Μετά τον Οκτώβριο του 1917, στάθηκε απέναντι στους Μπολσεβίκους, παρότι το 1905, από τον Σεπτέμβριο ώς τον Νοέμβριο, μετείχε στην εκδοτική ομάδα κι έγραφε στο περιοδικό τους Nόβαγια Ζιζν (Νέα Ζωή) – από το οποίο παραιτήθηκε όταν ο Λένιν το μετέτρεψε σε όργανο του κόμματος.
Τον Μάρτιο του 1918, η Πετρούπολη ήταν μια κλειστή πόλη φάντασμα, στα πρόθυρα λιμού. Δεν υπήρχε αγορά προϊόντων, ούτε φαγητό, εργασία, τρόπος επιβίωσης. «Ζούμε σε μια νεκρή πόλη. […] Στους δρόμους βρίσκονται πτώματα αλόγων, σκύλων και σχετικά συχνά ανθρώπων […] τις σκοτεινές νύχτες φοβισμένες φιγούρες πάνε στα πτώματα των αλόγων και κόβουν ένα κομμάτι κρέας», γράφει[1].
Ο ιμπρεσάριός της, με το ψευδώνυμο Γκούσκιν, την προτρέπει να μετακινηθούν στα εδάφη που η νεαρή Σοβιετική Ένωση είχε παραχωρήσει με τη συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ στους Γερμανούς, και συγκεκριμένα στο Κίεβο, όπου η φήμη της ήταν μεγάλη και θα μπορούσε να επιβιώσει εργαζόμενη.
Η Τέφι καταφέρνει να πάρει άδεια μετάβασης μέσω Μόσχας για θεατρικές παραστάσεις και αναγνώσεις των ποιημάτων της στο Κίεβο και στην Οδησσό. Την απαιτούμενη άδεια υπέγραψε ένας κομισάριος που ήταν θαυμαστής της. Τη συνόδευαν ο Αρκάντι Αβερτσένκο, επίσης σατιρικός ποιητής, δύο ιμπρεσάριοι αντιστοίχως και δύο γυναίκες ηθοποιοί. Δεν έχουν αποφασίσει να εγκαταλείψουν τη σοβιετική Ρωσία, απλώς ψάχνουν τρόπο επιβίωσης και εργασία.
Τον Μάιο του 1918 αρχίζει το περιπετειώδες ταξίδι που ξεκίνησε ως ταξίδι εργασίας κι εκ των πραγμάτων έγινε ταξίδι διαφυγής αλλά κι αυτογνωσίας, αντιμέτωπο με τις δραματικές συνθήκες της εποχής, την έναρξη του εμφυλίου πολέμου στη Ρωσία, τη συνεχή αλλαγή καθεστώτων στην Ουκρανία και την επέκταση τού εμφυλίου στα νότια. Για να τ’ αποφύγουν κατεβαίνουν όλο και νοτιότερα. Στη Μαύρη Θάλασσα, η Τέφι επιβιβάζεται σ’ ένα πλοίο δίχως πλήρωμα που το χειρίζονται οι ίδιοι οι εμιγκρέδες και στο οποίο αναλαμβάνει εργασία στην κουζίνα και στο καθάρισμα του καταστρώματος.
Τέσσερα χρόνια μετά, γράφει στα ρωσικά τις Αναμνήσεις από τη Μόσχα στη Μαύρη Θάλασσα, που δημοσιεύονται σε περιοδικό των ρώσων εμιγκρέδων στο Παρίσι[2]. Το κείμενο δεν κάνει πολιτική, η συγγραφέας καταγράφει με χιουμοριστική ματιά ό,τι βλέπει προς όλες τις κατευθύνσεις.
Στην έξοδο από τη χώρα αρχίζουν τα μεγάλα προβλήματα, καθώς ο κομισάριος που είχε υπογράψει τις άδειες έχει εν τω μεταξύ εκτελεστεί και η διάβαση των συνόρων γίνεται προβληματική. Αλλάζουν συνοριακό σταθμό εξόδου αλλά όταν περνούν απ’ αυτόν βρίσκονται μπροστά σ’ έναν εφιάλτη βαρβαρότητας και βίας: άνθρωποι ληστεύονται, βασανίζονται, εκτελούνται και τα πτώματά τους τα τρώνε σκυλιά στους δρόμους. Λόγω της φήμης της Τέφι και του Αβερτσένκο καταφέρνουν να περάσουν αφού δώσουν μια υποχρεωτική θεατρική παράσταση.
Στην Ουκρανία ο πρώτος σταθμός τους είναι ένα εβραϊκό στετλ[3], το Κλίντσι. Το κοντράστ των δύο συνοριακών σταθμών είναι τεράστιο. Η βαρβαρότητα απέναντι στην κανονικότητα της καθημερινής ζωής (να μπορείς ελεύθερα ν’ αγοράσεις μια σοκολάτα από το περίπτερο). Οι περιγραφές και των δύο επεισοδίων θα μπορούσαν να διαβαστούν ως αυτόνομα αφηγήματα. Επελέγη προς δημοσίευση εκείνο του Κλίντσι, καθώς το προηγούμενο, το σοβιετικό, ήταν υπερβολικά αιματηρό[4].
