Έχουμε μυθιστορήματα γκόθικ; Στο νου μου έρχονται το Φθινόπωρο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, αλλά και Ο Πύργος του Ακροποτάμου του· ο Συμβολαιογράφος του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, επιλεκτικά – ελάχιστο, σε αριθμό, δείγμα κι αυτό γραμμένο στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Κι επιπλέον, τα μυθιστορήματα αυτά έχουν ήδη κατηγοριοποιηθεί μόνο ως αστική ηθογραφία. Δεν έχω πλήρη εικόνα για το σήμερα, σκέφτομαι όμως τα διηγήματα του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη (Παγανιστικές δοξασίες της θεσσαλικής επαρχίας, Αντίποδες, 2020) που εστιάζουν αποκλειστικά στην ελληνική παράδοση και θα μπορούσαν να ενταχθούν σε μια κατηγορία αμιγούς ελληνικού γκόθικ. Σε ένα ευρύτερο γεω-λογοτεχνικό γκόθικ πλαίσιο θα μπορούσαμε να εντάξουμε την πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Ανδρέα Νικολακόπουλου, Αποδοχή κληρονομιάς (Ίκαρος, 2020).
Ο Σάλτος (Ίκαρος, 2022) αποτελείται από ιστορίες με στοιχεία φανταστικού, όπως για παράδειγμα στο δέκατο διήγημα, τα «Κύματα», όπου ένας εκπαιδευτής γερακιών καταλύει σε ένα ερημοκλήσι. Δεν είναι κάστρο, όπως θα ήθελε ο αφηγητής και όπως είναι σύνηθες στη γοτθική λογοτεχνία, αλλά ένα μέρος με θρύλους, το ίδιο απόκοσμο και μυστηριώδες – το ερημοκλήσι του Αγίου Γκόβαν βρίσκεται στο τέλος της στεριάς και στην αρχή της θάλασσας, όπου
τα όρθια βράχια του σιγοτρώγονταν απο τα λευκογάλανα κύματα που έρχονταν φουσκωμένα από το κανάλι του Μπρίστολ και έσπαγαν με ορμή επάνω στους μελανιασμένους ασβεστόλιθους που έμοιαζαν με ανθρώπους.
Εκεί, κάποια στιγμή, εμφανίζεται η φασματική μορφή ενός νεκρού άντρα – θυμίζει τη φανέρωση της Φεγγαροντυμένης του Διονυσίου Σολωμού. Η αντίστοιχη του Νικολακόπουλου θα μπορούσε να είναι η Ραλλιώ στο τέταρτο διήγημα, το «Μέλι και γάλα» – μια γυναίκα όμορφη και προκλητική που θα εμπνεύσει τον πόθο στον αφηγητή και η οποία, ωστόσο, θα υποστεί τη μοίρα που επιφυλάσσει η λαϊκή παράδοση για το είδος. Κι αυτό είναι ακόμη ένα στοιχείο γκόθικ: η γυναίκα που βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση και κατατρεγμό, συνήθως από κοινωνικούς και υλικούς περιορισμούς.
Ρομαντισμός
Γεννημένος στην Αθήνα το 1983, ο Ανδρέας Νικολακόπουλος μοιράζει σήμερα την ζωή του ανάμεσα σε Λονδίνο και Ελλάδα. Στο ενδιάμεσο, έχει ταξιδέψει σε πολλούς τόπους και σε τούτο, το τρίτο βιβλίο του, μεταφέρει τους χαρακτήρες σε αντίστοιχα μέρη ανά τον κόσμο, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τον γοτθικό τύπο όπου η πλοκή τού κάθε διηγήματος εκτυλίσσεται σε έναν μόνο τόπο. Έτσι, εκτός από τη Βρετανία, οι πρωταγωνιστές στο «Mon Nox», στο «Αμάμπλε Πικουέρ», στην «Αλισάχνη» βρίσκονται στην Ισπανία. Ο αφηγητής στο διήγημα «Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς» ταξιδεύει από την Ελλάδα στη Λατινική Αμερική και πάλι πίσω, ενώ στο διήγημα «Η άσφαλτος που καίει» επιστρέφει στην ελληνική ύπαιθρο και αποκαλύπτει την πραγματική εικόνα πίσω από έναν εφιαλτικό θρύλο του αντάρτικου. Στην ελληνική επαρχία τοποθετείται και ο «Σάλτος», που έδωσε τον τίτλο στο βιβλίο, διήγημα στο οποίο ο αφηγητής εξιστορεί το θρύλο ενός υπαρκτού βράχου απ’ όπου οι ντόπιοι πετούν ανεμπόδιστα οποιοδήποτε πλάσμα είναι ελαττωματικό – σαν τον Καιάδα των αρχαίων. Ώσπου ο αφηγητής αναλαμβάνει ο ίδιος να φυλάει το πέρασμα προς το βάραθρο.
