Σίγουρα πολλά από τα ζητήματα που εξετάζουν ο Ρίχαρντ Πρεχτ και ο Χάραλντ Βέλτσερ αναφέρονται πρωτίστως στις συνθήκες της Γερμανίας.[2] Γιατί μας ενδιαφέρει τότε η ανάλυση και η τεκμηρίωσή τους; Για τουλάχιστον τρεις λόγους: πρώτον γιατί είναι ζητήματα που τίθενται γενικά στις φιλελεύθερες δημοκρατίες,[3] δεύτερον γιατί η εμπιστοσύνη σε ηγετικά μέσα και πολιτική υποχωρεί και, τρίτον, γιατί απομυθοποιεί έντυπα και τηλεοράσεις που συχνά «κατασκευάζουν αλήθειες» (όπως θα έλεγε ο Νόαμ Τσόμσκι) αλλά παρ’ ημίν ανάγονται σε πηγή εσχάτης αληθείας. Τα πιο πρόσφατο επεισόδιο είναι η κατασκευασμένη ψευδής είδηση του Spiegel, που έκανε το γύρο των ηγετικών ΜΜΕ, για την τύχη της «μικρής Μαρίας» του Έβρου που υιοθέτησαν άκριτα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Το παρασκήνιο αποκάλυψε η έρευνα του Γιάννη Σουλιώτη που παρουσίασε και το Books Journal.[4] Και το γερμανικό περιοδικό αναγκάστηκε να αναγνωρίσει το λάθος και να αποσύρει όλες τις αναρτήσεις του.
Αφετηρία της έρευνας των Πρεχτ και Βέλτσερ είναι η σχεδόν ενιαία και μονόπλευρη στάση των σχολιαστών, συγγραφέων κύριων άρθρων και στηλών «ορθής» γνώμης στα ηγετικά ΜΜΕ, π.χ. για την αποστολή βαρέων όπλων, πρωτίστως τεθωρακισμένων, στο καθεστώς Ζελένσκι της Ουκρανίας (πράγμα που έγινε τελικά). Αυτή η περίεργη ομοφωνία τόσο μεταξύ των ηγετικών ΜΜΕ όσο και με τις ηγεσίες των εναλλασσόμενων στην κυβέρνηση μεγάλων κομμάτων («πολιτική ελίτ») συνιστά κατά τη γνώμη των συγγραφέων ένα παράδοξο, καθώς εμφανίζεται σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία που κατοχυρώνει την ελευθερία έκφρασης και τον οικονομικό ανταγωνισμό! Σίγουρα δεν ανταποκρίνεται στο ωραίο ιδεώδες της σοβαρής δημοσιογραφίας να συμβάλει στην οικοδόμηση μιας αναστοχαστικής δημοκρατίας και δημόσιας σφαίρας (deliberative Öffentlichkeit), όπως περίπου τη σχεδίασε (επί χάρτου) ο Γιούργκεν Χάμπερμας[5]. Εκτός τούτου, γράφουν,
αυτή η ενιαία αντίληψη βρίσκεται σε αντίθεση με τις τάσεις στην κοινή γνώμη της Γερμανίας που γινόταν ολοένα και πιο επιφυλακτική και στο τέλος εντελώς αρνητική για την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο Ουκρανίας-Ρωσίας.
Η ομοιομορφία και η αναντιστοιχία δεν εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά. Τι συμβαίνει λοιπόν και γιατί; Τι δείχνει αυτό το ενιαίο μέτωπο για τις σχέσεις ηγετικών ΜΜΕ και πολιτικής;
Θεσμικές δικτυώσεις και κομφορμισμός
Οι συγγραφείς προτείνουν, με βάση πλούσια τεκμηρίωση, μια σύνθετη απάντηση. Περιλαμβάνει καταρχάς την άτυπη συναίνεση των πολιτικών ελίτ σε θεμελιώδη ζητήματα, που αντικαθρεφτίζεται στη σύγκλιση των τεσσάρων μεγάλων κομμάτων προς το Κέντρο. Ουσιαστικά, τα κόμματα αυτά εγκατέλειψαν βασικές αρχές που κάποτε διακήρυσσαν και συχνά κάθε κόμμα υιοθετούσε τις απόψεις του άλλου! Η πολιτική πέρασε στη φάση των «εύκαμπτων αρχών».
