Εγώ φαντάρος στο χακί
κι εσύ γλεντάς την Κυριακή
Λαϊκό δίστιχο εποχής
Ο Στρατός είναι η αριστοκρατική μορφή της (αυτo)εξορίας
Gottfried Benn
Μαζί με τον ναυτικό, ο φαντάρος αποτέλεσε βασικό θέμα στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό του προηγούμενου αιώνα. Η στρατιωτική ζωή απαθανατίστηκε επανειλημμένα από τη νεοελληνική λογοτεχνία (του λαϊκού τραγουδιού μη εξαιρουμένου), από τον κινηματογράφο (κυρίως στην ανεπανάληπτη Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού, αλλά και ως παρωδία στην ανατρεπτική Λούφα και παραλλαγή του Νίκου Περάκη), καθώς και από τη ζωγραφική (ας θυμηθούμε πρωτίστως τους ναύτες και τους ΕΣΑτζήδες του Τσαρούχη).
Στη φιγούρα, τη φυσιογνωμία και την αύρα του φαντάρου είναι αποκρυσταλλωμένα τα στοιχεία του εγκλεισμού και της μοναξιάς, οι το πάλαι ποτέ ταλαιπωρίες της θητείας (εκπαίδευση, ειδικότητα, μεταθέσεις, διακρίσεις, καψόνια) και η, πρόσκαιρη έστω, αποξένωσή του από τον κοινωνικό κορμό αλλά και από το παραγωγικό κομμάτι της ζωής (του). Το στρατόπεδο υπήρξε ο «κοινός τόπος» της στέρησης, του παραλογισμού, της αυθαιρεσίας, αλλά και της ανδρικής φιλίας, με έντονα «μάτσο» χαρακτηριστικά. Ο στρατευμένος νέος, συχνά και λόγω «κοινωνικών φρονημάτων» παλαιότερα, πέρασε διά πυρός και σιδήρου μέχρι να αναγνωριστεί ως «ένστολος πολίτης».
Στρατιώτες μετά τη μεταπολίτευση
Δύο χρόνια μετά την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ, όταν ακόμα ήταν νωπά τα συνθήματα για «Αλλαγή» και «Σοσιαλισμό» και οι φαντάροι με τη στολή εξόδου μπορούσαν να συμμετέχουν πλέον στην πορεία για το Πολυτεχνείο, μας ήρθε από τη Θεσσαλονίκη μια συλλογή διηγημάτων με θέμα τη μεταπολεμική «στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι», όπως την έζησαν και την αποτύπωσαν οι ποιητές και οι συγγραφείς της εποχής. Από τα «χρόνια της υπομονής» στα «χρόνια της αισιοδοξίας», από τα «φαντάρια» της επαρχίας, που έδιναν ραντεβού στον Μπακάκο, το φαρμακείο της Ομόνοιας, στις εξόδους με πολιτικά (μια από τις καινοτομίες της τότε ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων), αλλά και από το «φάκελο» του στρατευμένου στο «βύσμα» του νεοσύλλεκτου και τις αυτοκτονίες στα στρατόπεδα.
Ο Γιάννης Αβραμίδης, με τη βοήθεια του Μανόλη Ξεξάκη και του Ντίνου Χριστιανόπουλου, παρουσίασε το 1983 μια υποδειγματική συλλογή «μεταπολεμικών αφηγημάτων του στρατού και της θητείας», συγκεντρώνοντας διηγήματα από σχεδόν όλους τους σημαντικούς συγγραφείς της εποχής (Βασιλικός, Ιωάννου, Κάσδαγλης, Χριστιανόπουλος, Κάτος, Χάκκας, Γκόρπας, Χαριτόπουλος κ.ά.), ένα είδος «εγκόλπιου θητείας», που άφησε έντονο το αναγνωστικό αποτύπωμά της κυρίως σε εκείνους που είχαν υπηρετήσει την πατρίδα τα προηγούμενα χρόνια.