Εκτός από τη λατρεία της φύσης και της υπαίθρου που είναι φανερή στα διηγήματα, ο ρομαντισμός – ακόμη ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό της γοτθικής λογοτεχνίας–, γίνεται εμφανής και στη διακειμενικότητα του βιβλίου. Στις τελευταίες σελίδες του υπάρχουν επεξηγηματικές παραπομπές για τα αποσπάσματα που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως εισαγωγή σε κάθε διήγημα ή ως συνθετικό υλικό εντός του – Ρεμπώ, Τριστάν Τζαρά, Γκέοργκ Τρακλ αλλά και Τζιμ Μόρισον. Επιπλέον, οι χαρακτήρες των διηγημάτων φέρουν το μακάβριο του Έντγκαρ Άλαν Πόε και την περιθωριακή αύρα και το ανεκπλήρωτο εκείνων της Κάρσον ΜακΚάλερς. Ωστόσο, η εικαστική τεχνοτροπία της γραφής υπερισχύει – σαν impasto που δίνει πνοή στην αφήγηση και σε κάνει να αισθάνεσαι ψηφίδα σε πίνακα του Ιερώνυμου Μπος ή του Μουνκ.
Η παρουσία της μουσικής, επίσης, δεν είναι αμελητέα: τόσο ως μελωδικότητα και ρυθμός – η συναρμογή των λέξεων και των σημασιών απηχούν τη βιαιότητα των συμβάντων, το ζόφο, την τραχύτητα αλλά και το σφρίγος των ανθρώπων που συναντούμε στα παραδοσιακά τραγούδια. Όσο και ως αντικείμενο – στον «Υπερμογγολικό», ο νεαρός Ζίλιν μελετά το έργο του Ερίκ Σατί και προσπαθεί να βρει τη δουλειά των ονείρων του. Από το Ωδείο της Θεσσαλονίκης στο Γκρατς της Αυστρίας, στη Συμφωνική του Πεκίνου και από εκεί στον μεγαλύτερο σιδηρόδρομο του κόσμου, με πρόσληψη στο δρομολόγιο Πεκίνο-Σιβηρία. Μέσα από μεγαλουπόλεις, κωμοπόλεις, μικρά χωριά και ατέλειωτα χιλιόμετρα μετ' επιστροφής, ο νεαρός πιανίστας με την άσβεστη επιθυμία να γυρίσει τον κόσμο παίζοντας την αγαπημένη του κλασική μουσική γίνεται μέρος του τρένου, μόνιμο αξεσουάρ των βαγονιών, ώσπου το γκρίζο κεφάλι του «σχηματίζει βαριά επάνω στα πλήκτρα τη συγχορδία Μι χωρίς εναλλαγή».
