ταφικών πρακτικών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Μέχρι σήμερα παραμένει σημαντικό ορόσημο στο ιστορικό Λονδίνο.
Εκτεινόμενο σε 36 στρέμματα, το νεκροταφείο Norwood σχεδιάστηκε ως garden cemetery, ενσαρκώνοντας το βικτωριανό ιδεώδες της δημιουργίας γραφικών τόπων ταφής. Ένας χώρος διαμορφωμένος σε νατουραλιστικό στυλ, με ελικοειδή μονοπάτια, μεγάλα δέντρα και κήπους που προσφέρουν παρηγοριά και ηρεμία στους επισκέπτες. Η θέση του σε ύψωμα παρέχει ευρεία θέα του Λονδίνου, προσθέτοντας στη γαλήνια και στοχαστική ατμόσφαιρα του νεκροταφείου.
Το West Norwood Cemetery έγινε ο τόπος τελευταίας ανάπαυσης για ευρύ φάσμα ατόμων, συμπεριλαμβανομένων σημαντικών προσωπικοτήτων από διάφορους τομείς όπως οι τέχνες, η λογοτεχνία και η πολιτική. Στους κατοίκους του νεκροταφείου περιλαμβάνονται ο αρχιτέκτονας Sir William Tite, ο οποίος σχεδίασε το Royal Exchange (Βασιλικό Χρηματιστήριο) στο Λονδίνο, καθώς και ο William Stanley, ο εφευρέτης του αυτοκινήτου Stanley Steamer. Αυτές οι επιφανείς ταφές συνέβαλαν περαιτέρω στη σημασία του νεκροταφείου Norwood και προσέλκυσαν επισκέπτες που αναζητούσαν να αποτίσουν φόρο τιμής σε αυτά τα διάσημα πρόσωπα.
Ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του νεκροταφείου Norwood είναι η συλλογή από εξαιρετικής τέχνης ταφικά μνημεία. Ως αντανάκλαση της αισθητικής της βικτωριανής κοινωνίας για το θάνατο και την ανάμνηση, το νεκροταφείο διαθέτει μια σειρά από μεγαλοπρεπείς κατασκευές. Γλυπτά αγγελάκια, σκεπαστές τεφροδόχους και περίτεχνα σκαλισμένες επιτύμβιες στήλες βρίσκονται σε όλους τους χώρους, αναδεικνύοντας την εκλεκτή δεξιοτεχνία της εποχής.
Το αγγλικό νεκροταφείο φιλοξενεί επίσης αρκετά παρεκκλήσια, τα οποία χρησίμευαν ως χώροι για κηδείες και συγκεντρώσεις. Τα δύο κύρια παρεκκλήσια, το βόρειο και το νότιο, σχεδιάστηκαν σε γοτθικό αναγεννησιακό στυλ και παρείχαν χώρους για τις οικογένειες που πενθούσαν για να συγκεντρωθούν και να αποχαιρετίσουν τους αγαπημένους τους. Αυτά τα παρεκκλήσια διαθέτουν αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά γοτθικού ρυθμού όπως αιχμηρές καμάρες, βιτρό παράθυρα και διακοσμητικά πέτρινα γλυπτά, προσθέτοντας στην αισθητική αξία του νεκροταφείου.
Με την πάροδο των ετών, το νεκροταφείο αντιμετώπισε προκλήσεις και περιόδους παραμέλησης. Ωστόσο, έχουν καταβληθεί προσπάθειες για τη διατήρηση της ιστορικής και πολιτιστικής του σημασίας. Τώρα βρίσκεται υπό τη φροντίδα του South London Crematorium and Cemetery Trust, εξασφαλίζοντας τη συντήρηση και αποκατάσταση του νεκροταφείου, ως πολιτιστικής κληρονομιάς.
Πέρα από το ρόλο του ως χώρου ταφής, το West Norwood Cemetery λειτουργεί και ως ανοιχτός χώρος για την τοπική κοινότητα. Η γαλήνια ατμόσφαιρά του και το προσεκτικά διαμορφωμένο περιβάλλον του το καθιστούν δημοφιλή προορισμό για περιπάτους στη φύση, ιστορικές περιηγήσεις, ακόμη και για κινηματογραφικές και τηλεοπτικές παραγωγές. Η πλούσια ιστορία και η αρχιτεκτονική ομορφιά των μνημείων αυτού του νεκροταφείου το καθιστούν συναρπαστικό χώρο που προσφέρει μια εικόνα των βικτωριανών πρακτικών ταφής και των μνημοσύνων.
