Σύνδεση συνδρομητών

Ξαναδιαβάζοντας το Τρίτο Στεφάνι

Τετάρτη, 03 Μαρτίου 2021 23:06
Ο Κώστας Ταχτσής, με τη βέσπα του, από τον Αλέκο Παπαδάτο. Ο Ταχτσής αγαπούσε πάντα το συγκεκριμένο μεταφορικό μέσο, είχε μάλιστα επιχειρήσει μια φορά με βέσπα να κάνει το γύρο της Ευρώπης.
Αλέκος Παπαδάτος / The Books' Journal
Ο Κώστας Ταχτσής, με τη βέσπα του, από τον Αλέκο Παπαδάτο. Ο Ταχτσής αγαπούσε πάντα το συγκεκριμένο μεταφορικό μέσο, είχε μάλιστα επιχειρήσει μια φορά με βέσπα να κάνει το γύρο της Ευρώπης.

Κώστας Ταχτσής, Το Τρίτο Στεφάνι. Μυθιστόρημα, πρόλογος: Μικέλα Χαρτουλάρη, Ψυχογιός, Αθήνα 2020, 352 σελ.

Το Τρίτο Στεφάνι είναι μυθιστόρημα που πρέπει να διαβάσει κάποιος δύο ή τρεις φορές στη ζωή του. Οι περισσότεροι διαβάζουν τέτοια μυθιστορήματα όταν είναι έφηβοι, όταν ακόμα είναι ευσυγκίνητοι και εντυπωσιάζονται εύκολα. Μολοντούτο, το ίδιο βιβλίο μιλάει διαφορετικά σε όσους έχουν πιάσει τα σαράντα και αρχίζουν να πλήττουν από την ίδια τους τη ζωή, ενώ είναι μοιραίο όταν διαβαστεί από όσους έχουν περάσει τα εξήντα. Μόνο όταν κάποιος νιώσει τον χρόνο να επιβραδύνεται στο σώμα του μπορεί να κατανοήσει τη μοναδική ποιότητα της αφηγηματικής φωνής στο μυθιστόρημα αυτό, που αγωνίζεται, κάτω από τις περιπέτειες της ιστορίας, να απομνημειώσει την ασήμαντη λεπτομέρεια, να διασώσει τα φαινόμενα από τη λήθη και να τα κατονομάσει με κάθε τρόπο, εφόσον οι λέξεις είναι οι μόνες γέφυρες που μπορούν να χτιστούν πάνω από την ακατάπαυστη ροή του χρόνου.

Η επανέκδοση ενός βιβλίου όπως Το Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή δείχνει καταρχήν την αντοχή του στον χρόνο, παρά και μέσα από την αλλαγή των αναγνωστικών προτιμήσεων. Λίγα βιβλία το κατορθώνουν, κυρίως μάλιστα όσα  συνεχίζουν να συζητούνται για την αισθητική απόλαυση που προσφέρουν, παρά τις μεταβολές σε συνήθειες, τεχνοτροπίες ή αναφορές – αν βεβαίως δεν αντιμετωπίζουμε τη λογοτεχνία μονάχα ως τεκμηρίωση μιας εποχής. Δευτερευόντως, η επανέκδοση τέτοιων βιβλίων είναι μια ηθική υποχρέωση απέναντι στα κείμενα που διαμόρφωσαν  ορίζοντες προσδοκιών στο παρελθόν και προσφέρει την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε την αξία τους, δηλαδή τη δυνατότητά τους να ανταποκρίνονται σε νέες καταστάσεις.

 Όσον αφορά το Τρίτο Στεφάνι, η αλήθεια είναι ότι συχνά συγχέουμε το τραγούδι με τον τραγουδιστή, όπως έγραφε ο Κορνάρος. Η ζωή του Ταχτσή παρέχει από μόνη της ένα υλικό μυθοπλασίας για βιογραφία, όπως αυτή που έκανε ο Σαρτρ για τον Ζενέ, όχι απλώς του καλλιτέχνη αλλά κυρίως της καλλιτεχνικής πράξης. Ήμουν νέος όταν τον συνάντησα, γύρω στο 1984, στην οδό Καλλιδρομίου, στο διαμέρισμα του Κίμωνα Φράιερ, με τον οποίο είχαν μια σχέση αγάπης και μίσους. Σε κάποιο πρόσφατο συμβάν, ο Ταχτσής είχε ξυλοκοπηθεί από κάποιους αντιπάλους του, και θυμάμαι την οργή και τη μελαγχολία του προσώπου του. «Γιατί;» έλεγε στον Κίμωνα Φράιερ, «γιατί; Τι θέλουν; Τα ίδια πράγματα δεν ζητάμε;» Και ενώ μιλούσε ακατάσχετα, το πρόσωπό του κοκκίνιζε από μανία ενώ δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια του. Δεν θα ξεχάσω επίσης τη θλίψη και τα δάκρυα του Κίμωνα, μόλις έμαθε αργότερα τη δολοφονία του. «Τι κρρρίμα», έλεγε, με την αμερικανική προφορά του, «τι κρρρίμα... Ήταν γκενναίος... Να χαθεί ένα τόσο μεγκάλο τάλαντο και άνθρρρωπος. Τέτοιες στιγκμές μισσσώ την Χελλάδα...»