Αυτή η συναίνεση μεταδίδεται στα ηγετικά ΜΜΕ, μεταξύ άλλων (βλ. πιο κάτω) μέσω των στενών επαφών προβεβλημένων δημοσιογράφων και συντακτών με ηγετικούς πολιτικούς. Οι συγγραφείς σημειώνουν ότι σε κρίσιμα ζητήματα οι πρώτοι συνομιλούσαν πρωτίστως με τους ηγέτες της πολιτικής ελίτ – στην περίπτωση, π.χ., της μαζικής εισόδου οικονομικών μεταναστών και προσφύγων το 2015 δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τον απέραντο στρατό των εθελοντών που ενεργοποιήθηκαν για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες (μέλη ΜΚΟ, στελέχη κοινωνικών υπηρεσιών, γιατρούς, μεταφορείς, αστυνομικούς κ.λπ.). Το αποτέλεσμα ήταν να επικρατήσει μια αδιαφοροποίητη οπτική του ελικοπτέρου, μακριά δηλαδή από τα συμβαίνοντα επί του εδάφους.[6]
Η γενικότερη συναίνεση των ελίτ υποβαστάζεται ώς ένα βαθμό και θεσμικά. Οι συγγραφείς παραπέμπουν, μεταξύ άλλων, σε παλαιότερη έρευνα του Ούβε Κρίγκερ (Uwe Krüger) που έδειξε τη δικτύωση προβεβλημένων δημοσιογράφων, πολιτικών, ηγετικών στελεχών της οικονομίας, στρατιωτικών οι οποίοι συναντιούνται σε οργανώσεις κύρους όπως The German Marshall Fund of the USA, die Atlantische Initiative, Atlantik - Brücke, Aspen Institute κ.λπ. Όπως σημειώνουν, όλες αυτές τις οργανώσεις έχουν σε ζητήματα πολιτικής ασφαλείας την ίδια κοινή απάντηση: αύξηση των στρατιωτικών εξοπλισμών![7]
Θα μπορούσε κανείς σε όλα αυτά να προσθέσει την είσοδο διεθνών funds στην ιδιοκτησία εφημερίδων ή ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών και, φυσικά, τους καταναγκασμούς από την ανάγκη για διαφημίσεις, καθώς τα περισσότερα ΜΜΕ είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Όσον αφορά ειδικά τη δημοσιογραφική ελίτ, χωρίς να υποτιμούν όλα αυτά, ο Πρεχτ και ο Βέλτσερ φαίνεται ότι αποδίδουν μεγάλη σημασία σε παράγοντες κοινωνικής ψυχολογίας. Επικαλούνται έρευνες που δείχνουν ότι η συμμετοχή σε ομάδες παράγει κομφορμισμό! Όσο περισσότερο ομοιογενείς είναι οι ομάδες τόσο ισχυρότερη είναι η τάση για προσαρμογή των ατόμων στη λογική της ομάδας.[8] Είναι ο ορισμός του Group think στην κοινωνική ψυχολογία. Οι ομάδες τείνουν, υποστηρίζουν οι συγγραφείς, «να συμφωνούν σε μια κοινή οπτική των πραγμάτων, που ενδυναμώνεται ιδίως σε περιπτώσεις κινδύνου και στρες».[9] Τότε διαμορφώνεται στο εσωτερικό της δημοσιογραφικής ελίτ μια «συναίνεση», τρόπον τινά αυθόρμητα, λόγω του αμοιβαίου προσανατολισμού στη γνώμη των άλλων, του άγχους μπροστά στο ενδεχόμενο αποκλίνουσας γνώμης από το πνεύμα της ομάδας και ενός καιροσκοπισμού![10] Τα μέλη μιας ομοιογενούς ομάδας τείνουν να αλληλοεπιβεβαιώνονται, ακόμα και αν η αντίληψή τους αποκλίνει από τις αντιλήψεις της πλειοψηφίας στην κοινωνία». Δημιουργούνται δημοσιογραφικές αλήθειες.
Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, αυτή η συναίνεση των ελίτ σε βασικά ζητήματα πολέμου και ειρήνης, μακροοικονομικής τάξης κ.λπ. αποκλίνει από τα συμφέροντα ή, έστω, από τις διαθέσεις μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού. Και είναι επικίνδυνη για τη δημοκρατία όταν τη συνοδεύει η μέθοδος του indexing. Έτσι έχουν ονομάσει οι επικοινωνιολόγοι την ένταξη σε άτυπο κατάλογο αποκλεισμένων αντίθετων από τις επίσημες απόψεων, όπως περίπου κάνει ακόμα επίσημα η καθολική Εκκλησία επικαιροποιώντας έναν κατάλογο βιβλίων, τον Index, που πρέπει να αποφεύγουν οι πιστοί.
Τα επιχειρήματα των συγγραφέων συμπίπτουν αρκετά με την κριτική της Sahra Wagenknecht από τα αριστερά: ότι δηλαδή οι κατεστημένoι αριστεροί φιλελεύθεροι (όπως τους ονομάζει, Linksliberlalen) σε πολιτική και ΜΜΕ ασχολούνται με στρεβλό τρόπο με τα προβλήματα ταυτότητας φύλου κάποιων ομάδων, π.χ. ομοφυλόφιλων, πρώιμης επιλογής φύλου των παιδιών (!), φεμινιστικής γραμματικής (!), κατανομής υπουργικών θώκων, ενδυματολογικών προτιμήσεων των πολιτικών, τακτικισμών, αλλά όχι με τα σοβαρά και άλυτα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα – την άνοδο των επισφαλών μορφών εργασίας, των ανισοτήτων, του ρόλου των κερδοσκόπων, την παιδεία κ.λπ.[11]
Αυτή η συναίνεση σε θεμελιώδη ζητήματα που αποξενώνει ικανό μέρος της κοινής γνώμης από τα ηγετικά ΜΜΕ απειλεί την αξιοπιστία τους και την οικονομική επιβίωσή τους, καθώς η κυκλοφορία και η τηλεθέαση υποχωρούν. Για να διατηρήσουν τις θέσεις τους διαφοροποιούνται σε δευτερεύοντα ζητήματα, μεγαλοποιούν επουσιώδη θέματα και μερικές φορές υιοθετούν μεθόδους εντυπωσιασμού των λεγόμενων κουτσομπολίστικων εντύπων Boulevard ή κάποιων ιστοσελίδων.[12] Η αγορά άλλαξε στα ΜΜΕ και την εσωτερική ισορροπία επιρροής, από το δημοσιογραφικό στο εμπορικό τμήμα τους![13]
Η κριτική των συγγραφέων είναι σκληρή, αλλά απαντά μόνον ακροθιγώς το ερώτημα γιατί συμβαίνουν όλα αυτά. Μια πληρέστερη απάντηση χρειάζεται να λαμβάνει υπόψη την ιστορία της χώρας.
Πράγματι, για να εξηγήσουμε καλοπροαίρετα τη γερμανική κατάσταση σε πολιτική, κοινωνία και ΜΜΕ –την πολιτική συναίνεση και την ελαχιστοποίηση των διαφορών στον άξονα Αριστερά-Δεξιά, ακόμα και τον κομφορμισμό– πρέπει να λάβουμε υπόψη πολλούς παράγοντες: τις συνέπειες των εγκλημάτων πολέμου κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το Ολοκαύτωμα με τα 6 εκατομμύρια θύματα και την τελική συντριπτική ήττα. Στη μεταπολεμική Γερμανία πολλοί έχουν επισημάνει ότι υπέβοσκε μια αίσθηση ενοχής σε επίπεδο κοινωνίας. Εξηγεί εν μέρει την άνοδο του κινήματος ειρήνης και των πρασίνων, τις μαζικές αντιδράσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ και της εγκατάστασης πυραύλων Πέρσινγκ, την οικονομική και στρατιωτική στήριξη του Ισραήλ, την κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας στο στρατό, την αρχικά καλή υποδοχή μεταναστών το 2015 (Willkommen Kultur), την επίσημη αναγνώριση της ίδιας ευθύνης για το εβραϊκό Ολοκαύτωμα, ίσως και τη διάχυτη ηθικολογία.
