Σύνδεση συνδρομητών

Ο Καρυωτάκης που δεν υπήρξε

Δευτέρα, 18 Οκτωβρίου 2021 23:38
Ο Κώστας Καρυωτάκης. Έγινε απόπειρα να προσγραφεί ακόμα και ως ποιητής της Αριστεράς.
Αρχείο The Books’ Journal
Ο Κώστας Καρυωτάκης. Έγινε απόπειρα να προσγραφεί ακόμα και ως ποιητής της Αριστεράς.

Νάσος Βαγενάς, Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη, Αλεξάνδρεια, τρίτη έκδοση επαυξημένη, Αθήνα 2021, 184 σελ. 

Ο Νάσος Βαγενάς είναι απόλυτος. Η κεντρική θέση που έλαβε σταδιακά ο Καρυωτάκης στη νεοελληνική λογοτεχνική κριτική ως εκπρόσωπος μιας πολιτικής και στιχουργικής «πρωτοπορίας» της εποχής του οφείλεται σε τακτικές κινήσεις της κριτικής, τότε και τώρα, που κάθε φορά αφορούσαν ένα αντίστοιχο ή και ένα αντίστροφο ποιητικό «παράδειγμα», το οποίο χρέος ήταν άλλοτε να εγκωμιαστεί και άλλοτε να καταβαραθρωθεί, μέσα από το σύμβολο του ποιητή. Ποιες ιδεολογικές και άλλες ιδιοτέλειες έφτιαξαν αυτή τη μυθική πρόσληψη; [ΤΒJ]

Διακεκριμένο μέλος της «Γενιάς του ’70» (Κρατικό  βραβείο ποίησης: 2005· Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών: 2013, κ.ο.κ.),  ο ποιητής και πανεπιστημιακός δάσκαλος, Νάσος Βαγενάς, στην οριστική έκδοση του βιβλίου του Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη (Αλεξάνδρεια, 32021), συσσωματώνει έξι ομόθεμες μελέτες (των περιόδων 2003-04 και 2013-19), και οκτώ επιφυλλίδες του (δημοσιευμένες στο Βήμα τη διετία: 2004-05), που εμβαθύνουν στη συλλογιστική, και εμπλουτίζουν τα πραγματικά δεδομένα, με βάση τα οποία αποδεικνύεται η συστηματικά «παραμορφωμένη» πρόσληψη του κορυφαίου ποιητή του Μεσοπολέμου, Κώστα Καρυωτάκη, από τη λογοτεχνική κριτική από το 1930 και ώς τις μέρες μας –ως πρωτοπόρου της πολιτικής ποίησης και ριζοσπάστη των στιχουργικών μορφών– για λόγους πάντοτε άσχετους προς το ίδιο το έργο και την οφειλόμενη σε αυτό αισθητική αποτίμηση.

Οι τρεις καρυωτακικές μελέτες του τόμου («Ο Τ.Κ. Παπατσώνης και η πρωτοποριακότητα. Η περιπέτεια της πρόσληψης ενός αιρετικού», «Ο Καρυωτάκης και ο δεκαπεντασύλλαβος», «Ο Καρυωτάκης του Λορεντζάτου»), πλαισιωμένες από τρεις, εκ πρώτης όψεως όχι άμεσα σχετιζόμενες, μελέτες («Ο Γ.Π. Σαββίδης και οι Cavafistas», «Ο Κ.Θ. Δημαράς και η γενιά του ‘30», «Η παρανάγνωση του Καβάφη») ανοίγονται καλειδοσκοπικά γύρω από το κεντρικό ζήτημα της κατασκευής μιας εικόνας του Καρυωτάκη από την λογοτεχνική κριτική που δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα, ως ψηφίδες, ως επεισόδια, μιας ευρύτερης συζήτησης γύρω από τις ωστικές δυνάμεις που συνδιαμορφώνουν την κατασκευή μιας εθνικής λογοτεχνικής ιστορίας, γύρω από τα συγκρουόμενα συμφέροντα και τις βλέψεις λογοτεχνών, κριτικών, θεσμών και κοινού.