Εν κατακλείδι, το νεκροταφείο αυτό αποτελεί απόδειξη της γοητείας της βικτωριανής εποχής για τα μεγάλα νεκροταφεία και τα περίτεχνα ταφικά μνημεία. Ο γραφικός σχεδιασμός του, το ποικίλο φάσμα αξιόλογων ταφών και τα περίτεχνα μνημεία το καθιστούν σημαντικό πολιτιστικό και ιστορικό ορόσημο. Το West Norwood Cemetery and Crematorium συνεχίζει να λειτουργεί ως τόπος μνήμης, περισυλλογής και κοινωνικής δέσμευσης, επιτρέποντας στους επισκέπτες να συνδεθούν με το παρελθόν και να προβληματιστούν για το πέρασμα του χρόνου.
Έλληνες στο Λονδίνο του 19ου αιώνα
Στην Ελληνική Νεκρόπολη η πληθώρα των τάφων, με χαραγμένα ονόματα, τα μαυσωλεία, οι κρύπτες, οι σταυροί και οι επιτύμβιες στήλες αποτελούν μαρτυρία της μοναδικής ιστορίας των Αγγλο-Ελλήνων του Λονδίνου – για την κοινωνική τους θέση, τα αισθητικά τους γούστα, τη θρησκευτική τους ευσέβεια και τις αποφασιστικές τους προσπάθειες να μνημονεύονται με ιδιαίτερο σεβασμό. Η Νεκρόπολη είναι συγκρίσιμη με άλλους αξιόλογους χώρους ταφής Ελλήνων της Διασποράς του 19ου αιώνα, με νεκροταφεία που ιδρύθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα όπου οι Έλληνες ευημερούσαν εμπορικά και πολιτιστικά, κυρίως στην Τεργέστη, την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη.
Όταν το 1821 οι Έλληνες επαναστάτησαν ενάντια στον τουρκικό ζυγό, η Υψηλή Πύλη αντέδρασε με αγριότητα. Ανήμερα το Πάσχα του ιδίου έτους, ο Πατριάρχης της Κωνσταντινούπολης και τρεις ελληνορθόδοξοι αρχιεπίσκοποι εκτελέστηκαν. Το επόμενο έτος, μια τουρκική δύναμη αποβιβάστηκε στο νησί της Χίου και αδιακρίτως κατέσφαξε ή υποδούλωσε τα τρία τέταρτα του πληθυσμού. Αντιμέτωποι με πράξεις βαρβαρότητας, πολλοί από τους εύπορους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης και της Χίου τράπηκαν σε φυγή και ορισμένοι απ’ αυτούς βρήκαν το δρόμο τους προς το Λονδίνο. Μεταξύ των πρώτων που έφτασαν στον προορισμό τους ήταν μέλη της χιώτικης οικογένειας Ράλλη που ίδρυσαν την εταιρεία «Ράλλη και Πετροκόκκινου», με έδρα τη Finsbury Circus, στο ανατολικό Λονδίνο, στις αρχές της δεκαετίας του 1820. Το 1827, ο Αλέξανδρος Iωνίδης (1810-1890) έφθασε από την Κωνσταντινούπολη και ίδρυσε την εταιρεία «Iωνίδης και Εταίροι». Aκολούθησαν τα μέλη των οικογενειών Αργέντη, Αγέλαστου, Σκυλίτση, Ροδοκανάκη, Mαυρογορδάτου και οι Σκαραμαγκά, για να ονομάσουμε μόνο μερικές από τις οικογένειες που προέρχονται από τη Χίο. Συγκέντρωσαν τις επιχειρήσεις τους στη Finsbury Circus και την περιβάλλουσα περιοχή. Διακρίθηκαν στις εισαγωγές σιταριού και λιναρόσπορου από τη Βαλτική και τη Μαύρη Θάλασσα και στις εξαγωγές των επεξεργασμένων κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων και βιομηχανικών αγαθών με προορισμό την Ανατολή, το Levant.
Το βρετανικό Κοινοβούλιο κατήργησε τους Nόμους περί Σιτηρών το 1846 (Corn Laws), ενθαρρύνοντας το εμπόριο σιταριού προερχόμενου από το εξωτερικό, το οποίο απαιτούσε τη μεταφορά από τη Ρωσία και τη Βόρεια Αμερική στο Λίβερπουλ και το Λονδίνο. Σε αντάλλαγμα, στέλνονταν βαμβακερά προϊόντα, νήματα και άνθρακας. Οι ελληνικές οικογένειες του Λονδίνου είχαν αιώνες εμπειρία στη ναυτιλία και ώς το 1860 περίπου 80 οικογένειες είχαν ανάμειξη στο εμπόριο αυτό, μεταξύ των οποίων οι οικογένειες Αργέντη, Κασσαβέτη, Ιωνίδη, Φραγκιάδη, Μαυρογορδάτου, Χατζημωυσή, Νεγρεπόντη, Σπάρταλη, Σκυλίτση, Σκουλούδη, Ζήφου, Ταμβάκου και Γεραλόπουλου. Η οικογένεια Κασσαβέτη ήταν η πρώτη που εγκαταστάθηκε στο Λίβερπουλ για να είναι πιο κοντά στους νερόμυλους του Μάντσεστερ, τους τόσο απαραίτητους για την κλωστοϋφαντουργία. Οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες εκπροσωπούνται στο νεκροταφείο του West Norwood.
