Στην αφετηρία της, η έρευνα των Α/Ρ ξεχωρίζει δύο μεγάλες κατηγορίες θεσμών- τους «συμπεριληπτικούς» (inclusive) και «εκμεταλλευτικούς» ή «απομυζητικούς» (extractive) θεσμούς.[ii] Συμπεριληπτικοί είναι οι θεσμοί που επιτρέπουν στην πλειονότητα του πληθυσμού να συμμετέχει στις οικονομικές δραστηριότητες και στα άτομα να κάνουν ελεύθερα τις επιλογές τους. Οι συμπεριληπτικές ελίτ εφαρμόζουν κανόνες γενικής ισχύος χωρίς αποκλεισμούς.
Στην κατηγορία των συμπεριληπτικών ανήκουν η προστασία της ιδιοκτησίας (!), το κράτος δικαίου (rule of law), οι κοινωνικές υπηρεσίες, μια επαρκής κεντρική εξουσία και οι πολιτικοί-δημοκρατικοί θεσμοί (εκλογές κ.λπ.) διασφαλίζουν τρία τινά: Πρώτον, προστατεύουν την ιδιοκτησία (και τα οφέλη που απορρέουν από αυτή για τα άτομα), διαχέουν την ευημερία, μειώνουν τις ανισότητες, φερ’ ειπείν μέσω των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους και, τρίτον, περιορίζουν ή αποτρέπουν τυχόν αρπακτικές διαθέσεις και μη ελεγχόμενες αυθαιρεσίες λίγων.
Πρόκειται για φιλελεύθερους-δημοκρατικούς θεσμούς που, κατά τη γνώμη τους, αποτρέπουν αυθαίρετους αποκλεισμούς και κατάχρηση της εξουσίας των κυβερνώντων. Οι Α/Ρ δεν υιοθετούν ακριβώς και ευθέως τον όρο φιλελεύθεροι-δημοκρατικοί θεσμοί, αλλά παραπέμπουν επιλεκτικά σε βασικά τους συστατικά. Στην Ελλάδα, ακόμα και σχολιαστές που αναγνωρίζουν τη σημασία των θεσμών και παραπέμπουν στους Α/Ρ γενικά, αποφεύγουν τον επιθετικό προσδιορισμό φιλελεύθεροι θεσμοί όπως ο διάβολος το λιβάνι.[iii]
Σε μια χώρα με συμπεριληπτικούς θεσμούς (δηλαδή φιλελεύθερους-δημοκρατικούς), οι πολίτες έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε θεσμούς και σε άλλα άτομα, πράγμα που αποφέρει περαιτέρω οφέλη: οι πολίτες τείνουν να πειθαρχούν στο νόμο, η ροπή για επενδύσεις αυξάνεται (αφού δεν υπάρχει φόβος για αυθαίρετες κατασχέσεις περιουσίας) κ.λπ. Το ίδιο ισχύει για τις διαπροσωπικές σχέσεις και τη διάθεση για συνεργασία των ανθρώπων με άλλους εκτός του στενού οικογενειακού κύκλου. Κατά συνέπεια, γράφουν οι Α/Ρ, οι συμπεριληπτικοί θεσμοί επιφέρουν μεγαλύτερη οικονομική ευημερία, που με τη σειρά της και μέσω του δημοκρατικού παιγνίου επιτρέπει τη δημιουργία του κοινωνικού κράτους και τη διάχυση της ευημερίας.
Αντίθετα, όπου οι ελίτ καθίδρυσαν απομυζητικούς θεσμούς, αποκλείουν τους πολλούς από τα οφέλη της όποιας οικονομικής δραστηριότητας και, τελικά, μακροχρόνια, προκαλούν αναπτυξιακή υστέρηση. Οι «θεσμοί» δεν είναι από τη φύση τους ουδέτεροι. Οι απομυζητικές ελίτ κλίνουν περισσότερο στην εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών που προκαλούν ελλείμματα, χρέη και διαφθορά. Υπάρχει, επομένως, σχέση αιτίου-αιτιατού ανάμεσα στην ανάπτυξη και στο «χαρακτήρα» των ελίτ και των θεσμών τους.
