Οι πρώτες σκέψεις που ρέουν αβίαστα μόλις διαβάζεις τον τίτλο του πρόσφατου βιβλίου της Νικόλ Κράους είναι πως επιχειρεί να ορίσει το ανδρικό φύλο και πως ο αφηγητής θα είναι γένους αρσενικού. Ωστόσο, το Τι σημαίνει να είσαι άντρας δεν είναι τόσο προβλέψιμο. Αντιθέτως. Είναι μια ευφυής, σαν προσωπικό της oulipo, συλλογή διηγημάτων όπου η αμερικανίδα συγγραφέας επιδεικνύει θαυμαστή ικανότητα να πιάνει το σφυγμό της καρδιάς και της σκέψης ανδρών και γυναικών, σε ποικίλες ηλικίες και καταστάσεις, με την ίδια ενάργεια και οικειότητα. Κι ετούτη η διττή στάση είναι ένα βασικό κεντρομόλο στοιχείο των ιστοριών.
Τα δέκα διηγήματα της συλλογής γράφτηκαν σποραδικά, σε περίοδο είκοσι χρόνων –όσο και η συγγραφική, μέχρι στιγμής, πορεία της Αμερικανίδας–, και συνδιαλέγονται με τα γνωστά θέματα που την απασχολούν στα προηγούμενα έργα της: τη φθορά, τη μοναξιά, το ανεκπλήρωτο και την απώλεια στην Ιστορία του έρωτα, ενώ στο σχεδόν υπνωτιστικό Όταν όλα καταρρέουν είναι οι εμμονές και οι φόβοι, η αποτυχία, η έλλειψη. Στο τελευταίο μυθιστόρημά της, το Δάσος σκοτεινό, όπου οι σκέψεις της εμβαθύνουν θεαματικά, είναι οι προσωπικές ρωγμές, τα οικογενειακά στεγανά και οι θρησκευτικές επιβολές. «Κάπου στον απέραντο κόσμο πρέπει να υπήρχαν παιδιά που γεννιούνταν και ανατρέφονταν χωρίς το βάρος της ιστορίας», λέει ο Μπρόντμαν όταν αρπάζει τον νεογέννητο εγγονό του από την κούνια και το σκάνε λίγα λεπτά πριν από το brit milah – την τελετή περιτομής του μωρού, στο δεύτερο διήγημα της παρούσας συλλογής («Ο Ζούσια στη στέγη»).
Με τον Μπρόντμαν μοιάζει να συνομιλεί το ένατο διήγημα της σειράς, «Ο σύζυγος», όπου η μητέρα της Ταμάρ, οδοντιάτρου κάπου στην Αμερική, μετά το θάνατο του δύστροπου συζύγου της, συζεί με έναν άλλον άντρα ο οποίος έρχεται κατευθείαν από το παρελθόν και ισχυρίζεται, χωρίς βάσιμες αποδείξεις, πως είναι ο αγνοούμενος από καιρό πρώτος σύζυγός της.
Σχέσεις
Δύο διηγήματα έχουν ευθεία κι εκτενή αναφορά στον κινηματογράφο ως μέσο και τρόπο επεξεργασίας της δύναμης του θανάτου κι εκείνης της αναγέννησης. Στο «Βλέποντας τον Εσραντί», μια χορεύτρια μοντέρνου χορού, διερευνώντας την ταινία του Αμπάς Κιαροστάμι Η γεύση του κερασιού, συνειδητοποιεί στο τέλος πως η αφοσίωσή της στον χαρισματικό χορογράφο της ομάδας της την έχει μετατρέψει σε φανατική οπαδό του. Ενώ στο «Amour», η γνωστή ταινία του Χάνεκε γίνεται ο καμβάς για την σχέση του Έζρα με τη Σόφι και τον παραδειγματικό έρωτά τους. Ωστόσο, ένα παλτό γίνεται η αιχμηρή θρυαλλίδα που θα προκαλέσει το χωρισμό τους.