Το παιχνίδι των λέξεων
Δεν θυμάμαι το λόγο που επέλεξα το συγκεκριμένο βιβλίο, ούτε το τι περίμενα να διαβάσω – όταν βρίσκεσαι σε περίοδο ανόρεχτης περιδιάβασης σελίδων δεν το πολυσκέφτεσαι. Αναζητάς κάτι που θα σε ιντριγκάρει, που θα σε επαναφέρει σε μια αναγνωστική κανονικότητα. Ο Σάλτος το κατάφερε όχι μόνο με τα κείμενά του που είναι πυκνά, ισόρροπα στην δομή τους και μεστά νοήματος, αλλά κυρίως με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Νικολακόπουλος – μια γλώσσα ιδιότυπη και απολύτως προσωπική. Γλώσσα δυναμική, εξαιρετικής ποιότητας, εκπληκτικού πλούτου, έντασης και αποχρώσεων – λέξεις αρχαίες που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα σε ντοπιολαλιές συνδέονται με λέξεις σύγχρονες, αστικές αλλά και της υπαίθρου, κι επίσης με λέξεις αντλημένες από διάφορες μικροδιαλέκτους και ορολογίες (πχ. των ναυπηγών, των ρετσινάδων, των χημικών). Ανάμεσά τους αρκετές άγνωστες που με ανάγκασαν να ανοίξω λεξικό και να ανακαλύπτω, κάθε φορά, πόσο εύστοχα εκφράζουν τις έννοιες που θέλει ο συγγραφέας. Κι επιπλέον, πως συνθέτουν εικόνες μαγικού νατουραλισμού μεγάλης εκφραστικότητας. Κατά το συγγραφέα,
η αναζήτηση λέξεων που εμπεριέχουν την πραγματικότητα και συνάμα το αίσθημα που προξενεί η πραγματικότητα παραμένει έως σήμερα το αδιάλειπτο μέλημά μου όταν γράφω, όποιο κι αν είναι το θέμα.
Σε αυτή τη συλλογή, θέμα του είναι ο χρόνος και οι επιβολές του: στο «Παραπέτασμα του μύλου», μια Διεθνής Γραμμή Ημερομηνίας επιβάλλει έναν παράξενο διαχωρισμό στους κατοίκους ενός χωριού. Είναι, επίσης, η ιστορία και ο τρόπος που διαπερνά τις ζωές των ανθρώπων και τους αιώνες – στην «Αλισάχνη» της ισπανικής γρίπης, στο «Αμάμπλε Πικουέρ» του ισπανικού εμφυλίου ενώ στο συνταρακτικό «Η άσφαλτος που καίει» του ελληνικού εμφυλίου. Θέμα του συγγραφέα είναι, μεταξύ άλλων, και η απομυθοποίηση των προσδοκιών και της εργασίας. Σε όλα τα διηγήματα, ωστόσο, τονίζεται η ιδιαιτερότητα και η οικουμενικότητα των διαπροσωπικών σχέσεων και, ιδίως, το πώς το κοινωνικό επιβάλλει τους όρους του στο ατομικό, καθώς και ο τρόπος που το δεύτερο αμύνεται του πρώτου.
Η ανθρώπινη φιγούρα, λέει ο Αλμπέρτο Τζιακομέτι για τα γλυπτά του, είναι μια κατασκευή. Το αποδεικνύει και ο Νικολακόπουλος με τις δικές του ανθρώπινες φιγούρες – ξεκινώντας από το προφανές, μια απλή μάζα σάρκας κι αίματος, ο συγγραφέας επεκτείνει το στοχασμό και τις μνήμες του μέχρι το διαφανές, το γεμάτο θέλω, επιθυμίες, ένστικτα και βαθύτατους φόβους είναι τους. Ετούτη η πρωτόγονη, προ-συνειδησιακή επικράτεια του νου, όπως αναδύεται μέσα από τις λέξεις και τις γραμμές, είναι ισχυρή και χαοτική, ωστόσο το σύμπαν που δημιουργεί ο Νικολακόπουλος είναι στέρεο, άριστα οργανωμένο. Και επιπλέον, εύθραυστο – ο Νικολακόπουλος καταφέρνει να αιχμαλωτίσει με διαύγεια το ρευστό εκείνο σημείο όπου συμβαίνει αυτή η υπέρβαση και η γήινη ψυχή παίρνει μια γρήγορη, σκοτεινή στροφή προς το απόξενο, το μεταφυσικό. Ή, απλώς, προς το άγνωστο και μη αναστρέψιμο, όπως συμβαίνει στην «Ασημένια Χορδή», στο «Και οι ερυθρόδερμοι καλπάζουν νηπενθείς» και στον «Σάλτο».
