Είναι δύσκολο όταν έχεις μπροστά σου ένα τόσο εξαιρετικό βιβλίο να πεις κάτι, οτιδήποτε είναι φτωχό και μειώνει το υπό συζήτηση κείμενο.
Όμως θα ήθελα να πω περαιτέρω ότι η μετάφραση του Αντώνη Καραβασίλη έχει εξαιρετική ποιότητα∙ πιστεύεις ότι ο ίδιος ο συγγραφέας έγραψε το κείμενο στη γλώσσα μας.
Η έκδοση άρτια επιμελημένη. Όμορφο εξώφυλλο με σχέδιο του συγγραφέα και, εντός, φωτογραφίες από τη ζωή του. Ιδιαίτερο βιβλίο που χάρηκα να το έχω στα χέρια μου, μερικές φορές έπιασα τον εαυτό μου να το χαϊδεύει.
Δυσκολεύτηκα να επιλέξω το «μικρό μέσα στο μεγάλο», καθώς πολλά τμήματα του βιβλίου μπορούν να αποτελέσουν μικροδιηγήματα.
Τελικά επέλεξα δύο όνειρα. Ο συγγραφέας θεωρεί το πρώτο εμβληματικό∙ ακολούθως στοχάζεται γι’ αυτό. Βλέπω το δεύτερο ως κοινό φόβο του σύγχρονου δυτικού ηλικιωμένου ανθρώπου:
ΠΡΩΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Προτού μάθω ούτε να ζω ούτε να πεθάνω, το πρόβλημα για μένα είναι να μάθω πρώτα να πεθαίνω. Το έχω βάλει σκοπό. Ήρθε η ώρα. Η τελευταία. Δύσκολο εγχείρημα! Μπροστά μου ένα τεράστιο τείχος. Απόκρημνοι βράχοι – αδύνατο να σκαρφαλώσω, ξεπερνάει κατά πολύ τις δυνάμεις μου, τουλάχιστον σήμερα. Χρέος μου ωστόσο είναι να διαβώ αυτό το τείχος, να το διαπεράσω. Αυτό υπαγορεύει το πιο βαθύ μου αίσθημα, αν δώσω πίστη στα όνειρά μου. Και μήπως μπορείς να πιστέψεις τίποτε άλλο πέρα από αυτό που σου λένε τα όνειρα, γλώσσα της πιο βαθιάς μας σκέψης. Όταν ισχυριζόμαστε ότι στα όνειρα παύουμε να έχουμε συνείδηση, είναι τρόπος του λέγειν∙ ποτέ δεν έχεις τόσο ανεπτυγμένη συνείδηση και διαύγεια όσο γύρω στο όνειρο. Βρισκόμουν, λοιπόν, στη μέση μιας πλατείας. Τριγύρω ερειπωμένα σπίτια με ρυπαρό γκρίζο χρώμα. Η πλατεία αυτή ήταν μια αλάνα χωρίς λουλούδια, γεμάτη ξερά αγριόχορτα και γαϊδουράγκαθα που έτριζαν από την ξηρασία. Δεξιά, στο πλάι, η γυναίκα μου. Μπροστά, ο τεράστιος όγκος μιας εκκλησίας ή μάλλον ο πολύ ψηλός τοίχος ενός κτίσματος που έμοιαζε με εκκλησία, ένας τοίχος με φάρδος ίσο σχεδόν με το ύψος του∙ σαν τοίχος μεγάλης φυλακής. Δεξιά, πιο χαμηλά, μια πολύ μικρή πόρτα, κλειστή. Ο τοίχος της εκκλησίας, γκριζόμαυρος, μοιάζει διάτρητος από μικρές σκαμμένες εσοχές σε πιο ανοιχτό γκρι. Ιδωμένος από πολύ μακριά δίνει την εντύπωση μεγάλου κάθετου νεκροταφείου, έτσι όπως θα το έβλεπε κανείς από τον αέρα αν δεν ήταν κάθετο.
Στα αριστερά του τοίχου –αριστερά όπως κοιτάζω μπροστά μου– κάτι σαν πολύ ψηλός πύργος, στην κορυφή του οποίου διακρίνεται ένας μπαρόκ τρούλος υποβασταζόμενος από κολόνες· ανάμεσά τους, από τις τέσσερες πλευρές, βλέπω τον ουρανό, ή μάλλον έναν χώρο κενό, θλιβερό και άχρωμο.
