Ο Στρατής Χαβιαράς είχε γεννηθεί στη Νέα Κίο Αργολίδας το 1935 και, αφού δούλεψε για 20 χρόνια στις οικοδομές, μετανάστευσε στην Αμερική το 1967. Εκεί, εργάστηκε στην Βιβλιοθήκη του Χάρβαρντ, στην αρχή ως υπάλληλος και αργότερα ως έφορος στις Αίθουσες Σύγχρονης Ποίησης και Φάρνσουορθ. Έγραψε μυθιστόρημα και ποίηση στα ελληνικά και στα αγγλικά. Στην Αμερική διακρίθηκαν τα μυθιστορήματά του When the Tree Sings (στα ελληνικά Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα, βραχεία λίστα, Natiοnal Book Awards και ALA Notable book, και The Heroic Age (Τα ηρωικά χρόνια). Στα ελληνικά εξέδωσε ακόμα δυο μυθιστορήματα: Πορφυρό και μαύρο νήμα (2007) και Άχνα (2014). Επίσης, έχουν κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές του, στα ελληνικά ή στα αγγλικά, ενώ έχει μεταφράσει Καβάφη στα αγγλικά και στα ελληνικά, μεταξύ άλλων, Σέιμους Χήνυ και Τσαρλς Σίμικ. Στην Αμερική, ίδρυσε και επιμελήθηκε αρκετές περιοδικές εκδόσεις, οι πιο σημαντικές εκ των οποίων είναι τα περιοδικά ποίησης Arion’s Dolphin, Erato και Harvard Review.
Aκολουθεί το κείμενο της συνέντευξης του Στρατή Χαβιαρά, που είχε πρωτοδημοσιευθεί στην εφημερίδα Η Θεσσαλία, την Κυριακή 13 Απριλίου 2008 – και δεν υπάρχει σήμερα στο διαδίκτυο:
«Καμιά φορά χρειάζεται να περάσουν είκοσι χρόνια για την απόσταξη μιας αίσθησης σε συναίσθημα και άλλα είκοσι για τη μετατροπή του συναισθήματος σε έναρθρο λόγο. Τις πιο πολλές φορές δεν γίνεται τίποτα», έγραφε ο Στρατής Χαβιαράς πριν από καιρό, μη γνωρίζοντας ίσως, ότι ο ίδιος ανήκει σε εκείνες, τις λίγες, περιπτώσεις όπου το συναίσθημα αποδεικνύεται πιο δυνατό από το χρόνο και παίρνει έναρθρη, γραπτή μορφή. Γίνεται ανάγνωσμα. Απόδειξη, το πρόσφατο μυθιστόρημά του που τον επαναφέρει στο λογοτεχνικό προσκήνιο μετά από 23 χρόνια.
Ο Στρατής Χαβιαράς είναι από τους αθόρυβους του είδους - δύο από τις πέντε ποιητικές συλλογές του και δύο μυθιστορήματα, γραμμένα στα αγγλικά, έχουν εκδοθεί στην Αμερική. Έχει εγκωμιαστεί από κριτικούς έγκυρων αγγλόφωνων εντύπων εκεί αλλά και στη Βρετανία και τα βιβλία του, αν και δεν βρίσκονται πια στο εμπόριο, εξακολουθούν να θεωρούνται έργα αναφοράς. Ωστόσο, στην Ελλάδα είναι σχεδόν άγνωστα. Ζώντας για πάνω από 30 χρόνια στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, είναι φυσικό να μην είναι ευρέως γνωστή η παρουσία του συγγραφέα εδώ, στα πάτρια εδάφη. Πριν τρία χρόνια, είχα την τύχη να γνωρίσω προσωπικά τον ίδιο τον συγγραφέα και διάβασα το έργο του έκτοτε. (Οι καινούργιες μεταφράσεις τους στα ελληνικά, από τους Παύλο Μάτεσι και Τατιάνα Αβέρωφ-Ιωάννου, κυκλοφορούν ήδη από τις εκδόσεις Καστανιώτη). Τα βιβλία του, το Όταν τραγουδούσαν τα δέντρα (1979) και Τα ηρωικά χρόνια (1984) έχουν χαρτογραφήσει μια ολόκληρη περίοδο της ελληνικής ιστορίας με ποίηση και λυρισμό, χωρίς όμως να γίνονται γραφικά ή μελοδραματικά. Το Νοέμβριο του 2007, ο Κέδρος εξέδωσε το τελευταίο του μυθιστόρημα. Έχει τίτλο Πορφυρό και μαύρο νήμα και πρόκειται για την αυτοβιογραφική πραγματικότητα του συγγραφέα που την αποδίδει, για μία ακόμη φορά, μέσα από την εποχή που γνώρισε πολύ καλά. Την Κατοχή. Με αφορμή αυτό το μυθιστόρημα θέλησα να επικοινωνήσω ξανά μαζί του. Φοβόμουν πως με τις υποχρεώσεις του στο ΕΚΕΒΙ (διδάσκει και συντονίζει τα Εργαστήρια Τέχνης του Λόγου) δεν θα είχε χρόνο, αλλά εκείνος δέχθηκε με θέρμη να γίνει τούτη η συζήτηση.
