Το πρωί της Δευτέρας 3 Ιουλίου, ημέρα που η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη των Υακίνθου, Ανατολίου, Θεοδότης, Γερασίμου, Ιωακείμ, έσπασε ένας κάβος του Ο/Γ «Εξπρές Κυκλάδες», λίγο πριν αποπλεύσει από το λιμάνι της Μυκόνου. Ο Γεράσιμος ήταν ναύτης και την ώρα εκείνη βρισκόταν στο κατάστρωμα του καραβιού, εκτελώντας διαταγές του πλοιάρχου για τον απόπλου. Ο κάβος τον χτύπησε στη δεξιά ωμοπλάτη, στον δεξιό βραχίονα και στον δεξιό γλουτό και τον έριξε στη λαμαρίνα του καταστρώματος, ενώ οι πόνοι τον έκαναν να σφαδάζει. Ο λοστρόμος και οι άλλοι ναύτες έτρεξαν να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες, μα η κατάστασή του ήταν σοβαρή. Επιπλέον, το κινητό του στη δεξιά τσέπη του παντελονιού του καταστράφηκε και χάθηκαν οι καταχωρημένοι αριθμοί τηλεφώνων και όλες οι επαφές του.
Σύμφωνα μ’ έναν επιβάτη που ήταν γιατρός κι έσπευσε στο σημείο του ατυχήματος, ο Γεράσιμος είχε υποστεί κατάγματα στα πλευρά, κακώσεις στο θώρακα και τους πνεύμονες κι έπρεπε να μεταφερθεί σε νοσοκομείο. Ο πλοίαρχος ενημέρωσε το Λιμενικό κι επειδή ούτε στο Κέντρο Υγείας του νησιού ούτε αλλού στις Κυκλάδες υπήρχε πλήρως εξοπλισμένη νοσοκομειακή μονάδα, ώστε να αντιμετωπιστεί ο βαρύς τραυματισμός του, έφθασε ένα ελικόπτερο του ΕΚΑΒ και τον μετέφερε στο ελικοδρόμιο της Μαρίνας Παλαιού Φαλήρου. Από εκεί, ένα ασθενοφόρο τον πήρε πάνω σε φορείο με προορισμό το νοσοκομείο Ευαγγελισμός.
Το σώμα του Γεράσιμου πονούσε, αλλά το μυαλό του ήταν διαυγές, μάλιστα έπαιρνε περισσότερες στροφές από το κανονικό λόγω των κινδύνων που αντιμετώπιζε. Όχι μόνο εκείνων που οφείλονταν στο χτύπημα του σπασμένου κάβου. Διότι στις δύο πλαϊνές τσέπες του παντελονιού του που έκλειναν με φερμουάρ είχε από ένα πακετάκι με κοκαΐνη. Το ναρκωτικό συνολικού βάρους διακοσίων γραμμαρίων ήταν περιτυλιγμένο σε χαρτί σοκολάτας ΙΟΝ. Πριν από μέρες είχε πάρει τηλεφωνική εντολή από τον Προμηθευτή να το παραδώσει σε κάποιον παραλήπτη στην οδό Βουκουρεστίου.
Μόλις το καράβι θα έδενε στην αποβάθρα του Πειραιά –στη δουλειά του θα επέστρεφε την επόμενη μέρα–, θα έπαιρνε ένα ταξί, θα έκανε μια στάση στο σπίτι του στις Τζιτζιφιές για ν’ αλλάξει ρούχα και θα ανέβαινε στην Αθήνα. Ο παραλήπτης ήταν γυναίκα. Δεν ήξερε ούτε το όνομα ούτε τα χαρακτηριστικά της, το μόνο που του είχε αναφέρει ο Προμηθευτής ήταν τα κόκκινα μαλλιά της. Εκείνη θα τον προσέγγιζε με τη συνθηματική φράση «Γεράσιμος, Θεοδότη, Ιωακείμ» κι εκείνος θα της παρέδιδε το προϊόν για το οποίο είχε ήδη εισπράξει την αμοιβή του στο νησί.