Στίς λίγες συναντήσεις μας, ο Ταχτσής έδειχνε μεγάλη αδιαφορία για το αν διαβαζόταν το έργο του. «Με νοιάζει μόνο να με διαβάζουν σε πενήντα ή εκατό χρόνια από σήμερα», επαναλάμβανε σχεδόν μονολογώντας. Μιλούσε επίσης με απογοήτευση για την αποτυχία της αγγλικής μετάφρασης του Τρίτου Στεφανιού, έκανε ειρωνικά σχόλια για τον μεταφραστή και φαινόταν να μην ενδιαφέρεται καθόλου για λογοτεχνία, γενικώς. Ως νέος και φανατικός για γράμματα, τον ρωτούσα για τον Τζόϋς, τον Προυστ, τον Ντοστογιέφσκι, τον Χουλιαρά, τον Μίσσιο, τη Ζατέλη, τη Δούκα και άλλους που μεσουρανούσαν εκείνη την εποχή. Απαντούσε με υπεκφυγές και μισόλογα, «δεν ξέρω το έργο τους καλά», έλεγε και «δεν διαβάζω πλέον πεζογραφία».  Στη ζωή του, η λογοτεχνία φαινόταν πλέον σαν ένα μακρινό υπόβαθρο, ένα καταφύγιο, μια απόδραση, και δεν έδειχνε καμιά λαχτάρα για επιβεβαίωση και αναγνώριση. «Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα  κλαίει», έλεγε με τον στίχο του Καβάφη, προσθέτοντας με τα ου φωνητά της καλιαρντής ιδιολέκτου τα αντικείμενα των πόθων του. Μετά το θάνατό του, ο Κίμων Φράιερ επέμενε ότι δεν ήθελε να γεράσει, «ήθθθελε να είναι πάντα ποθθθητός», όπως έλεγε, «να τον ποθθθούν, χωρρρίς ο ίδιος να ποθθθεί τίποτε άλλο πέρρρα από το κυνήγκι του πόθθθου».

Ο τραγικός και ανεξιχνίαστος θάνατός του απoδέσμευσε το Τρίτο Στεφάνι από τη δυναστική προσωπικότητα του συγγραφέα του. Το μυθιστόρημα εξακολουθεί να διαβάζεται ακόμα και όταν η προσωπικότητα του συγγραφέα δεν υποστηρίζει την ύπαρξή του. Δεν χρειάζεται να ξέρεις τίποτε βέβαια για τον Ταχτσή για να απολαύσεις την ιδιοσυγκρασιακή γραφή του βιβλίου του. Ιδιαίτερα σήμερα το Τρίτο Στεφάνι από ατομικό έργο έχει σχεδόν μεταμορφωθεί σε συλλογικό κτήμα,  έχει γίνει ο καθρέφτης μιας εποχής και χρειάζεται μια διαφορετική πλέον προσέγγιση. Όχι  μόνο ως σχόλιο στη ζωή και το έργο του συγγραφέα του ή σημείο αναφοράς μιας νοοτροπίας, αλλά επίσης και ως αισθητικό μόρφωμα και καλλιτεχνική αρτίωση, ως το άθροισμα των ως τώρα αναγνώσεών του.

 

Παρεξηγήσεις

Χρόνια πριν, στο περιοδικό Διαβάζω, με τον αλησμόνητο Ηρακλή Παπαλέξη που του άρεσαν οι προκλήσεις, είχα γράψει μια μάλλον αρνητική κριτική για το μυθιστόρημα. Έψεξα το βιβλίο και τον συγγραφέα του για το γεγονός της άκριτης εξιδανίκευσης του μικροαστισμού που απεικονιζόταν ως η σημαίνουσα οργανωτική αρχή της ελληνικής κοινωνίας και της ελληνικής ταυτότητας. Ως νέος, είχα μια μάλλον ιδεοληπτική και ρομαντική αντίληψη για τη νεοελληνική πραγματικότητα και το νεοελληνικό υποκείμενο. Νόμιζα ότι ήμασταν μια κοινωνία πολιτισμικών αξιών και διανοητικών παρακαταθηκών. Νόμιζα ότι η νεοελληνική κοινωνία ήταν ένα πολιτισμικό κέντρο και μια κεντρομόλος δύναμη εκπολιτισμού. Νόμιζα τέλος ότι οι Νεοέλληνες ήταν αγωνιστές, πως αντιστέκονταν, πως ήταν αντιρρησίες, πως προκαλούσαν. Απέναντι σε αυτές τις φαντασιώσεις και παρακρούσεις, στεκόταν το Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή με την καταθλιπτική έλλειψη ορίζοντα, τη μανική λατρεία τού τώρα, τη δοξολόγηση του επεισοδίου και την αδιέξοδη ηθική της επιβίωσης με κάθε τρόπο που το διαμορφώνουν ως αφήγηση και συμβολικό χώρο.