Οι Α/Ρ τεκμηρίωσαν την άποψή τους συγκρίνοντας κυρίως τις διαφορετικές επιπτώσεις των ευρωπαϊκών αποικιακών καθεστώτων στις τύχες των αποικιών. Έτσι έδωσαν μια εξήγηση γιατί π.χ. η εξέλιξη σε ΗΠΑ, Αυστραλία και αλλού διέφερε από την εξέλιξη στη Λατινική Αμερική ή στην Υποσαχάρια Αφρική. Διαπίστωσαν ότι υπάρχει τεράστια απόσταση στο επίπεδο ευημερίας μεταξύ των δυο ομάδων χωρών, την ιστορική πορεία των οποίων άλλωστε έχουν τεκμηριώσει πολλές ιστορικές έρευνες. Στην Υποσαχάρια Αφρική και στη Λατινική Αμερική οι αποικιοκρατικές δυνάμεις εκμεταλλεύθηκαν ευθέως και απροκαλύπτως τους γηγενείς πληθυσμούς και απέσπασαν φυσικούς πόρους ή καθίδρυσαν «απομυζητικά» (εκμεταλλευτικά) πολιτικά και οικονομικά συστήματα, που απέκλειαν τους γηγενείς από κάθε επιρροή. Αντίθετα, στις αγγλοσαξονικές κυρίως αποικίες της Βόρειας Αμερικής, στην Αυστραλία κ.α., καθιδρύθηκαν τελικά συμπεριληπτικοί θεσμοί.
Οι Α/Ρ υποστηρίζουν επίσης ότι οικονομικοί και πολιτικοί θεσμοί αλληλοτροφοδοτούνται προκαλώντας ενάρετους (αν είναι συμπεριληπτικοί) ή φαύλους κύκλους (αν είναι απομυζητικοί).
Περί ελίτ και μεταρρυθμίσεων
Οι απομυζητικές ελίτ, γράφουν οι Α/Ρ, ανθίστανται σε θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Στη γλαφυρή γλώσσα τους
η ανάπτυξη και τεχνολογική αλλαγή αντικαθιστούν το παλιό με το νέο. Νέοι τομείς προσελκύουν πόρους από τους παλαιούς. Οι νέες τεχνολογίες καθιστούν υπάρχουσες δεξιότητες και μηχανές απαρχαιωμένες. Η διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης και οι συμπεριληπτικοί θεσμοί στους οποίους στηρίζεται γεννούν τόσο κερδισμένους όσο και χαμένους στην πολιτική αρένα και στην οικονομική αγορά. Ο φόβος για δημιουργική καταστροφή βρίσκεται συχνά στη ρίζα της αντίθεσης σε συμπεριληπτικούς οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς.[iv]
Το μάθημα είναι σαφές: πανίσχυρες ομάδες αντιστέκονται στην οικονομική πρόοδο και στις μηχανές της προόδου […] Η ανάπτυξη προχωρά μόνον αν δεν μπλοκαριστεί από αυτούς που χάνουν και αναμένουν ότι θα χάσουν τα οικονομικά προνόμιά τους και από αυτούς που χάνουν σε πολιτική δύναμη καθώς φοβούνται ότι η πολιτική τους δύναμη θα διαβρωθεί.[v]
Με τον τρόπο αυτόν, οι Α/Ρ αντλούν κάποια στοιχεία από τη δημόσια επιλογή (public choice), μολονότι, όπως θα δούμε πιο κάτω, εστιάζουν περιοριστικά στις απομυζητικές ελίτ και στους συμμάχους γραφειοκράτες τους.
Πώς όμως καταφέρνουν ολιγάριθμες ελίτ να υπερισχύουν και να επιβάλλουν τη λογική τους; Σε άλλο κείμενο, οι Ατζέμογλου, Ντάβιντε Τίκι και Αντρέα Βιντίνι (Daron Acemoglu, Davide Ticchi, Andrea Vindigni) απαντούν ότι οι απομυζητικές ελίτ απλά συγκροτούν «συμμαχίες» με μεγάλα τμήματα του δημόσιου τομέα, μέσω των πελατειακών πρακτικών.[vi] Εννοείται ότι με τη μέθοδο αυτή επιδιώκουν να σταθεροποιήσουν τη δική τους θέση και να διασφαλίσουν τα δικά τους οφέλη.