Ακόμη ένας παράλληλος διάλογος: στο «Εγώ κοιμόμουν, μα ξαγρύπνα μου η καρδιά» επικρατεί ένα σαν-ληθαργικό μοτίβο ζωής από το οποίο η πρωταγωνίστρια –μια Νεοϋορκέζα που κληρονομεί το διαμέρισμα του πατέρα της στο Τελ Αβίβ– δεν έχει τη δύναμη να απεγκλωβιστεί, ακόμα κι όταν ανακαλύπτει πως υπάρχει και κάποιος άλλος που έχει δικαίωμα στο διαμέρισμα. Την ίδια αδυναμία δείχνει και ο ανώνυμος αφηγητής στο διήγημα «Στον κήπο» – χρόνια ερωτευμένος με τον λατινοαμερικανό εργοδότη του, νιώθει ωστόσο παγιδευμένος και αδύναμος να τον εγκαταλείψει. Παρόμοια αδυναμία αισθάνεται και η αφηγήτρια του διηγήματος «Μελλοντικές έκτακτες ανάγκες» στο ασφαλές πλαίσιο που της προσφέρει η σταθερή, πολύχρονη σχέση της με έναν μεγαλύτερο άντρα. Εδώ βρισκόμαστε στη μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 Αμερική, όπου η τοπική κυβέρνηση κάνει άσκηση ετοιμότητας και μοιράζει αντιασφυξιογόνες μάσκες. Σε αυτό το δυστοπικό περιβάλλον, η μάσκα που φορά ο Βικτόρ γίνεται η πνιγερή αφορμή για να αρχίσει να αμφισβητεί τον εαυτό της. Για την ακρίβεια, εάν είχε, ποτέ, δικό της εαυτό.
Ένα ακόμη κοινό στοιχείο με τα μυθιστορήματά της είναι η ιδιαίτερη προσοχή που η Κράους δίνει στη φόρμα. Χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερα σύνθετη και πολυεπίπεδη δομή η οποία στις εντυπωσιακές ιστορίες της συλλογής έχει μια φαινομενικά απλή γραμμικότητα που διευκολύνει τον αναγνώστη να μεταφέρει τα γεγονότα, τις ευαισθησίες και τον εσωτερικό στοχασμό της συγγραφέως στον δικό του χρόνο – παρελθόντα και μέλλοντα.
Σε αντίθεση όμως με τα μυθιστορήματά της, τα διηγήματα είναι πιο πυκνά, πιο έντονα – ο ρυθμός της αφήγησης, το οπτικό φορτίο και η εναλλαγή σκηνών και οπτικής θυμίζουν Άλις Μονρό. Όπως στη «Συντέλεια του κόσμου», όπου η πρωταγωνίστρια αναλαμβάνει το καθήκον να παραδώσει ένα αντίγραφο των αμερικανικών εγγράφων διαζυγίου των γονιών της στον ραβίνο ώστε και το γκετ –εβραϊκό διαζευκτήριο– να οριστικοποιηθεί και να καταχωριστεί επισήμως. Δεν της είναι ευχάριστο – αισθάνεται προδομένη από τους γονείς της, οι οποίοι έχουν αποφασίσει να τερματίσουν χωρίς μνησικακία τον μακροχρόνιο γάμο τους. Παρ' όλα αυτά το κάνει, ενώ οι λόφοι που περιβάλλουν την ανώνυμη πόλη, η οποία ίσως είναι το Λος Άντζελες, φλέγονται. Η Νοά, που εργάζεται ως υπάλληλος σε ανθοπωλείο, συνεχίζει τη διαδρομή της διότι, εκτός από τα έγγραφα, πρέπει να παραδώσει κι ένα μπουκέτο λουλούδια σε μια νύφη που επιμένει να συνεχίσει την τελετή του γάμου της και τη δεξίωση η οποία ακολουθεί εν μέσω των πυρκαγιών.
Η Νικόλ Κράους γράφει απολύτως σύγχρονες ιστορίες για το ανθρώπινο σύμπαν. Ένα σύμπαν όπου το τυχαίο και οι λεπτομέρειες κινητοποιούν συνειδήσεις και ανατρέπουν βεβαιότητες. Όπου και στα δύο φύλα παίζεται το ίδιο δράμα της σάρκας και του πνεύματος, του πεπερασμένου και του υπερβατικού· και τα δύο τα ροκανίζει ο χρόνος και τα παραμονεύει ο θάνατος, όπως λέει η Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Η Κράους μοιάζει να επεκτείνει το συλλογισμό της γαλλίδας φιλοσόφου – με λιτή οξυδέρκεια και τη χαρακτηριστική σαφήνεια της έκφρασής της ορίζει τις λεπτές ισορροπίες των ανθρώπινων δεσμών· χωροθετεί το εύθραυστο εκείνο σημείο όπου η υπόσχεση τρυφερότητας αντιπαρατίθεται με την απειλή βίας.
Αντιθέσεις
Λόγος - αντίλογος μοιάζει να είναι ακόμα ένα κεντρομόλο στοιχείο του βιβλίου και είναι συναρπαστικό να ανακαλύπτεις, καθώς διαβάζεις, αυτή τη συμμετρική συνομιλία μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Ιδίως στα δύο «ακραία» διηγήματα. Στο πρώτο, την «Ελβετία», η περιέργεια οδηγεί την έφηβη Σοράγια να διερευνήσει τη δύναμη και τα όρια της θηλυκότητάς της σε ένα, όπως αποδεικνύεται, θρίλερ. Και στο τελευταίο, που δίνει τον τίτλο στο βιβλίο, ένα ζευγάρι αφηγείται τις αποκλίνουσες εκδοχές του τέλους ενός γάμου και, κάποια στιγμή, ο γερμανός πυγμάχος λέει στην εβραία ερωμένη του ότι πιθανώς να ήταν ναζί αν είχε ζήσει στη διάρκεια του Γ' Ράιχ – διαβλέποντας στον εαυτό του όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που κάνουν μια τέτοια μοίρα, για κάποιον σαν κι αυτόν, αναπόφευκτη.