***
Ο νεαρός αγροτικός γιατρός που τον συνόδεψε στην Αθήνα ήταν πολύ στοργικός. Τον φρόντιζε σαν να ήταν αδελφός του κι όχι σαν έναν τυχαίο ασθενή. Η αναισθητική ένεση που του είχαν κάνει δεν στερούσε από τον Γεράσιμο τη δυνατότητα να αντιλαμβάνεται τα πάντα, η νάρκωση ήταν τοπική, μπορούσε να βλέπει και ν’ ακούει τα πάντα. Κάποια στιγμή, μια απροσδιόριστη δύναμη τον ώθησε να σηκώσει το κεφάλι του και να κοιτάξει έξω από το μικρό παράθυρο του ασθενοφόρου. Η πρώτη εικόνα που άρμεξαν τα μάτια του ήταν της λεωφόρου Συγγρού, η οποία ήταν πλημμυρισμένη με αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες, κυρίως στο ρεύμα προς την παραλία. Ο κόσμος ταλανιζόμενος από τον καύσωνα όδευε προς τις ακτές του Σαρωνικού για να δροσιστεί, πήγαινε και προς το λιμάνι του Πειραιά για να πάρει το καράβι για κάποιο νησί.
Μέχρι το σταθμό του μετρό Συγγρού-Φιξ όλα ήταν θαυμάσια, δεδομένου ότι το ασθενοφόρο είχε θέσει τη σειρήνα του σε λειτουργία και οι οδηγοί παραμέριζαν για να περάσει. Τα δύσκολα αρχίσανε μετά, ιδιαίτερα μετά από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός με τα οχήματα να κατευθύνονται στο κέντρο της Αθήνας. Ο ήλιος έκαιγε (το ασθενοφόρο διέθετε αιρκοντίσιον) και τ’ αμάξια δεν προχωρούσαν.
Κόσμος κάθε λογής βάδιζε και στα δύο πεζοδρόμια, κρατώντας κινητά τηλέφωνα στο χέρι. Τουρίστες κάθε φυλής, χρώματος και ηλικίας κουβαλούσαν μπαγκάζια στους ώμους και στην πλάτη. Στο υπαίθριο καφενεδάκι επί της λεωφόρου Αμαλίας, στην είσοδο προς το Ζάππειο, άτομα κάθε ηλικίας έπιναν καφέδες κι αναψυκτικά, έτρωγαν παγωτά και χαζολογούσαν. Ένας σκελετωμένος γέρος με μια πλαστική σακούλα στο αριστερό χέρι έψαχνε στον τενεκέ των σκουπιδιών, σκαλίζοντας τα υπολείμματα των καταναλωθέντων αγαθών. Λίγα μέτρα μακρύτερα, μια σκυφτή γριά που κουβαλούσε δύο μαύρες δερμάτινες τσάντες συνομιλούσε με μια γκρίζα γάτα. Στη μια τσάντα είχε τα υπάρχοντά της και στην άλλη ζωοτροφές.
Πιο πέρα, γύρω από άλλον σκουπιδοτενεκέ νιαούριζαν τρεις παχουλές γάτες και δύο ψωριάρικα σκυλιά. Είχαν καταφέρει να ξεκοιλιάσουν μια μαύρη σακούλα με αποφάγια και μάλωναν ποιος θα γίνει κάτοχός τους. Ξαφνικά, ο σκελετωμένος γέρος πλησίασε το ένα από τα σκυλιά που είχε αρπάξει ένα κομμάτι ψημένο κρέας, το κλότσησε και βούτηξε το κρέας. Η σκυφτή γριά του επιτέθηκε αμέσως με βρισιές (τον είπε «καριόλη»), και κατάφερε να του το πάρει και να το δώσει πίσω στο σκυλί.
Ο Γεράσιμος απέστρεψε το βλέμμα από την αθλιότητα και κοίταξε ένα ευτυχισμένο ζευγαράκι που περπατούσε στο ίδιο πεζοδρόμιο, πιασμένο χέρι χέρι. Εκείνος ήταν μελαχρινός με τζιν παντελόνι και σκουλαρίκι στ’ αυτί κι εκείνη επίσης μελαχρινή με καυτό σορτ και σκουλαρίκι. Τα στρογγυλά στήθη της χοροπηδούσαν ελαφρά, κάτω από το σχεδόν διαφανές πουκαμισάκι της, με το ξεκούμπωτο άνω κουμπί που άφηνε να διακρίνεται η ηλιοψημένη σάρκα της. Δεν ένιωσε όμως κανέναν ερεθισμό, αφού βρισκόταν υπό νάρκωση. Η μνήμη του βεβαίως λειτουργούσε. Έτσι, θυμήθηκε τους στίχους του Καβάφη «Τα ενδύματα μισοανοίχθηκαν – πολλά δεν ήσαν / γιατί επύρωνε θείος Ιούλιος μήνας» κι έπειτα εκείνους του Σεφέρη «Ήλιος κι Ιούλιος / στα πεζοδρόμια βόσκουν / βυζιά κοπάδια».