Το βιβλίο, γράφει ο συγγραφέας, αφιερώνεται στις κινούμενες σκιές και στα αμίλητα πνεύματα των κατά καιρούς δωματίων του. Και είναι αυτά, μαζί με αγαπημένους συγγενείς και γνωστούς από το παρελθόν του, που φέρει ως κορόνα του, όπως θα έλεγε ο Mαλαρμέ, και τους δίνει βήμα. Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι πως ο Νικολακόπουλος αποκαλύπτει ότι όλες οι πραγματικότητες, και οι ανθρώπινες ενέργειες σ’ αυτές, δεν εμφανίζονται από το πουθενά. Είναι, αντίθετα, καλυμμένες αντιδράσεις των ανθρώπινων αισθήσεων που εκκινούν από αρχετυπικές έννοιες. Είτε, λοιπόν, μετακινείται αφηγηματικά ανά την υφήλιο είτε παραμένει εντός της ελληνικής επικράτειας, ο Νικολακόπουλος μιλά για την επιβίωση, τον έρωτα, τις σχέσεις – «Οι κόρες της αιθάλης» θα μπορούσε να είναι ένα μανιφέστο υπέρ του φεμινισμού. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, είναι μια αλληγορία για την εξουσία, ανεξαρτήτως φύλου, κι αυτό αιτιολογεί κάλλιστα την βία εν γένει. Έμφυλη και εμφύλια, ειδικότερα.
Οι προκαταλήψεις, οι δεισιδαιμονίες, οι εμμονές· η άγνοια, η παράνοια περιλαμβάνονται, επίσης, στη θεματική των ιστοριών, όπως και ο θάνατος – όχι όμως μόνο ο βιολογικός αλλά κυρίως ο ψυχικός. Λόγια που δεν ειπώθηκαν, άνθρωποι που έφυγαν, άλλοι που έμειναν πίσω και προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από βαριές σιωπές· κι άλλοι που χάνονται, με την ερμηνεία που δίνει ο συγγραφέας:
ο χαμός –κάτι που το αποφασίζουν οι άνθρωποι που μένουν πίσω ή ο νεκρός κατά τη διάρκεια της ζωής του και με βάση τις πράξεις που έκανε ή τη στάση που κράτησε όσο ζούσε–, είναι ένα ατελείωτο και δραματικό γεγονός που παρασύρει πολλά μαζί του.
Σαν να διάβαζα το συμπεριφορικό αντικαθρέφτισμα της Γραμματικής… του Γιούργκεν Μπάχμαν[1] στον μοντέρνο κόσμο.
Ίσως, εντέλει, εκείνο που με τράβηξε στο βιβλίο να ήταν η αντίστιξη στο εξώφυλλό του – ολόλευκα οστά και νεκροκεφαλές που πλαισιώνονταν από μικρά κλωνάρια αμάραντου, φυτού γνωστού ως λουλούδι της αιώνιας νεότητας. Μια εικόνα η οποία συμπυκνώνει τη γενικότερη αίσθηση που διαπνέει τα διηγήματα της συλλογής. Μιας συλλογής με τοπία ψυχομετρίας και με τραχιά πορτρέτα ανθρώπων, με φανερές ωστόσο τις λειασμένες άκρες τους. Δεκατρία σκοτεινά παραμύθια για ενήλικους με σφοδρή, γεμάτη αυτοπεποίθηση, γραφή, χωρίς κανένα συγκινησιακό επίθετο (τι επίτευγμα!), μα παρ' όλα αυτά πλήρους διαβροχής συναισθημάτων. Συμπεριλαμβανομένου και του δικού μου ενθουσιασμού που διάβαζα ένα τέτοιο βιβλίο, ένα βιβλίο που στέκεται μακριά από μανιερισμούς, τυποποιήσεις και συρμούς. Τextpocalypse στην κυριολεξία.
[1] Jurgen Buchmann, Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ, μετάφραση: Συμεών Γρ. Σταμπουλού, Gutenberg, Αθήνα 2019. Η Γραμματική…, όπως παρουσιάζεται στο οπισθόφυλλο, «είναι ένα παράξενο και γοητευτικό βιβλίο, ένα σχόλιο για τη δύναμη της γλώσσας και συνάμα αλληγορία για τις παγίδες που μας στήνει. Μια συλλογή μικρών ιστοριών, φόρος τιμής στον Έκο και στον Καλβίνο. Εντέλει, ένα βιβλίο που μας προκαλεί να ξανασκεφτούμε τι λέμε και πώς στους άλλους και στον εαυτό μας».