Οι Αδελφοί Ράλλη (Ralli Bros), ως οι πρώτοι εκπρόσωποι της αγγλοελληνικής κοινότητας στο Baltic Exchange (Χρηματιστήριο της Βαλτικής) του Λονδίνου, εισήγαγαν τους έλληνες συμπατριώτες τους στις βρετανικές χρηματοοικονομικές μεθόδους. Το Χρηματιστήριο της Βαλτικής συνέδεε τους χρηματοδότες με τους εμπόρους και, μέσω αυτών, τη ναυτιλία με τα εμπορικά φορτία. Τα ταξίδια στην ανοιχτή θάλασσα ήταν επικίνδυνα και στις περισσότερες χώρες κανείς δεν μπορούσε να πάρει δάνειο με εγγύηση ένα εμπορικό πλοίο. Αλλά τα πλοία υπό τη βρετανική σημαία ασφαλίζονταν μέσω των Lloyds του Λονδίνου, καθιστώντας δυνατή την επέκταση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με την εξασφάλιση εμπορικών δανείων. Οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης ήταν μια άλλη βρετανική νομική καινοτομία που μείωνε τα ρίσκα. Στη βρετανική πρωτεύουσα, οι ξένες συναλλαγματικές μπορούσαν να εξοφληθούν στην Τράπεζα των κυρίων Ζαρίφη (Anglo-Foreign Bank). Έτσι, ό,τι χρειαζόταν μια ελληνική ναυτιλιακή επιχείρηση ήταν πλέον διαθέσιμο στο Λονδίνο.
Μέχρι το 1860, η εταιρεία των Ralli Bros είχε τη μεγαλύτερη συμμετοχή στις ελληνικές επιχειρηματικές δραστηριότητες στη βρετανική μητρόπολη, με τον σημαντικότερο αντίπαλό της να είναι η εταιρεία των Ροδοκανάκη. Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853-1856) και ο αποκλεισμός των λιμανιών της Συνομοσπονδίας στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο (1861-1865) κατέστησαν για τους έλληνες επιχειρηματίες τα πράγματα δύσκολα κι η κατάσταση αυτή επιδεινώθηκε από τις τραπεζικές κρίσεις της δεκαετίας του 1860. Τότε αρκετές εταιρείες χρεοκόπησαν, συμπεριλαμβανομένων των υποκαταστημάτων των οίκων Ροδοκανάκη και Σκυλίτση.
Σε δυσοίωνους καιρούς, οι παλαιότερες οικογένειες ήταν πιο ασφαλείς, καθώς είχαν επενδύσει σε ακίνητα ή είχαν εξασφαλίσει τη συμμετοχή τους σε ιδρύματα όπως το Χρηματιστήριο της Βαλτικής (Baltic Exchange) ή το Χρηματιστήριο του Λονδίνου (The London Stock Exchange). Ώς το 1873, στο Baltic Exchange είχαν κατορθώσει να γίνουν αποδεκτοί 35 Έλληνες ως μέλη, μεταξύ των οποίων εκπρόσωποι των οικογενειών Ιωνίδη, Μαυρογορδάτου, Ράλλη, Ροδοκανάκη, Σκυλίτση και Ζήφου. Οι εταιρείες των Ροδοκανάκη, Σπάρταλη και Παπαγιάννη ασχολήθηκαν με τη χρηματοδότηση πλοίων και ασφαλειών ενώ είχαν επενδύσει στη ναυπήγηση νέων σύγχρονων ατμοκίνητων σκαφών. Αρχικά στη ναυτιλία δραστηριοποιήθηκαν οι Χιώτες Μιχαληνός, Σκαραμαγκάς και Σεκιάρης και αργότερα έκαναν στον ίδιο τομέα αισθητή την παρουσία τους οι Επτανήσιοι, όπως οι Φραγκόπουλοι από την Ιθάκη και οι Βαλλιάνοι από την Κεφαλονιά.
Η ελληνική κοινότητα του Λονδίνου τον δέκατο ένατο αιώνα ήταν μια επιχειρηματική κοινότητα. Ήταν μια κοινότητα εμπόρων από τη δεκαετία του 1830 έως τη δεκαετία του 1870 – και αργότερα μετατράπηκε σε μια ομάδα επιχειρηματιών που συνδέονταν με το χρηματιστήριο και τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Γύρω απ’ αυτό το δίκτυο των ελλήνων εμπόρων και μερικών ελλήνων διπλωματών, συγκεντρώθηκε ένας αριθμός άλλων ατόμων της ίδιας εθνικής καταγωγής, όπως λόγιοι, καλλιτέχνες και δάσκαλοι, που σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από αυτούς. Ο κεντρικός ρόλος ορισμένων μεταναστών-επιχειρηματιών μέσα στο εθνοτικό / συγγενικό / οικογενειακό δίκτυο είναι αδιαμφισβήτητος, δίνοντας ένα πρότυπο κοινωνικής και οικονομικής συμπεριφοράς.
