Σύνδεση συνδρομητών

Τα γεμάτα γήπεδα

Τετάρτη, 03 Νοεμβρίου 2021 00:24
Ο Στράτος Τζώρτζογλου πρωταγωνιστεί στη Φανέλα με το 9, ταινία του Παντελή Βούλγαρη που στηρίχτηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα.
Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου
Ο Στράτος Τζώρτζογλου πρωταγωνιστεί στη Φανέλα με το 9, ταινία του Παντελή Βούλγαρη που στηρίχτηκε στο ομώνυμο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα.

Η φιλοσοφία του ποδοσφαίρου μέσα από κείμενα νεοελλήνων λογοτεχνών.* (Τεύχος 121)

Η ελληνική ποδοσφαιρική λογοτεχνία δεν διαθέτει τη μεγάλη παράδοση που έχουν η ισπανόφωνη (Galeano 1998) και η αγγλόφωνη (Cooper 1999), αλλά το πεδίο της δεν είναι αμελητέο (Κόκορης 2000, Μαρκόπουλος 2006, Παύλου 2010). Το 1930 δημοσιεύτηκε ποιητική καβαφική παρωδία από τον Πωλ Νορ [= Νικόλαος Νικολαΐδης], στην οποία ενσωματώθηκαν και ποδοσφαιρικές αναφορές, ενώ την ίδια χρονιά ο λογοτέχνης της Θεσσαλονίκης Γιώργος Δέλιος δημοσίευσε τη μεταφρασμένη από τον ίδιο και αντιρρητική προς το ποδόσφαιρο «μονόπρακτο κωμωδία» Ο ποδοσφαιριστής του Γάλλου Emm. Gambardella (1898-1953) (Κόκορης 2008). Έκτοτε η νεοελληνική ποδοσφαιρική λογοτεχνική αλυσίδα έχει εμπλουτιστεί με αρκετούς και αξιόλογους κειμενικούς κρίκους. Στόχος του μελετήματος είναι να εξειδικευτεί η σύνθετη σχέση επηρεασμού της τέχνης από τον αθλητισμό, στο πεδίο επηρεασμού της μεταπολεμικής νεοελληνικής λογοτεχνίας από το ποδόσφαιρο.

Μελετώνται, κατά κύριο λόγο, κείμενα (ποιητικά, μυθοπλαστικής αφήγησης και δοκιμιακά) πέντε λογοτεχνών, που καλύπτουν γραμματολογικά το πεδίο του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. Για λόγους οικονομίας, προκρίθηκαν κείμενα συγγραφέων, οι οποίοι έδωσαν και λογοτεχνήματα και δοκίμια για το ποδόσφαιρο, ενώ δεν θα συζητηθούν εδώ λογοτεχνικά κείμενα, ακόμη και εμβληματικά (π.χ. Η φανέλα με το εννιά του Μένη Κουμανταρέα), των οποίων οι δημιουργοί δεν εκφράστηκαν για το ποδόσφαιρο και με τη γλώσσα του δοκιμίου. Θα ασχοληθούμε με  κείμενα των Μανόλη Αναγνωστάκη (α΄ μεταπολεμική γενιά), Τόλη Καζαντζή (β΄ μεταπολεμική γενιά), Νάσου Βαγενά – Γιώργου Μαρκόπουλου (γενιά του 1970) και Αλέξη Σταμάτη (γενιά των δύο τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα). Τα υπό μελέτην κείμενα έχουν δημοσιοποιηθεί μετά τη Μεταπολίτευση και, κατά τη γνώμη μας, συμβάλλουν στο να διαμορφωθεί μία ιδεολογική και λογοτεχνική δυναμική που προξενεί ρήγμα στο ισχυρό (ιδίως μετά τη Μεταπολίτευση) στερεότυπο, στην οικοδόμηση του οποίου το ποδόσφαιρο θεωρούνταν αντιπνευματική, πολιτισμικά οπισθοδρομική και πολιτικά υποβολιμαία, δραστηριότητα. Οι αρνητικές διαστάσεις του ποδοσφαίρου ως κοινωνικού φαινομένου, που βέβαια υπάρχουν, και η εκμετάλλευση του αθλήματος για επικοινωνιακούς λόγους από τη στρατιωτική δικτατορία (1967-1974) ενδυνάμωσαν το παραπάνω στερεότυπο, υποβιβάζοντας τις συγκινησιακά και κοινωνικά θετικές λειτουργίες του ποδοσφαίρου, που και αυτές εντοπίζονται και ενίοτε καθρεφτίζονται στον πολιτισμικό χώρο, ενσωματώνοντας ιδιοτυπίες και εξελίξεις του εκάστοτε κοινωνικού ιστού (Williams 1977).

