Ο τόμος του ούγγρου δημοσιογράφου Βίκτορ Σεμπέστιεν είναι η πρώτη βιογραφία του Βλαδίμηρου Ίλιτς Ουλιάνωφ, που έγινε γνωστός και έμεινε στην ιστορία ως Λένιν, η οποία γράφτηκε και εκδόθηκε μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το άνοιγμα, έστω και για λίγα χρόνια, των σοβιετικών αρχείων. Έχει υμνηθεί από κριτικούς ως «μεγαλοφυής», ως «μια από τις καλύτερες βιογραφίες» που έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια και ως «υψηλού επιπέδου ιστοριογραφία που διαβάζεται σαν θρίλερ».
Η βιογραφία του Σεμπέστιεν είναι λεπτομερής και εξαντλητική. Καλύπτει όλη τη ζωή του Λένιν και δίνει έμφαση και στα προσωπικά του και στην πολιτική δράση του. Για έναν αναγνώστη του 2025 που δεν έχει εντρυφήσει στα «ιερά κείμενα» του κομμουνιστικού κινήματος αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση σχετικά με τον Λένιν είναι ο φανατισμός του, οι τραμπούκικες μέθοδοι που χρησιμοποίησε στον αγώνα του για εσωκομματική επικράτηση και η μαζική και τυφλή βία που εξαπέλυσε με προσωπικές του πρωτοβουλίες, μετά το πραξικόπημα του Οκτωβρίου 1917 που έφερε τους μπολσεβίκους στην εξουσία. Σε τέτοιο σημείο που, όπως αναφέρεται παρακάτω, στα τέλη της ζωής του, ο Μολότοφ, υπουργός Εξωτερικών του Στάλιν, είπε ότι ο Λένιν ήταν πιο άγριος και σκληρός από τον Στάλιν.
Αντί άλλων σχολίων και περιγραφών, αναπαράγω παρακάτω, με δική μου μετάφραση, μερικά από τα πιο ενδιαφέροντα εδάφια, χωρίς σχόλια – με μόνο μια εξαίρεση:
Τα προεόρτια
Στην Πετρούπολη, οι έχοντες διασκέδαζαν σαν να μην υπάρχει αύριο – που για πολλούς απ’ αυτούς δεν θα υπήρχε. Όλα αυτά συνέβαιναν στα απόνερα της περιόδου που είχε χαρακτηριστεί «αργυρή εποχή του ρωσικού πολιτισμού», μιας ανεπανάληπτης άνθησης των τεχνών, της λογοτεχνίας, της μουσικής, της ζωγραφικής και της επιστήμης. Εν μέσω της ωμής δημιουργικής ενέργειας του επαναστατικού ρεύματος, συγγραφείς όπως ο Αλεξάντερ Μπλοκ και ο Νικολάι Γκουμιλιόφ έγραψαν την κορυφαία ποίησή τους και ο Βασίλι Καντίνσκι, ο Μαρκ Σαγκάλ και ο Καζιμίρ Μάλεβιτς ζωγράφιζαν μοναδικούς πίνακες. Ο μέγας βαρύτονος Φιοντόρ Τσαλιάπιν ήταν στο απόγειο της καριέρας του. Τα Ρωσικά Μπαλέτα του Σεργκέι Ντιαγκίλεφ μάγευαν κοινά σε όλη την Ευρώπη. Οι Σεργκέι Ραχμάνινοφ, Ιγκόρ Πρόκοφιεφ και Ιγκόρ Στραβίνσκι, ο καθένας με τον τρόπο του, έφερναν επανάσταση στην κλασική μουσική. Ρώσοι επιστήμονες, όπως ο χημικός Ντμίτρι Μεντελέγιεφ και ο πρωτοπόρος της σύγχρονης ψυχολογικής έρευνας Ιβάν Παβλόφ, κέρδιζαν βραβεία Νόμπελ. Όμως, η άλλη πλευρά του νομίσματος ήταν μια «παράλογη δυσφορία», όπως το έθεσε ο συγγραφέας Ντμίτρι Μερεζκόφσκι, και μια ατμόσφαιρα επικείμενης καταστροφής. Σε ένα διάσημο ποίημα της, η Άννα Αχμάτοβα απέδωσε το πνεύμα της εποχής:
