Ήταν άνοιξη του 1974, είχε πέσει θλίψη μετά τα αλλεπάλληλα χτυπήματα της Ασφάλειας σε όλες σχεδόν τις αντιστασιακές οργανώσεις. Βρισκόμασταν ακόμη στο κατάστημα της οδού Φειδίου. Μια μέρα, μου λέει η Μπέλα: «πάρε αυτά τα τιμολόγια και πετάξου στο Χόλυγουντ, στην πλατεία Κάνιγγος, μπας και σου δώσει τίποτε αυτός ο τύπος. Πρόσεξε μη σε ρίξει με τα πολιτικά ή δεν έχω ή, η Μπέλα με γουστάρει και τέτοια…».
Χόλυγουντ έλεγαν τότε το μεγάλο κτίριο που βρίσκεται στη γωνία της πλατείας Κάνιγγος, στην οδό Τζωρτζ και Ακαδημίας. Το έλεγαν έτσι διότι εκεί βρίσκονταν όλες οι εταιρείες εκμετάλλευσης και διακίνησης κινηματογραφικών ταινιών.
Ήμουν άβγαλτος. Πήρα τα τιμολόγια, τρία τον αριθμό, διάβασα το όνομα του βιβλιοπώλη και ξεκίνησα. Σε δυο λεπτά ήμουν εκεί.
Η Στοά που οδηγεί από την Ακαδημίας στη μικρή οδό Κλεισόβης ήταν γεμάτη με τσίγκινες θήκες, που περιλάμβαναν κινηματογραφικές ταινίες, και υπήρχε μια οχλοβοή από τους υπαλλήλους που τις ξεχώριζαν και, κατόπιν, τις φόρτωναν σε κάποια τρίκυκλα ή και σε φορτηγά στην οδό Κλεισόβης. Αυτός ο δρόμος, στο πίσω μέρος του Χόλυγουντ, τότε, δεν ήταν πεζόδρομος όπως σήμερα. Και τα διώροφα σπίτια του τα κατοικούσαν ακόμη κάποιες οικογένειες.
Από την τζαμαρία βλέπω έναν κύριο, περίπου σαραντάρη, αναμαλλιασμένο κι αξούριστο, μαυριδερό, μ’ ένα μάτι μισόκλειστο και το άλλο, το τσακίρικο, ορθάνοιχτο. Χτυπώ το τζάμι της πόρτας, ανοίγω και μπαίνω λέγοντας: «καλημέρα σας…». Με κοιτάζει με απορία, σχεδόν δεν μου μιλάει. Σιωπή. Μετά από κάποιες ρουφηξιές του τσιγάρου του, σβήνει τη γόπα στο τασάκι και με ξανακοιτάζει με ύφος διερευνητικό και λέει:
«Τι θες;».
Του απαντώ: «Έχω κάποια τιμολόγια επί πιστώσει. Αν μπορείτε να μου δώσετε κάποιο ποσό έναντι».
Τραβά μια ακόμη ρουφηξιά, τινάζει τη στάχτη του στο γεμάτο γόπες τασάκι και, επιθεωρώντας με απαξιωτικά, λέει με αποστροφή:
«Επίτηδες σε έστειλε αυτή. Με γουστάρει, αλλά εγώ δεν της δίνω σημασία!».
«Η ποια;», του λέω.
«Κάτσε να πιούμε ένα ούζο», απαντά. «Τι με κοιτάς; Σου είπα, με γουστάρει! Κάτσε. Θα σου πω…».
Κάθισα αμήχανος. Πιάσαμε την κουβέντα. Πολιτικά. Επιφυλακτικά στην αρχή. Ξέχασε το ούζο. Μετά από ώρα, με σοβαρό ύφος μου είπε, «ξέρεις φίλε, εγώ ήμουν υπεύθυνος του παράνομου μηχανισμού του Κόμματος, μέχρι τη διάλυση της ΕΠΟΝ, το 1958!» Ενθουσιασμένος, τον πίστεψα και σκεφτόμουν μέσα μου: «Κοίτα ρε με ποιον μιλάω…», θαυμάζοντας τον εαυτό μου για τη γνωριμία που έκανα!
Καπνίζουμε ασταμάτητα. Από το ένα τσιγάρο στο άλλο, δημιουργήθηκαν οι βάσεις μιας σπουδαίας φιλίας. Εξαντλήσαμε τα κομματικά. Μπήκαμε σε άλλα.
«Ξέρεις», μου λέει κάποια στιγμή, κοιτάζοντάς με κατάματα: «έχω παίξει στον κινηματογράφο. Στην ταινία Το παιδί και το δελφίνι!».
«Μπα;», του είπα έκπληκτος, ενώ ο θαυμασμός μου γι’ αυτόν είχε πάρει μπόι.
«Ναι. Πρωταγωνιστής του ελληνικού καστ. Εγώ, που με βλέπεις, πλάι στη Σοφία! Άκου πώς έχει η ιστορία: Είμαστε στην Ύδρα για τα γυρίσματα. Ένα μεσημέρι, κουρασμένοι, αφού φάγαμε σ’ ένα ταβερνάκι, ξαπλώνουμε στην παραλία. Είμαι εξαντλημένος. Η Σοφία έρχεται και ξαπλώνει πλάι μου· με παίρνει ύπνος βαθύς. Αίφνης αισθάνομαι ένα γλυκό χάδι. Ανασηκώνομαι έντρομος, ανοίγω το μάτι μου το καλό, και βλέπω τι;»
H Σοφία είναι η Σοφία Λόρεν, μεγάλη σταρ του ιταλικού κινηματογράφου, σύζυγος τότε του παραγωγού Κάρλο Πόντι, που πρωταγωνιστούσε στην ταινία.