Ο Βαγενάς αποδεικνύει, και υπογραμμίζει εμφατικά στο βιβλίο προσκομίζοντας πλήθος ερευνητικών δεδομένων στα δεκατέσσερα αυτά κείμενα, όσο και διά απλών, «μαθηματικών» συλλογισμών, ότι η κεντρική θέση που έλαβε σταδιακά ο Καρυωτάκης στη νεοελληνική λογοτεχνική κριτική ως εκπρόσωπος μιας πολιτικής και στιχουργικής «πρωτοπορίας» της εποχής του οφείλεται σε τακτικές κινήσεις της κριτικής, τότε και τώρα, που κάθε φορά αφορούσαν ένα αντίστοιχο ή και ένα αντίστροφο ποιητικό «παράδειγμα», το οποίο χρέος ήταν άλλοτε να εγκωμιαστεί και άλλοτε να καταβαραθρωθεί, μέσα από το σύμβολο του Καρυωτάκη. Ο Σεφέρης, ο Παπατσώνης, μα κι ο κριτικός, φιλολογικός επιμελητής και εκδότης Γ.Π. Σαββίδης, και άλλοι, άλλοτε εγκωμιάστηκαν και άλλοτε παραμερίστηκαν ή «χτυπήθηκαν» από την κριτική, διαμεσολαβημένα πάντοτε, και πάντοτε σε αναφορά προς τη θέση τους πάνω στον ποιητικό χάρτη σε σχέση με τον Καρυωτάκη. Παντού και πάντα το φάσμα του Καρυωτάκη: αυτή είναι η κεντρική θέση του έργου Η παραμόρφωση του Καρυωτάκη – βιβλίου που συνδυάζει την εικονολογία στο επίπεδο της λογοτεχνικής κριτικής, και τον αναθεωρητισμό στο επίπεδο «κριτικών μύθων» που ανασκευάζονται (με το ζήτημα έχει ασχοληθεί συστηματικά ο Βαγενάς), με ευρεία πρωτογενή έρευνα στο φιλολογικό υλικό.

 

Παραμορφώσεις

Πρώτος ο Τέλλος Άγρας, αποδεικνύει ο Βαγενάς, προκειμένου να παρουσιάσει τον αυτοκτόνο ποιητή της Πρέβεζας ως εκείνο τον τεχνίτη της Γενιάς του ’20 που «[μ]ας εξεπέρασεν όλους, αμέσως κι εξακολουθητικά» («Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες», 1935), «ξεχνάει» πως σε προγενέστερες μελέτες του (του 1932-33), είχε εντοπίσει στον Καβάφη και τον Παπατσώνη στιχουργική τόλμη μεγαλύτερη από εκείνη που βλέπει εκ των υστέρων στον Καρυωτάκη. Για τη συνέχεια της στρεβλής πρόσληψης του Καρυωτάκη, κομβική στάθηκε η αποτίμηση του Ζήσιμου Λορεντζάτου, σε δύο μελέτες του, του 1961 («Το Χαμένο Κέντρο», Για τον Σεφέρη) και του 1988 (βιβλίο: Ο Καρυωτάκης), ως βασικού, αλλά αποσιωπημένου εκπρόσωπου του αρχόμενου τη δεκαετία του 1920 ποιητικού μοντερνισμού, σε επίπεδο περιεχομένου και φόρμας –με στόχο, κι αυτός με τη σειρά του, να κατασκευάσει έναν αξιοσέβαστο ποιητικό πρόγονο για τα μορφικά και θεματικά επιτεύγματα της ποιητικής γενιάς που τον ακολούθησε, της Γενιάς του ’30, και του Σεφέρη ειδικά (Βαγενάς, σ. 138). Η αναδημοσίευση αποσπασμάτων της μελέτης του Άγρα (πάνω στην οποία, άλλωστε, «πατάει» και ο Λορεντζάτος), σε ανθολόγιο κρίσεων στη συγκεντρωτική έκδοση των έργων του Καρυωτάκη που πραγματοποίησε ο Γ.Π. Σαββίδης το 1965 (Άπαντα τα Ευρισκόμενα· χρηστική έκδοση: 1972), συνέβαλε τα μέγιστα στη διασπορά και την κατίσχυση του πορτρέτου που φιλοτέχνησαν Άγρας και Λορεντζάτος για τον Καρυωτάκη, τουλάχιστον ώς τα μέσα δεκαετίας του 1980.  

