Διακεκριμένο στέλεχος της δημόσιας διοίκησης, καθολικός το θρήσκευμα, κοσμοπολίτης, αλλά και εραστής της ασκητείας και του μοναχισμού, ο Τ.Κ. Παπατσώνης (1895-1976) μπορεί σήμερα με ασφάλεια να διεκδικήσει την παραδοχή ότι ετέθη επικεφαλής της γενιάς του 1930 (τουλάχιστον από την άποψη της τεχνοτροπίας) αφού ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε τον ελεύθερο στίχο, εισάγοντας την ελληνική ποίηση του Μεσοπολέμου στην επικράτεια του μοντερνισμού. Αυτή την κατεύθυνση θα υπερασπιστεί σθεναρά ο Παπατσώνης και στο κριτικό και το δοκιμιογραφικό του έργο, όπως με ισχυρή τεκμηρίωση και πειστική επιχειρηματολογία αποδεικνύει ο Βασίλης Μακρυδήμας στη συνθετική του μελέτη για τη στοχαστική δραστηριότητα του ποιητή.
Μια από τις θεμελιώδεις παραμέτρους της προσέγγισης του Μακρυδήμα είναι ο διττός και μεικτός κριτικός λόγος του Παπατσώνη, η ευθύς εξαρχής άρνησή του να μείνει σε έναν μοναδιαίο καλλιτεχνικό, πολιτισμικό και ιδεολογικό πόλο. Ταγμένος από πολύ νωρίς στην αναζήτηση της λογοτεχνικής νεωτερικότητας, θα απορρίψει τον Παλαμά και θα αμφισβητήσει τον Σολωμό, ως εν μέρει δυτικόφρονα, εναποθέτοντας την πάλη εναντίον του καλλιτεχνικού συντηρητισμού και τον αγώνα της ποιητικής ανανέωσης στα χέρια του Καβάφη. Ο Παπατσώνης θέλει να σταθεί μακριά από οποιοδήποτε δόγμα: αμφιβάλλει για τις ακρότητες καθαρευουσιάνων και δημοτικιστών και προτιμά αντί για τον εθνοκεντρισμό έναν πολυπολιτισμικό ελληνισμό, που θα συστεγάζει την ελληνική και τη λατινική παράδοση, προβάλλοντας τη χριστιανική οικουμενικότητα, τη συνύπαρξη με άλλα λόγια ορθοδοξίας και καθολικισμού.
ΗΘΙΚΗ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ
Δεν είναι διόλου τυχαίο, υπό το φως τέτοιων δεδομένων, πως ο Παπατσώνης, με την πίστη του στη χριστιανική ταπεινοφροσύνη, ελέγχει τον Σικελιανό για τις παραφουσκωμένες εθνικές του πεποιθήσεις, για τη μεγαληγορία της Δελφικής Ιδέας και για το παγανιστικό του φλερτ με τον χριστιανισμό. Κι αν συμμερίζεται τη γενική αντίληψη της γενιάς του 1930 για την ανάγκη σύμπλεξης του αρχαιοελληνικού παρελθόντος με το νεοελληνικό παρόν, όπως και για την ελληνικότητα, εκείνο που πρωτίστως επιδιώκει να κρατήσει από αυτήν είναι όχι ένα όραμα εθνισμού, αλλά η δημιουργική σύζευξη και παρελθόντος και παρόντος, η άντληση και η κατάκτηση της ηθικής, της μεταφυσικής και της θρησκευτικής διάστασης. Ο Παπατσώνης μεταφράζει μοντερνιστές σαν τον Έλιοτ και τον Τζόυς και παρακολουθεί την ισπανική και τη γαλλική λογοτεχνία, με τους Γάλλους να προχωρούν στην ανακαίνιση της λογοτεχνίας τους μέσω της πολιτιστικής παρακαταθήκης της αρχαίας Ελλάδας. Όπως ωραία και εξαντλητικά το δείχνει ο Μακρυδήμας, κάπου εδώ ξεκινάει και η παρατεταμένη μέσα στο χρόνο σύγκρουση του Παπατσώνη με τον Σεφέρη, που καταλογίζει στη Στροφή επιφανειακή επικοινωνία με τα διδάγματα του γαλλικού συμβολισμού.