Είδα τότε το βιβλίο σαν μια αντίδραση στον ιδεαλισμό και τον ρομαντισμό που χαρακτήριζε τη μεταπολιτευτική Ελλάδα, δίνοντάς την αίσθηση μιας αποστολής, ενός πεπρωμένου, όπως έλεγε η πολιτική μας ηγεσία. Camera obscura, βέβαια, το άσπρο μαύρο και τανάπαλιν. Μέσα στο εύπλαστο μυαλό μας, ο καιροσκοπισμός είχε μεταμορφωθεί σε ιδεαλισμό και ο κομφορμισμός σε σοσιαλιστικές ουτοπίες, σε ένα λαό ο οποίο το μόνο που ζητούσε ήταν να ξεχάσει και να βολευτεί. Η μοίρα του βιβλίου του Ταχτσή μου θυμίζει το άλλο παρεξηγημένο μυθιστόρημα της λογοτεχνίας μας, τον Ζορμπά του Νίκου Καζαντζάκη. Ενώ το βιβλίο είναι μια στωική ελεγεία, ένας διαρκής αποχαιρετισμός, μια νεκρική ανάκληση, η ελληνική ιδιοφυΐα το μετέτρεψε σε εκστατικό χορό, επικούρειο ηδονισμό και επικερδέστατο εμπόρευμα. Εκεί που ο Καζαντζάκης μόρφαζε από πόνο, αηδία ή τρόμο, οι αναγνώστες  και οι θεατές του έβλεπαν φαγοπότια, ερωτομανία και φαντασιοκοπήματα.

Το Τρίτο Στεφάνι συγκροτεί, μαζί με τον Ζορμπά, τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη και τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα, τα τέσσερα μεγάλα αφηγήματα που, το καθένα με τον τρόπο του, διαμόρφωσαν τα συμβολικά όρια και τα σημασιακά περιθώρια του νεοελληνικού φαντασιακού. Πολλοί επαίνεσαν τον φωνογραφικό ρεαλισμό του κειμένου, άλλοι την παρωδιακή φύση της διήγησης, και πολλοί τόνισαν την υφέρπουσα σεξουαλική πρόκληση, το γεγονός ότι ο συγγραφέας αντιμεταθέτει ρόλους και αντιστρέφει προσδοκίες. Ίσως εδώ να μας βοηθήσει κάπως η ζωή του να κατανοήσουμε τη διεμφυλική γραφή ενός σύγχρονου Τειρεσία, που απαλαμβάνει τον έρωτα ως άντρας και γυναίκα ταυτοχρόνως. Χωρίς να καταφεύγουμε σε εύκολους βιογραφισμούς, ο Ταχτσής βίωνε τη σεξουαλικότητα με τις γνωστές αμφιθυμίες των μεσογειακών αρσενικών, που οι περισσότεροι κάνουν έρωτα με τον θηλυκό τους εαυτό. Αυτό το ήξερε ο Ταχτσής. Από όσα γνωρίζουμε μάλιστα είχε μια μάλλον απόλυτη αντίληψη των διαφορών μεταξύ άντρα και γυναίκας, δεν πίστευε στο τρίτο φύλο, ούτε περισσότερο στα εβδομήντα δύο φύλα της σύγχρονης πολιτικής ορθότητας.

Ο Ταχτσής διατηρούσε μια προνεωτερική, σχεδόν αρχαϊκή, αντίληψη των σωμάτων και των λειτουργιών τους: ο «άντρας» ήταν βίαιος και αρπακτικός, η «γυναίκα» φιλήδονη και φαλλολάτρις. Απόλυτα δοσμένοι και οι δύο στην επιθυμία, χρησιμοποιούν τα πάντα, ρούχα, ψιμμύθια, παπούτσια και ακόμα την καταπίεση, την ταπείνωση και τον εξετευλισμό ως πολλαπλασιαστές της επιθυμίας και ως δωρητές ενός οργιαστικού ερωτισμού, πέρα από τις εκλογικεύσεις της κοινωνίας ή τις  μεταθέσεις της διανόησης. Διεγείρονταν σεξουαλικά από τον πόνο της καταπίεσης, την κακοποίηση από αστυνομικούς ή την εκμετάλλευση από τσόλια. Τα χρήματα πολλαπλασίαζαν τον πόθο και μεγιστοποιούσαν τον οργασμό, όπως και οι στολές των φαντάρων και των ναυτικών. Για όσους Νεοέλληνες μεγάλωσαν με τα υπαινικτικά ποιήματα του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη ή τις πιπεράτες μεταφορές του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη ή τις μετωνυμίες του Άρη Δικταίου, η γραφή του Ταχτσή αποσταθεροποιούσε κάθε προσδοκία νομιμοποίησης και αποδοχής. Εδώ δεν υπάρχει χώρος για τραύματα, θυματοποίηση ή φόβο, για αυτάρεσκο δικαιωματισμό και ναρκισσευόμενη απελπισία. Όλα υπηρετούν την επιθυμία, όλοι διεγείρουν τον πόθο, τα πάντα συνταράσσει ένας πανίσχυρος οργασμός – και η αυτολήθη που προσφέρει. Ο αφηγητής δεν είναι ένα αδύναμο θύμα αλλά ένα εθελούσιο θήραμα που στήνει το ίδιο του το κυνηγητό και μηχανεύεται τρόπους να το παρατείνει και να το εξαγριώσει. Η δύναμίς μου εν διωγμοίς τελειούται.