Το βιβλίο δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά, το απόσπασμα είναι από την αγγλική έκδοση σε δική μου μετάφραση.
[1] Novoe Slovo (Νέος Κόσμος), 8 Μαρτίου (21), 1918, Νο 34.
[2] Στα ρωσικά, οι Αναμνήσεις τυπώθηκαν σε βιβλίο το 1930 στο Παρίσι. Στη Σοβιετική Ένωση, ποτέ.
[3] Οι Εβραίοι στην τσαρική Ρωσία επιτρεπόταν να ζουν μόνο σε πόλεις ή σε ειδικά κλειστά χωριά που ονομάζονταν στετλ.
[4] Περικοπή από τα επεισόδια στον σοβιετικό συνοριακό σταθμό: «Μια μορφή σε στρατιωτική χλαίνη ήταν ξαπλωμένη κάτω, μαζεύοντας πέτρες για να τις ρίξει σε μια παρέα σκυλιών, τα οποία φαινόταν να μασουλάνε κάτι. Αυτό ήταν κάτω από την πλατφόρμα, αλλά κάπως πιο μακριά. Ένα σκυλί απομακρύνθηκε μόνο, σέρνοντας κάτι πάνω στο έδαφος. Όλο αυτό κράτησε μόνο ένα λεπτό… αλλά έμοιαζε να σέρνει… μάλλον το φαντάστηκα… έσερνε ένα χέρι… να, κάποια υπολείμματα υφάσματος κι ένα χέρι, μπορούσα να δω τα δάχτυλα. Μόνο που αυτό δεν ήταν δυνατό. Ένας σκύλος δεν μπορεί να ροκανίζει ένα χέρι…».
Τέφι
Πρωινό στο Κλίντσι
Η μέρα είναι κάπως γκρίζα, όμως ήσυχη κι εξασφαλισμένα κανονική – ακριβώς σαν μια οποιαδήποτε άλλη φθινοπωρινή μέρα. Και η βροχή επίσης είναι κανονική, όχι σαν την απελπιστική βροχή, την τόσο πικρή βροχή όσο τα δάκρυα, που μόλις δύο μέρες πριν πότιζε εκείνα τα ματωμένα υπολείμματα δίπλα στην πλατφόρμα.
Μείναμε στο κρεβάτι ώς αργά. Τα σώματά μας εξουθενωμένα, οι ψυχές μας μισοκοιμισμένες…
Αλλά μπορούσαμε να ακούσουμε φωνές από την κουζίνα. Ανθρώπους να τριγυρίζουν. Θορύβους από πιάτα, κάποιους να τους κατσαδιάζουν. Κάποιους να τους ζητούν να παραμερίσουν, να δώσουν χώρο, κάποιους άλλους να τους υποστηρίζουν, πολλές δυνατές φωνές, να μιλούν όλες μαζί… Η γλυκιά συμφωνία της απλής ανθρώπινης ζωής…
«Και πού είναι τα πιάτα, σας ρωτώ. Πού είναι τα πιάτα»; Μια υψηλή φωνή σόλαρε μέσα στη χορωδία.
«A vuide Moshke?»[i]
Τότε ακολουθούσε ένα σύνθετο ντουέτο, κάτι σαν «Zoher-boher, zojer-boher!».[ii]
Και ακολούθως ένα πλούσιο κοντράλτο σόλο:
« Amishigene kopf».[iii]
Κάθε τόσο, διστακτικά, η πόρτα άρχισε ν’ ανοίγει. Ένα μικρό μαύρο μάτι μας εξέτασε μέσα από το στενό άνοιγμα. Κι εξαφανίστηκε. Ένα γκρίζο μάτι εμφανίστηκε, λίγο χαμηλότερα, μετά εξαφανίστηκε κι αυτό. Μετά, αρκετά πιο πάνω – ένα άλλο μαύρο μάτι, τεράστιο και έκπληκτο.
Οι κόρες των κορών[iv] ήταν, φαίνεται, περιμένοντάς μας να ξυπνήσουμε.
Ήταν ώρα που είχαμε σηκωθεί.
Το τρένο μας δεν έφευγε πριν από το απόγευμα. Έπρεπε να περάσουμε όλη την ημέρα μας στο Κλίντσι. Αυτό, φοβόμαστε ότι θα ήταν βαρετό. Η πόλη ήταν τόσο πολύ ήσυχη – και η ησυχία ήταν κάτι στο οποίο δεν ήμασταν πια συνηθισμένοι. Δεν θα διαμαρτυρόμασταν για βαρεμάρα δύο μέρες πριν.
Μια από τις κόρες των κορών ήρθε και ρώτησε τι θα θέλαμε για μεσημεριανό.
Η Ολυονιούσκα κι εγώ κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και είπαμε με μια φωνή, «τηγανητά αυγά».