Είμαστε όλοι νικητές, είμαστε όλοι πόρνες
Πόσο θλιβεροί είμαστε μαζί
Η επική, ασυνάρτητη κλίμακα του γλεντιού, το μεθύσι και η σεξουαλική ασυδοσία, πήγαν πέρα από τα όρια της παρακμής. Ήταν κατά ένα μέρος υστερία και κατά το λοιπό δήλωση απελπισίας. «Σε τι σημείο μας έχουν φέρει οι Ρομανώφ; Στην πέμπτη πράξη μιας τραγωδίας που εκτυλίσσεται σε ένα μπορντέλο», είπε ο Μερεζκόφσκι, ο οποίος πολιτικά ανήκε στη Δεξιά. Η σύζυγος του, Ζιναΐντα Γκίπιους, αξιόλογη ποιήτρια, έγραψε στο ημερολόγιο της: «Η Ρωσία είναι ένα πολύ μεγάλο άσυλο τρελών. Εάν επισκεφτεί κάποιος ένα τρελοκομείο την ημέρα που έχει επισκεπτήριο μπορεί να μην αντιληφθεί ότι είναι σε τρελοκομείο. Όλα φαίνονται αρκετά φυσιολογικά, όμως οι τρόφιμοι είναι όλοι τρελοί».
Η βότκα είχε απαγορευτεί από την αρχή του πολέμου, αλλά το κρασί και τα λικέρ όχι, κάτι που δεν βοηθούσε το πνεύμα αρμονίας μεταξύ των τάξεων. Οι φτωχοί κατέφυγαν σε σπιτικά αποστάγματα ή σε ό,τι προσφερόταν στη μαύρη αγορά για να πνίξουν τον καημό τους. Οι πλούσιοι κατανάλωναν τεράστιες ποσότητες κρασιού και σαμπάνιας. Γιγαντιαίες περιουσίες παίχτηκαν και χάθηκαν στα χαρτιά σε μια νύχτα ενώ ελλείψεις τροφίμων γονάτισαν τα μεσαία νοικοκυριά και ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε. Η τιμή των περισσότερων τροφίμων, μεταξύ των οποίων και του ψωμιού, που είναι η βασική τροφή των Ρώσων, αυξήθηκε κατά 500% μεταξύ του καλοκαιριού 1914 και του Ιανουαρίου 1917. Ο πληθωρισμός στα φάρμακα ήταν ακόμη μεγαλύτερος: ένα κιλό ασπιρίνη κόστιζε 2 ρούβλια το 1914 και 200 ρούβλια στα τέλη του 1916. Η τιμή του κινίνου πήγε από 4 ρούβλια το κιλό σε 400. Η κερδοσκοπία έγινε ενδημική. Οι μακρές ουρές έξω από καταστήματα τροφίμων άρχισαν να εμφανίζονται το 1915 και όσο συνεχιζόταν ο πόλεμος μεγάλωναν. Έξω από μερικούς μεγάλους φούρνους και κρεοπωλεία δημιουργήθηκαν κατασκηνώσεις με κρεβάτια για όσους στέκονταν στην ουρά από την προηγούμενη νύχτα. Τον Ιανουάριο 1917, μια μέση εργαζόμενη γυναίκα πέρναγε 10 ώρες στην ουρά για ψώνια και, κατά μέσον όρο, 40 ώρες την εβδομάδα για να αγοράσει τρόφιμα. (σελ. 258-59)
Κύμα βίας αμέσως μετά το πραξικόπημα του Οκτωβρίου 1917
Το κύμα εγκληματικότητας και αναρχίας που απλωνόταν στην Πετρούπολη [τον Ιανουάριο 1918] και σε άλλες μεγάλες πόλεις αποτελούσε δίλημμα για τον Λένιν. [...] Το χάος έπρεπε να τεθεί υπό έλεγχο.