Με τις εμπορικές ευκαιρίες στο μυαλό κυρίως, στα τέλη του 19ου αιώνα και κατά τη διάρκεια του 20ού, ορισμένες γενιές των Αγγλοελλήνων προήλθαν από τα Επτάνησα, την ηπειρωτική Ελλάδα και την Κύπρο. Τα μεταγενέστερα τμήματα της Ελληνικής Νεκρόπολης στο Norwood αντικατοπτρίζουν αυτό το ευρύτερο γεωγραφικό μείγμα. Τα μνημεία τους, μερικές φορές διακοσμημένα με ναυτικά μοτίβα ή σύμβολα του εμπορίου, βρίσκονται δίπλα στις παλαιότερες οικογένειες, οι καλλιτεχνικοί τάφοι των οποίων αναδεικνύουν τον πλούτο τους και την κοινωνική τους θέση. Ο 20ός αιώνας σημαδεύτηκε σύντομα από συγκρούσεις, οικονομική ύφεση και αλλαγές στη φορολογία, με αποτέλεσμα ορισμένοι Ελληνικοί Οίκοι του Λονδίνου να μετακομίσουν αλλού. Αλλά ορισμένες από τις οικογένειες που εκπροσωπούνται στο Norwood εξακολούθησαν να εμπλέκονται άμεσα στη ναυτιλία, όπως οι Λυκιαρδόπουλοι από την Κεφαλονιά [τάφος 38051-42, αρ. 302].
O ελληνικός περίβολος
Στη Γενική Συνέλευση της 6ης Νοεμβρίου 1841, η Κοινότητα όρισε μια επιτροπή για να φέρει εις πέρας το δύσκολο έργο της εξεύρεσης κατάλληλου οικοπέδου για τις ταφές των μελών της. Η Επιτροπή αποτελούνταν από δύο εκκλησιαστικούς επιτρόπους, τον Αλέξανδρο Κ. Ιωνίδη και τον Αντώνιο Θ. Ράλλη, και δύο διακεκριμένα μέλη της Αδελφότητας, τον Ευστράτιο Σ. Ράλλη και τον Ιωάννη Σ. Σκυλίτση, και ήταν πλήρως εξουσιοδοτημένη να «αποφασίσει όπως νομίζει καλύτερα και να υλοποιήσει την απόφασή της», όπως καταγράφεται στα πρακτικά των Γενικών Συνελεύσεων. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η επιτροπή είχε επιτελέσει με επιτυχία το έργο της.
Στις 2 Ιουλίου 1842, ανέφεραν στη Γενική Συνέλευση ότι είχε γίνει συμφωνία με την Εταιρεία Κοιμητηρίων της Νότιας Μητρόπολης για την παραχώρηση ειδικού χώρου στο κοιμητήριό της στο West Norwood, ο οποίος θα χρησίμευε ως Ελληνικό Κοιμητήριο. Η Γενική Συνέλευση της Αδελφότητας ενέκρινε ομόφωνα την απόφαση της Επιτροπής και επιπλέον εξουσιοδότησε τους επιτρόπους να περιφράξουν το χώρο του νεκροταφείου με κιγκλιδώματα «και να δαπανήσουν μέχρι 150 λίρες».
Στις 24 Δεκεμβρίου 1842, υπογράφηκε συμφωνία μίσθωσης από τον Ευστράτιο Ράλλη, τον Αλέξανδρο Κωνσταντίνο Ιωνίδη και τον Ιωάννη Σκυλίτση – όλοι τους ήταν έμποροι με έδρα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τη Finsbury Square στο ανατολικό Λονδίνο (Δήμος του Islington). Η περίφραξη, πλάτους 53'4'' ft (16,25 μέτρα) και βάθους 30' ft (9,4 μέτρα) κόστισε 300 λίρες, που ισοδυναμούν με περίπου 43.402 λίρες σε σημερινές απολαβές. Οι πύλες, τα κιγκλιδώματα από μαντέμι και τέσσερα αγάλματα ανεγέρθηκαν σε δωρικό στυλ Eλληνικής Aναβίωσης (Greek Revival), για επιπλέον 150 λίρες (21.701 λίρες σε σημερινές τιμές). Τα αγάλματα πιστεύεται ότι αντιπροσωπεύουν την Πίστη, την Ελπίδα, τη Θρησκεία και τη Φιλανθρωπία.