Ξαφνικά, στο απέναντι πεζοδρόμιο, λίγο προτού το ασθενοφόρο φθάσει στο Σύνταγμα, είδε μια κοκκινομάλλα με άσπρη μίνι φούστα και άσπρο πουκάμισο με τολμηρό ντεκολτέ. Μπόρεσε να διακρίνει το αυλάκι στα στήθη της τα οποία κατέληγαν σε δύο μυτερές θηλές, που έτειναν να σκίσουν το λεπτό ύφασμα. Η κοκκινομάλλα σταμάτησε έξω από το περίπτερο στο ύψος της αφετηρίας του τραμ κι έκανε πως κοιτάζει τις εφημερίδες που κρέμονταν στα μανταλάκια. Μολονότι τα βλέμματα των περαστικών είχαν καρφωθεί στις καμπύλες της, κανένας δεν τόλμησε να την ενοχλήσει.
Ένας ανάπηρος με κομμένο πόδι και πατερίτσες την πλησίασε και κάτι τη ρώτησε. Εκείνη του χαμογέλασε και αμέσως μετά έστριψαν στον πρώτο δρόμο, κατευθυνόμενοι πιθανότατα σε κάποιο από τα γύρω ξενοδοχεία. Σκέφτηκε πως ήταν πόρνη, από αυτές που διεθνώς χαρακτηρίζονται hooker. Του άρεσε που ήταν κοκκινομάλλα, όπως η γυναίκα στην οποία θα παρέδιδε τα δυο πακετάκια με το προϊόν του Προμηθευτή, δεν υπήρχαν πολλές κοκκινομάλλες στην πόλη.
Μέχρι να αποτυπώσει τα χαρακτηριστικά της στη μνήμη του, το αταίριαστο ζευγάρι χάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Η σειρήνα του ασθενοφόρου δεν έπαψε να ηχεί, ωστόσο το όχημα μετά βίας κινιόταν ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα. Έξω από τον Άγνωστο Στρατιώτη, ξανάδε τον μελαχρινό νεαρό με το σκουλαρίκι στ’ αυτί να φιλάει στο στόμα την κοπέλα με το καυτό σορτ. Δίπλα τους ένας ηλικιωμένος με λερωμένη στολή εκστρατείας, ζωσμένος με παλιά φυσεκλίκια, σκονισμένες αρβύλες και μαύρο σκούφο με κόκκινο αστέρι στο κεφάλι του κλοτσούσε ένα άδειο κουτί κόκα κόλας, φωνάζοντας «Γαμώ το αμερικάνικο πολίτευμα».
Όταν το ασθενοφόρο έστριψε δεξιά στη Βασιλίσσης Σοφίας, άκουσε συνθήματα κι αμέσως μετά έφτασαν στ’ αυτιά του οι λέξεις του γνωστού ύμνου «Τη υπερμάχω στρατηγώ τα νικητήρια…». Στη γωνία με τ’ ανθοπωλεία είχε μαζευτεί πλήθος καλόγερων, καλογριών και λοιπών θρησκευόμενων που κρατούσαν ξύλινους σταυρούς, πλακάτ και μαύρες σημαίες. Διαμαρτύρονταν για το 666, τα εμβόλια και τις συνωμοσίες που εκπορεύονταν από την Αμερική, και τον κίνδυνο αφελληνισμού των Ελλήνων. Τα έβαζαν με το Σατανά που κρυβόταν πίσω από τον Τζορτζ Σόρος και τους Εβραίους, οι οποίοι βρίσκονταν πίσω από την κυβέρνηση που είχε κάνει υποχρεωτικό τον εμβολιασμό. Οι αστυνομικοί των ειδικών δυνάμεων τους απωθούσαν, απειλώντας τους με τις ασπίδες τους, αλλά δεν τους χτυπούσαν με τα γκλομπ που κρατούσαν.