Το βιβλίο σας έχει χαρακτηριστεί μεταμοντέρνο και βυζαντινό παραμύθι. Εσείς ο ίδιος πώς θα το χαρακτηρίζατε;
Είναι ένα σύγχρονο μυθιστόρημα κι αυτό γιατί μιλά για το παρελθόν με σύγχρονο τρόπο – δεν έχει στεγανά στη γραφή του ή κάποιες νόρμες που ακολουθεί. Το θέμα του επίσης, είναι διαχρονικό και ιδιαίτερο: η μετάβαση στον ενήλικο κόσμο και ο τρόπος που ένα παιδί μετατρέπεται σε συγγραφέα. Το παραμύθι, απ’ την άλλη, είναι ο τρόπος που η θεία Μάρθα χρησιμοποιεί τις βυζαντινές ιστορίες για να μυήσει το παιδί στη ζωή. Κι ένας από αυτούς τους τρόπους επιβίωσης που του διδάσκει είναι και η διαδικασία που βιώνει ο Βασίλης, ο ήρωας του βιβλίου.
Γιατί επιλέξατε το Βυζάντιο;
Ήθελα μια εποχή που να συνδυάζει την Ιστορία, τον Θρύλο και το Έπος. Το Βυζάντιο προσφέρεται για παραμύθι –πανσπερμία ανθρώπων και φυλών, απεριόριστες δυνατότητες και αμέτρητοι, διαφορετικοί τρόποι ζωής κι επιβίωσης–, ένα πολύχρωμο μωσαϊκό όπως αυτό ήταν το κατάλληλο μοντέλο για να θρέψει τον Βασίλη και να γίνει παραμυθάς. Αλλά, ξέρεις, δεν ήταν κάτι που το έκανα συνειδητά. Με μάγεψε κι εμένα η ανθρώπινη γεωγραφία της εποχής.
Και η Ελλάδα του 1940-1942;
Ήταν μια εποχή δύσκολη για τον Βασίλη. Και για μένα το ίδιο. Έγραψα για αυτήν την εποχή γιατί την ξέρω, την έζησα καλά και μετά από πολύ καιρό, μπόρεσα να τοποθετήσω αυτές τις μνήμες σε ένα λογοτεχνικό πλαίσιο. Το μυθιστόρημα αυτό όμως δεν είναι για την Κατοχή. Η Κατοχή είναι το όχημα, το σκηνικό που θα διαμορφώσει το παιδί σε συγγραφέα. Το μυθιστόρημα αφορά αυτήν ακριβώς τη διαδικασία.
Η πλειονότητα όσων γράφουν για την περίοδο της Κατοχής, αναφέρονται κυρίως στις εχθροπραξίες εναντίον των Ελλήνων και στην αντίσταση. Θα μπορούσατε κι εσείς να διηγηθείτε τις κακουχίες, την αδυσώπητη μοίρα των ανθρώπων εκείνης της εποχής, τις απάνθρωπες γενικώς συνθήκες επιβίωσης. Ωστόσο, εσείς αποδίδετε την εποχή με έναν ξεχωριστό τρόπο – μέσω της πεισματικής αφέλειας ενός εντεκάχρονου αγοριού που δεν πτοείται παρ’ όλα τα δεινά που ζει. Κι εμμένετε στην πείνα.