Ο επιμελητής δεν συγκεντρώνει απλώς εξαιρετικά «δείγματα γραφής» από τους επιγόνους των πρωταγωνιστών στην απαράμιλλη Ζωή εν τάφω (ουσιαστικά, ένα αξεπέραστο αντιπολεμικό μυθιστόρημα, που κάλλιστα «συμβαδίζει» με το Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο), αλλά ψυχανεμίζεται και τις αναγκαιότητες ενός επόμενου βήματος στη «λογοτεχνία των στρατοπέδων», σημειώνοντας χαρακτηριστικά στον Πρόλογο: «Αν κάτι θα είχε ενδιαφέρον, αυτό θα ήταν να καταδειχτούν αναλυτικά και με τη μεγαλύτερη πληρότητα οι συσχετισμοί: μεταπολεμικές κοινωνικοπολιτικές και ιδεολογικές συνιστώσες - θεσμοί - κοινωνικοί χώροι - μεταλλάξεις του κοινωνικού σώματος και συμπορευόμενος πεζός λόγος», εντοπίζοντας καίρια και έγκαιρα την απουσία «μιας συνθετικής μελέτης της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας».
Αυτή είναι και η πρώτη, ουσιαστική απόπειρα να συγκεντρωθούν λογοτεχνικά κείμενα «του στρατού και της θητείας», που διατηρεί μέχρι τις μέρες μας σημαντική θέση στη σχετική βιβλιογραφία και συντρόφευσε για πολλά χρόνια την προηγούμενη γενιά, καθώς μπορούσε κανείς πολύ καλύτερα να κατανοήσει το περιεχόμενο της συλλογής και, κυρίως, να ταυτιστεί με τους λογοτεχνικούς ήρωές της που συχνά «κουβαλούσαν» τα προσωπικά βιώματα των συγγραφέων.
Η χακί λογοτεχνία
Τριάντα οχτώ χρόνια μετά, το «επόμενο βήμα» προς αυτή την κατεύθυνση θα προέλθει από το Ινστιτούτο Αμυντικών Μελετών (στην αρμοδιότητα του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, πρώην Εθνικής Αμύνης), καθώς προτείνει στη συγγραφέα Έλενα Χουζούρη ένα φιλόδοξο έργο, «μια μελέτη της λογοτεχνίας του στρατού». Αυτή η ανάθεση έχει εξαρχής δύο «ανατροπές»: πρώτον, για πρώτη φορά ένας ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους (κατά την ορολογία του Αλτουσέρ), και δη με πρόσφατο βεβαρημένο παρελθόν, εκδηλώνει απρόβλεπτα εξωστρέφεια και προβαίνει σε μια έμμεση «ενδοσκόπηση» με εργαλείο τη λογοτεχνία, όταν ήδη στην Αμερική έχουν γίνει ποσοτικές και ποιοτικές κοινωνιολογικές έρευνες για το Στρατό των Ηνωμένων Πολιτειών, με προεξάρχουσα την τετράτομη μελέτη The American Soldier, σε επιμέλεια Samuel A. Stouffer κ.ά.· και δεύτερον, ένα κατεξοχήν «ανδρικό ζήτημα» ανατίθεται σε γυναίκα, που εκ των πραγμάτων δεν (μπορεί να) διαθέτει το βίωμα και την εμπειρία της στρατιωτικής θητείας.
Όμως, η ερευνήτρια θα αντιπαρέλθει με επιτυχία το έμφυλο ανάχωμα και ουδόλως θα «χουζουρέψει» πάνω στην εξασφάλιση της ανάθεσης, με τις αναγκαίες δεσμεύσεις αυτονόητα. Αντίθετα, θα διαβεί με αυτοπεποίθηση το «λογοτεχνικό στρατόπεδο», «σκύβοντας και σε νεότερες λογοτεχνικές ‘‘στρατιωτικές σελίδες’’», οργανώνοντας εκ νέου και ταξινομώντας τα δεδομένα, αναζητώντας «κοινούς κώδικες και κοινά χαρακτηριστικά», από τα «πρώτα παραγγέλματα» μέχρι την «παρωδία και [την] απομυθοποίηση», για να αναδείξει έναν «όμορφο κόσμο ανδρικό, πολύ σκληρά πλασμένο», όπως εμφαίνεται και από τη διάρθρωση των περιεχομένων. Σχεδόν είκοσι χρόνια αργότερα, θα εμπλουτίσει το αρχικό πρωτογενές υλικό, εκτός πλέον των πλαισίων της αρχικής ανάθεσης, παρουσιάζοντας την επαυξημένη έκδοση του 2020.