Οι ψηφοφόροι, γραφειοκράτες και ελίτ, ενδιαφέρονται πρωτίστως για το προσωπικό τους όφελος. Επομένως, από τη σκοπιά αυτή, το συγκεκριμένο μοντέλο πολιτικής δοσοληψίας εντάσσεται άνετα στο θεωρητικό πλαίσιο της δημόσιας επιλογής. Το πολιτισμικό υπόβαθρο όλων είναι ο ατομικισμός!
Πρέπει όμως να διευρύνουμε το οπτικό πεδίο για να συμπεριλάβουμε περισσότερους δυνητικούς συμμάχους που τελικά «απομυζούν» την υπόλοιπη κοινωνία ή, έστω, αποσπούν ιδιαίτερα οφέλη. Στην κατηγορία αυτή πρέπει να περιληφθούν τουλάχιστον στελέχη του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού συστήματος που περιλαμβάνει τις τράπεζες, τα funds κ.λπ. κατά το βαθμό που διασφαλίζουν ειδική μεταχείριση σε περιόδους κρίσεων, φερ’ ειπείν μέσω ανακεφαλοποιήσεων με δημόσιο χρήμα ή απεριόριστης ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και, ακόμα και σε συνθήκες ύφεσης, πετυχαίνουν εντυπωσιακά εισοδήματα και κέρδη. Εκτός τούτου, ειδικά η ηγεσία του χρηματοπιστωτικού χώρου έχει αυξημένη διαπραγματευτική δύναμη έναντι του κράτους, λειτουργώντας συχνά (ιδίως σε ολιγοπωλιακές συνθήκες) ως πανίσχυρη ομάδα πίεσης. Η ευνοϊκή μεταχείρισή τους νομιμοποιείται ιδεολογικά με το επιχείρημα ότι τα ιδρύματα είναι too big to fail, πράγμα βέβαια που εμποδίζει τις απαραίτητες αναδιαρθρώσεις. Το «μπλοκ εξουσίας» (ελίτ και σύμμαχοι) είναι ευρύτερο και ιδιαίτερα διαφοροποιημένο στις περισσότερες κοινωνίες από τη στυγνή αποικιοκρατία. Πρέπει να συμπεριλάβουμε στο μπλοκ εξουσίας επαγγελματικές ομάδες γιατρών, φαρμακευτικές εταιρείες κ.ά.
Διευρύνοντας λοιπόν το οπτικό πεδίο, κατανοούμε καλύτερα όσα συμβαίνουν σήμερα σε πρώην αποικίες και στις μητροπόλεις – τις έδρες των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Και εδώ, πελατειακές πρακτικές και συμμαχικές συναλλαγές εμποδίζουν τους μηχανισμούς της αγοράς να λειτουργήσουν και το κράτος να εξυγιάνει παρωχημένες δομές. Οι μεταρρυθμίσεις αναιρούν τις διακρίσεις και, επομένως, απειλούν την ευημερία ορισμένων κοινωνικών ομάδων.
Κριτική
Το έργο των Α/Ρ αποτελεί αξιοσημείωτη ιδεολογική συνεισφορά στην προάσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας με τους εμβληματικούς της πολιτικούς και οικονομικούς θεσμούς – το κράτος δικαίου, τη διάκριση των εξουσιών, τις ανεξάρτητες αρχές, τους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς του κοινωνικού κράτους κ.λπ.
Οι Α/Ρ αποδίδουν την υστέρηση των κοινωνιών μακροπρόθεσμα στην απουσία δημοκρατικών κανόνων, τις αβεβαιότητες που προκαλούν ανεξέλεγκτες εξουσίες, την έλλειψη εμπιστοσύνης σε εκμεταλλευτικούς θεσμούς (συμπεριλαμβανομένης και της ελεγχόμενης από τις ελίτ και, επομένως, μεροληπτικής δικαιοσύνης), τους αποκλεισμούς από τα οφέλη της ανάπτυξης κ.λπ.