O Μανόλης Αναγνωστάκης, διαψεύδοντας τη σχετικά διαδεδομένη αντίληψη πως ποιητικά σίγησε μετά τη συλλογή του 1971, που φέρει τον τίτλο Ο Στόχος, δημοσιοποίησε το 1983 το ΥΓ., το οποίο συγκροτείται από συγκινησιακώς δυναμικά ποιητικά σπαράγματα. Δύο από αυτά αναπλάθουν βιώματα μετά τον ποδοσφαιρικό αγώνα και διαθέτουν και υπαρξιακό βάθος: «Όταν τα βράδια της Κυριακής μετά το ματς γέμιζαν οι ταβέρνες γύρω από το γήπεδο και συ έτρεχες στο σπίτι να διαβάσεις» (Αναγνωστάκης 21992: 11). Το δεύτερο εμπεριέχει τρεις μόνο λέξεις: «Τα άδεια γήπεδα» (Αναγνωστάκης 21992: 33). Συμπυκνωμένη σκιαγράφηση του χώρου που αντλεί ζωή μόνο από την τέλεση του αθλητικού αγώνα. Το τρίτο και δραστικότερο διαμέσου του εκφραστικού τρόπου της μεταφοράς στοιχειοθετεί μία φιλοσοφική θεώρηση του χρόνου ως κεντρικού μοχλού της ανθρώπινης ύπαρξης: «Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει – τώρα έπαιζε την παράταση» (Αναγνωστάκης 21992: 14).

Ο συγγραφέας με το δοκίμιο «Άγιαξ, για πάντα», το οποίο υπογράφει ως «Αλ. Καμής»,  αποστασιοποιείται πλήρως από τα θέση της Σχολής Αλτουσέρ, ότι το ποδόσφαιρο εντάσσεται καθ’ ολοκληρίαν στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, από απόψεις σαν αυτές που εξέφρασε η Σχολή της Φρανκφούρτης, οι βασικοί εκπρόσωποι της οποίας εξελάμβαναν το ποδόσφαιρο σαν μικρόκοσμο της καπιταλιστικής κοινωνίας, αλλά και από την υψηλόβαθμη επίκριση του ανταγωνιστικού αθλητισμού, με αιχμή το ποδόσφαιρο, που εκφράστηκε και στη Γαλλία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και εξής  (Αντόρνο κ.ά. 1984, Λιάκος 1986: 10-11, Βαγενάς 1999:133, Φουρναράκη 2004: 34-41). Ας έχουμε υπόψη ότι αντιλήψεις για το ποδόσφαιρο σαν τις προαναφερόμενες θεωρούνται παρωχημένες στις αρχές του 21ου αιώνα, ενώ εντοπίζονται αρκετές κοινωνιολογικές και φιλοσοφικές τοποθετήσεις που εκλαμβάνουν θετικά τη σύνθετη λειτουργικότητα του ποδοσφαίρου (Richards 2010).Η κλητική προσφώνηση «φίλοι που ζήσαμε και γεράσαμε στα γήπεδα» δηλώνει και την αγάπη τού Αναγνωστάκη προς το άθλημα, αλλά και τη βιωματική ζύμωσή του με αυτό, την οποία ανέπτυξε γλαφυρότερα και δύο χρόνια μετά τη δημοσιοποίηση του δοκιμίου «Άγιαξ, για πάντα», στο κείμενο – μαρτυρία «Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου» (Αναγνωστάκης 1986: 14-15). Στο «Άγιαξ, για πάντα», ο Αναγνωστάκης καταγγέλλει την κατάπνιξη της ποδοσφαιρικής φαντασίας και του αγωνιστικού αυθορμητισμού, στοιχεία τα οποία η σπουδαία ολλανδική ομάδα εξέφραζε ιδίως κατά τη δεκαετία του 1970, τη σκοπιμότητα για το αποτέλεσμα και το ανέμπνευστο – μηχανιστικό παιγνίδι ακόμα και διεθνώς γνωστών συλλόγων, χωρίς να παραλείπει να διανθίσει τις απόψεις του και με μία δόση χιουμοριστικής σαρκαστικότητας: «(Θυμάμαι την πικρόχολη κουβέντα ενός φίλου, έμπειρου γερόλυκου των γηπέδων: “Καλή η Άρσεναλ. Ένα διεθνές φορμαρισμένο Αιγάλεω”)» (Αναγνωστάκης 1984). «Ο συγγραφέας επιλέγει το συγκεκριμένο ψευδώνυμο, όχι τόσο για να αποφύγει τη διακύβευση της φήμης του ως συνεπούς –άρα: όχι πιστού ποδοσφαιρόφιλου– εκπροσώπου της ανανεωτικής Αριστεράς (το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Αυγή), αλλά κυρίως γιατί ήθελε να παραπέμψει στον Αλμπέρ Καμύ (βασικό εκπρόσωπο της μοντέρνας –και ενίοτε αριστερίζουσας– μεταπολεμικής φιλοσοφικής σκέψης), ο οποίος με δημόσιες τοποθετήσεις του (Galeano 1998: 91, Camus 1957) προσπάθησε να ανορθώσει την αξία του πληττομένου και από την προοδευτική σκέψη αθλήματος» (Κόκορης 2017: 84).       