Ο βασικός, θεμελιώδης διαχωρισμός, σε αναζήτηση των κοινών κωδίκων και χαρακτηριστικών, αφορά τη θέση του στρατού, άρα και τη λογοτεχνική αντανάκλασή του, σε πολεμικές περιόδους και εν καιρώ ειρήνης. Δύο είναι τα βασικά, δομικά συστατικά που ορίζουν διαχρονικά και προσδιορίζουν το στρατό: η γλώσσα, που κωδικοποιεί, υπαγορεύει, αλλά και επιβάλλει τις ιεραρχίες, κυρίως μέσω των διαταγών, και το βίωμα, ήγουν η άμεση εμπειρία που κατασταλάζει βασανιστικά μέσα από την αναγκαστική συμβίωση και τις συνακόλουθες στρατηγικές της επιβίωσης (π.χ. λούφα, κοπάνες), παράλληλα με τους χώρους, τις θεματικές και τους πρωταγωνιστές (μέχρι την ένταξη των γυναικών στο στράτευμα), αμφότερα στηριζόμενα, σε χαλεπούς καιρούς, πρωτίστως στην αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό, όπως σχεδιάζονταν από τους εκάστοτε στρατιωτικούς Κανονισμούς και Κώδικες.
Ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό στοιχείο αποτελεί η αναγκαία περιοδολόγηση, από τη σύσταση των πρώτων στρατιωτικών τμημάτων, ενώ ακόμα η Επανάσταση του 1821 ούτε έχει κοπάσει ούτε όμως έχει εδραιωθεί, με το νόμο «περί ηλικίας στρατευσίμων και συγκρότησης στρατού» (1825), έως τη μεταπολιτευτική «παρωδία και απομυθοποίηση», με ενδιάμεσους «σταθμούς» τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, τους βαλκανικούς πολέμους, τη Μικρασιατική Εκστρατεία και τον εμφύλιο, μέχρι την Κορέα, την Κύπρο και τη Μεταπολίτευση, όταν πλέον ο στρατός παύει οριστικά να είναι «τριτεγγυητής της σταθερότητος του πολιτεύματος». Η πρόσληψη, οι θεματικές παραλλαγές συμβαδίζουν, αυτονόητα, με τις γλωσσικές διακυμάνσεις, αλλά και με το συγγραφικό ύφος.
Ένα επιπλέον βασικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την προσέγγιση της ερευνήτριας-συγγραφέως είναι ότι καταφέρνει να απαγκιστρωθεί από την παρωχημένη φιλολογική ανάλυση, καθώς συνδυάζει με αξιοζήλευτη ισορροπία στοιχεία λογοτεχνικής κριτικής και μιας παράλληλης κοινωνιολογικής θεώρησης, ακόμα και αν η δεύτερη είναι με βάση την εγχώρια βιβλιογραφία αρκούντως ισχνή, βασισμένη κυρίως σε άρθρα σε λογοτεχνικά περιοδικά. Η Χουζούρη «διαβάζει» το κείμενο εν είδει παλιμψήστου, σαν να διαχωρίζει αλλά και να επανασυνδέει τις ενδιάμεσες «μεμβράνες» (θεματικές, γλωσσικές, υφολογικές, συνδηλώσεις κ.λπ.) που το συγκροτούν, σχολιάζοντας παράλληλα και το «στίγμα της εποχής», αφού κανένα κείμενο, όσο εμπνευσμένο κι αν είναι, δεν γράφεται σε αεροστεγή συσκευασία της λογοτεχνικής φαντασίας. Ακόμα κι αν απουσιάζει η αναγκαία μεθοδολογική συγκρότηση, αυτονόητα, αφού δεν είναι εμπειρική έρευνα στο πλαίσιο μιας κοινωνιολογίας του στρατού, η μεθοδικότητα και η εποπτεία της είναι υποδειγματική, αν αναλογιστεί κανείς τον αναγνωστικό όγκο που πρέπει να διαχειριστεί η συγγραφέας.