Από την άλλη μεριά, ο ίδιος ο Λένιν ενθάρρυνε ένα μεγάλο μέρος της βίας, για πολιτικούς λόγους – ως λαϊκή εκδίκηση εναντίον της αστικής τάξης για «αιώνες τεράστιων ανισοτήτων» και ως «επαναστατική δικαιοσύνη εναντίον των εκμεταλλευτών». Αρχικά, η ρητορική του είχε σημαντική απήχηση: άλλωστε, αυτός δεν ήταν ο σκοπός της Επανάστασης, να καταργήσει τα προνόμια της άρχουσας τάξης; Το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την μπουρζουαζία, όπως συνήθιζε να λέει ο Ντερζίνσκι[i], άρχισε πριν αναλάβει την εκστρατεία τρόμου η Τσέκα[ii].
Τα διαμερίσματα των πλουσίων ληστεύτηκαν και καταστράφηκαν, οι ιδιοκτήτες τους έγιναν στόχος βιαιοπραγιών στους δρόμους των ρωσικών πόλεων και υπέστησαν καθημερινές διώξεις. Ο λαός ανέλαβε το έργο της εκδίκησης και ο Λένιν τους ενθάρρυνε. Στα μέσα Δεκεμβρίου 1917 διακήρυξε ότι όσοι «έκρυβαν» τρόφιμα ή πλούτη ήταν «εχθροί του λαού» και κήρυξε «πόλεμο μέχρι θανάτου εναντίον των «πλουσίων, των άεργων και των παρασίτων»:
[Οι πολίτες πρέπει να] καθαρίσουν τη γη της Ρωσίας από τα τρωκτικά, τις εγκληματικές κατσαρίδες, τους πλούσιους-ψείρες. Σε ένα μέρος μπορούν να φυλακίσουν δέκα πλούσιους, δέκα άεργους, πέντε εργάτες που λουφάρουν στη δουλειά τους, σε άλλο μέρος να τους βάλουν να καθαρίζουν τουαλέτες. Σε άλλο μέρος να τους δώσουν κίτρινες κάρτες [σαν κι αυτές που έδιναν στις πόρνες] μετά την αποφυλάκισή τους για να ξέρουν όλοι ότι είναι επικίνδυνοι και να τους προσέχουν. Σε άλλο μέρος, ένας στους δέκα άεργους πρέπει να εκτελεστεί. Όσο πιο πολλές μέθοδοι αντιμετώπισής τους τόσο το καλύτερο, γιατί μόνο με την εμπειρία θα καταλήξουμε στις καλύτερες μεθόδους πάλης.
[...]. Ένα από τα πρώτα διατάγματα που υπέγραψε ο Λένιν αποτύπωσε τις ιδέες των μπολσεβίκων περί «επαναστατικής δικαιοσύνης». Με μια κίνηση κατήργησε το ισχύον σύστημα δικαίου, αν και διατήρησε την αρχή του τσαρικού καθεστώτος ότι υπήρχε ένας νομικός κώδικας για τα εγκλήματα εναντίον της περιουσίας και ξεχωριστός κώδικας για τα εγκλήματα εναντίον του κράτους. Δημιούργησε «λαϊκά δικαστήρια» για τους κοινούς παραβάτες – επί της ουσίας, αυθαίρετες δίκες από τον όχλο, στις οποίες δώδεκα «εκλεγμένοι» δικαστές, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ημιαγράμματοι, θα δίκαζαν λιγότερο με βάση το αποδεικτικό υλικό και μάλλον, κατά την έκφραση του Λένιν, με «επαναστατική συνείδηση»[iii].
Το μίσος που είχε ο Λένιν για το νόμο και τους δικηγόρους ήταν αποτυπωμένο στο διάταγμα. Η λειτουργία των δικαστηρίων δε βασιζόταν σε αποδεικτικό υλικό και η διαδικασία της δίκης αποφασιζόταν επιτόπου. Πολλές δίκες βασίζονταν σε «καταγγελίες» κατηγόρων που ήταν αναμειγμένοι σε πολυετείς οικογενειακές βεντέτες και άλλες σε «καταγγελίες» γυναικών που ήθελαν να εκδικηθούν τους συζύγους τους που τις απατούσαν[iv]. Σύμφωνα με τον κομισάριο (υπουργό) Δικαιοσύνης Στάινμπεργκ, «οι ποινές αντικατόπτριζαν τη διάθεση του ακροατηρίου, που εκδήλωνε τα συναισθήματά του και τις γνώμες του ελεύθερα στη διάρκεια της δίκης».