Σε ένα γενικό επίπεδο, ορθώς επανέφεραν στη συζήτηση τη σημασία των θεσμών για την ευημερία. Όμως το σχήμα «συμπεριληπτικοί έναντι απομυζητικών θεσμών» λειτουργεί ως Προκρούστης.
Η ανάλυσή τους στηρίζεται εμπειρικά στις ακραίες περιπτώσεις καθεστώτων που συνυφάνθηκαν με την αποικιοκρατία. Κατά τη γνώμη μου, η ταξινόμηση των θεσμών σε χονδρικά δύο κατηγορίες δίνει μια ασπρόμαυρη (και ατελή) εικόνα των θεσμικών καταστάσεων που συναντούμε σήμερα. Είναι λοιπόν απλουστευτική. Eπίσης, μετατρέπεται σε ιδεολογία, εξιδανικεύοντας την αγγλοσαξονική αποικιοκρατία: Πόσο συμπεριληπτικοί ήταν οι θεσμοί των λευκών της Αυστραλίας και των ΗΠΑ που είτε εξάλειψαν τους αυτόχθονες είτε τους περιόρισαν σε ρεζερβάτα; Στις χώρες αυτές, οι συμπεριληπτικοί θεσμοί αφορούσαν τους λευκούς αποίκους, απέκλειαν τους μαύρους και, φυσικά, δεν εμπόδισαν την εξόντωση των γηγενών. Όμως, ναι, για τους λευκούς δεν ήταν εκμεταλλευτικοί και, επομένως, συνέβαλαν στην ανάπτυξη των χωρών αυτών – και των λευκών.
Το θεωρητικό πλαίσιο των Α/Ρ δεν ανταποκρίνεται στη σύνθετη πραγματικότητα των περισσότερων κρατών. Θεσμοί και πολιτικές διαφέρουν ποικιλοτρόπως από τους θεσμούς των ωμά εκμεταλλευτικών ελίτ σε πολλές αποικίες και από τους κολοβούς συμπεριληπτικούς στις αγγλοσαξονικές (πρώην) αποικίες.
Επίσης, ειδικότερες υποθέσεις των Α/Ρ, ότι π.χ. δημοκρατικοί και οικονομικοί θεσμοί αλληλοτροφοδοτούνται, διαψεύδονται εύκολα από τις ιστορικές εμπειρίες. Δημοκρατικοί θεσμοί όπως οι εκλογές και ο κομματικός ανταγωνισμός, σε πολλές περιπτώσεις, δεν απέφεραν συμπεριληπτικούς οικονομικούς θεσμούς αλλά έγιναν οχήματα για εναλλαγή εκμεταλλευτικών ελίτ και συντήρηση απομυζητικών οικονομικών θεσμών. Συναφώς, το επιχείρημα ότι η δημοκρατία προάγει την οικονομική ευημερία δεν εξηγεί την οικονομική επιτυχία της Κίνας, της Σιγκαπούρης, του Βιετνάμ[vii]. Ούτε βέβαια ορισμένες τάσεις (δυτικών) φιλελεύθερων-δημοκρατικών στις οποίες οι αποκλεισμοί είναι εμφανείς, παρά τους (συμπεριληπτικούς) δημοκρατικούς θεσμούς και το κοινωνικό κράτος τους.
Τη θεωρία των Α/Ρ συνοδεύουν λοιπόν ποικίλα «παράδοξα», ακριβώς γιατί παραλείπουν πολλούς παράγοντες της σημερινής πολύπλοκης πραγματικότητας. Όπως ενδεικτικά υποστήριξε ο Μπο Ροθστάιν (Bo Rothstein),
η Κίνα έχει έναν μοναδικό κρατικό μηχανισμό, μια διοίκηση που καταφέρνει να συνδυάσει υψηλά επίπεδα επαγγελματισμού και αξιοκρατίας με ισχυρό πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχο […]. Αυτός ο τύπος συστήματος είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός αν και όχι ιδιαίτερα δημοκρατικός[viii].