Το 1860 ο πρώτος περίβολος των 148,64 τ.μ. επεκτάθηκε κατά 297,28 τ.μ. Το 1872 προστέθηκαν άλλα 1.631,47 τ.μ., συμπεριλαμβανομένου ενός οικοπέδου για την ανέγερση ενός παρεκκλησίου. Μια τελευταία λωρίδα προστέθηκε το 1889, με αποτέλεσμα η τελική έκταση να ανέλθει σε 2.369 τ.μ. Το 1880 οι μισθώσεις πέρασαν στους διαχειριστές της νέας ελληνορθόδοξης εκκλησίας της Αγίας Σοφίας και των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της. Τα μεταγενέστερα όρια σηματοδοτούνται από τεφροδόχους, φυλλοειδείς σταυρούς και κοίλα σιδερένια κιγκλιδώματα.
Τάφοι επιφανών οικογενειών
Στο Βιβλίο Θανόντων της εκκλησίας της ελληνικής κοινότητας πρώτο αναφέρεται το όνομα της Πηνελόπης Τζήφου, κόρης του Λουκά Ζήφου, οι διηγήσεις της οποίας για τη σφαγή της Χίου ενέπνευσαν τον Δημήτριο Βικέλα να γράψει το βιβλίο Λουκής Λάρας. Το κορίτσι, ηλικίας 3 ετών, πέθανε το 1838. Η κηδεία της Αγλαΐας Τρικούπη, του μεγαλύτερου παιδιού του Σπυρίδωνα Τρικούπη, ο οποίος είχε διατελέσει πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο μεταξύ 1841 και 1843, έγινε στο Norwood στις 5 Σεπτεμβρίου 1842.
Μια από τις πρώτες τεκμηριωμένες χρήσεις του Norwood ήταν η μεταφορά στο νεκροταφείο των λειψάνων ενός 18χρονου αγοριού ονόματι Ευστράτιος Σπάρταλης, γιου του Δημητρίου Σπάρταλη από τη Σμύρνη, στις 5 Ιουλίου 1845. Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1831 και το 1845 η οικογένειά του ανήγειρε στη μνήμη του ένα μαυσωλείο , το οποίο συγκαταλέχθηκε μεταξύ των μνημείων της English Heritage το 1981.
Είναι αξιοσημείωτο ότι ορισμένες οικογένειες, δηλαδή οι Ράλλη και οι Σκυλίτση, είχαν περισσότερους τάφους η καθεμία. Έχουν καταγραφεί τέσσερις τάφοι που ανήκουν στην οικογένεια Ράλλη και τρεις στην οικογένεια Σκυλίτση. Ο παλαιότερος καταγεγραμμένος χτίστηκε στη μνήμη του Ιωάννη Π. Ράλλη και χρονολογείται από το 1863. Στη νοτιοανατολική γωνία του νεκροταφείου, τρεις εντυπωσιακοί αναμνηστικοί τάφοι μαρτυρούν επίσης τη δόξα των αδελφών Ράλλη: οι οικογενειακοί τάφοι του Αντωνίου (1812-1882), του Ευστρατίου (1800-1884) και του Αλέξανδρου Ράλλη (1852-1927).
Το πιο εντυπωσιακό μνημείο στο νεκροταφείο ανεγέρθηκε το 1872, μετά τον τραγικό θάνατο του Αυγουστή Ράλλη, ενός 16χρονου μαθητή του κολεγίου Eton. Ο πατέρας του, Στέφανος Ράλλη, έστειλε επιστολή στις 18 Μαρτίου 1872 στα μέλη της Γενικής Συνέλευσης, ζητώντας την άδεια της Αδελφότητας να χτίσει, με δικά του έξοδα, ένα μικρό παρεκκλήσι στη μνήμη του γιου του. Η Γενική Συνέλευση αποδέχθηκε με ευγνωμοσύνη τη γενναιόδωρη αυτή πρόταση και οι επιστάτες της εκκλησίας επιφορτίστηκαν να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη της Κοινότητας προς τον δωρητή. Οι επιστάτες έκαναν πράξη την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης και ζήτησαν την άδεια από τον Στέφανο Ράλλη να αφιερώσουν το παρεκκλήσι στον Άγιο Στέφανο, «ώστε η ανάμνηση αυτής της πολύτιμης δωρεάς να παραμείνει πιο ζωντανή στη μνήμη των απογόνων μας». Είκοσι ένα χρόνια μετά την ανέγερση του παρεκκλησίου, ο Στέφανος Ράλλη απηύθυνε επιστολή στους επιστάτες της εκκλησίας, στην οποία ανέφερε ότι προσφέρει το ποσό των 1.000 λιρών (162.556 λίρες σήμερα) με την προϋπόθεση ότι θα τοποθετηθεί σε ξεχωριστό λογαριασμό και ότι οι τόκοι του θα κρατηθούν για τη συντήρηση του παρεκκλησίου του νεκροταφείου. Οι επιστάτες της εκκλησίας διαχειρίστηκαν αυτόν τον ειδικό λογαριασμό του νεκροταφείου μέχρι το 1926.