Η άλλη δημιουργία του Λένιν προερχόταν από τη Γαλλική Επανάσταση: τα «Επαναστατικά Δικαστήρια». Αυτά δίκαζαν εγκλήματα κατά του κράτους και ήταν πολύ δημοφιλή για περίπου ένα χρόνο αλλά μετά σιγά σιγά καταργήθηκαν. Οι δίκες γίνονταν κεκλεισμένων των θυρών, ενώπιον μιας τριμελούς «τρόικας» μελών του Κόμματος, υπό την επίβλεψη της Τσέκα.
Ο Λένιν είχε μια απλή, άμεση και, τουλάχιστον ειλικρινή, δικαιολογία γι’ αυτό το αποκαλούμενο σύστημα δικαιοσύνης: το σύστημά του ήταν πολύ ανώτερο, πρακτικά και ηθικά, γιατί λειτουργούσε με γνώμονα τα συμφέροντα των «εκμεταλλευόμενων τάξεων» - πράγμα που δικαιολογούσε τα πάντα. Έγραψε:
Για μας δεν υφίσταται και δεν μπορεί να υπάρξει ξανά το παλιό σύστημα ηθικής και «ανθρωπισμού» που επινόησε η μπουρζουαζία με σκοπό να καταπιέζει και να εκμεταλλεύεται τις «κατώτερες τάξεις». Η ηθική μας είναι νέα, ο ανθρωπισμός μας είναι απόλυτος, γιατί βασίζεται στην ιδέα της συντριβής κάθε καταπίεσης και εξαναγκασμού. Τα πάντα επιτρέπονται σε εμάς γιατί είμαστε οι πρώτοι στην ιστορία του κόσμου που σηκώσαμε το σπαθί όχι για να σκλαβώσουμε ή να καταπιέσουμε κανέναν αλλά για να απελευθερώσουμε τους πάντες από τα δεσμά τους. [...] Αίμα; Ας χυθεί αίμα εάν έτσι χρωματιστεί κόκκινη η παλιά γκρίζα, μαύρη και λευκή σημαία του παλιού, πειρατικού κόσμου, γιατί μόνο ο τελικός θάνατος του παλιού κόσμου θα μας σώσει από την επιστροφή των τσακαλιών.
Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει το μέγεθος της αιματοχυσίας που εξαπέλυσε με τις ενέργειές του ήταν αμετανόητος. Ο αμερικανός δημοσιογράφος Λίνκολν Στέφενς τον ρώτησε «Θα συνεχιστούν ο Κόκκινος Τρόμος και οι σκοτωμοί;» και ο Λένιν απάντησε:
Θέλεις να μου πεις ότι οι άνθρωποι που μόλις οργάνωσαν το θάνατο δεκαεπτά εκατομμυρίων ανθρώπων σε έναν άσκοπο πόλεμο ανησυχούν για τις μερικές χιλιάδες που πέθαναν στην επανάστασή μας, η οποία έχει έναν συνειδητό σκοπό, να ακυρώσει την ανάγκη για μελλοντικούς πολέμους; Αλλά ας είναι, δεν αρνούμαι τον τρόμο, δεν υποτιμώ τα κακά της επανάστασης. Συμβαίνουν. Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη.