Τη γενικότερη τάση για συναινέσεις ευνόησε επίσης το όντως εντυπωσιακό μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα με την υιοθέτηση του μοντέλου της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, δηλαδή του ανταγωνισμού και του κοινωνικού κράτους σε καθεστώς ασφάλειας των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και με εμπεδωμένη προτεσταντική εργασιακή ηθική (Μαξ Βέμπερ). Η κοινωνία επωφελήθηκε και από το «μπόνους της ειρήνης», δηλαδή από τις χαμηλές στρατιωτικές δαπάνες.
Όμως, φαίνεται ότι σε ηγετικούς κύκλους του στρατού, της διπλωματίας και της πολιτικής ενδημεί η ανομολόγητη επιθυμία «να πάρουν το αίμα τους πίσω» μετά την ήττα από τη Ρωσία (και τους συμμάχους) στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό δείχνουν τα πολεμοχαρή άρθρα πολιτικών και ηγετικών ΜΜΕ και η μεταστροφή των Πρασίνων και της Σοσιαλδημοκρατίας, μόλις αναλάβουν υπουργικούς θώκους, από φιλειρηνικά κόμματα σε ενθουσιώδεις υποστηρικτές πολεμικών περιπετειών. Σήμερα οι ηγεσίες τους υποστηρίζουν την αποστολή βαρέων όπλων στην Ουκρανία και μεγάλη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, με παράκαμψη μάλιστα συνταγματικών περιορισμών για δημοσιονομικά έλλείμματα. Χαρακτηριστικά, η υπουργός Εξωτερικών, η «πράσινη» Αναλένα Μπέρμποκ, θεωρεί ότι η Γερμανία είναι «σε πόλεμο με τη Ρωσία» (!) προκαλώντας ηχηρές αντιδράσεις σε εταίρους στο ΝΑΤΟ.
Όμως ένας ακόμα λόγος για τις συναινέσεις πολιτικής ηγεσίας και ηγετικών ΜΜΕ έχει σχέση με το γεγονός ότι η πολιτική άμυνας και ασφάλειας αφέθηκε στα χέρια των ΗΠΑ. Κάτω από την ομπρέλα ασφαλείας που οι ΗΠΑ έδωσαν έγιναν μαζικές αμερικανικές επενδύσεις. Με άλλα λόγια, ο «αμερικανικός παράγων» έχει επιρροή (και προσβάσεις) στη Γερμανία περιορίζοντας τα περιθώριά της για αυτόνομη πολιτική ασφαλείας και εξωτερικής πολιτικής, ό,τι και αν νομίζουν οι πολίτες!
Όμως τα ΜΜΕ, που εναρμονίζονται με την πολιτική συναίνεση, τα απειλεί η κατάρρευση της δικής τους αξιοπιστίας που επηρεάζει αρνητικά την κυκλοφορία ή την τηλεθέασή τους. Το δίλημμα είναι προφανές. Έτσι, για να διατηρήσουν τη θέση τους, μιμούνται ολοένα και περισσότερο φαινόμενα κάποιων ιστοσελίδων! Διογκώνουν ασήμαντα πράγματα, παραπληροφορούν, συγκαλύπτουν ουσιώδεις πτυχές των προβλημάτων, θέτουν λάθος ερωτήματα σε κρίσιμες στιγμές, καταφεύγουν σε επίπλαστη ηθικολογία κ.λπ.