 

Νίτσε, Ζενέ και Φουκώ

Στη ζωή, πέρα από την απόλυτη ελληνοφροσύνη του, ο Ταχτσής υπήρξε ένα μείγμα Νίτσε, Ζενέ και Φουκώ. Δεν είχε τα πολιτικά και θρησκευτικά έρματα του Παζολίνι, ούτε το  μένος και την οργή του Ρενάλντο Αρίας ούτε τη φυλετιστική συνείδηση του Τζέιμς Μπάλντουιν. Η γραφή του δεν έχει καμιά σχέση με τις γλυκανάλατες ιστοριούλες του Άρμιστεντ Μόπιν (Armistead Maupin), οι αισθητιστικές παρακρούσεις του Άντριου Χόλεραν (Andrew Holleran) ή τα πολιτικά ομορομάντζα του Άλαν Χόλινγκχερστ (Alan Hollinghurst) ή τα ανοργασμικά σημειώματα του Έντμουντ Γουάιτ (Edmund White). Ακόμα και η μαύρη και καταραμένη ποιητικότητα του Ζαν Ζενέ ήταν γι’ αυτόν πολύ μπουρζουά και καθωσπρέπει.

Τα διηγήματά του είναι από τα σημαντικότερα που γράφτηκαν στα ελληνικά, γεμάτα πυκνότητα, αισθητική αυτάρκεια και υπαρξιακή ευφορία. Τα Ρέστα και Η Γιαγιά μου η Αθήνα δεν είναι κομμάτια ή τα περιτρίμματα του μεγάλου του έργου, αλλά προεκτάσεις και εμβαθύνσεις των αρχών του, χωρίς τη μεγάλη αφήγηση του δραματικού μονολόγου που ενοποιεί τις εποχές, τις φωνές και τις αποκλίσεις στο Τρίτο Στεφάνι. Χρειάζεται να διαβάζονται όλα μαζί, μαζί με την αυτοβιογραφία του, Το Φοβερό Βήμα, που επεξηγεί, ακόμα και στηνλογοκριμένη μορφή που δημοσιεύτηκε, πολλές υποδόριες αναφορές του λογοτεχνικού του έργου.

Αλλά γιατί λοιπόν να διαβάζουμε το Τρίτο Στεφάνι; Η ερώτηση απαντιέται μόνο αν αποσαφηνίσουμε το τι ζητάμε σήμερα από τη λογοτεχνία. Ή τι τέλος πάντων δίνει η ανάγνωση της λογοτεχνίας στο σημερινό κοινό, το διαμορφωμένο από την κοινωνία του θεάματος, την τηλεοπτική εικόνα, την κινηματογραφική κάμερα μέσα σε μια ατμόσφαιρα συναισθηματικού υπερκαταναλωτισμού. Διότι, ακόμα και αν γνωρίζουμε τη ζωή και υποθέσουμε την ταυτότητα του συγγραφέα του, θα ήταν εντελώς απροβλημάτιστο να υποστηρίξουμε ότι το Τρίτο Στεφάνι ανήκει στη “gay literature” ή διατυπώνει μια “queer voice,” ότι ανήκει δηλαδή σε ένα συγκεκριμένο ή διακριτό λογοτεχνικό είδος.  Πιστεύω ότι ακριβώς αυτή η ειδολογική ρευστότητα και μορφολογική απροσδιοριστία προσδίδει στο μυθιστόρημα την αισθητική και συγκινησιακή του ολότητα, όπως επίσης και τη δυνατότητα να συγκινεί μέχρι σήμερα.

Το Τρίτο Στεφάνι είναι ένα αριστούργημα αντικατοπτρισμών και αντιστροφών. Παρά την πραγματολογική του ακρίβεια, είναι ένα κείμενο προφορικής ανασυγκρότησης του παρελθόντος: η προφορικότητά του κειμένου, δηλαδή η ρητορική διάρθρωση μιας ομιλίας που δεν δομείται γύρω από την τυπωμένη του εικόνα, διαμορφώνει την πολύτροπη σημασιακή του δυναμική. Είναι ένα έργο αναγνωστικής ευφορίας για απαγγελία και ανάγνωση, ένας δραματικός μονόλογος, το ιδανικό audiobook. Γι’ αυτό και κάθε προσπάθεια να κινηματογραφηθεί μάλλον υστέρησε στην απόδοση της αισθητικής του αυτάρκειας (μολονότι ο Γιάννης Δαλιανίδης είναι το ακριβές αντίστοιχο του Ταχτσή στον κινηματογράφο). Η συμβατότητα των δυο φωνών ωστόσο δεν σημαίνει και σύγκλιση των αισθητικών τους.  Υπάρχει μια υποδόρια εσωτερικότητα στον Ταχτσή με την οποία ο Δαλιανίδης δεν μπορούσε να σχετιστεί. Οι εικόνες του, όπως λόγου χάρη στη Στεφανία (1966)ή, κυρίως, στην Ιστορία μιας ζωής (1965),  ήταν πολύ γλυπτικές για να αποδώσουν τη ρευστότητα των τύπων που διαβάζουμε στο Τρίτο Στεφάνι, με τη λανθάνουσα σύγκρουση μεταξύ αυτού που αποκρύπτεται και αυτού που δηλώνεται. Η φύσις κρύπτεσθαι φιλεί, έλεγε ο Ηράκλειτος και, όντως, αυτό το παιχνίδι της ενσυνείδητης απόκρυψης δίνει στο Τρίτο Στεφάνι τη σημασιακή του ενέργεια και ένταση – αν και μέχρι τέλους η φύσις παραμένει αποκεκρυμμένη.