Στις 21 Φεβρουαρίου 1918, ο Λένιν εξέδωσε ένα διάταγμα με τίτλο «Η σοσιαλιστική πατρίδα κινδυνεύει», γραμμένο στο γνωστό φιλολογικό του ύφος, με το οποίο οι Κόκκινοι Φρουροί εξουσιοδοτούνται να «εκτελούν επιτόπου πράκτορες του εχθρού, κερδοσκόπους, επιδρομείς, αλήτες και αντεπαναστάτες αγκιτάτορες». Όταν το διάβασε, ο κομισάριος (υπουργός) Δικαιοσύνης Στάινμπεργκ πήγε να δει τον Λένιν για να διαμαρτυρηθεί ότι τόσο σκληρά μέτρα θα «καταστρέψουν την Επανάσταση». Ο Λένιν απάντησε: «Αντιθέτως. Πιστεύεις πραγματικά ότι μπορούμε να νικήσουμε χωρίς τον πιο αμείλικτο και απάνθρωπο επαναστατικό τρόμο;»
«Και τότε γιατί να έχουμε κομισάριο Δικαιοσύνης; Ας τον ονομάσουμε κομισάριο Κοινωνικής Εξόντωσης για να τελειώνουμε», απάντησε ο Στάινμπεργκ. Το πρόσωπο του Λένιν φωτίστηκε, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Στάινμπεργκ, και είπε: «Καλά το λες. Αυτό ακριβώς έπρεπε να είναι, αλλά δεν μπορούμε να το πούμε αυτό». (σελ. 385-88)
Ο Λένιν σε σύγκριση με τον Στάλιν
Ο Βιατσεσλάβ Μολότοφ, για δεκαετίες πιστός οσφυοκάμπτης και του Λένιν και του Στάλιν, δεν δίστασε να πει στα τέλη της ζωής του (τη δεκαετία του 1970) ότι και οι δύο ηγέτες «ήταν σκληροί άνθρωποι, άγριοι και αυστηροί. Αλλά, χωρίς αμφιβολία, ο Λένιν ήταν πιο άγριος». (υποσημείωση, σελ. 397)
Ο Γκόρκι για τον Λένιν
Αν και ο Μάξιμ Γκόρκι[v] ήταν αρκετά στενός φίλος του Λένιν, δεν είχε αυταπάτες για το χαρακτήρα του και δεν φοβόταν να εκφράζει τη γνώμη του. Στη στήλη του «Ανεπίκαιρες Σκέψεις», στην εφημερίδα Novaya Zhizn, στις 7 Νοεμβρίου [1917], λίγες μέρες μετά το πραξικόπημα των Μπολσεβίκων, ο Γκόργκι έγραψε, μεταξύ άλλων:
«Ο Λένιν και ο Τρότσκι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει η λέξη ελευθερία ή Δικαιώματα του Ανθρώπου. Οι δυο τους και οι συνοδοιπόροι τους είναι ήδη μεθυσμένοι από το σιχαμερό φαρμάκι της εξουσίας, όπως φαίνεται καθαρά από την εξευτελιστική στάση τους όσον αφορά την ελευθερία λόγου, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και όλα τα δικαιώματα για τα οποία δώσαμε τη δημοκρατική μάχη. [...] Στην εργατική τάξη πρέπει να καταλάβουν ότι ο Λένιν πειραματίζεται με τις ζωές τους και το αίμα τους. [...] Στην εργατική τάξη πρέπει να γνωρίζουν ότι στην αληθινή ζωή δε συμβαίνουν θαύματα και πρέπει να αναμένουν πείνα, ολοκληρωτικό χάος στη βιομηχανία, παρεμπόδιση των συγκοινωνιών και παρατεταμένη, αιματηρή αναρχία, την οποία θα ακολουθήσει μια επίσης αιματηρή και σκληρή αντίδραση. Εκεί οδηγείται το προλεταριάτο από τον σημερινό ηγέτη του και πρέπει να γίνει κατανοητό ότι ο Λένιν δεν είναι κάποιος παντοδύναμος μάγος αλλά ένας ψυχρός απατεώνας που δεν θα υπολογίσει ούτε την τιμή ούτε τη ζωή του προλεταριάτου». (σελ. 350)
Αντίποινα μετά την απόπειρα δολοφονίας του Λένιν, Αύγουστος 1918