Έτσι, το τελευταίο επεισόδιο της σειράς «παραμορφώσεων» του καρυωτακικού έργου εκτυλίχθηκε στα χρόνια της «ορθοπολιτικής λατρείας της ετερότητας» (Βαγενάς, σ. 150), που επέφερε η επικράτηση της μεθοδολογίας των «Πολιτισμικών σπουδών» στον χώρο της νεοελληνικής φιλολογίας και κριτικής, τη δεκαετία του 1990 και εξής.  Αν ο Λορεντζάτος είχε «χρησιμοποιήσει» τον Καρυωτάκη το 1961 για να δείξει ότι: «ο Σεφέρης […] έδωσε την πρώτη απάντηση […] στην κρίση της ελληνικής ποίησης […] που τη σημαδεύουνε, δέκα χρόνια σχεδόν πριν, τα Ελεγεία και Σάτιρες [1927] του Καρυωτάκη», οι νεότεροι, επισημαίνει ο Βαγενάς, επικαλούνται το πορτρέτο του Καρυωτάκη που φιλοτέχνησαν Άγρας και Λορεντζάτος, προκειμένου να αποδείξουν ότι είναι ακριβώς ο Καρυωτάκης η «ελλείπουσα συνείδηση» (για το πλαίσιο της φράσης, βλ. Βαγενάς, σ. 33) της νεοελληνικής ποιητικής πρωτοπορίας, την οποία δεν θέλουν να αναγνωρίσουν στον διπλωμάτη-ποιητή Σεφέρη, καθώς ιδεολογικά αντιτίθενται στο έργο του λόγω του «εθνοκεντρισμού», της «ελληνοκεντρικότητας» που εντοπίζουν σε αυτό. Στο κενό που δημιουργείται, κατασκευάζεται, αναγκαστικά, ένα «αντίπαλο ποιητικό δέος» και αποδίδονται: «άκριτα στον Καρυωτάκη δύο υποτιθέμενες ιδιότητες, η στιχουργική ριζοσπαστικότητα και η πολιτική πρωτοποριακότητα που, συγχωνευμένες, διαμόρφωσαν τη σημερινή εικόνα του» (Βαγενάς, σ. 150). Εδώ το πράγμα αποκτά ενδιαφέρον – και διότι η συγκεκριμένη θέση υποστηρίζεται από αρκετά πραγματολογικά δεδομένα, αλλά και διότι, δευτερογενώς, προτείνεται εδώ ένα μοντέλο «πάλης των γενεών» μεταξύ κριτικών, και όχι απλώς μεταξύ ποιητών όπως ίσχυε ώς τώρα (βλ. H. Bloom, Η Αγωνία της Επίδρασης, 1973), στην ανάλυση της κατασκευαστικής διάστασης της ιστορίας της νεοελληνικής ποίησης, που έχει τα δικά του πλεονεκτήματα.