Θα μπορούσα να γράψω πολλά ακόμα για την αρχιτεκτονική των κειμένων και για τη σύνθεση τόσο των επιμέρους στοιχείων στην πλοκή του κάθε διηγήματος όσο και συνολικά της συλλογής. Και πάλι, όμως, δεν θα μπορούσα να αποδώσω το χιούμορ και την παιγνιώδη διάθεση της συγγραφέως, την εξαιρετικά εύστοχη γλώσσα της και την ψυχολογική εμβάθυνση των πρωταγωνιστών της. Μόνο διαβάζοντας το βιβλίο μπορεί κανείς να αντιληφθεί την ένταση με την οποία αποτυπώνει βασικές αντιπαραθέσεις – μεταξύ κοινωνίας και προσωπικού, θρησκευτικής παράδοσης και ατομικής ελευθερίας, τις ανάγκες του σώματος και τις επιθυμίες του πνεύματος. Και να αναλογιστεί με άλλο μάτι τις πολλές προκαταλήψεις – για το χρόνο, την ηλικία, την αλλαγή, την ανανέωση. Πολύ περισσότερο μάλιστα να αποκομίσει αυτή την ιδιαίτερη αίσθηση πως κάποιος του εμπιστεύεται τις μύχιες σκέψεις του· ή, έστω, ότι διαβάζει τις σελίδες ενός προσωπικού ημερολογίου κι όχι πεζογραφία, μικρής φόρμας μάλιστα.
Η Κράους ορίζει εντέλει και τις δύο ταυτότητες, την ανδρική και τη γυναικεία, με την ίδια πάντα τρομερή ευφράδεια και με την υπερβατική απλότητα της πρόζας της φωτίζει κρυφές πτυχές της ανθρώπινης, κι όχι μόνον της ανδρικής, ύπαρξης – η λέξη man* στην αγγλική γλώσσα δεν ορίζει μόνο το αρσενικό φύλο, αλλά και τον άνθρωπο. Εξ ου και στα διηγήματα υπάρχουν, σε πρώτο και σε δεύτερο πλάνο, ομοφυλόφιλοι και transgender χαρακτήρες που είναι ομαλά ενταγμένοι στην αφήγηση δίχως κάποιο ειδικό σχόλιο για τη φύση τους.
Συμμετρίες
«[...] βρίσκουμε παρηγορία στις συμμετρίες που παρατηρούμε στη ζωή γιατί υπονοούν ένα σχέδιο εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα», είχε πει η Νικόλ Κράους σε μια συνέντευξή της, και η συλλογή ετούτη το αποδεικνύει: αν και δεν παρέχει απαντήσεις ούτε ένα συγκεκριμένο, αναμενόμενο ή όχι, τέλος σε κάθε διήγημα και τα γεγονότα εξελίσσονται με απρόβλεπτους παράγοντες, το ανθρώπινο σύμπαν που εντέλει η συγγραφέας συνθέτει είναι εκπληκτικής ισορροπίας, ρεαλισμού κι ευαισθησίας. Γι’ αυτό, μαζί με τις παιγνιώδεις μα ουσιώδεις συμμετρίες του, προσφέρει αναγνωστική ευφορία – κάτι που οφείλεται εν μέρει και στην προσεγμένη μετάφραση της Ιωάννας Ηλιάδη.
Το γεγονός πως είμαστε ανθρώπινα όντα είναι απείρως πιο σημαντικό από όλες τις ιδιαιτερότητες που διακρίνουν το ένα άτομο από το άλλο· τα δοτά χαρακτηριστικά δεν είναι αυτά που προσδίδουν τις ανωτερότητες – αυτό συμπυκνώνει τη δύναμη ετούτης της πρώτης συλλογής διηγημάτων της Νικόλ Κράους, η οποία, εκτός των άλλων, ανατρέπει και το στερεότυπο του διηγήματος: δεν είναι απλώς μια άσκηση ύφους ή ένα είδος που βοηθά στην αποφόρτιση όσων γράφουν από το άγχος των πολλών σελίδων, αλλά ένα δυναμικό πεδίο έκφρασης που ελπίζω να σηματοδοτεί μια νέα περίοδο για τη συγγραφέα.