Από την αποτελεσματικότητα όμως των διοικήσεων εξαρτάται η εφαρμογή και η επιτυχία πολιτικών στόχων. Πιθανόν η δομή και η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης να συσχετίζεται με πολιτισμικούς παράγοντες.
Οι Α/Ρ δεν εξηγούν ό,τι παρατηρούμε σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένες χώρες – την αδιάκοπη διελκυστίνδα ανάμεσα σε εκσυγχρονιστικές και παραδοσιακές ελίτ, ούτε το δράμα, ας πούμε, μεικτών καθεστώτων, στα οποία εισάγονται μεν δημοκρατικοί και φιλελεύθεροι θεσμοί (και πολιτικές), η λειτουργία τους όμως δεν ανταποκρίνεται στα δεδομένα του φιλελεύθερου-δημοκρατικού ιδεότυπου. Πολιτισμικού τύπου προσεγγίσεις, σύμφωνα με τις οποίες η κουλτούρα, δηλαδή οι αξίες της κοινωνίας, αποτελούν θεμελιώδες χαρακτηριστικό των κοινωνιών, εξηγούν καλύτερα και λιγότερο ιδεολογικά όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο, πιθανόν σε συνδυασμό με υποθέσεις της δημόσιας επιλογής (public choice). Οι Α/Ρ υποστηρίζουν αντίθετα ότι η θρησκεία, η εργασιακή ηθική, οι νοοτροπίες όπως η ιβηρική manana κ.λπ. δεν εξηγούν πολλά πράγματα.[ix]
Είναι η Ελλάδα «αποτυχημένο κράτος;
Φυσικά, το ζήτημα της αναπτυξιακής υστέρησης σε σύγκριση με τη Δύση και της ποιότητας των θεσμών απασχολεί διαρκώς τη δημόσια και την επιστημονική συζήτηση στην Ελλάδα. Αυτό δείχνει η ενασχόλησή τους με τις ανεξάρτητες αρχές, τις σχέσεις κυβέρνησης και δικαιοσύνης (παρακολούθηση από την ΕΥΠ πολιτικών προσώπων, κωλυσιεργία στην υποθέσεις των Τεμπών και της Μάνδρας, η καταστροφή στο Μάτι, το ναυάγιο της Πύλου με θύματα εκατοντάδες μετανάστες, η υπόθεση Νοβάρτις, οι απόπειρες ελέγχου των ΜΜΕ την περίοδο 2015-2019 κ.λπ.). Στην ημερήσια διάταξη βρίσκονται επίσης καθημερινές δυσλειτουργίες (βραδύτητα στην απονομή δικαιοσύνης, σύγχυση αρμοδιοτήτων, κακή νομοθέτηση υποταγμένη συχνά σε πελατειακές λογικές, χωροταξική ρευστότητα κ.λπ.). Απέτυχε λοιπόν η Ελλάδα θεσμικά και αναπτυξιακά όπως πολλοί ισχυρίζονται ή υπονοούν; Σε ποιο βαθμό και γιατί; Σε ποια κατηγορία ανήκουν οι θεσμοί μας; Ας το θέσουμε ωμά: Είμαστε ένα αποτυχημένο κράτος;
Η απάντησή μου είναι όχι. Η Ελλάδα αγωνίσθηκε νωρίς για να μην εξελιχθεί σε αποικία και, εκ του αποτελέσματος, δεν μπορεί να τοποθετηθεί στη χορεία των «αποτυχημένων εθνών» με κυρίαρχους απομυζητικούς θεσμούς όπως στις (πρώην) αποικίες της υποσαχάριας Αφρικής ή της Λατινικής Αμερικής, καίτοι εκτέθηκε εξαρχής στις επιρροές των μεγάλων δυνάμεων. Ιστορία και γεωγραφία συνωμότησαν για να απλωθεί στη χώρα μια