Τη στιγμή που το ασθενοφόρο πλησίαζε την Ηρώδου Αττικού και κορνάριζε δαιμονισμένα για να απεγκλωβιστεί, με το κόκκινο φως στην κορυφή του ν’ αναβοσβήνει, εμφανίστηκε ένα ημιφορτηγό Ντάτσουν από εκείνα που έχουν οι τσιγγάνοι, οι οποίοι πουλούν οπωροκηπευτικά προϊόντα στις συνοικίες της Αθήνας. Ερχόταν από την οδό Ακαδημίας, κάνοντας ελιγμούς ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα και πήγε και στάθηκε δίπλα στο ασθενοφόρο. Το οδηγούσε ένα μελαχρινός άντρας με μουστάκι που είχε δίπλα του μια μεσόκοπη γυναίκα με τσεμπέρι.
Στην καρότσα του Ντάτσουν, ξαπλωμένη σε κουβέρτα, ήταν μια νεαρή γυναίκα, γυμνή από τη μέση και πάνω. Καθιστή στην καρότσα βρισκόταν μια μεγαλύτερη γυναίκα, ντυμένη με πολύχρωμα ρούχα, φορούσε κι αυτή τσεμπέρι, η οποία κρατούσε τα δύο χέρια της ξαπλωμένης. Ο Γεράσιμος κοίταζε με θαυμασμό τα δύο υπέροχα άσπρα στήθη της νεαρής γυναίκας, μα θαύμασε περισσότερο τα κόκκινα μαλλιά της που είχαν μια άσπρη τούφα στην κορυφή τους και της σκέπαζαν το πρόσωπο, το οποίο όμως ήταν μελαχρινό. Απορούσε με αυτό που έβλεπε: άλλη μία κοκκινομάλλα στο δρόμο του.
***
Τα δύο οχήματα πήγαιναν δίπλα δίπλα. Από το τζάμι του παραθύρου του ασθενοφόρου ο Γεράσιμος μπορούσε να βλέπει την ξαπλωμένη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά και τα άσπρα στήθη. Ήταν φασκιωμένη γύρω από τη μέση της και είχε φουσκωμένη κοιλιά. Ταιριάζουμε, σκέφτηκε με ικανοποίηση. Αφού πέρασαν την Ηρώδου Αττικού, ακούστηκαν φωνές. Ένας ταξιτζής διαπληκτιζόταν με κάποιον πελάτη του έξω από το όχημα κι ο πελάτης καλούσε τους αστυφύλακες να έρθουν να βάλουν τάξη, ωστόσο εκείνοι αδιαφορούσαν για τη διένεξή τους. Το ασθενοφόρο συνέχισε το δρόμο του με το Ντάτσουν δίπλα του, ενώ ο Γεράσιμος είχε την προσοχή του στραμμένη προς την ξαπλωμένη γυναίκα. Καρφί δεν του κάηκε όταν ένα μηχανάκι που οδηγούσε ένας μεταφορέας πιτσών έπεσε πάνω σ’ έναν πεζό που είχε κατεβεί στο οδόστρωμα για να δει αν έρχεται λεωφορείο ή ταξί, κάνοντάς τον να σφαδάζει από τους πόνους.
Εκείνη τη στιγμή αγνοούσε πως το ημιφορτηγό κατευθυνόταν κι εκείνο στον Ευαγγελισμό. Σκεφτόταν τη μισόγυμνη κοκκινομάλλα, λαχταρούσε τα άσπρα στήθη της, έστω κι αν δεν μπορούσε να ερεθιστεί. Την απολάμβανε όμως οπτικά, τη φανταζόταν στο κρεβάτι μαζί του να μπλέκουν τα μέλη τους. Όταν είδε το Ντάτσουν να μπαίνει στην πύλη του νοσοκομείου, λίγα δευτερόλεπτα πριν από το ασθενοφόρο, αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητωκραυγάσει. Ο ενθουσιασμός του, όμως, κατέπεσε όταν ο γιατρός από τη Μύκονο τον πληροφόρησε πως ενδεχομένως θα του έκαναν εγχείρηση για να του ισιώσουν τον τσακισμένο βραχίονα. Μπορεί, είπε, να του τον κόβανε για να του τον αντικαταστήσουν με ξύλινο. Αυτό του χάλασε τη διάθεση και στιγμιαία έπαψε να σκέφτεται την μισόγυμνη κοκκινομάλλα.