Ο Παπατσώνης αισθάνεται πως από το πνεύμα της γενιάς του απουσιάζει η εδραία παράδοση του ανατολικού και πολυφυλετικού Βυζαντίου. Και το κόστος αυτής της απουσίας δεν έχει να κάνει τόσο με τις αξίες του ελληνισμού όσο με τις χαμένες θρησκευτικές ρίζες και τον μυστικιστικό τους αιθέρα. Γι’ αυτό και σπεύδει να αντιπαραβάλει στον κοσμικό φιλελευθερισμό του Θεοτοκά έναν τολστοϊκού τύπου χριστιανισμό, γι’ αυτό και δεν αργεί να καλωσορίσει εντέλει τον Λυρικό βίο του Σικελιανού και το μυστικά μεταμφιεσμένο του σύμπαν, γι’ αυτό και ανακαλύπτει ξανά και ξανά τον Χαίλντερλιν, τον Πωλ Κλωντέλ, τον αβά Μπρεμόν και τις ενοράσεις του Ανρί Μπερξόν, γι’ αυτό και αποδέχεται τον υπερρεαλισμό, θεωρώντας εαυτόν προϋπερρεαλιστή ποιητή, γι’ αυτό και καταδικάζει τον υπαρξιστικό μηδενισμό του Σαρτρ, χαιρετίζοντας τον θρησκευτικό αγνωστικισμό του Καμύ.
Ο ΕΝΔΟΞΟΣ ΜΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΙΣΜΟΣ
Στο κέντρο αυτών των προβληματισμών ο Μακρυδήμας βάζει το άρθρο του Παπατσώνη «Ο ένδοξός μας βυζαντινισμός» (1948), που συνοψίζει όλα τα προηγούμενα και προαναγγέλλει όλα τα επόμενα, ενώ αποδεικνύει και την ικανότητα του μελετητή να ανασυγκροτήσει τον κριτικό και δοκιμιογράφο Παπατσώνη μακριά από την οποιαδήποτε κανονιστική ή ιδεολογική του ερμηνεία. Ο Παπατσώνης θα αντιπαραβάλει στη μονότροπη λαϊκή παράδοση του Σεφέρη και του Ελύτη μια σύμμειξη (να και πάλι ο μεικτός κριτικός λόγος) του δημώδους και του λόγιου κλάδου της βυζαντινής γραμματείας, έναν συγκερασμό της χριστιανικής Ανατολής και της δυτικής πρωτοπορίας του Έλιοτ, του Κλωντέλ και του υπερρεαλισμού, αν και δεν θα καταφέρει να απαλλαγεί από το τριμερές σχήμα του Παπαρρηγόπουλου για τον ελληνισμό. Ο μελετητής αναδεικνύει εν προκειμένω και τη δραματική ουσία της παπατσωνικής κριτικής, τη μάχη της για να καταλάβει ο ποιητής Παπατσώνης τη θέση η οποία δεν του αναγνωρίζεται στη γενιά του 1930: μάχη στην οποία θα λάβουν μέρος, συζητώντας για τη δημοτική παράδοση, τη Δύση και τον μοντερνισμό, ο Λίνος Πολίτης, ο Άγγελος Τερζάκης, ο Κ.Θ. Δημαράς και ο Κλέων Παράσχος. Κι αν ο Σεφέρης θα ξεμπερδέψει σε αυτή τη φάση με τον Παπατσώνη φορτώνοντάς τον με έναν εθνικοπατριωτικό και κακοχωνεμένο μοντερνισμό, πολύ σύντομα θα στραφεί στο Βυζάντιο (χωρίς πάντως να το αποθεώσει). Ας κρατήσουμε δίκην επιλογικού σχολίου το σπουδαιότερο συμπέρασμα του μελετητή: εκεί όπου ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Θεοτοκάς στράφηκαν όψιμα στη χριστιανική πίστη, ο ίδιος υιοθέτησε έναν χριστιανισμό που δεν παγιδεύτηκε ποτέ στην παραδοσιοκρατία και στον ελληνοκεντρισμό.
Είναι ευτύχημα που ο Παπατσώνης έρχεται στις ημέρες μας να βγει από την πολύχρονη αφάνειά του διά χειρός ενός νέου ερευνητή ο οποίος έχει μελετήσει επισταμένως όχι μόνο το δοκιμιογραφικό, αλλά και το ποιητικό του έργο. Το αραιό ακόμη τοπίο των παπατσωνικών σπουδών εμπλουτίζεται έτσι με ένα σημαντικό κεφάλαιο, που εντάσσει οργανικά τον λησμονημένο ποιητή και κριτικό της γενιάς του 1930 στην ιστορία της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.