ιδιαίτερη δημοκρατική ιδεολογία. Η βασιλεία υποχρεώθηκε να κινηθεί στο πλαίσιο ενός συνταγματικού κοινοβουλευτισμού που εμπεριέχει την (έστω ανολοκλήρωτη) διάκριση των εξουσιών και, τουλάχιστον δυνητικά, λειτουργεί συμπεριληπτικά, καθώς τείνει να διευρύνει το φάσμα των ωφελούμενων ομάδων και ατόμων. Σημειώνω ακόμα ότι η μεγάλη ιδιοκτησία της γης έχει καταργηθεί από τις αρχές του περασμένου αιώνα με τις αγροτικές μεταρρυθμίσεις, τη διανομή εκκλησιαστικής γης και των μεγάλων κτημάτων των Οθωμανών που εγκατέλειψαν τη χώρα στο πλαίσιο της ανταλλαγής των πληθυσμών. Οργανώθηκε βαθμιαία συγκεντρωτικού τύπου κρατική διοίκηση η οποία, παρά τα πελατειακά κουσούρια της, μείωσε ώς ένα βαθμό τις τοπικές εξουσίες. Εισήχθη ένα νομικό σύστημα που προσιδιάζει στο νομικό σύστημα της Δύσης, Ο κοινοβουλευτισμός έθετε όρια στην ωμή εκμετάλλευση. Πλούτος συσσωρευόταν βέβαια κυρίως στην ελληνική διασπορά, όπως μαρτυρούν τα ιδρύματα που χρηματοδότησε. Τον 20ό αιώνα σταθεροποιήθηκε το κοινωνικό κράτος. Κατά περιόδους, η χώρα γνώρισε και «χρυσές εποχές» ανάπτυξης.
Όμως, ναι, τη χώρα βαραίνουν πολιτικά και θεσμικά προβλήματα που εξηγούν, εν μέρει τουλάχιστον, την αναπτυξιακή υστέρησή της στο δυτικοευρωπαϊκό πλαίσιο[x]. Οφείλονται στο γεγονός ότι, ταυτόχρονα με τις θεσμικές καινοτομίες, λειτούργησαν (και λειτουργούν) ικανά προνεωτερικά στοιχεία όπως η οικογένεια και το πελατειακό σύστημα, παρότι και αυτά εκτέθηκαν στις επιρροές της νεωτερικότητας. Αναπόφευκτα, οι θεσμοί και οι πολιτικές της χώρας δεν ευνοούν όλους το ίδιο, ούτε πετυχαίνουν τους επίσημους στόχους τους. Για να προσφύγουμε στον κατάλογο της Παγκόσμιας Τράπεζας[xi], έχουμε εκκρεμότητες σε ζητήματα λογοδοσίας (μολονότι τα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια να επιλυθούν – βλ. αξιολόγηση σε Δημόσιο και Εκπαίδευση), ρυθμιστικής ασάφειας και αντιφατικότητας μέσω της πολυνομίας, αδιαφάνειας (μολονότι και εδώ κάτι γίνεται π.χ. με τη διαύγεια, τη δημόσια διαβούλευση πριν από την ψήφιση νομοσχεδίων), μέτρvn κατά της διαφθοράς.
Γεγονός είναι ακόμα ότι η μάχη για την καλυτέρευση των θεσμών είναι διαρκής και προσανατολισμένη στα πρότυπα ορθολογισμού των πιο αναπτυγμένων κρατών της Δύσης! Όλα αυτά περιορίζουν την οικειοποίηση πόρων από λίγους σε βάρος του συνόλου και της ανάπτυξης. Δεν πρέπει να μηδενίζουμε ό,τι πετύχαμε. Αλλά οι αντιστάσεις σε μεταρρυθμίσεις που κάνουν τους θεσμούς πιο συμπεριληπτικούς και αποτελεσματικούς είναι ισχυρές. Τις εκθέσαμε διεξοδικά σε άλλη ευκαιρία[xii].