Μετά την απόπειρα δολοφονίας του Λένιν, στις 30 Αυγούστου 1918, η Τσέκα εξαπέλυσε ένα ανηλεές κύμα τρομοκρατίας σε όλη τη χώρα. Στην Πετρούπολη εκτελέσθηκαν αμέσως οι 400 κρατούμενοι για «αντεπαναστατικές δραστηριότητες» στις φυλακές της ναυτικής βάσης της Κροστάνδης. Στους δύο μήνες μετά την απόπειρα, εκδόθηκαν 6.185 διαταγές εκτελέσεων για αντίποινα, αλλά οι θάνατοι ήταν μάλλον πολύ περισσότεροι. Η Φάνι Κάπλαν, η επίδοξος δολοφόνος του Λένιν, ήταν έμπειρη επαναστάτρια, πρώην μέλος των μπολσεβίκων, που είχε εξοριστεί στη Σιβηρία από το τσαρικό καθεστώς. Κατά την ανάκρισή της δήλωσε ότι ήθελε να σκοτώσει τον Λένιν γιατί θεωρούσε ότι είχε προδώσει την επανάσταση με το πραξικόπημα του Οκτωβρίου. Μέχρι τη στιγμή που εκτελέστηκε, χωρίς δίκη, υποστήριζε ότι έδρασε από δική της πρωτοβουλία. Ο Τρότσκι, για να δικαιολογήσει την τρομοκρατία, είπε σε συνεργάτη του:
Πρέπει να τελειώνουμε μια και καλή με όλες τις ασυναρτησίες των καθολικών και των Κουακέρων περί της ιερότητας και αξίας της ανθρώπινης ζωής. (σελ. 417)
Ο Μαγιακόφσκι – και η έμπνευση του Γιάννη Ρίτσου
Οι εορτασμοί για τα πεντηκοστά γενέθλια του Λένιν ήταν ανεπανάληπτοι, στο μέγεθος και στη χυδαιότητά τους. [...]. Ο Μαγιακόφσκι έγραψε μια ωδή που θα ταίριαζε να γράψει αυλοκόλακας, αν και γνώριζε πόσο σιχαινόταν ο Λένιν τα ποιήματα του:
Μα ποιος μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του
και να μην τραγουδήσει
για τη δόξα του Ίλιτς;
Βάζοντας φωτιά στους τόπους παντού,
που φυλακίζονται άνθρωποι
σα βόμβα
εκρήγνυται το όνομα:
Λένιν!
Λένιν!
Λένιν!
Δοξάζω
στον Λένιν
την πίστη του κόσμου
και δοξάζω
την πίστη μου. (σελ. 481)
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σχεδόν 33 χρόνια μετά, στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του Στάλιν, ο Γιάννης Ρίτσος διαπεράστηκε από επαναστατική έμπνευση παρόμοια με αυτή που κατέλαβε τον Μαγιακόφσκι και μας χάρισε το παρακάτω αξεπέραστο μνημείο της λογοτεχνίας μας, που αποδεικνύει ότι οι λατρευτικές ιδεολογίες, και ειδικά ο κομμουνισμός, είναι εξαιρετικά βλαπτικές για την τέχνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια:
Όχι. Δεν είναι αλήθεια.
Δεν είναι αλήθεια.
Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες.
Σταματήστε τις.
Ο Ιωσήφ Στάλιν δεν πέθανε.
Είναι παρών ο Στάλιν
στο παγκόσμιο πόστο του.
Ο Στάλιν ανεβάζει στις επάλξεις
των πέντε ηπείρων
τις σημαίες της ειρήνης.
Ο Στάλιν ετοιμάζει
με το σκόρπιο αλεύρι του κόσμου
ένα ολοστρόγγυλο καρβέλι υγείας.
Σώπα, γιαγιά,
και σκούπισε με το μαύρο τσεμπέρι σου
τα μάτια σου.
Όταν σβύνει η φωτιά σου κάτου απ’ το τσουκάλι σου
είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει.
Όταν λείπει απ’ το τραπέζι μας το ψωμί
κι απ’ το στρώμα μας τ’ όνειρο
κι απ’ το δώμα μας το λυχνάρι
είναι ο Στάλιν που ανάβει τα μεγάλα ηλεκτρικά στον ορίζοντα
κι ακούμε κάτου απ’ τα τούνελ της νύχτας τη βουή των τραίνων
που μεταφέρουν λάδι και ψωμί και κάρβουνο
στους πεινασμένους.
Αμήν και βοήθεια μας, λέω εγώ. Τέτοιο κακό να μη μας ξαναβρεί – ούτε και τα παιδιά μας.