Το Τρίτο Στεφάνι είναι μυθιστόρημα που πρέπει να διαβάσει κάποιος δύο ή τρεις φορές στη ζωή του. Οι περισσότεροι διαβάζουν τέτοια μυθιστορήματα όταν είναι έφηβοι, όταν ακόμα είναι ευσυγκίνητοι και εντυπωσιάζονται εύκολα. Μολοντούτο, το ίδιο βιβλίο μιλάει διαφορετικά σε όσους έχουν πιάσει τα σαράντα και αρχίζουν να πλήττουν από την ίδια τους τη ζωή, ενώ είναι μοιραίο όταν διαβαστεί από όσους έχουν περάσει τα εξήντα. Μόνο όταν κάποιος νιώσει τον χρόνο να επιβραδύνεται στο σώμα του μπορεί να κατανοήσει τη μοναδική ποιότητα της αφηγηματικής φωνής στο μυθιστόρημα αυτό, που αγωνίζεται, κάτω από τις περιπέτειες της ιστορίας, να απομνημειώσει την ασήμαντη λεπτομέρεια, να διασώσει τα φαινόμενα από τη λήθη και να τα κατονομάσει με κάθε τρόπο, εφόσον οι λέξεις είναι οι μόνες γέφυρες που μπορούν να χτιστούν πάνω από την ακατάπαυστη ροή του χρόνου.

Από μια άποψη,  ο Ταχτσής έφερε στην επιφάνεια μια παράδοση λόγου που πάει πίσω στον Παπαδιαμάντη, την Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, ακόμα και τον Δημοσθένη Βουτυρά και τον Πέτρο Πικρό. Χαρακτηριστικό αυτής της λογοτροπίας ήταν ότι δεν ήθελε να αποδείξει τίποτε, δεν είχε μια αισθητική θεωρία, ούτε  επιθυμούσε να έχει και, τέλος, ότι επέμενε να μην επιβάλλει μια επίπλαστη ενότητα στην πολυμορφία, το χάος και το ευμετάβολο της καθημερινής εμπειρίας.

Στα έργα του Ταχτσή δεν βρίσκουμε τις μεγάλες θεωρητικές συζητήσεις του Άγγελου Τερζάκη, τις ιδεολογικές αναζητήσεις του Γιώργου Θεοτοκά ή τις  νιτσεϊκές εκζητήσεις του Μ. Καραγάτση. Η γραφή του ρέει, μολονότι πολλές φορές υπτιάζει, όπως θα έγραφε ο Φώτιος, σαν τον μονόλογο της Μόλλυ από τον Οδυσσέα του Τζαίημς Τζόυς, όπως θα τον διάβαζε ο αφηγητής του Προυστ, ιδιαίτερα στον Ξανακερδισμένο Χρόνο. Η αναρχική και εκρηκτική γλώσσα της αφήγησης θέλει να διασώσει το συγκινησιακό ρευστό που ενώνει τις ανθρώπινες επαφές χωρίς να το κατονομάζει ή να το ανάγει σε μια οντολογική αφετηρία, όπως ο θεός, η κοινωνία, το έθνος ή η σεξουαλικότητα. Ένα άλλο μοναδικό ως προς το ειδολογικό του πρότυπο μυθιστόρημα, όπως Ο Καιάδας του Λουκά Θεοδωρακόπουλου, βγαίνει μέσα από τις δυνατότητες που άνοιξε η υπαρξιακή και συγκινησιακή πολυαρχία της πολύτροπης αφήγησης του Ταχτσή. Και τα δύο έχουν μια αξονική αρχή: την αποτύπωση αυτού που ο Μίλαν Κούντερα ονόμασε «το παλιό πάθος του μυθιστορήματος για το μυστήριο της παρούσας στιγμής, για τον πλούτο που εμπεριέχεται σε κάθε δευτερόλεπτο της ζωής, για το υπαρξιακό σκάνδαλο της ασημαντότητας».

 

Το μουρμουρητό της μοναξιάς

Ο χαμηλόφωνος δραματικός τόνος του Τρίτου Στεφανιού είναι καμωμένος γύρω από το μουρμουρητό της ανθρώπινης μοναξιάς. Είναι οι Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου και του Ρουσσώ μαζί. Ο Αυγουστίνος βρήκε την ενότητα της κατακερματισμένης ύπαρξής του στη ζωηφόρα παρουσία του θεού, ενώ ο Ρουσσώ έδωσε κέντρο στη διαλυμένη του υποκειμενικότητα με την επιστροφή στην αθωότητα μιας παιδικής ηλικίας μέσα στη φύση. Εδώ όμως ούτε θεός φαίνεται ούτε φύση. Η ζωή και η ψυχή βασανίζονται από κεντρόφυγες και όχι κεντρομόλες τάσεις. Όλα εμφανίζονται ξαφνικά και εξίσου ξαφνικά αφανίζονται. Η αφηγηματική φωνή εξωκεανίζεται, είναι χαμένη κάτω από την πληθώρα των ανατροπών και, ταυτόχρονα, γοητευμένη από την πολυχρωμία των εφήμερων συγκινήσεων. Δεν έχει καιρό να κάνει ένα βήμα πίσω και να στοχαστεί σε αυτά που γίνονται. Ο Καζαντζάκης στον Ζορμπά γράφει για το πώς γράφτηκε το μυθιστόρημα ενώ  ο συγγραφέας του προσπαθούσε να γράψει κάτι άλλο και πώς η διπλή αυτή διαδικασία οδήγησε στο τελικό βιβλίο.