«Καλά, τηγανητά αυγά, τίποτε άλλο;»
Η κόρη της κόρης βγήκε έξω πάλι μοιάζοντας έκπληκτη, ακόμη και δυσαρεστημένη. Η ευγενική ηλικιωμένη γυναίκα μάλλον ήθελε να μας κακομάθει.
«Ναι», είπε η Ολυονιούσκα, «θα ήταν ασυγχώρητο για μας να εκμεταλλευτούμε τη γενναιοδωρία της».
«Φυσικά. Και σίγουρα δεν υπάρχει τίποτε φθηνότερο από τα αυγά. Παρ’ όλο που κάποιος δεν είναι πραγματικά δυνατό να προτιμά τα τηγανητά αυγά δύο μέρες συνέχεια».
Η Ολυονιούσκα με κοίταξε διερευνητικά, και μετά κοίταξε κάτω το πάτωμα.
Εμφανίστηκε ο Αβερτσένκο, φέρνοντας κάτι υπέροχο, ένα ολόκληρο βουνό από μήλα.
Η Ολυονιούσκα, μετά, βγήκε για έναν περίπατο μόνη της. Γύρισε πίσω σε μεγάλη έξαψη και είπε: «Μάντεψε τι αγόρασα;»
«Δεν ξέρω».
«Μάντεψε!».
«Μια γελάδα;»
«Μην είσαι ανόητη. Μάντεψε».
«Δεν μπορώ. Το μόνο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ είναι μια γελάδα… Ή ένα μανουάλι».
«Τίποτα τέτοιο», είπε θριαμβευτικά – κι έβαλε ένα πακέτο σοκολάτα πάνω στο τραπέζι. «Αυτό!»
Η ηθοποιός με το μικρό σκυλάκι πήγε γύρω γύρω από το τραπέζι, τα μάτια της κολλημένα. Το μικρό σκυλάκι της δεν είχε εκπλαγεί λιγότερο – σνίφαρε τη σοκολάτα και έβγαλε μια μικρή κραυγή.
«Από πού είναι;», αρχίσαμε να την ανακρίνουμε.
«Δεν θα το πιστέψετε – θα νομίζετε ότι σας κοροϊδεύω. Απλώς την αγόρασα σ’ ένα μικρό περίπτερο. Κανένας δεν με ρώτησε απολύτως τίποτα. Δεν χρειαζόμουν εφημερίδες και δεν χρειάστηκε να περιμένω σε ουρά. Απλώς την είδα στο τζάμι, πήγα και την αγόρασα. Αληθινή σοκολάτα Boreman’s.[v] Κοιτάξτε!»
Πόσο παράξενη μπορεί να είναι η ζωή. Κάποια περπατά κάτω στο δρόμο, αισθάνεται να θέλει να φάει λίγη σοκολάτα, πάει σ’ ένα μαγαζί και – «Μάλιστα Μαντάμ, εδώ Μαντάμ, όπως επιθυμείτε Μαντάμ». Και υπάρχουν άνθρωποι παντού. Μπορούν να δουν και να ακούσουν οτιδήποτε γίνεται, ενώ κανένας δεν μοιάζει να ενοχλείται στο ελάχιστο – σαν να είναι όλα εντελώς κανονικά. Ποιος θα το πίστευε αυτό!
«Και ήταν απλώς ένα συνηθισμένο περίπτερο;»
«Ναι, απλώς ένα συνηθισμένο μικρό περίπτερο».
«Χμμ! Και δεν νομίζεις ότι είναι κάποια παγίδα; Λοιπόν ας δοκιμάσουμε λίγη απ’ αυτή τη σοκολάτα. Και όταν την τελειώσουμε, μπορούμε ν’ αγοράσουμε κι άλλη».
«Μόνο που μάλλον δεν πρέπει να πάω πάλι εκεί εγώ», είπε η Ολυονιούσκα. «Ας πάει κάποιος άλλος – αλλιώς μπορεί να φανεί ύποπτο…».
Η Ολυονιούσκα είχε δίκιο. Κάποιος δεν μπορούσε παρά να είναι προσεκτικός.
Από τη στιγμή που η πρώτη εντύπωση του γλυκού και του ενθουσιασμού πέρασε, όλοι αρχίσαμε να βαριόμαστε πάλι. Πώς θα περνούσαμε το χρόνο μέχρι το απόγευμα;
Το μικρό σκυλάκι κλαψούριζε. Η ιδιοκτήτριά του μαντάριζε τα γάντια της και γκρίνιαζε για κάτι.
[i] «Πού είναι η Μόσχα;», στα γίντις.
[ii] «Τι μικρός σχολαστικός!» (γίντις, μάλλον ειρωνικά).
[iii] «Το τρελό κεφάλι!» (καθομιλούμενα γίντις).
[iv] Το σπίτι που φιλοξενούνταν το κατοικούσε μια μεγάλη οικογένεια με παιδιά και εγγόνια.
[v] Εργοστάσιο σοκολάτας στην Πετρούπολη που εθνικοποιήθηκε το 1918.