Τον έβαλαν σ’ ένα θάλαμο μαζί με τρεις άλλους, όπου οι γιατροί του περιποιήθηκαν τα τραύματα, δένοντας το χτυπημένο μέρος με γύψο, λέγοντάς του ότι δεν απαιτείται εγχείρηση, ούτε κόψιμο. Του γέμισαν το σώμα με σωληνάκια και ορούς, αλλά ήταν ευχαριστημένος που γλίτωσε την εγχείρηση. Αν κι έπρεπε να κοιμηθεί, ώστε να ανακτήσει τις χαμένες δυνάμεις του, δεν τα κατάφερε, επειδή άρχισε πάλι να σκέφτεται την κοκκινομάλλα στο Ντάτσουν. Με την πρώτη ευκαιρία, σκόπευε να σηκωθεί από το κρεβάτι και να την επισκεφτεί, να της μιλήσει, να της εκφράσει τον έρωτά του. Δεν ήξερε τίποτα για τη ζωή της κι αυτό θέριευε τις προσδοκίες του.
Ξαφνικά, άκουσε στο θάλαμο από κάποιο ραδιόφωνο ή από κινητό τις ειδήσεις για τον δικό του τραυματισμό και τον δύσκολο τοκετό της κοκκινομάλλας. Είναι παντρεμένη, σκέφτηκε με απογοήτευση. Ήξερε όμως το όνομά της, οπότε μπορούσε να την αναζητήσει. Το βράδυ επιχείρησε να σηκωθεί από το κρεβάτι θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του αλλά μια νοσοκόμα με αλογοουρά τον μάλωσε για το ατόπημά του.
«Πρόσεχε τον εαυτό σου», τον συμβούλεψε και του διηγήθηκε τι είχε γίνει με την κοκκινομάλλα, το αντικείμενο του πόθου του.
***
Το Ντάτσουν είχε ξεκινήσει από το Ζεφύρι, μια περιοχή όπου μένουν τσιγγάνοι, και μέσω της Αχαρνών, της οδού Λιοσίων και της Χαλκοκονδύλη έφθασε στην Ακαδημίας. Μετέφερε τη νεαρή κοκκινομάλλα η οποία, μόλις γέννησε ένα υγιέστατο κοριτσάκι στο σπίτι της –την ξεγέννησε μια πρακτική μαμή–, υπέστη ακατάσχετη αιμορραγία και διακομίστηκε στο νοσοκομείο Παμμακάριστος στα Πατήσια. Εκεί, η κατάστασή της χειροτέρεψε και αποφασίστηκε να μεταφερθεί στον Ευαγγελισμό. Επειδή όμως δεν υπήρχε ασθενοφόρο, και μάταια περίμεναν να έρθει κάποιο από το ΕΚΑΒ, οι δικοί της την ανέβασαν στο Ντάτσουν για να τη μεταφέρουν οι ίδιοι.
***
Στο κρεβάτι, σ’ ένα μικρό διάλλειμα της σκέψης του, η οποία είχε προσκολληθεί στην κοκκινομάλλα του Ντάτσουν, ήρθε στην επιφάνεια του μυαλού του η αποστολή που είχε αναλάβει με τα δυο πακετάκια της κοκαΐνης. Οι νοσοκόμες του είχαν βγάλει τα ρούχα, το ρολόι, το πουκάμισο, τις κάλτσες, τα παπούτσια και το παντελόνι με τα ναρκωτικά. Τα είχαν βάλει σε ένα σάκο και τα τοποθέτησαν μέσα σε μια ντουλάπα. Αναρωτιόταν τι να έκανε η άγνωστη γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά όταν πήγε στο σημείο του ραντεβού τους στην οδό Βουκουρεστίου και δεν τον βρήκε. Ασφαλώς, θα τηλεφώνησε στον Προμηθευτή και θα τον ενημέρωσε, θα περίμενε λίγη ώρα ακόμα, μπας και άργησε –αν είχε τον αριθμό του κινητού του θα του τηλεφωνούσε μάταια– κι ύστερα θα αποχώρησε εκνευρισμένη.