Στο διήγημα του Τόλη Καζαντζή «Ο δεύτερος γύρος» πρωταγωνιστεί ένας ηλικιωμένος ποδοσφαιρόφιλος, που αντλεί σταγόνες αισιοδοξίας για το μέλλον από το ποδόσφαιρο, υπερβαίνοντας τις δύσκολες και αρνητικές πτυχές του παρόντος. Καθρέφτης της ζωής το ποδόσφαιρο, στον οποίο αντανακλάται και η κοινωνία: «Τις πιο πολλές φορές γύρναγε απ’ το γήπεδο θηρίο. […] κάποιο “γαϊδούρι” δικό μας θά ’χε χάσει σίγουρο γκολ κι ο προπονητής; “Τι τον κρατάμε αυτόν το σκιτζή”; Άσε πια το διαιτητή “τον πουλημένο”. Κοντά σ’ όλα μας σακάτεψε κι η ατυχία: “Δυο δοκάρια!”. Πάντα όμως υπήρχε ο δεύτερος γύρος ή η επόμενη χρονιά, που “θα τους κάνουμε να μην ξέρουν από πού να φύγουν”» (Καζαντζής 1988: 135). Σημειωτέον ότι απόψεις που αναδίνουν ένα είδος λαϊκής θυμοσοφίας περί ποδοσφαίρου, ενσωματώνονται και στο διήγημα του συγγραφέα «Ο διεθνής». Σε αυτό πρωταγωνιστεί ένας νεαρός ποδοσφαιριστής, του οποίου η αθλητική πορεία διακόπτεται, γιατί υπό το ιστορικό βάρος του Εμφυλίου συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε φυλάκιση ως αριστερός. Η συγγραφική φωνή με αίσθηση της ματαιότητας τόσο των ανθρωπίνων γενικά, όσο και των ποδοσφαιρικών δρωμένων και ηθών ειδικότερα, διαπιστώνει στο τέλος του διηγήματος: «Όμως κανένας, πια, δεν τον θυμότανε. Ούτε κι ο ίδιος όμως ξαναφάνηκε. Άλλωστε είχαν βγει, όσο να πεις, καινούργια φιντάνια κι εξάλλου ο κόσμος στο γήπεδο ξεχνάει τόσο εύκολα …» (Καζαντζής 1988: 143). Ο Τόλης Καζαντζής στο κείμενό του «Δεύτερο ημίχρονο», στο οποίο συγχωνεύονται η δοκιμιακή έκφραση με την υφολογική διαστρωμάτωση της μαρτυρίας, αντιπαραβάλλει το ποδόσφαιρο με την πολιτική, παρότι σε πρωτογενές αναφορικό επίπεδο αρνείται την αντιπαραβολή, και με φόντο την ελληνική κοινωνία των μέσων της δεκαετίας του 1980 εισφέρει ένα δηκτικό πολιτικό σχόλιο: «Πάντως, εγώ τουλάχιστον, δεν καταδέχομαι να θέσω υπό σύγκριση το ποδόσφαιρο με τα πολιτικά ήθη, που επικρατούν ή δεν επικρατούν εδώ κι αρκετό καιρό στον τόπο μας. Το ποδόσφαιρο υπερτερεί ή μάλλον έχει ήθος και ύψος, έχει δικιά του φιλοσοφία, μυθολογία και μυστήριο. Ενώ η πολιτική; Ε, γι’ αυτή ας μιλήσουν άλλοι, μίλησαν άλλωστε μιλούν ακόμη, έτσι στο σκόρπιο και στο ξετσίπωτο, μιας και η πολιτική δε διαθέτει πια ούτε ήθος ούτε ύφος ούτε φιλοσοφία ούτε άλυτα, ανεξήγητα μυστήρια. Διαθέτει μια κακόγουστη μυθοπλασία, γεμάτη τσαρλατανισμό, παπατζηλίκι, ξετσιπωσιά κι απάτη» (Καζαντζής 1985).