Το Τρίτο Στεφάνι αρχίζει απότομα και τελειώνει απότομα, σαν να αποτελεί ένα όνειρο, μια παραίσθηση ή μια ονείρωξη της αφηγηματικής φωνής που εξαπολύεται χωρίς αναστολές και περιφράσεις προκειμένου να μιλήσει για αυτό που επιθυμεί, τον έρωτα, το σεξ, τον οργασμό – ή, μάλλον, την απουσία τους. Το δημοτικό του ύφος, η γλώσσα δηλαδή που δεν γνωρίζει και δεν αποδέχεται γραμματικές ορθοδοξίες, αντλεί από παντού και από τον καθένα, ανάλογα με την εκφραστική του δυναμική. Το Τρίτο Στεφάνι είναι, από άποψη κειμενικής διάρθρωσης, πλήρες συγγραφικής αυτοσυνειδησίας εν τη γενέσει της, τη στιγμή που ανακαλύπτει και διερευνά τα όριά της, γεμάτη παλινδρομήσεις και μεταπτώσεις. Η τελευταία φράση του είναι ενδεικτική: 

Μ’ αν , ό μη γένοιτο, πάθει και αυτός τίποτα, κι επιτρέψουν οι παπάδες, όπως άκουσα και τέταρτο γάμο, είμ’ ικανή να πάρω και τέταρτο άντρα. «Όχι, τίποτ’ άλλο», της λέω, «έτσι για να σε κάνω να σκάσεις!...» (σ. 346).

Με την παιγνιώδη αναφορά στο τελευταίο δημοσιευμένο ποίημα του Καβάφη («το ουσιώδες είναι που έσκασε») ο συγγραφέας εμπαίζει την προσδοκία του αναγνώστη μυθιστορημάτων να περιμένει ένα τέλος, μια λύση του δράματος, μια προσωρινή καθάρση των παθών.

Το πρότυπο αυτής της παιγνιώδους ειρωνείας πηγαίνει πίσω στην ιστορία, στα κείμενα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι πρώτες μαρτυρίες που εγκαινίασαν τον Νέο Ελληνισμό, στα ποιήματα του Πτωχοπρόδομου. Η ελληνική λογοτεχνία δεν έχει μια θεμελιώνουσα ακρογωνιαία προσωπικότητα με μια σύνθεση μεταφυσικής τάξεως. Ούτε Δάντη, ούτε Ραμπελαί, ούτε Σαίξπηρ. Αρχίζει με τον Πτωχοπρόδρομο, με τα ιπποτικα ρομάντζα και με τον Στέφανο Σαχλίκη, με μια ταπεινή δηλαδή καταγωγή και αντι-αριστοκρατικές καταβολές. Σαν κι αυτούς, ο συγγραφέας του Τρίτου Στεφανιού είναι ο μεγάλος ερανιστής,  που δομεί τη γλώσσα του πάνω σε απροσδόκητα ακούσματα ένθεν κακείθεν. Η γλώσσα του λαού και των ευγενών συμφύρονται μέσα σε μια σημασιακή ενέργεια που ξαφνιάζει και ενίοτε ενοχλεί.  

Επιπλέον, ο Ταχτσής, πέρα από τις αιφνιδιαστικές συνάψεις των λέξεων,  φαίνεται ανορθόδοξος,  γιατί οτιδήποτε γράφει στερείται συνοχής. Βέβαια, η ζωή δεν έχει συνοχή και όποιος βρίσκει νομοτέλειες, εσωτερικές ή εξωτερικές, συνομιλεί με τη βιβλιοθήκη του και όχι με τον κόσμο. Η αφηγήτρια δηλώνει «Μα τέλος πάντων, πότε είν’ ο άνθρωπος ευτυχισμένος; Αυτό πούχει σημασία είναι νάσαι ζωντανός και νάχεις την υγεία σου. Κι εγώ, δόξα τω θεώ, προς μεγάλην απογοήτευση της κόρης μου, αισθάνομαι πιο ζωντανή και κοτσονάτη από ποτέ» (σ. 339). Επιστροφή στις θεμελιώδεις αξίες, αυτό ενδιαφέρει τον μικροαστό. Να επιβιώσει, να ζήσει, να μην ταπεινωθεί. Αλλά η ματιά της αφηγήτριας δεν έχει κέντρο και δεν εστιάζει πουθενά.