[i] Φέλιξ Ντερζίνσκι, ο πολωνός ιδρυτής και πρώτος επικεφαλής της Τσέκα, της πρώτης μυστικής αστυνομίας της ΕΣΣΔ.
[ii] Η Τσέκα, από τα αρχικά των ρωσικών λέξεων Επείγουσα Επιτροπή Καταπολέμησης Αντεπανάστασης και Δολιοφθοράς, ιδρύθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1917 από τον Λένιν, με εντολή την εξουδετέρωση κάθε αντιπολίτευσης ή αντίδρασης στην κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους. Τα επόμενα χρόνια, η Τσέκα εξελίχθηκε στην NKVD και, μετά, στην KGB. Οι μυστικές υπηρεσίες κατάπνιξης κάθε αντίθετης φωνής ήταν ο πρώτος κυβερνητικός θεσμός που δημιούργησε ο Λένιν, δύο μήνες μετά το πραξικόπημα που τον έφερε στην εξουσία. Η FSB του καθεστώτος Πούτιν είναι η τελευταία εκδοχή της μυστικής αστυνομίας παρακολούθησης των πολιτών και δίωξης αντιφρονούντων που δημιούργησε ο Λένιν.
[iii] Αξίζει να σημειωθεί εδώ κάτι παρόμοιο που αναφέρεται στη Αριάγνη (σελ. 244) από την τριλογία Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα (εκδ. Κέδρος). Όταν ο Γαρέλας λέει στον κεντρικό ήρωα του έργου, Σιμωνίδη, ότι πρέπει να έχει αποδείξεις για να κατηγορήσει το κομματικό στέλεχος που αναφέρεται από τον Τσίρκα ως «Ανθρωπάκι» στην επόμενη κομματική συνεδρίαση, ο διανοούμενος και σπουδαγμένος στο Παρίσι Σιμωνίδης του λέει: «Δεν έχουμε να κάνουμε με αστικό δικαστήριο. Θα μας σταματήσει ο φορμαλισμός των αποδείξεων; Εμείς έχουμε νιονιό και πάμε στην ουσία». Ως, σχολιάζω εγώ, καλός μαθητής του πρώτου διδάξαντος Λένιν...
[iv] Ό,τι ακριβώς, δηλαδή, συνέβη ύστερα από 27 χρόνια, το φθινόπωρο 1944, στην Αθήνα και σε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις της ελληνικής επαρχίας, όταν το ΚΚΕ ματοκύλησε τη χώρα για να κατακτήσει την εξουσία με τη βία. Έχουν καταγραφεί εκατοντάδες ή χιλιάδες περιστατικά δολοφονικής βίας από την ΟΠΛΑ και τον ΕΛΑΣ εναντίον αμάχων με τους οποίους τα στελέχη και τα μέλη των κομμουνιστικών οργανώσεων είχαν προσωπικές ή περιουσιακές διαφορές, τις οποίες έλυσαν με αιματοχυσία με το πρόσχημα του «αντιστασιακού αγώνα». Κατά κύριο λόγο τα εγκλήματα αυτά ήταν που είχαν σαν αποτέλεσμα τις δίκες και τις καταδίκες εις θάνατον των αυτουργών τους μετά τη λήξη των Δεκεμβριανών και μέχρι τη δεκαετία του 1950, που το ΚΚΕ έσπευσε να χαρακτηρίσει «λευκή τρομοκρατία» και «διώξεις αντιστασιακών και δημοκρατικών πολιτών» για να θολώσει τα νερά και να παραπλανήσει τους ανιστόρητους.
[v] Ο Μάξιμ Γκόρκι (1868-1936) ήταν ένας σημαντικός ρώσος λογοτέχνης του πρώτου μισού του 20ού αιώνα, που συνέδεσε το όνομα του με την επανάσταση του 1917. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε εξορία εκτός Ρωσίας, τόσο από το τσαρικό καθεστώς όσο και από το κομμουνιστικό, το οποίο, αν και υποστήριξε στην αρχή, δε δίστασε να επικρίνει με σφοδρότητα μετά το 1920 λόγω της καταπίεσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ΕΣΣΔ.