Πολλαπλασιάζοντας τα πραγματολογικά δεδομένα, πειστική εμφανίζεται, άλλωστε, και η ύλη που αναδεικνύεται στις επιφυλλίδες: «Πολιτική και μη-πολιτική ποίηση», «Η Αριστεροποίηση του Καρυωτάκη» και «Μια άλλη ανάγνωση του Καρυωτάκη», όπου διεξοδικά εξηγείται ότι ουσιαστικά μόνο 5 από τα 112 λογοτεχνικά ποιήματα και πεζά του Καρυωτάκη μπορούν να θεωρηθούν πολιτικά (με στατιστικά στοιχεία: το 2% του έργου του)· ότι το συνδικαλιστικό κείμενό του «Ανάγκη Χρηστότητος» (8/2/1928) δημοσιεύεται σε εφημερίδα της λαϊκής δεξιάς, την Ελληνική (Βαγενάς, σ. 41)· τέλος, ότι πολλαπλές είναι οι ανταποκρίσεις της Αριστεράς στο έργο του, και μακρά η ιστορία της μελέτης της πολιτικής διάστασης του έργου του – όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι ο ίδιος ο Κ.Γ. Καρυωτάκης αντιλαμβανόταν την ποίησή του ως αριστερή (Βαγενάς, σ. 27). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, στο σημείο αυτό του βιβλίου, το ιστορικό των κρίσεων μαρξιστών και μετα-μαρξιστών κριτικών όπως ο Μάρκος  Αυγέρης, ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου, ο Τάσος Βουρνάς, ο Βύρων Λεοντάρης και ο Τίτος Πατρίκιος σχετικά με το κοινωνικό πρόσημο του έργου του Καρυωτάκη, και την ταξική τοποθέτηση του ιδίου (Βαγενάς, σ. 27-29), που ολοκληρώνεται με την καταστατική διατύπωση της πρώτης μελετήτριας της πολιτικής διάστασης του Καρυωτάκη, Γεωργίας Δάλκου, η οποία συμπεραίνει ότι: «“με το έργο του και την υπαλληλική συνδικαλιστική του δραστηριότητα ο Καρυωτάκης πλησίασε πολλές φορές τους στόχους της Αριστεράς”» (Βαγενάς, σ. 29· υπογράμμιση δική μου). Αντιστοίχως, ο μελετητής δεν αποφεύγει να παρατηρήσει ότι έχει διαπιστωθεί και ένα είδος «μισογυνισμού» στα ποιήματα «Αποστροφή» και «Ωχρά Σπειροχαίτη» του Καρυωτάκη, καθώς και ένα είδος «αντι-ιουδαϊσμού» στο ποίημα «Στο άγαλμα της ελευθερίας που φωτίζει τον Κόσμο» (όλα της συλλογής του 1927) – πολιτισμικές πρακτικές, αμφότερες, που δεν συνάδουν με τα προτάγματα της Αριστεράς, τα χρόνια που συζητούμε. Πάντως, για τον Βαγενά, το καθένα από τα ποιήματα αυτά, «τα οποία φέρουν πάνω τους τα ίχνη της επικαιρότητας που υπήρξε η γενετική τους αιτία» τελικά επιτυγχάνει όχι ως ποίημα «πολιτικό», αλλά: «γιατί ανάγει […] το βίωμά του σε ένα υπαρξιακό επίπεδο» (Βαγενάς, σ. 37).

Στα γοητευτικά στοιχεία του βιβλίου προσγράφω επίσης την επιφυλλίδα «Μια άλλη ανάγνωση του Καρυωτάκη», αλλά και τις επιφυλλίδες: «Μια άλλη ανάγνωση του Σεφέρη» και «Ο Καρυωτάκης και η Γενιά του ’30», για έναν ακόμη λόγο: για την ανάπτυξη μιας σκέψης του τύπου “what if”, για τα στοιχεία “ενδεχομενικής κριτικής” που περιέχουν, καθώς μελετούν το πώς θα άλλαζε η εικόνα του πρώτου νομπελίστα ποιητή μας, του Σεφέρη, αν διαβαζόταν με τον τρόπο που οι νεότεροι κριτικοί (οι «πολιτικώς ορθοί»: Βαγενάς σ. 43) διαβάζουν τον Καρυωτάκη. Θα αποκαλυπτόταν τότε, δηλαδή, ο «βαθύς πολιτικός της χαρακτήρας» [της ποίησης του Σεφέρη] και το γεγονός ότι «η πολιτική ιδεολογία που εκφράζουν τα ποιήματα που απορρέουν από την εμπλοκή του (λόγω επαγγελματικής ιδιότητας) με ιστορικά γεγονότα κάθε άλλο παρά (όπως πιστεύουν) συντηρητική» είναι (Βαγενάς, σ. 44). Τη σκέψη των νεότερων αυτών κριτικών συσκοτίζουν –κατά τον Βαγενά– οι «ελληνικές αναφορές» (Βαγενάς, σ.43) στην ποίηση του Σεφέρη, για τους λόγους που ήδη προαναφέραμε, καθώς δεν συνειδητοποιούν ότι τόσο την αρχαία μυθολογία, όσο και την ελληνική ιστορία τη χρησιμοποιεί ο Σεφέρης στο έργο του «για να εικονογραφήσει όψεις της ανθρώπινης κατάστασης» (Βαγενάς, σ. 45). Διαβάζουν, δηλαδή, οι κριτικοί αυτοί τα κείμενα at face value, χωρίς να ανάγονται στη θεμελιωδώς μεταφορική φύση της ποίησης γενικά και χωρίς να ιστορικοποιούν την τεχνοτροπία συγγραφής των σεφερικών ποιημάτων ειδικά, που αποδεδειγμένα συνομιλεί με τον ποιητικό κώδικα ενός πανευρωπαϊκού μοντερνισμού (Βαγενάς, σ. 46). Tο επιχείρημα του Βαγενά πείθει.