Κριτική
Ο Πρεχτ και ο Βέλτσερ εστιάζουν στον κομφορμισμό μιας μικρής αλλά επιδραστικής ομάδας ηγετικών ΜΜΕ και στις σχέσεις τους με την πολιτική. Στο πώς δηλαδή, τελικά, υιοθετούν κυβερνητικά αφηγήματα. Αλλά έτσι δημιουργούνται λάθος εντυπώσεις για την κατάσταση της δημοκρατίας στη Γερμανία. Γύρω από αυτά τα Μέσα κινείται και αντιδρά ελεύθερα ένας ολόκληρος κόσμος, ο κόσμος π.χ. της κουλτούρας. Στα ίδια τα κόμματα είναι φανερές αντίθετες «τάσεις», όπως η Ένωση Αξιών (Werteunion) στη Χριστιανοδημοκρατία και η Νεολαία της Σοσιαλδημοκρατίας (SPD). Πολλές κινήσεις πολιτών αντιδρούν σε κυβερνητικές αποφάσεις. Τα ηγετικά Μέσα δεν μονοπωλούν το πεδίο, καθώς έχουν απέναντί τους ραδιοφωνικούς σταθμούς, μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αντίθετα οικονομικά συμφέροντα. Κατά τη γνώμη μου μάλιστα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν ισχυρό αντίβαρο στην εκάστοτε άποψη των ηγετικών ΜΜΕ (και των κυβερνητικών κομμάτων): σε αυτά καταφεύγουν όσοι θέλουν να ακούγεται η δική τους αποκλίνουσα άποψη και οι σχετικές αλλά συχνά αποκλεισμένες πληροφορίες. Παρά τις υπερβολές και τις στρεβλώσεις που συχνά παρατηρούνται, συμβάλλουν στον αναστοχασμό!
Εκτός τούτου, ειδικά η σύγκλιση απόψεων στα ίδια τα ΜΜΕ δεν οφείλεται, όπως υποστηρίζουν οι συγγραφείς, μόνο σε μια αφηρημένη ψυχολογική ανάγκη δημοσιογράφων να μην αποκλίνουν από τους πιο γνωστούςσυναδέλφους τους, αλλά και στο φόβο μήπως τότε χάσουν θέση, προσβάσεις και προνόμια. Υπάρχει θέμα καριέρας.
Τέλος, πρέπει να λάβουμε υπόψη την ευρύτερη εικόνα. Η στάση των ηγετικών ΜΜΕ και πολιτικών είναι ένα από τα πολλά συμπτώματα μιας ευρύτερης τάσης της κοινωνίας στη Γερμανία (πλειοψηφικής τάσης) να συμβιβάζεται, να αποφεύγει συγκρούσεις, να μην εκτίθεται για να έχει την ησυχία της, να μη κινδυνεύσει η ευημερία για την οποία όντως εργάστηκε σκληρά και να βρίσκεται επιτέλους στη «σωστή πλευρά της ιστορίας». Κατανοητή στάση, βεβαίως, μετά τις τραυματικές εμπειρίες πριν και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι εξηγούνται καλύτερα οι μεταπολεμικές συναινέσεις στη γερμανική πολιτική και οι πολυσυζητημένοι σχετικοί θεσμοί – το δίκαιο συναπόφασης των εργαζομένων στις μεγάλες επιχειρήσεις χάλυβα και άνθρακα, ο «κοινωνικός διάλογος» (κορπορατισμός) σε ζητήματα μακροοικονομικής πολιτικής με συμμετοχή των κορυφαίων οργανώσεων εργαζομένων, των επιχειρηματιών και των κυβερνήσεων, το δίκαιο των απεργιών που εμποδίζει τη δράση μειοψηφιών κ.ά.