Μεταξύ των πολυάριθμων σημαντικών μνημείων επιφανών οικογενειών της Ελληνικής Κοινότητας του Λονδίνου στα τέλη του 19ου αιώνα είναι ο οικογενειακός τάφος του Νικολάου Α. Μαυρογορδάτου –η δεύτερη ελληνική επιχείρηση που εμφανίζεται στους καταλόγους της πόλης του Λονδίνου μετά τους αδελφούς Ράλλη–, στη βόρεια πλευρά του νεκροταφείου. Η παρουσία μιας από τις πέντε ευγενέστερες οικογένειες της Χίου, των Ροδοκανάκη, γίνεται εμφανής με τα κομψά μνημεία τους. Φέρει το όνομα του Πέτρου Π. Ροδοκανάκη (1831-1899), ο οποίος έχασε δύο από τα έξι παιδιά του σε βρεφική ηλικία.
Επίσης, στη βόρεια πλευρά του νεκροταφείου, το μαυσωλείο του Παντελή Α. Αργέντη, χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα σε αιγυπτιακό ρυθμό, επισύρει την προσοχή του επισκέπτη. Δίπλα στο παραπάνω, βρίσκεται το επίσης διατηρητέο μαυσωλείο του Ξενοφώντα Ε. Μπαλλή, ενός εμπόρου από τη Σμύρνη, που έφτασε στο Λονδίνο το 1840. Η κόρη του ήταν παντρεμένη με τον Αλκιβιάδη Μ. Βαλλιάνο.
Στη νοτιοανατολική γωνία του νεκροταφείου ένας κομψός θολωτός τάφος του τέλους του 19ου αιώνα μαρτυρά την παρουσία της οικογένειας του Αντωνίου Α. Βλαστού (1863-1933). Τρία επιβλητικά μνημεία διακεκριμένων μελών της οικογένειας Σκυλίτση περιλαμβάνονται επίσης στον κατάλογο της Αγγλικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς (English Heritage). Tο παλαιότερο ανήκει στον Θεόδωρο Ε. Σκυλίτση (1840-1887) και βρίσκεται νοτιοδυτικά της μνημειακής πύλης.
Στη νοτιοδυτική γωνία του νεκροταφείου βρίσκεται το κομψό κλασικό θαλαμοειδές μαυσωλείο του Ιωάννη Σ. Σκυλίτση (1805-1892), η οικογένεια του οποίου λέγεται ότι ήταν η πλουσιότερη οικογένεια Χιώτη της εποχής. Ένα διατηρητέο μνημείο των αρχών του 20ου αιώνα (1908) ανήκει στον Ιωάννη Σ. Σκυλίτση (1840-1908) και τη σύζυγό του Βιργινία (1849-1927), της οικογένειας Σεκιάρη, που ήταν η μητέρα της Ελένης Βενιζέλου.
Το τελευταίο καταγεγραμμένο μνημείο, που χρονολογείται το 1911, ανήκει στη Μαρία Ζ. Μιχαλινού, συζύγου του Ζώρζη Μιχαλινού, του πρώτου Χιώτη που άνοιξε ναυτιλιακό γραφείο στο Λονδίνο το 1892. Σημαντικά είναι τα μνημεία του Παναγή Α. Βαλλιάνου (1814-1902) και του Ιωάννη Ι. Γενναδίου (1844-1932), ιδρυτών της Εθνικής Βιβλιοθήκης και της Γενναδείου Βιβλιοθήκης στην Αθήνα αντίστοιχα.
Όπως μας επεσήμανε ο Κώστας Καββάδας, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις μεταφοράς νεκρών απο τον αρχικό χώρο ταφής τους σε άλλο μνημείο οικογενειακό ή συγγενικό. Μία περίπτωση είναι του υιού του Στέφανου Α. Ράλλη που, τον Μάρτιο του 1872, απεβίωσε και ετάφη στον υπ’ αριθμόν 866 (28) τάφο και, μετά περίπου ένα χρόνο, μεταφέρθηκε στο Παρεκκλήσιο το οποίο ο πατέρας του ανήγειρε εις μνήμην του το 1872, αλλά μετά το θάνατό του. Άλλη περίπτωση είναι αυτή του Παντελή Αμβροσίου Αργέντη που τοποθετήθηκε στο μεγάλο μνημείο του πατέρα του και αργότερα μεταφέρθηκε στο δικό του μαυσωλείο.