Η συστηματική μελέτη του διαθέσιμου υλικού, το ερευνητικό πείσμα, η ενδελεχής ανάγνωση και οι διεισδυτικές παρατηρήσεις, μαζί με τη συγγραφική εμπειρία μιας αναγνωρισμένης πεζογράφου, ποιήτριας και μελετήτριας της νεοελληνικής λογοτεχνίας, συνθέτουν και συγκροτούν μια αξιόλογη και αξιόπιστη, πρωτότυπη μονογραφία, αναδεικνύοντας την ποιητικότητα των κειμένων που άλλοτε εξιδανικεύουν και άλλοτε απομυθοποιούν ή αποδομούν τη θητεία.
Πού σταματάει η θητεία
Ανατρέχοντας στα δύο βιβλία στα οποία αναφέρεται αυτό το κείμενο, μια ανεπαίσθητη σκιά σκεπάζει τις σελίδες τους, καθώς η μπομπίνα του χρόνου τρέχει αντίστροφα και οι αναμνήσεις, σαν παλιές, κιτρινισμένες φωτογραφίες, επανέρχονται αδύναμες. Μικρά αριστουργήματα όπως Οι Κεκαρμένοι του Νίκου Κάσδαγλη, Ο τυφεκιοφόρος του εχθρού του Μάριου Χάκκα, Η δόξα του σκαπανέα του Μένη Κουμανταρέα, Τα μάτια του σμηνία του Αλέκου Δαμιανίδη, τα μελαγχολικά ποιήματα του Καρυωτάκη («Ο Μιχαλιός») και του Γκόρπα και πολλά άλλα αναγνώσματα της νεότητας έχουν πάρει ήδη την άγουσα για τα «αποδυτήρια των αναμνήσεων».
Η μοναξιά του σκοπού (στο «γερμανικό», κυρίως), ο φαντάρος στην άκρη της εθνικής να κάνει οτοστόπ ή να ξεροσταλιάζει έξω από τον Μπακάκο, το «μεικτό» (ΕΣΑ, Αερονομία, Ναυτονομία), κάποτε φόβητρο των «εξοδούχων», οι «καραβανάδες» και «η μάνα του λόχου», όλα θα περάσουν στην ιστορία και θα σμικρυνθούν στις διαστάσεις της μινιατούρας, όπως τα παιδιά που έπαιζαν κάποτε με τα «στρατιωτάκια».
Κανείς ποιητής δεν θα ξαναγράψει στίχο όπως αυτόν του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, «Προσευχηθείτε στις σκοπιές που ξαγρυπνούν», κανείς δεν μπόρεσε να χορέψει με τον μοναδικό τρόπο του οικοδόμου-λοχία Γιώργου Κουτούζη το «Ζεϊμπέκικο» για τη δική του Ευδοκία (την πρόωρα χαμένη Μαρία Βασιλείου) και «ο ωραίος λοχαγός» θα μείνει στο ψηλότερο ράφι (της βιβλιοθήκης).
Η σταδιακή κατάργηση της θητείας των εφέδρων σε διεθνές επίπεδο παραμέρισε εν τέλει τον «Λαϊκό τραγουδιστή» του Σαββόπουλου («όμως τούτη η θητεία δεν σταματάει πουθενά»), το «Φανταράκι» του Ζαμπέτα και τον «Φαντάρο» των Λοΐζου, Ρασούλη, κι είναι πράγματι «ένας δύσκολος θάνατος», που κανένα άγημα με το όπλο υπό μάλης δεν θα τιμήσει: το άδοξο τέλος του σκαπανέα.
Η «λογοτεχνία της θητείας», σ’ ένα στρατό που μετέβαλε (εγχώρια) τον φαντάρο σε «ένστολο δημόσιο υπάλληλο» και (διεθνώς) σε «επαγγελματία», ελάχιστα πράγματα έχει να πει στα νέα παιδιά, καθώς παίζουν μανιωδώς «παιγνίδια πολέμου», παλιότερα στα video games και νυν στις εφαρμογές των τάμπλετ και των κινητών. Τα βιβλία κλείνουν. Σιωπητήριο.