Η «ελληνική ιδιαιτερότητα»
Η τεκμηρίωση του βιβλίου παραμένει εντυπωσιακή. Και απομυθοποιεί την πολιτική και κάποια έγκριτα γερμανικά ΜΜΕ τα οποία επικαλούμαστε άκριτα στην Ελλάδα, εντάσσοντας όσα γράφουν στις εσωτερικές μας πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Κάποιες επισημάνσεις του Πρεχτ και του Βέλτσερ θα μπορούσαν να μεταφερθούν στα καθ’ ημάς: φαινόμενα προσωπικών επιθέσεων, εντυπωσιασμού κ.λπ. Όμως το γενικό πλαίσιο διαφέρει. Στην Ελλάδα, την «πολιτική» δεν τη χαρακτηρίζει συναίνεση των ηγετικών της ομάδων σε κρίσιμα θέματα, π.χ. ασφαλείας, μετανάστευσης, οικονομικής πολιτικής, κράτους δικαίου, μεταρρυθμίσεων κ.λπ. Η σημασία των διαιρέσεων στον άξονα Αριστερά - Δεξιά δεν έχει εξαφανισθεί και, περιοδικά, το κλίμα είναι τοξικό. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει στη Γερμανία. Συναφώς, στην Ελλάδα, τα ηγετικά ΜΜΕ (εφημερίδες, τηλεοπτικοί σταθμοί με υψηλή τηλεθέαση) σπάνια υιοθετούν ενιαία γραμμή. Για να το διαπιστώσει κανείς, αρκεί να διαβάσει τα σχόλια και τις αναλύσεις προβεβλημένων δημοσιογράφων στις εφημερίδες Τα Νέα, Η Καθημερινή, Εφημερίδα των Συντακτών, Το Βήμα, Ελεύθερος Τύπος, ή να συγκρίνει τα σχόλια και την ειδησεογραφία των μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών.
Εκτός τούτου, η ομάδα των πολιτικών ηγετών και προβεβλημένων δημοσιογράφων είναι παντελώς ετερογενής από άποψη κοινωνικής καταγωγής, επαγγέλματος, ιδεολογίας (εξακολουθεί να ισχύει εδώ το σχήμα Αριστερά - Δεξιά), θεσμικών διασυνδέσεων και, φυσικά, μόρφωσης και διεθνούς εμπειρίας. Χρειάζεται να αναφέρουμε ονόματα;
Επομένως οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιθέσεις συνυφαίνονται εδώ με την, ας πούμε, ιδεολογική διαφοροποίηση των ΜΜΕ.
Όμως, ναι, υπάρχουν προβλήματα που οφείλονται είτε στον τρόπο λειτουργίας των ΜΜΕ, είτε στην οικονομική δομή της χώρας. Παραδείγματος χάριν, ο Νίκος Δεμερτζής διαπιστώνει ότι τα ΜΜΕ (όχι μόνο τα ηλεκτρονικά, αλλά κυρίως αυτά) υποτάσσονται στις αξιώσεις της «οικονομίας της προσοχής», κατασκευάζουν ειδησεογραφικά μηνύματα και δίνουν προσοχή σε θέματα μάλλον αναντίστοιχα των ενδιαφερόντων του καθημερινού ανθρώπου.[14] Προσθέτω ότι η εκάστοτε κυβέρνηση έχει τα μέσα να προσφέρει σε δημοσιογράφους ευκαιρίες συμπληρωματικής απασχόλησης (σε γραφεία κρατικών επιχειρήσεων κ.α.), επομένως να επηρεάζει έμμεσα γνώμες ή, απλούστερα, να τακτοποιεί τους δικούς της. Αλλά η υπόθεση ότι «το κράτος χειραγωγεί τα ΜΜΕ» κατά το πρότυπο αυταρχικών καθεστώτων, όπως υπονοούν κατά διαστήματα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, είναι εσφαλμένη, είτε αναφερόμαστε στην Ελλάδα είτε στη Γερμανία. Αυτό φάνηκε τόσο την περίοδο 2015-2019 όσο και από το 2019 μέχρι σήμερα (2023). Βέβαια, στη χώρα μας, πολλά ΜΜΕ συνδέονται με μεγάλες επιχειρήσεις, αθλητικές ομάδες, τράπεζες. Όμως όλα αυτά δεν έχουν εξαλείψει την πολυφωνία σε πολιτική και ΜΜΕ, όπως και στο εσωτερικό του κάθε μέσου, με τυπικό παράδειγμα την αρθρογραφία στην εφημερίδα Τα Νέα.