«Τι βλέπεις;», ρωτάω εγώ με ενδιαφέρον και σοβαρότητα.
«Τη Σοφία να με χαϊδεύει και να μου χαμογελά. Αυθόρμητα της λέω: “Σοφία, τι θα πει ο Κάρλο αν το μάθει;”».
Μένω ξερός!
Συνεχίζει: «Γι’ αυτό σου λέω. Αν ήθελα τη Σοφία θα την είχα! Να ξεπέσω τώρα στην Μπέλα; Πάει πολύ! Σύρε πες της, πέθανε η αγορά. Όταν θα έχω, θα ’ρθω μόνος μου απ’ εκεί να την ξοφλήσω. Να τα αφήσει αυτά που ξέρει…».
Έπειτα από λίγο καιρό περνώ πάλι από το Χόλυγουντ. Το βιβλιοπωλείο είχε κλείσει. Κι ο κύριος Θωμάς, του οποίου είχα γίνει «ανθυπασπιστής», είχε αναχωρήσει στο Παρίσι, χωρίς να μου δώσει εξηγήσεις ή οδηγίες! Εκεί, απ’ ό,τι έμαθα αργότερα, έκανε παρέα τον Ναύαρχο Δημήτρη Γιακουμάκη, μετέπειτα εκδότη του περιοδικού Τομές, κατά τη, μετά τον Δημήτρη Δούκαρη, περίοδο εκδόσεώς του. Ο Ναύαρχος είχε πολλές διηγήσεις για τον κ. Θωμά του Χόλυγουντ.
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν επανασυνδεθήκαμε, δεν ξαναμιλήσαμε για την περίπτωση της Μπέλας. Είχαμε δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες άλλες περιπτώσεις, για πολύ όμορφες διασημότητες να συζητήσουμε. Πηγαίναμε στο ουζερί Λέσβος ή στο ημιυπόγειο βιβλιοπωλείο της οδού Καλλιδρομίου ή στο μεζεδοπωλείο Πειναλέων της Μαυρομιχάλη και στον Τσιγαρά, το ταβερνάκι της οδού Παράσχου στου Γκύζη, ή στο περίφημο Εντίμ της οδού Φερρών, όπου βρισκόμασταν τα Σάββατα. Ήταν η εποχή που πήρα προαγωγή. Έγινα υπασπιστής του!
Τελευταία φορά που βρεθήκαμε ήταν στον ένα χρόνο από το θάνατο του Ναυάρχου (και ποιητή) Δημήτρη Γιακουμάκη. Αποφασίσαμε να πάμε στο Εντίμ και να πιούμε στη μνήμη του. Ήμασταν ο Θωμάς, ο Χρίστος Ρουμελιωτάκης, ο Τάσος Καπερνάρος, ο Γιάννης Κουβαράς, ο Κώστας Χριστοφιλόπουλος κι ο γράφων. Φτάσαμε στο Εντίμ αλλά ο Ιδιοκτήτης ήταν τσαντισμένος για κάποιο λόγο και μας είπε ότι είναι κλειστός και δεν σερβίρει. Στενοχωρηθήκαμε. Αμήχανοι συζητούσαμε μερικά μέτρα πιο κάτω, οπότε ο Θωμάς βλέπει απέναντι ακριβώς ένα καινούργιο μπαρ που είχε ανοίξει. Πήγαμε εκεί και πίναμε στη μνήμη του Ναυάρχου μέχρι που βράδιασε. Εκεί φωτογράφισα την παρέα…
Μια μαύρη μέρα, χτυπάει το τηλέφωνο και μια γνώριμη φωνή μου λέει: «Το έμαθες; Πέθανε ο Γκόρπας…». Ήταν ο Πατίλης. Ο κύριος Θωμάς, ξέχασα να το πω, ήταν ο Γκόρπας.
Προς στιγμήν ξαφνιάστηκα. Μη θέλοντας να πιστέψω αυτό που άκουσα από τον Πατίλη, είπα αυθόρμητα: «Έλα, άσ’ τα αυτά. Με τέτοια θέματα δεν κάνουν πρωταπριλιάτικες πλάκες…». Ήταν 1η Απριλίου του 2003. Όμως ο Γιάννης επέμεινε και μια θλίψη απέραντη εγκαταστάθηκε στην ψυχή μου. Ο κύριος Θωμάς του Χόλυγουντ μας είχε αφήσει για πάντα.
Δεν είμαι ο Θωμάς που λέτε ότι ξέρετε
δεν είμαι ο ποιητής που λέτε ότι θαυμάζετε
δεν είμαι καταπληκτικός δεν είμαι ανεπανάληπτος
ούτε θηρίο της ερήμου ούτε σκύλος που δαγκώνει...
Μέσα μου ένα άνθος απολέμητης μοναξιάς
και τα πικρά φύλλα της καρδιάς γεμάτα
δροσερές πηγές λυγμών.
Σώζομαι αν σώζομαι τελικά χάρη σε κάποιες τέχνες
ταπεινές που ξέρω: του τσιγάρου του ξενυχτιού
της νοσταλγίας και της αθανασίας τόσων
ωραίων πραγμάτων που περνάνε απαρατήρητα...
Ψάχνω για νέες αγάπες πυρετωδώς και όταν δεν
τις βρίσκω τις φαντάζομαι ώσπου να τις βρω...
Γράφω πού και πού ποιήματα μερικά απ' τα πολλά
που ονειρεύομαι και βάζω μέσα σ' αυτά δικά μου και
δικά σας όνειρα για τα οποία εσείς και ντρέπεστε
και υποφέρετε φοβάστε και σιγά σιγά πεθαίνετε...