Η αφήγηση πηγαίνει στο Λονδίνο και την Αγγλία μιλώντας για τα πρόβλημα που εχουν εκεί για συνταξιοδότηση, μετά πετάγεται στη Γαλλία και στα ερωτικά τους πάθη, ύστερα ενδιαφέρεται  για τους Αμερικανούς, αναθυμάται τους Γερμανούς και το υπόλοιπο κίνημα ειρήνης  στην  Ευρώπη για να καταλήξει στον «βλάχο-ξεβλάχο» από το Χαλάνδρι και την έκθεση ζωγραφικής με «παλιά αθηναϊκά σπίτια, τοπία και νεκρές φύσεις – είναι νόστιμα, έχουν νόημα, τα καταλαβαίνεις». Δεν υπάρχουν μικρά ή μεγάλα συγκείμενα γι’ αυτήν την αφηγηματική δομή. Αντλεί εκ πάντων και δανείζεται από παντού. Ξέρει όμως να τα μεταμορφώνει, γιατί όπως έγραφε ο Κωστής Παλαμάς «μόνο οι φερέγγυοι δανείζονται».

 

Από την Αυστραλία

Βέβαια, ο Ταχτσής, πίσω από τη δημοτικοφανή του αφέλεια, ήξερε να κρύβει μια κοσμοπολίτικη αίσθηση του γούστου, και με μαεστρία ενσωμάτωνε τον επαρχιωτισμό της μεσοπολεμικής και μεταπολεμικής Ελλάδας στις μεγάλες μεταπολιτεύσεις που επέφερε η νεωτερικότητα παγκοσμίως. Η αλληλογραφία του με τον αυστραλό ζωγράφο Carl Plate, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, δείχνει αυτή την ευρυγώνια ματιά του, την άπληστη περιέργεια για καθετί που συνέβαινε στον κόσμο, καλλιτεχνικό ή όχι. Εδώ ακριβώς μάλιστα βρίσκεται η κεντρική αισθητική της αφήγησης.

Στην Αυστραλία, όπου κατοικοεδρεύω, τον θυμούνται ακόμα. Πριν χρόνια, ο Μανώλης Λάσκαρης, ο αλεξανδρινός σύντροφος του νομπελίστα Πάτρικ Γουάιτ, μου είχε μιλήσει γι’  αυτόν και τη διαμονή του στο Σίδνεϋ. Έχω γράψει αλλού  για τις ανδραγαθίες του, όπως τουλάχιστον μου τις είπε ο κ. Λάσκαρης. Περπατώντας όμως στους δρόμους της πόλης και σε συνοικίες που κατοικούνται ακόμα κυρίως από έλληνες μετανάστες, κάποιος ευαισθητοποιείται στην πρόσληψη των δονήσεων της φωνής και της γλώσσας που ακούγονται γύρω του. Αν διαβαστεί από το Σίδνεϋ, όπου και γράφτηκε στο μεγαλύτερο μέρος του, το Τρίτο Στεφάνι διαπνέεται από την αναπόληση για τη χαμένη εστία και οι αφηγήσεις που διαβάζουμε εκεί καταγράφουν τη νοσταλγία μιας συνείδησης που προσπαθεί να ξορκίσει την απόσταση και να αποκαταστήσει τις γέφυρες με τους τόπους που αγάπησε και τη γλώσσα που την αγκάλιασε. Σαν τα αθηναϊκά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, οι μονόλογοι της Εκάβης και της Νίνας αναβιώνουν μια χαμένη αθωότητα, μια ιστορική απειρία και έναν απωλεσθέντα παράδεισο. Μολονότι θρυλείται ότι κατέστρεψε όλα όσα είχε γράψει στο Σίδνεϋ, το Τρίτο Στεφάνι είναι η βίβλος της μεγάλης αποδημίας, η παραμυθία της διασποράς, ένα βιβλίο χαιρετισμός προς τις γειτονιές που μεγάλωσε γραμμένο μέσα από τις πιέσεις μιας άλλης γλώσσας και τις τελετουργίες μιας άλλης πόλης.

«Εσυμπεριφέρετο, κύριε Βρασίδα μου», έλεγε ο Λάσκαρης, «ως εκμανέστατος εκδορεύς. Ηρέσκετο να εκμαυλίζει νεαρούς την πρώτην νύκταν των γαμηλίων τελετών τους!» «Μα, κύριε Λάσκαρη», αντέτεινε ο κύριος Βρασίδας, «τα θέλανε και αυτοί. Αν δεν τους άρεσε δεν θα ανταποκρίνονταν». «Ναι, βεβαίως, δεν αντιλέγω», απαντούσε με δυσφορία. «Αυτό μας διδάσκει πολλά διά την ερωτικήν επιθυμίαν, διότι διαψεύδει τον θείον Πλάτωνα, ο οποίος εδίδασκε ότι ο Έρως ένθεον ποιήσειεν προς αρετήν». Ο κύριος Βρασίδας απαντούσε δειλά: «Αυτό που έκανε ο Ταχτσής, ο άλλος συμπατριώτης σας το ονόμαζε  έξαψιν ερωτισμού και τέτοιες εξάψεις δεν κατευνάζονται εύκολα». «Ω, ναι», απαντούσε με απόγνωση. «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα... Μόνο εμείς εν τη Διασπορά βιώνουμε τοσαύτας πολλαπλάς αντινομίας», στο οποίο ο κύριος Βρασίδας δεν μπορούσε να απαντήσει ουδόλως.