Η ταφή στο Norwood ήταν ακριβή και η μίσθωση της Ελληνικής Αδελφότητας δεν της επέτρεπε να μειώσει τις τιμές της εταιρείας διαχείρισης του νεκροταφείου, της South Metropolitan Cemetery Company (SMC). Το 1860 οι κρύπτες ενηλίκων ή τάφοι με επένδυση από τούβλα στη νεκρόπολη πωλούνταν στο διηνεκές έναντι 5,5 λίρες (περίπου 1000 λίρες σήμερα) ή 1,2 λίρα για ένα παιδί (περίπου 200 λίρες σήμερα).
Κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα λειτουργίας της, η ελληνoρθόδοξη νεκρόπολη (The Greek Enclosure) φιλοξένησε περίπου 350 τάφους και γνώρισε πάνω από χίλιες κηδείες. Καθώς δεν υπήρχε πλέον χώρος για επέκταση, ορισμένες οικογένειες απέκτησαν για λίγο καιρό μεμονωμένους τάφους εκτός του περιβόλου ή ειδικές υποδοχές για τις στάχτες μέσα στο Crematorium. Τώρα δεν υπάρχουν διαθέσιμες νέες θέσεις για ταφή στο Norwood. Νέοι ενταφιασμοί μπορούν να φιλοξενηθούν μόνο στους υπάρχοντες οικογενειακούς χώρους. Ο ελληνορθόδοξος ναός της Αγίας Σοφίας απέκτησε νέους περιβόλους κοιμητηρίων στο Hendon και στο New Southgate στο βόρειο Λονδίνο.
Προσπάθειες αποκατάστασης
Το 1966 η εταιρεία South Metropolitan Cemetery Company αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και οι χώροι του νεκροταφείου ήταν παραμελημένοι. Τελικά ο δήμος του Lambeth στο νότιο Λονδίνο υποχρεώθηκε να αγοράσει το West Norwood Cemetery και έτσι απέκτησε την κυριότητα του Greek Enclosure. Η μέριμνα για τα ταφικά μνημεία παρακίνησε την Αγγλική Πολιτιστική Κληρονομιά (English Heritage) να εγγράψει ορισμένα από τα μνημεία στον κατάλογο των διατηρητέων κτισμάτων.
Να σημειώσουμε ότι η δημιουργία του νέου νεκροταφείου Hendon, σε συνδυασμό με την αποχώρηση πολλών παλιών οικογενειών προς το English countryside, σηματοδότησε την αρχή της παρακμής του ελληνικού νεκροταφείου του Norwood. Η εγκατάλειψη του Greek Enclosure θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στην κατεδάφιση του παρεκκλησίου του Αγίου Στεφάνου, μέχρι που η έντονη αντίδραση του Κυριάκου Μεταξά, εκδότη της Ελληνικής Εφημερίδας (The Greek Gazette), έπεισε τις βρετανικές αρχές να καταχωρίσουν το παρεκκλήσι και δεκαπέντε άλλα μνημεία ως προστατευόμενα έργα τέχνης. Η δέσμευση διακεκριμένων μελών της Ελληνικής Κοινότητας, μεταξύ των οποίων ο αείμνηστος “captain”-εφοπλιστής Ιωάννης Δ. Πατέρας, ο Μιχάλης Γαρρής, ο Ιωάννης Ψαρρός και ο Κώστας Π. Λεμός, οδήγησε σε ουσιαστικές εργασίες συντήρησης του παρεκκλησίου.
Σήμερα ο χώρος, η περίμετρος και τα μονοπάτια του Ελληνικού Περιβόλου είναι υπό την εποπτεία του Καθεδρικού Ναού της Αγίας Σοφίας και του Δήμου του Lambeth. Τα μεμονωμένα μνημεία παραμένουν στην κατοχή ιδιωτών. Ορισμένα έχουν υποβαθμιστεί από τις καιρικές συνθήκες, τις κακές επισκευές, την κλοπή και τους βανδαλισμούς και η επιβίωσή τους φαίνεται ότι θα εξαρτηθεί πιθανότατα από τη συγκέντρωση κεφαλαίων και την οικονομική συνεισφορά των συγγενών που έχουν επιζήσει.
Την τελευταία δεκαετία, η Δρ. Βικτωρία Σολομωνίδου ασχολείται συστηματικά με το Ελληνικό Νεκροταφείο, στο πλαίσιο της έρευνάς της για την ελληνική παρουσία στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τον 19ο αιώνα. Η έρευνα αυτή ξεκίνησε με αφορμή το ενδιαφέρον της για την οικογένεια Ιωνίδη, η οποία από το 1860 ώς το 1901 κατοικούσε σε δύο πανέμορφα σπίτια του Holland Park στο δυτικό Λονδίνο, συγκεκριμένα στον αριθμό 1 και στον αριθμό 1a. Εδώ αργότερα ανεγέρθηκε το κτίριο της Ελληνικής Πρεσβείας Λονδίνου, όπου η κ. Σολομωνίδου εργάστηκε επί δεκαετίες ως μορφωτική ακόλουθος. Πολλά από τα μέλη της οικογένειας Ιωνίδη βρίσκονται τώρα στο Ελληνικό Νεκροταφείο του Norwood.