Ο Νάσος Βαγενάς, οικοδομώντας πάνω στα προσωπικά του βιώματα ως ποδοσφαιριστή και ποδοσφαιρόφιλου αλλά και ως καθηγητή θεωρίας και κριτικής της λογοτεχνίας, με δοκιμιακή γλώσσα υψηλής συναισθηματικής θερμοκρασίας σκιαγραφεί την εξίσωση του ποδοσφαιρικού αγώνα με πεδία της καλλιτεχνικής δημιουργίας: «Το ποδόσφαιρο είναι τέχνη, μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες μορφές όρχησης, με τον ίδιο τρόπο που ο χορός είναι και άθλημα. Ένα καλό ποδοσφαιρικό παιχνίδι είναι ταυτόσημο και μ’ ένα καλά δομημένο μυθιστόρημα και, στις πλέον συναρπαστικές στιγμές του, μ’ ένα εξαίρετο δραματικό ή και επικό ποίημα» (Βαγενάς 1999: 134). Κατά κοινή παραδοχή, η υπαρξιακή δικαίωση, ο έρωτας, ο χρόνος και ο θάνατος είναι τα υπερτοπικά και διαχρονικά θέματα της ποίησης. Ήταν αναμενόμενο, επομένως, και δεδομένης της βιωματικής και συναισθηματικής εμπλοκής του Νάσου Βαγενά με το ποδόσφαιρο, ως ποιητής να εντάξει στο ποίημα «Η τέλεια τάξη», με άλλα λόγια στην υπέρτατη στιγμή υπαρξιακής ισορροπίας, «το ονειρώδες θέαμα του πανηγυρισμού των φιλάθλων τη στιγμή της ισοφάρισης» (Βαγενάς: 131), όταν ισοζυγίζονται, δηλαδή, η άνοδος με την πτώση στο ποδοσφαιρικό βίωμα, στο οποίο αντανακλάται και η ζωή ως υπαρξιακή περιπέτεια. Μία, επίσης, από τις λειτουργικότερες ποιητικές εγγραφές του Νάσου Βαγενά, κατά την οποία εικονοποιούνται η φθορά του χρόνου και ο αναπόδραστος θάνατος (θέματα κατεξοχήν λογοτεχνικά αλλά και φιλοσοφικά), ενσωματώνει σαν καταλύτη μία εικόνα ποδοσφαιρική: «ο χρόνος παίζει άνετα στο δέρμα μου / όπως η Άρσεναλ σε βρεγμένο γήπεδο / σκοράροντας ασταμάτητα. Και το στήθος μου / γεμίζει χώμα συνεχώς». (Βαγενάς 2015: 213). 