Όπως ήταν γεμάτος ορούς και καλώδια, σκεφτόταν τα πακετάκια με την κοκαΐνη στο παντελόνι του. Άραγε κάποια περίεργη νοσοκόμα είχε ψάξει τις τσέπες με τα φερμουάρ; Και αν ναι, κατάλαβε μήπως πως τα πακετάκια δεν ήταν σοκολάτες;
***
Ύστερα από δύο μέρες, η κοκκινομάλλα του Ντάτσουν εξέπνευσε, παρά τις προσπάθειες των γιατρών να κρατηθεί στη ζωή. Ο Γεράσιμος το πληροφορήθηκε από το ραδιόφωνο. Στις ειδήσεις άκουσε πως η δική του κατάσταση ήταν κρίσιμη, ενώ στην πραγματικότητα είχε βελτιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Ο θάνατος της άγνωστης γυναίκας τον είχε συγκλονίσει και παρακάλεσε τη νοσοκόμα με την αλογοουρά να τον οδηγήσει κοντά της. Εκείνη αρνήθηκε να το κάνει, βλέποντας όμως τη διακαή επιθυμία του φρόντισε να τον ενημερώσει για την ώρα που θα την πήγαιναν στο νεκροθάλαμο. Έτσι, το πρωί, προτού βγει ο ήλιος, στήθηκε στο παράθυρο του θαλάμου, κοίταξε έξω και την είδε τη στιγμή που οι τραυματιοφορείς τη μεταφέρανε με το φορείο. Η νεκρή κοκκινομάλλα ήταν σκεπασμένη μ’ ένα σεντόνι κι έμοιαζε σαν να κοιμάται. Το δεξί της στήθος ήταν ακάλυπτο κι η θηλή κοίταζε τον ουρανό.
***
Όταν ήρθε η σειρά του ν’ αφήσει το νοσοκομείο, ο Γεράσιμος ένιωθε ευτυχής. Γδύθηκε, έβγαλε τα ρούχα που του είχαν βάλει, έκανε ένα ντους, πήρε τη σακούλα με τα δικά του από την ντουλάπα και τα φόρεσε. Κανένας δεν είχε ανοίξει τη σακούλα, τα πακετάκια με την κοκαΐνη βρίσκονταν πάντα στο παντελόνι του, στις τσέπες με τα φερμουάρ. Αποχαιρέτησε τη νοσοκόμα με την αλογοουρά, υπέγραψε τα σχετικά χαρτιά και βγήκε στο δρόμο να βρει ταξί με μια μοναδική έγνοια: πού θα έβρισκε την κοκκινομάλλα που είχε στείλει ο Προμηθευτής για να της παραδώσει το προϊόν;
Ενώ έψαχνε με το βλέμμα για ταξί, είδε έναν τύπο με μαύρα γυαλιά ηλίου και τατουάζ στο μπράτσο να κοιτάζει περίεργα γύρω του κι ύστερα να μπαίνει στο νοσοκομείο. Άνοιξε την πίσω πόρτα του πρώτου ταξί και κάθισε αναπαυτικά, ενώ σκεφτόταν πως στο σπίτι του θα είχε την άνεση να σκεφτεί για ένα σωρό ζητήματα. Όμως, δεν ήτανε γραφτό να βρει την ησυχία του σ’ εκείνη την πόλη των θαυμάτων και των θαυματοποιών. Την ώρα που το ταξί, το οποίο είχε προορισμό τις Τζιτζιφιές, έφθασε στο σημείο όπου η Βασιλίσσης Σοφίας διασταυρώνεται με την Ηρώδου Αττικού, έπεσαν πάνω σε μια διαδήλωση φοιτητών που διαμαρτύρονταν για τον πόλεμο στην Ουκρανία, φωνάζοντας «Κάτω ο ιμπεριαλισμός!»
Αυτή τη φορά, οι αστυνομικοί των ΜΑΤ δεν φέρθηκαν με αβρότητα, ίσως γιατί οι διαδηλωτές δεν κρατούσαν σταυρούς αλλά κόκκινες σημαίες με σφυροδρέπανα. Πιο κάτω ακούστηκαν ομοβροντίες κι άρχισαν να μυρίζουν αέρια. Ο ταξιτζής δεν μπορούσε να περάσει και πέταξε μερικά γαμωσταυρίδια εναντίον του υπουργού Προστασίας του Πολίτη. Η αστυνομία είχε ρίξει δακρυγόνα κατά των διαδηλωτών, οι οποίοι διασκορπίστηκαν στο κατάστρωμα του δρόμου, βήχοντας, κλαίγοντας, τρέχοντας αλαφιασμένοι να σωθούν, ενώ κάποιοι ένστολοι τους κυνηγούσαν. «Γαμώ το κέρατό σας!» άκουσε κάποιον να εκστομίζει κατά των οργάνων της τάξης που χτυπούσαν με τα γκλομπ δικαίους και αδίκους, περαστικούς και μηχανόβιους.