Μα γιατί τη βίωσα σε απόλυτο βαθμό και μπορώ να την περιγράψω. Μην ξεχνάς ότι έως ακόμη κι εκείνα τα χρόνια, η ενασχόληση με την κάθε μορφής τέχνης προϋπέθετε αστική καταγωγή. Τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ σήμερα αλλά οι περισσότεροι από εκείνους που κατέθεσαν λογοτεχνικά κείμενα για αυτήν την περίοδο είχαν τα μέσα, λίγα ή πολλά δεν έχει σημασία, να επιβιώσουν πιο άνετα από τους υπόλοιπους και να γράψουν αυτό που έζησαν.
Εμμένετε και στις λέξεις. Οι λέξεις μας προστατεύουν ή μας εκθέτουν;
Εξαρτάται πάντοτε από τη χρήση τους. Μπορεί να είναι ασπίδα για να σε προστατεύσει ή δόρυ για να πολεμήσεις, μπορεί να γίνουν όπλο ή εργαλείο. Η θεία Μάρθα κάνει χρήση και των δύο.
Με το βιβλίο σας, μας λέτε ότι η επιβίωση επινοείται. Η επιβίωση πράγματι επινοείται ή εξωθείται;
Τα γεγονότα είναι αυτά που σε ωθούν να ανασυσταθείς, να οργανώσεις τις δυνάμεις σου και να είσαι πάντα σε εγρήγορση. Δεν υπάρχει τίποτα δεδομένο, δεν σου δίνεται τίποτα – εσύ πρέπει να επινοήσεις τον τρόπο να επιβιώσεις, όποιος κι αν είναι αυτός.
Τι είναι αυτό που σας κάνει να περιγράφετε το χρόνο τόσο σκληρά ενώ συγχρόνως προσθέτετε το ονειρικό, το μεταφυσικό στοιχείο;
Ο χρόνος από μόνος του. Και ο Βασίλης, βέβαια. Για όλα τα παιδιά, ο χρόνος κυλά βασανιστικά αργά και ο Βασίλης βιάζεται να μεγαλώσει. Και ξέρεις πόσο σκληρά είναι τα παιδιά όταν θέλουν κάτι.
Για τα μυθιστορήματά σας, ιδίως Τα ηρωικά χρόνια, γράφτηκε ότι είστε τοποθετημένος πολιτικά απέναντι στην Ιστορία και ότι μ’ αυτά αποκαθιστάτε την αλήθεια. Αν και δεν γνωρίζω καλά την πολιτική εκείνης της εποχής, θεωρώ ότι είστε ένας από εκείνους τους λίγους που έζησαν στο πετσί τους την Κατοχή και δεν την παρουσιάζουν δραματοποιημένη (βλ. Ελένη του Nίκου Γκατζογιάννη). Νομίζετε ότι σήμερα τέτοιες αναθυμήσεις έχουν την πρέπουσα προσοχή; Αφορούν κάποιον σήμερα; Κι αν ναι, ποιον;
Η λογοτεχνία, όπως και κάθε άλλη μορφή τέχνης συνδυάζει το προσωπικό με το οικουμενικό, συνεπώς θα έπρεπε να αφορά αρκετούς. Όμως, δεν μπορώ εγώ να το πω αυτό. Υπάρχουν ειδικοί να το κάνουν. Εγώ έγραψα μια ιστορία με τα βιώματά μου κι ελπίζω να υπάρχουν εκεί έξω αναγνώστες που να μπορέσουν να ταυτιστούν μ’ αυτή.
Από το βιβλίο σας φαίνεται ότι ο Βασίλης τα κατάφερε. Επιβίωσε και διηγείται την ιστορία των παιδικών του χρόνων ως ενήλικος πια. Ολοκληρώνεται έτσι, μια τριλογία με κοινό παρονομαστή την Κατοχή και τον Εμφύλιο;
Ναι, σωστά. Ένας κύκλος κλείνει.
Το επόμενο γραπτό σας βήμα;
Θα είναι ο Ορφέας – η ιστορία του Βασίλη ως ενήλικου, με όλη την αισιοδοξία και τη θετική εμπειρία που αποκόμισε από τη ζωή του. Μια ιστορία αγάπης κι έρωτα.
Κύριε Χαβιαρά, σας ευχαριστώ.
Κι εγώ σ’ ευχαριστώ, Χρυσούλα.