Μέσα από μια τέτοια ανασυγκρότηση των περιστάσεων στις οποίες γράφτηκε το βιβλίο κατανοούμε τι πραγματικά σήμαιναν αυτά που του προσήπταν οι κριτικοί ως ασημαντολογία, μικρολογία και το «κουσκουσελιό δίπλα εις μπουγαδόνερα». Μέσα από την εμπειρία της αποδημίας, η αφήγηση ανασυγκροτούσε μνημονικά μια πληρότητα ύπαρξης, την οποία είχε διαλύσει η αποξένωση και η  απόσταση. Ο γλωσσικός πληθωρισμός, η συσσώρευση λεπτομερειών και η συμπαράθεση  ασύνδετων περιστατικών αποκαθιστούσαν την ελλείπουσα συνέχεια μεταξύ εμπειρίας και γραφής, ενώ σφράγιζαν τη σχέση παρόντος και παρελθόντος.

Η αφήγηση του Τρίτου Στεφανιού είναι μια οδύσσεια του καθημερινού ανθρώπου, που παρασύρεται από τα κύματα της ιστορίας και τις καταιγίδες του τόπου, χωρίς να καταλαβαίνει τι έχει συμβεί, για ποιo λόγο και ποιoς είναι υπεύθυνος. Η αφήγηση εικονογραφεί το ρητό του Ηρακλείτου, ώσπερ σάρμα ατάκτως κεχυμένον ο κάλλιστος κόσμος, γιατί αυτός ακριβώς υπήρξε ο κάλλιστος και μόνος κόσμος για τις αφηγήτριες του μυθιστορήματος. Ένα συνονθύλευμα ακοσμικών δυνάμεων που κρατιούνται μαζί χάρη στην ένταση των παθών και την ισχύ της οργής, δηλαδή χάρη σε πανίσχυρες ανορθολογικές δυνάμεις χωρίς σκοπό και προοπτική. Δεν διατείνομαι ότι όλα αυτά κωδικοποιήθηκαν ενσυνείδητα στο μυθιστόρημα. Το χάος της αφήγησης ωστόσο είναι σαν το χάος του υποσυνειδήτου: μαζί του παρασύρει οτιδήποτε βρεθεί στη ροή του,  χωρίς χρονική συνέχεια ή νοηματική συνέπεια και, κυρίως, χωρίς λογικό έλεγχο.

Ο Ταχτσής είναι ο αριστοτέχνης του ανακόλουθου και του συνεκδοχικού μέσα από μια αφήγηση η οποία διερευνά την αλήθεια του επουσιώδους. Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης είχε γράψει κάπου ότι το μεγαλείο της γραφής του Παπαδιαμάντη έγκειται στα διηγήματά του εκείνα όπου δεν συμβαίνει τίποτε, όπως λόγου χάρη το «Μοιρολόγι της φώκιας». Απαιτεί πράγματι μεγάλη δεξιοτεχνία να εξιστορήσεις μια κατάσταση, μια σειρά συμβάντων, όπου τίποτε δεν συμβαίνει. Γιατί αν αφαιρέσει κάποιος τα μεγάλα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής, της γερμανικής Κατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου, τόσο η Νίνα όσο και η Εκάβη δεν αλλάζουν καθόλου, τίποτε τρομερό δεν γίνεται μέσα τους, εμφανίζονται εξ αρχής πάνοπλες και πανέτοιμες.  Δεν χρειάζονται τη μεγάλη ιστορία για να γίνουν ο εαυτός τους. Όλα τα γεγονότα είναι ενοχλήσεις και περισπασμοί. Μέσα από το προ-λογικό ένστικτο της φυσικής χθόνιας δύναμης, ξέρουν ποιος ρυθμός διέπει τα ανθρώπινα:

Μμ, θύελλα μου μυρίζεται! Έλεγα με το νου μου γυρίζοντας στο σπίτι. Και δεν είχα άδικο. Με το πλήρωμα του χρόνου ήρθε, μα στο μεταξύ μ’ είχαν βρει και μένα θύελλες και μάλιστα χειρότερες. Δεν είχα ούτε τον καιρό, ούτε την όρεξη να στεναχωριέμαι για ξένες. Αχ, τι έχω τραβήξει κι εγώ στη ζωή μου!... (σ. 241-242)

Κάθε ανάγνωση ανασηκώνει ένα ίζημα νοήματος, μια επίστρωση αναφορών που ενώ γνωρίζουμε ότι υποβόσκει δεν δηλώνεται άμεσα ποτέ. Η παρενδυσία της γραφής συνιστά την πολυσημία του κειμένου. Το κείμενο που διαβάζουμε σήμερα ξεπερνάει τις διαδοχικές του αναγνώσεις και διαμορφώνει έναν ορίζοντα προσδοκιών που δεν εξαντλείται από τα ιστορικά του καθέκαστα.

Το Τρίτο Στεφάνι είναι ένα βιβλίο που έχει πολλά ακόμα να τραβήξει στη ζωή του αλλά, όπως και η Ελλάδα, πέπρωται να ζήσει και θα ζήσει.

 

Βρασίδας Καραλής

Καθηγητής και πρόεδρος του τμήματος νεοελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ. Πρόσφατα βιβλία του, Recollections of Mr Manoly Lascaris (2008), A History of Greek Cinema (2012), The Demons of Athens (2014), Reflections on Presence: In Five Days (2016), Realism in Greek Cinema: From the Post-War Period to the Present (2017), The Glebe Point Road Blues (2019).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.