Το γνωστότερο μάλλον ποίημα του Γιώργου Μαρκόπουλου τιτλοφορείται «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου». Ένθερμος φίλος του συλλόγου και θαυμαστής του ποδοσφαιριστή ο ποιητής δεν περιορίζεται μόνο στην αθλητική παρουσία του τελευταίου. Εκκινεί από αυτήν και εκτείνεται σε ψηλάφηση του βαθέος υπαρξιακού πυρήνα της λογοτεχνικής και φιλοσοφικής έκφρασης, σκιαγραφώντας ως απευκταία αλλά αναπόδραστη τη φθορά του χρόνου και ως συλλογική, ωστόσο αδήριτη, την ανθρώπινη μοναξιά: «[…] Ω, δεν ημπορώ να φαντασθώ το γήρας / στα αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου. / Δεν ημπορώ να φαντασθώ την ώρα / που τα παπούτσια του θενά κρεμάσει, θα φύγει από τα γήπεδα, / […] Τιμή και δόξα στον παίκτη Χρήστο Αρδίζογλου, / που θα σηκώσει για άλλη μια φορά, τελεσίδικα πια, / όπως οι τρελοί τους επιταφίους των νεκροταφείων, / την ασήκωτη μοναξιά μας, και θα φύγει» (Μαρκόπουλος 2014: 82-83). Ο Γιώργος Μαρκόπουλος και σε ένα πεζό, βιωματικά θεμελιωμένο, κείμενό του, που έχει την εξωτερική υφή του στοχαστικού δοκιμίου και εσωτερικά συσσωματώνει τον λυρισμό της ποιητικής έκφρασης, αναπολεί τις στιγμές που χάρισε και συνεχίζει να χαρίζει στη ζωή του το ποδόσφαιρο και στοχεύει στην απομνημείωση  της συναισθηματικής έξαρσης που αυτό αναδίνει, εκλαμβάνοντας το ποδόσφαιρο σαν αντίδοτο στις σκοτεινές πλευρές της καθημερινότητας, τα γήπεδα και τα ποδοσφαιρικά στέκια, σαν την Πλατεία Βικτωρίας, ως χώρους συλλογικής μέθεξης και τους ποδοσφαιριστές ως λαϊκούς ήρωες: «Ω, τι στιγμές μου χάρισες και μου χαρίζεις με το ποδόσφαιρο, φτωχή μου ζωή, και πόσο ψηλά, πάνω απ’ τα καθημερινά, κάθε φορά με πετάς! Τα δίχτυα του αντιπάλου, ξετιναγμένα ύστερα από το γκολ, τι συναισθήματα μου προσφέρουν χαράς, και ο ήχος της μπάλας, τακ-τακ, απ’ τις πάσες τις χαμηλές στην προθέρμανση ακόμη, τ’ αυτιά μου στης νίκης την ιαχή γλυκά γλυκά πώς τ’ ακονίζουν!» (Μαρκόπουλος 2005: 25-26).