H Δρ. Σολομωνίδου, στο πλαίσιο της έρευνάς της, το 2017 άρχισε να συνεργάζεται με την ομάδα Friends of West Norwood Cemetery. Δύο χρόνια αργότερα, το 2019, της ζητήθηκε να συμπράξει ως Trustee της ομάδας, η οποία είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα [charity] με εννέα Trustees. Την ίδια χρονιά, της έγινε πρόταση να συμμετάσχει ως μέλος στο NHLF Implementation Board (The National Lottery Heritage Fund), το οποίο επιβλέπει το έργο της συνολικής αποκατάστασης του West Norwood Cemetery, συμπεριλαμβανομένου και του Ελληνικού Νεκροταφείου.
Σύμφωνα με την έκθεση (Ιανουάριος 2023) του προέδρου των Φίλων του Νεκροταφείου (Friends of West Norwood Cemetery), Bob Flanagan, η αποκατάσταση των μνημείων Ροδοκανάκη [τάφος 29.183, τετράγωνο 28] και Σκυλίτση [τάφος 32.308, τετράγωνο 42/43] βρίσκονταν σε καλό δρόμο. Επιπλέον είχαν αρχίσει οι εργασίες στο μαυσωλείο Μπαλλή [τάφος 19.003, τετράγωνο 29]. Όσον αφορά τον ελληνικό περίβολο, προγραμματίζονταν επισκευές στον περιμετρικό τοίχο. Αυτές περιλαμβάνουν επισκευές και επαναδιακοσμήσεις μεταλλοτεχνίας, επισκευές πέτρας, υποστύλωση καταρρευσάντων τμημάτων του τοίχου και αποκατάσταση χαμένων διακοσμητικών στοιχείων, π.χ. των σταυρών που υπήρχαν κάποτε σε ορισμένες κολόνες. Είναι σημαντικό ότι το πρόγραμμα θα επιδιώξει να επισκευάσει το καταρρεύσαν τμήμα του βόρειου οριακού τοίχου και τα κατεστραμμένα τμήματα στο μαυσωλείο Μπαλλή.
Είναι λυπηρό το γεγονός ότι το Ίδρυμα Βαλλιάνου στην Κεφαλονιά αποφάσισε να μη χρηματοδοτήσει την αποκατάσταση του μαυσωλείου στο οποίο αναπαύεται ο ιδρυτής του [τάφος 27.142, τετράγωνο 42]. Ωστόσο, οι Φίλοι του Νεκροταφείου, εξακολουθούν να αναζητούν κονδύλια για τη φροντίδα αυτής της σημαντικής δομής που έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο κτίσμα Β' Βαθμού. Τέλος, επισημαίνεται ότι το μαυσωλείο του Π.Α. Αργέντη [τάφος 21.077, τετράγωνο 43], που είναι και αυτό διατηρητέο Β’ Βαθμού, βανδαλίστηκε τον Δεκέμβριο του 2022 , κάνοντας σαφή για άλλη μια φορά την απουσία ασφάλειας στον περίβολο. Σε άλλο σημείο του νεκροταφείου, τα σκαλοπάτια που συνδέουν τη Narrow Road με την Crematorium Road ήταν ένα από τα τελευταία στάδια των έργων οδοποιίας που θα ολοκληρωθούν από τους εργολάβους μαζί με τα κιγκλιδώματα, μια απαραίτητη προσθήκη σε αυτούς τους συνειδητοποιημένους για την Υγεία και την Ασφάλεια καιρούς.
Σημαντικές δημοσιεύσεις του Κώστα Στεφ. Καββάδα
Διοικητικές Σφραγίδες Χίου, Τόμος Α’ (έκδοση περιοδικού Συλλογές, 2012)
Διοικητικές Σφραγίδες Χίου, Τόμος Β’, (έκδοση άλφα πι, Χίος 2018)
Το Χρονικό Μιας Πεντηκονταετίας – A Fifty Years Chronicle – 1965-2015, Ιστορία Ελλην. Κοινότητας Χέντον – Β. Λονδίνου (έκδοση Michaelangelo, Λονδίνο 2016)
Χρονογραφήματα - Εμπειρίες από τη ζωή (έκδοση άλφα πι, Χίος 2020)
Στέφανος Δ. Καββάδας, Ο πατέρας μου. Βιογραφία (έκδοση άλφα πι, Χίος 2021)