Το ταξί κατάφερε να προσπεράσει τη Μεγάλη Βρετανία και να φτάσει στο Σύνταγμα. Κόσμος πολύς κυκλοφορούσε στα πεζοδρόμια ή περίμενε στη στάση των τρόλεϊ. Ξαφνικά, στην οδό Φιλελλήνων, ο Γεράσιμος είδε την κοκκινομάλλα με το άσπρο μίνι, το άσπρο πουκάμισο και το τολμηρό ντεκολτέ. Νόμισε πως κάνει λάθος, αλλά όχι, ήταν αυτή η ίδια, η hooker που είχε δει στη λεωφόρο Αμαλίας στο ύψος της αφετηρίας του τραμ, να κοιτάζει τις εφημερίδες στο περίπτερο. Στεκόταν έξω από τη βιτρίνα ενός γραφείου ταξιδίων. Όλοι την προσπερνούσαν εκτός από τον ηλικιωμένο με τα φυσεκλίκια και το μαύρο σκούφο με το κόκκινο αστέρι, τον οποίο είχε δει στον Άγνωστο Στρατιώτη την ημέρα που το ασθενοφόρο τον πήγαινε στον Ευαγγελισμό. Την είχε πλησιάσει και κάτι τη ρωτούσε, ίσως ήθελε να μάθει πόσο πάει.
Έβγαλε το κεφάλι του από το παράθυρο του ταξί για ν’ ακούσει τι του απάντησε, κυρίως όμως να δει εκ του σύνεγγυς τα ωραία στήθη της, αλλά εκείνη τη στιγμή πέρασε από μπροστά του μια ομάδα διαδηλωτών και μια διμοιρία ματατζήδων που τους κυνηγούσαν. Κάποιος διαδηλωτής τους πέταξε μια βρισιά κι εκείνοι, νομίζοντας πως ήταν ο Γεράσιμος, έριξαν στο ταξί μια χειροβομβίδα κρότου-λάμψης. Το κεφάλι του τραυματίστηκε, το πρόσωπό του γέμισε αίματα. Ένας περαστικός τον τράβηξε έξω από το ταξί και πήρε με το κινητό του το ΕΚΑΒ, ενώ ο ταξιτζής φοβήθηκε κι εξαφανίστηκε. Σύντομα ήρθε ένα ασθενοφόρο και τον πήγε στον Ευαγγελισμό που εφημέρευε, κι εκεί έτυχε να πέσει ξανά πάνω στη νοσοκόμα με την αλογοουρά.
«Πάλι εδώ;» τον ρώτησε παραξενεμένη. «Έσπασε κι άλλος κάβος;»
Αυτός άκουγε, αλλά δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη, τα χείλια του τρέχανε αίματα, είχε χάσει κι ένα δόντι. Βρισκόταν σε κωματώδη κατάσταση, χειρότερη από εκείνη στο λιμάνι της Μυκόνου.
«Ήρθε κάποιος και σε ζητούσε», του είπε. «Ένας παράξενος τύπος με μαύρα γυαλιά ηλίου και τατουάζ στο μπράτσο, μια σκατόφατσα. Ρωτούσε για σένα και μου φάνηκε πως ήθελε να σε δείρει».
Σίγουρα, τον τύπο θα τον είχε στείλει ο Προμηθευτής της κοκαΐνης – τον είχε δει να μπαίνει στο νοσοκομείο όταν έψαχνε για ταξί. Το ότι δεν είχε παραδώσει τα πακετάκια στην κοκκινομάλλα στη Βουκουρεστίου –ενώ είχε πάρει την αμοιβή του–, όπως είχαν συμφωνήσει, προφανώς τον είχε ανησυχήσει. Ο Γεράσιμος είχε το βλέμμα προσηλωμένο στους λευκούς τοίχους και στο ταβάνι, ούτε άκουγε ούτε καταλάβαινε. Η νοσοκόμα χάιδεψε την αλογοουρά της και τον περιεργαζόταν.
«Η κοκκινομάλλα είναι ακόμα στο νεκροθάλαμο», συνέχισε απτόητη. «Να σε πάω να τη δεις;»
Πράγματι, το ήθελε, το ήθελε πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, αλλά δεν ήταν δυνατόν να πάει, ώστε να πραγματοποιηθεί η διακαής επιθυμία του – ήταν εντελώς πεθαμένος.