«Έλεγες πως αυτή η εκκλησία ήταν όμορφη. Βλέπεις πως δεν είναι αλήθεια. Αντίθετα, είναι πολύ άσχημη», λέει η γυναίκα μου και προσθέτει: «Το είχα αντιληφθεί πριν από σένα. Την ίδια γνώμη έχει άλλωστε και ο Μωρίς, που ξέρει από αυτά».
Κατευθυνόμαστε προς τα αριστερά για να προσπεράσουμε κυκλικά αυτό το οικοδόμημα. Κάτω από τον πύργο υπάρχει κάτι σαν πέρασμα που οδηγεί σε μια κουζίνα, μαύρη από τη βρωμιά, με τρύπιους τοίχους απ’ όπου μπαίνει το ίδιο χλωμό φως που είχα δει στο πάνω μέρος του πύργου.
Μπροστά στον αριστερό τοίχο, μια κατάμαυρη γριά∙ είναι η μαγείρισσα με μαύρη ποδιά, μπροστά στον μαυρισμένο τοίχο όπου κρέμονται τα κουζινικά, μαύρα κι αυτά. Διασχίζουμε στα γρήγορα την κουζίνα και βρισκόμαστε σε ένα κατηφορικό χωράφι, καλυμμένο με την ίδια ξεραμένη βλάστηση κάτω από τον μουντό ουρανό.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΟΝΕΙΡΟ
«Η ακτινογραφία δείχνει πώς είχατε καρκίνο στην καρδιά. Οι πόνοι στην πλάτη κακώς αποδόθηκαν στα αρθριτικά σας. Ήταν λάθος. Στην πραγματικότητα ήταν καρκίνος. Όμως απορροφήθηκε κι επουλώθηκε». «Πείτε μου την αλήθεια, γιατρέ, είστε φίλος, δεν πρέπει να μου λέτε ψέματα. Έχω τη δύναμη να αντέξω την αλήθεια». «Εντάξει, θα σας τα πω όλα∙ όμως προσοχή, θα σας στριμώξω γερά». [περίεργη έκφραση, τη μεταφέρω όμως κατά λέξη]. «Αυτός ο καρκίνος, αφού θέλετε να το ξέρετε, δεν είναι παλιός αλλά τωρινός». Προσπαθώ να υπερνικήσω τον πανικό μου. «Ορίστε οι ακτινογραφίες», λέει ο γιατρός∙ «αυτή η αλλοίωση που σχηματίζει μια καμπύλη στο κάτω μέρος της καρδιάς, εκεί βρίσκεται ο καρκίνος. Δείτε και μόνος σας!». Κοιτάζω την καρδιά∙ μαύρη, έχει το σχήμα του αχλαδιού, το οποίο, στο κάτω μέρος μακραίνει από τη μια πλευρά. Γύρω από την καρδιά ένα σκοτεινό πεδίο με μικρές ωχρές ουλές ή πληγές, που μοιάζουν με εκείνες τις άσπρες μπαλένες που βάζουν στα πουκάμισα για να κρατούν όρθιους τους γιακάδες. Με κόπο συγκρατούμαι να μη δείξω την αγωνία μου, καθώς υπάρχουν αρκετά άτομα καθισμένα ολόγυρά μου και ντρέπομαι. Ανάμεσά τους κι εκείνη. Η σιλουέτα της πιο φωτεινή από των άλλων. Κάθεται σταυροπόδι σε έναν καναπέ, καπνίζοντας, και δείχνει να μη νοιάζεται για τον φόβο μου. Ρωτάω τον γιατρό: «Πόσο μπορεί να ζήσει κανείς με καρκίνο στην καρδιά;» «Δύο, τρεις μήνες ή και δύο ή τρία χρόνια∙ εξαρτάται από τη ζωτικότητα του καθενός». «Μάλλον δύο μήνες παρά δύο χρόνια, σκέφτηκα μέσα μου∙ «δεν μπορείς να ζήσεις περισσότερο με έναν καρκίνο σε τέτοιο σημείο. Είχα βάλει σκοπό να μάθω να πεθαίνω∙ αλλοίμονο, πολύ αργά το σκέφτηκα, μόλις τώρα έκανα την αρχή. Δεν υπάρχει πια καιρός. Χρειάζονται τουλάχιστον δύο ή τρία χρόνια για να μάθεις τον θάνατο, για να λασκάρεις τα δεσμά».