Τέλος, ο Αλέξης Σταμάτης σε έναν από τους πρώτους σταθμούς της λογοτεχνικής του πορείας (στο βιβλίο του Απλή μέθοδος των τριών - 1995) απαθανάτισε ποιητικά μία φάση από τον ποδοσφαιρικό αγώνα των Εθνικών Ομάδων Ελλάδας – Δυτικής Γερμανίας, που διεξήχθη στο Στάδιο Καραϊσκάκη στις 20 Νοεμβρίου 1974. «Το βλέμμα του Σεπ» τιτλοφορείται το ποίημα και ο Σεπ Μάγιερ, ο τερματοφύλακας της γερμανικής Εθνικής Ομάδας, από αντιήρωας, μια και δεν μπορεί να αποσοβήσει το γκολ, γίνεται ποιητικός πρωταγωνιστής, αφού στο βλέμμα του καθρεφτίζεται και η υπαρξιακή δυναμική του ποδοσφαίρου. Στους στίχους ηρωοποιείται ο σπουδαίος ποδοσφαιριστής Γιώργος Δεληκάρης, στου οποίου τη συνείδηση και κατά τη στιγμή, που επιτυγχάνει ένα πραγματικά εντυπωσιακό τέρμα, συμπυκνώνονται ως δυναμική ανεξίτηλα βιώματα και υπαρξιακοί αναπαλμοί, που εκβάλλουν στην ποδοσφαιρική του κορύφωση (ο «κοντός», που αναφέρεται στους στίχους, είναι ο σπουδαίος, επίσης, ποδοσφαιριστής Μίμης Δομάζος) : «την είδε να έρχεται από αριστερά / συστημένη από τον κοντό  / την αιώνια εκείνη ερωμένη./ Ως να ολοκληρωθεί η καμπύλη / εικόνες ποικίλες πέρασαν σαν αστραπή από το μυαλό του. / Ίσως ήταν της παλιάς κουζίνας η ταγκή μυρωδιά / η αγάπη του για τα υγρά δωμάτια / ή και η πλακόστρωτη αυλή στη Δραπετσώνα. / Ίσως να ήταν οι εικόνες αυτές / που ύψωσαν το σώμα σε μια τέτοια εναέρια στρέβλωση / που κανένας όρος δεν μπόρεσε ποτέ να περιγράψει» (Σταμάτης 2000). Με όρους πιο αναλυτικούς και με τους λογικούς συσχετισμούς, που προϋποθέτει ένα στοχαστικό δοκίμιο, ο συγγραφέας θεωρεί το ποδόσφαιρο «κοινωνικά αποδεκτή συγκρουσιακή δραστηριότητα, η οποία ενέχει το άλλοθι της θεσμοποιημένης πάλης» (Σταμάτης 2018). Το εκλαμβάνει ως «ένα ιδιαίτερο περιβάλλον, μικρογραφία της κοινωνίας, που ζει και κινείται γύρω από ένα παιχνίδι, μια δηλαδή “θεσμικά οργανωμένη σύγκρουση”, μια μάχη» (Σταμάτης 2018) και ποικίλλοντας τη δοκιμιακή γλώσσα και με ποιητικές αναφορές, αφού παραπέμπει ρητά σε μία αντιθετικά σύνθετη εικόνα από την «Κίχλη» του Γιώργου Σεφέρη, ανορθώνει την περιπλοκότητα του ποδοσφαίρου και ως ατομικού-συλλογικού βιώματος, και ως πεδίου λογοτεχνικής έκφρασης, και ως κοινωνικού φαινομένου, το οποίο περιλαμβάνει τόσο θετικές όσο και αρνητικές πτυχές: «Το γήπεδο για πολλούς λογοτέχνες είναι ένας ιερός χώρος όπου καθαγιάζεται μια μεταφορική μάχη που διαθέτει ποικίλες προεκτάσεις και εντελώς ιδιαίτερη αισθητική. Ο συγγραφέας δεν επικεντρώνεται μόνο στην μπάλα, αλλά σε ολόκληρη τη μυθολογία ενός ματς που περιλαμβάνει την εξέδρα, τον πάγκο, μέχρι και τις αντιδράσεις του τερματοφύλακα της επιτιθέμενης ομάδας. Και μια και η πεζογραφία, τουλάχιστον, είναι μυθοπλασία, περιλαμβάνει και ολόκληρο τον περί του ποδοσφαίρου κόσμο, ένα περιβάλλον που, όπως καλά γνωρίζουν οι παροικούντες την ποδοσφαιρική Ιερουσαλήμ, φωτίζεται από ένα “αγγελικό και μαύρο φως”, το οποίο συχνά γίνεται δυστυχώς κατάμαυρο» (Σταμάτης 2018).