 

Φιλολογία με πάθος

Και στην Παραμόρφωση του Καρυωτάκη, όπως σε πλείστα άλλα μελετήματα του Βαγενά, διαβάζουμε ανθρώπινα πορτρέτα φιλοτεχνημένα με ζεστασιά και συγκίνηση και πάθος, σε συνδυασμό με καίριες κριτικο-φιλολογικές αποτιμήσεις, για πρόσωπα που εκτιμά – όπως εδώ, λόγου χάριν, για τον Γ.Π. Σαββίδη (Βαγενάς, σ. 132-133) ένα πορτρέτο που, ακόμα και απομονωμένο από τα λειτουργικά συμφραζόμενά του, αξίζει να διαβαστεί. Παραθέτω, σταχυολογώντας:

Η συγγραφική δραστηριότητα του Σαββίδη υπήρξε πολυσχιδής. Καλύπτει όλο το φάσμα της φιλολογικής γραμματείας μας, από το βαθύ φιλολογικό σχόλιο ώς το ανάλαφρο δημοσιογραφικό σημείωμα: […] Οπωσδήποτε αποτελεί χαρακτηριστικό φιλολογικής ταπεινότητας το ότι, αν και μελετητής περιωπής, δεν απαξιούσε να ασχοληθεί και με την κατάρτιση γλωσσαρίων και ευρετηρίων, εργασιών που οι «πολυάσχολοι» καθηγητές αναθέτουν σε μαθητευόμενους. // Η ποικιλία των φιλολογικών κειμένων του Σαββίδη είναι ανάλογη με το χρονικό εύρος των ενδιαφερόντων του. […] Η ερευνητική του βουλιμία, ενισχυμένη από την κριτική του όσφρηση, τον οδηγούσε σε φιλολογικές ανασκαφές ή εξιχνιάσεις, τα ευρήματα των οποίων έδιναν στο υποθετικό αντικείμενο της μελέτης του υπόσταση αδιαμφισβήτητη […] ο Σαββίδης έφερε έναν νέο αέρα όχι μόνο στις πανεπιστημιακές λογοτεχνικές σπουδές αλλά και στη λογοτεχνική μας κριτική, χάρη και στο αντισυμβατικό γράψιμό του, που τολμούσε να ξεφύγει από το αναμενόμενο. Υπάρχει στα κείμενά του το λεπτό χιούμορ και ο απροσδόκητος, πλην δραστικός τόνος, που ανατρέπει κάθε σοβαροφάνεια. Ο Σαββίδης έγραφε κείμενα που θα μπορούσαν να διαβάζονται και από το ευρύ κοινό χωρίς καμία αβαρία για τη φιλολογική τους στιβαρότητα.

Αλλού –για πρόσωπα με τα οποία διαφωνεί– διαβάζουμε εξίσου έντονες, και ενίοτε και κάπως προσωπικές, διατυπώσεις. Το συνολικά παθιασμένο ύφος του Βαγενά (ιδίως αν το κείμενο προέρχεται από πρώτη δημοσίευση σε εφημερίδα ή περιοδικό ευρείας κυκλοφορίας), συνδυασμένο με την οξεία φιλολογική του κρίση και την ευρύτατη γνώση του πρωτογενούς υλικού που απλόχερα μας προσφέρει σε κάθε του βιβλίο υποδεικνύει ότι, κατά την άποψή του, η παρουσία της λογοτεχνίας στη δημόσια σφαίρα και η δημόσια αποκατάσταση ορισμένων αθέλητων παρανοήσεων της λογοτεχνικής μας ιστορίας, έχουν σημασία. Και έτσι θα έπρεπε να είναι.

Μαρία Αθανασοπούλου

Αναπληρώτρια καθηγήτρια νεοελληνικής λογοτεχνίας και θεωρίας της λογοτεχνίας στο τμήμα Θεάτρου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει μεταφράσει στα ελληνικά το εγχειρίδιο του Jeremy Ηawthorn, Ξεκλειδώνοντας το κείμενο: μια εισαγωγή στη θεωρία της λογοτεχνίας. Βιβλία της: Θεόδωρος Ντόρρος: Στου γλυτωμού το χάζι (2005), Το ελληνικό σονέτο (2011), Κ.Π. Καβάφης: τα θεατρικά ποιήματα (2014).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.