Οι υποθέσεις ότι στην Ελλάδα (και στη Γερμανία) «κυβερνούν τα ΜΜΕ» ή ότι το «κράτος ελέγχει τα ηγετικά ΜΜΕ» δείχνουν απλά έλλειψη κατανόησης της πολυπλοκότητας των σημερινών κοινωνιών.
[1] Richard Precht und Harald Welzer, Die vierte Gewalt. Wie Mehrheitsmeinung gemacht wird auch wenn sie keine ist, S. Fischer, Frankfurt am Main 2022.
[2] Συγκεκριμένα οι ναυαρχίδες του έγκριτου Τύπου Frankfurter Allgemeine Zeitung, Süddeutsche Zeitung, η άλλοτε κεντροαριστερή Frankfurter Rundschau, die Welt, ακροθιγώς Der Spiegel, η ΤΑΖ και η επίφοβη Bild, και οι μεγάλοι δημόσιοι τηλεοπτικοί σταθμοί ARD και ZDF. Στα μέσα αυτά αναφέρονται συχνά έλληνες σχολιαστές.
[3] Στις ΗΠΑ απασχόλησε μεταξύ απειράριθμων διανοουμένων τον αντισυμβατικό Νόαμ Τσόμσκι. Για να μην ξεχνιόμαστε, βλ. Νόαμ Τσόμσκι, Πώς λειτουργεί ο κόσμος, μετάφραση Αριάδνης Αλαβάνου, εκδόσεις Κέδρος 2013 και Peter Wintonick and Mark Achbar, Κατασκευάζοντας συναίνεση. Ο Νόαμ Τσόμσκι και τα ΜΜΕ, μετάφραση Νίκου Βούλγαρη, εκδόσεις Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997. Βλ. συναφώς πολυσυζητημένο άρθρο της Χάννα Άρεντ, “Lying in politics”, The New York Review of Books, 18/11/1971, που έκτοτε αναδημοσιεύθηκε σε σοβαρά αμερικανικά έντυπα και, μεταφρασμένο, σε σοβαρά γερμανικά.
[4] Βλ. εκτενές κείμενο του Κώστα Θ. Καλφόπουλου με τον τίτλο «Η “μικρή Μαρία” και οι μεγάλες συνέπειες στη Γερμανία», στην ιστοσελίδα του Books’ Journal, 26 Ιανουαρίου 2023.
[5] Βλ. Ανανεωμένη εκδοχή απόψεων που διατυπώθηκαν νωρίτερα στο Jürgen Habermas, Ein neuer Strukturwandel der Öffentlichkeit und die deliberative Politik, Suhrkamp, Berlin 2022.
[6] Richard Precht und Harald Welzer, Die vierte Gewalt, ό.π., σ. 82.
[7] Ό.π., σ. 102-103 κ.α.
[8] Ό.π., σ. 168.
[9] Ό.π., σ. 169-170
[10] Ό.π., σελ. 109.
[11] Βλ. Sahra Wagenknecht, Die Selbstgerechten, Campus Verlag, Frankfurt am Main und New York, 2021. Στην Ελλάδα παρόμοιες ανησυχίες για όσα συμβαίνουν σε Γαλλία και ΗΠΑ διατυπώνει η θαρραλέα Σώτη Τριανταφύλλου, σε άρθρα της στην εφημερίδα Τα Νέα, στην Athens Voice κ.α.
[12] Ό.π., σ. 145-6 κ.α.
[13] Ό.π., σ. 18.
[14] Η σχετική βιβλιογραφία είναι μεγάλη. Βλ. όμως επίκαιρο άρθρο του Νίκου Δεμερτζή με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Υπερπροβολή και υπερπολιτικοποίηση», στην Καθημερινή, 25/1/2023.