Η ειδολογική ταυτότητα του δοκιμίου ως κειμενικού είδους, όπως είναι φυσικό, επιτρέπει στους συγγραφείς να ξεδιπλώσουν με διανοητική διαύγεια και τις βιοθεωρητικές τους θέσεις γενικά, αλλά και ειδικότερες σκέψεις που ενσωματώνουν το ποδόσφαιρο ως υπαρξιακό διακύβευμα, ως χώρο στον οποίο καθρεφτίζονται ατομικές ιδιοτυπίες αλλά και κοινωνικές συνιστώσες  του ανθρώπινου βίου. Όπως έχει σημειωθεί για τις σχέσεις της φιλοσοφίας με τη λογοτεχνία, «ως εξωτερικές μπορούν να περιγραφούν οι σχέσεις που προκύπτουν από τις προσπάθειες μετάδοσης κάποιας φιλοσοφικής διδασκαλίας» (Βιρβιδάκης 2015: 132) με μορφή λογοτεχνική. Ωστόσο, πέραν των δοκιμιακών κειμένων, τα ποιήματα και τα αφηγήματα, στα οποία εστιάσαμε το βλέμμα, συγκροτούν και ένα πεδίο εσωτερικών σχέσεων της φιλοσοφίας του ποδοσφαίρου με τη λογοτεχνία, αφού και στα συγκεκριμένα λογοτεχνήματα, σε μικρότερο ή σε μεγαλύτερο βαθμό, «ο στοχασμός, που συνδέεται εσωτερικά με την ποιητική του, “δείχνεται” ή “διαφαίνεται” μάλλον, παρά “λέγεται” άμεσα. Ανεξάρτητα από το αν σε τέτοια έργα συναντά κανείς συχνά και ρητές αναφορές σε οικεία θέματα και προβλήματα φιλοσοφικής υφής, η ίδια η οργανική σύνθεση μορφής και περιεχομένου, φανερώνει τις ιδέες που βρίσκονται στον πυρήνα της έμπνευσης, μέσα από την ανάπτυξη και τη διανοητική επεξεργασία τής ενσάρκωσής τους με στίχους, σχήματα λόγου, εικόνες, ρυθμούς και ήχους, με διακριτή αισθητική στόχευση» (Βιρβιδάκης 2015: 136).

Από τα παραπάνω αποδεικνύεται πως αρκετοί μεταπολεμικοί μας συγγραφείς τόσο στα ποιητικά ή μυθοπλαστικά όσο και στα δοκιμιακά τους κείμενα εκφράζουν με συγκινησιακή δραστικότητα θετικές για το ποδόσφαιρο βιοθεωρητικές απόψεις και συμβάλλουν στην οικοδόμηση μιας φιλοσοφίας του ποδοσφαίρου, ξεπερνώντας τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, κατά την οποία τον κύριο τόνο έδινε η πρόσληψη του ποδοσφαίρου σαν αντιπνευματικής δραστηριότητας, που χειραγωγούσε και πολιτικά αδρανοποιούσε σημαντικό τμήμα του κοινωνικού ιστού. Οι συγγραφείς, χωρίς να εθελοτυφλούν υποκρύπτοντας τις δυνάμει αρνητικές όψεις του ποδοσφαιρικού φαινομένου, δίνουν έμφαση στις θετικές πλευρές του και το αντιμετωπίζουν και βιωματικά, χωρίς να το εκλαμβάνουν μόνον ως πεδίο ιδεολογικής λειτουργίας και διανοητικής ανάλυσης.

Βιβλιογραφικές αναφορές

-Αναγνωστάκης, Μ. (1984). Άγιαξ, για πάντα. Η Αυγή, 28.10.1984.

-Αναγνωστάκης, Μ. (21992). ΥΓ. Αθήνα: Νεφέλη (α΄ έκδ. 1983).

-Αναγνωστάκης, Μ. (1986). Σελίδες από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία μου. Το Τέταρτο 15, [ Ειδικό Ένθετο : Ποδόσφαιρο] 14-15.

-Αντόρνο, Λόβενταλ. Μαρκούζε, Χορκχάιμερ (1984). Τέχνη και μαζική κουλτούρα. Επιλογή κειμένων – μετάφραση – εισαγωγή: Ζήσης Σαρίκας. Αθήνα: Ύψιλον / Βιβλία.