Νομίζω λοιπόν ότι η ελληνική εμπειρία μαζί με παρόμοιες πολλών άλλων χωρών δείχνει τα όρια της ανάλυσης των Α/Ρ. Κατά τη γνώμη μου, καταλαβαίνουμε καλύτερα την πορεία της χώρας και την κατάσταση των θεσμών της με βάση (καταρχάς) τη θεωρητική οπτική του εκσυγχρονισμού που αναδεικνύει την αέναη ένταση μεταξύ προνεωτερικών και νεωτερικών αξιών,[xiii] δηλαδή το ρόλο της κουλτούρας, σε συνδυασμό με τη θεωρία της δημόσιας επιλογής[xiv], που δείχνει, μεταξύ άλλων, πως εγωιστικά συμφέροντα εκδηλώνονται μέσω των οργανώσεων συμφερόντων.
[i] Daron Acemoglu and J. A. Robinson Why nations fail. The origins of power, prosperity and poverty, Crown Business, New York 2012, όπως αλλού, σ. 73.
[ii] Το κύριο επιχείρημα ανέπτυξαν με εκτεταμένη τεκμηρίωση οι Daron Acemoglu and James A. Robinson στο πολυσυζητημένο βιβλίο τους, Why nations fail. Όπως πριν.
[iii] Ενδεικτικά, Νίκος Χριστοδουλάκης, «Οι κακοί θεσμοί βλάπτουν σοβαρά την ευημερία», στην εφημερίδα η Καθημερινή 20/10/2024 και Κώστας Μποτόπουλος, «Η σημασία των θεσμών», εφημερίδα τα Νέα, 19-20/10/2024.
[iv] Daron Acemoglu and J. A. Robinson, Why nations fail, όπως αλλού (σ. 84).
[v] Όπως πριν, σ. 86.
[vi] Daron Acemoglu, Davide Ticchi and Andrea Vindigni, “Emergence and persistence of inefficient states”, Journal of European Economic Association 9(2), Απρίλιος 2011, σ. 177-288.
[vii] Bo Bo Rothstein, “Nobel prize in economic: Do democracy and prosperity really go hand in hand?” Social Europe, 1/11/2024.
[viii] Bo Bo Rothstein, όπως πριν.
[ix] Daron Acemoglu and J.A. Robinson, Why nations fail, όπως αλλού, σ. 5 και σ. 60.
[x] Η σχετική βιβλιογραφία για ελλείμματα, αναιμία και δυσλειτουργίες των θεσμών είναι απέραντη. Βλ. μεταξύ πολλών άλλων: Δημήτρης Σωτηρόπουλος, Κράτος και μεταρρύθμιση στη σύγχρονη Νότια Ευρώπη, Ποταμός 2017, Χαρίδημος Τσούκας Η τραγωδία των κοινών. Πολιτική φαυλότητα, απαξίωση θεσμών και χρεοκοπία, Ίκαρος, Αθήνα 2015. Νωρίτερα, Παναγιώτης Κονδύλης, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας. Η καχεξία του αστικού στοιχείου στη νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία, β΄ έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα 2011, Στο ίδιο πνεύμα και ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Ταξίδι στο λόγο και στην ιστορία, Πλέθρον, 1996. Βλ. επίσης το κείμενό του στον ίδιο τόμο «Τζαμπατζήδες στη χώρα των θυμάτων», σ. 143-182.
[xi] World Bank, Governance Indicators 2023.
[xii] Βλ. Πάνος Καζάκος και Πάνος Κολιαστάσης, Αφανείς και ορατές αντιθέσεις. Παράδοση και νεωτερικότητα στη μεταδικτατορική Ελλάδα 1974-2022, Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2023.
[xiii] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων: Νικηφόρος Διαμαντούρος, Πολιτισμικός δυισμός και πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000, Nicolas Demertzis, “Greece” στο Roger Eatwell (ed), European political cultures Conflict or convergence?, Routledge, 1997, Αρίστος Δοξιάδης Το αόρατο ρήγμα. Θεσμοί και συμπεριφορές στην ελληνική οικονομία, Ίκαρος, Αθήνα 2013 κ.ά.
[xiv] Mancur Olson, Η άνοδος και η παρακμή των εθνών, μετάφραση: Γιώργου Αδαμόπουλου, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2000.