-Βαγενάς, Ν. (1999). Σημειώσεις από το τέλος του αιώνα. Αθήνα: Κέδρος.

-Βαγενάς, Ν. (2015). Βιογραφία. Ποιήματα 1974-2014. Αθήνα: Κέδρος.

-Βιρβιδάκης, Σ. (2015). Ποίηση και / ως φιλοσοφία, Ποιητική 15, 127-178.

-Cooper, S. (1999). Το ποδόσφαιρο εναντίον του εχθρού. Μτφ. Μαίρη Περαντάκου –   Cook. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

-Galeano, E. (1998). Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου. Μτφ. Γιάννης Χρυσοβέργης. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

-Καζαντζής, Τ. (1985). Δεύτερο ημίχρονο.  Η Αυγή, 19.05.1985.

-Καζαντζής, Τ. (1988). Η παρέλαση – Ενηλικίωση. Αθήνα: Ροές .

-Κόκορης, Δ. (2000). Ελληνική ποδοσφαιρική λογοτεχνία (Εισαγωγή και βιβλιογραφική πρόταση για ανθολόγηση κειμένων), Πόρφυρας 94, 493-500.

-Κόκορης, Δ. (2008). Η εισαγωγή του ποδοσφαίρου στη λογοτεχνία μας: συμπληρωματικά στοιχεία, Μικροφιλολογικά 23, 23-25.

-Κόκορης, Δ. (2017). Τα ψευδώνυμα του Μανόλη Αναγνωστάκη, The BooksJournal  75, 82-85.

-Λιάκος, Α. (1986).Συζήτηση με τον Αντώνη Λιάκο. Το Τέταρτο 15, [Ειδικό Ένθετο: Ποδόσφαιρο] 10-11.

-Μαρκόπουλος. Γ. (2005). Ιστορικό κέντρο. Αθήνα: Καστανιώτης.

-Μαρκόπουλος, Γ. (2006). Εντός και εκτός έδρας. Το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση. Αθήνα: Καστανιώτης.

-Μαρκόπουλος, Γ. (2014). Ποιήματα 1968-2010. Επιλογή. Αθήνα: Κέδρος.

-Παύλου, Σ. (2010). Ποίηση και ποδόσφαιρο. Στο Μικροφιλολογικά και άλλα (σσ. 48-51). Λευκωσία: Κέντρο Μελετών Ιεράς Μονής Κύκκου.

-Richards, T. (ed.) (2010), Soccer and Philosophy. Beautiful Thoughts on the Beautiful Game. Chicago and La Salle / Illinois: Open Court.

-Σταμάτης, Α. (2000). Το βλέμμα του Σεπ, Η Λέξη 156, 261.

-Σταμάτης, Α. (2018). Ποδόσφαιρο: η θεσμοποιημένη πάλη, Το Βήμα, 03.06.2018.

-Φουρναράκη, Ε. (2004). Ένα κείμενο, μία ιστορία: Για το γαλλικό ρεύμα της κριτικής θεωρίας του αθλητισμού, Σύγχρονα Θέματα 85, 34-41.

-Williams, R. (1977). Marxism and Literature, Oxford: Oxford University Press.

*Πυρήνας εισήγησης στο συνέδριο «Αθλητισμός & Τέχνη: Επιστημονικός & Καλλιτεχνικός Διάλογος»: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 05-07.04.2019.Ευχαριστώ και από αυτή τη θέση τον καθηγητή φιλοσοφίας του ΑΠΘ Φιλήμονα Παιονίδη για τις παρατηρήσεις του.

 

Δημήτρης Κόκορης

Νεοελληνιστής φιλόλογος, καθηγητής στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόσφατα επιμελήθηκε τη χρηστική επανέκδοση του μυθιστορήματος του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Οι σκλάβοι στα δεσμά τους (2022), καθώς και της Ασκητικής του Νίκου Καζαντζάκη (2023). Το πιο πρόσφατο βιβλίο του: «Άθλημα ή αθλιότης;». Το ποδόσφαιρο και η φιλοσοφία του στη νεοελληνική λογοτεχνία του εικοστού αιώνα (2024).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.