Η απροσδόκητη εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προϊόν αλληλένδετων παραγόντων, στους οποίους περιλαμβάνονται
- η αντιφατική κυβερνητική θητεία 2015-19,
- η απώλεια της προοπτικής για επιστροφή στην κυβέρνηση,
- η χαλαρή πολυσυλλεκτικότητα του κόμματος,
- σοβαρά προβλήματα εσωκομματικών αμεσοδημοκρατικών κανόνων του παιγνιδιού που είχαν επηρεαστεί από το «σπόρο τού από τα κάτω αυθορμητισμού»[1],
- η προγραμματική- ιδεολογική ασάφεια και η συρρικνωμένη απήχηση αναπαλαιούμενων ιδεών,
- η ποιότητα της νέας ηγεσίας που φαίνεται ότι αδυνατούσε να συνθέσει κεντρόφυγες τάσεις, αλλά και
- οι υστερήσεις σε θεωρία και πολιτική πράξη.
Εδώ θα σταθούμε μόνο σε μερικά απ’ αυτά – στο ενδοκομματικό παίγνιο εξουσίας, την πολυσυλλεκτικότητα του κόμματος, τις θεωρητικές υστερήσεις και αβεβαιότητες.
Ακραία μάχη για εξουσία
Μετά την απώλεια της κυβερνητικής εξουσίας και την εκλογή προέδρου ήλθε στην επιφάνεια ένα παίγνιο εσωκομματικής διαπάλης για εξουσία εντός και εκτός του κόμματος σε ακραία εκδοχή. Προσωπικές αντιπαραθέσεις, αμοιβαία επίρριψη ευθυνών για την εκλογική αποτυχία, αμφισβήτηση πρώην υπουργών κλπ. κατέληξαν πρώτα στην αμφισβήτηση του νέου προέδρου και στη συνέχεια σε διαδοχικές αποσχίσεις. Ήταν ένα είδος «εμφυλιοπολεμικής αυτοκαταστροφής»[2]. Κρίνοντας βέβαια από διάφορες δηλώσεις, διαπιστώνουμε ότι οι σχέσεις μεταξύ πολλών προβεβλημένων στελεχών και ομάδων ήταν από καιρό τεταμένες, δοκιμάσθηκαν όμως ακόμη περισσότερο όταν η εκλογή νέου προέδρου ανέτρεψε την κομματική επετηρίδα.
Παίγνια εξουσίας εμφανίζονται βέβαια ιδίως σε περιόδους κάμψης σε όλα τα μαζικά κόμματα που είναι σχεδόν εξ ορισμού πολυσυλλεκτικά. Η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, ακόμα και το ΚΚΕ υπέφεραν συχνά από διασπάσεις στο παρελθόν. Όμως η πολυδιάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και το ύφος των αντιπαραθέσεων ξεπέρασε προηγούμενα επεισόδια! Συναφώς, πολλοί διαφωνούντες με τον νέο πρόεδρο αποχώρησαν επιδείχνοντας ελάχιστο σεβασμό στους κανόνες που είχαν ψηφίσει (εκλογή προέδρου από τη βάση, παράδοση της βουλευτικής έδρας σε περίπτωση αποχώρησης κ.λπ.), αποκαλύπτοντας μια υποκριτική στάση απέναντι στις δημοκρατικές διαδικασίες.
Το έδαφος για αυτή την απότομη εκδήλωση κεντρόφυγων δυνάμεων είχε στρώσει καταρχάς η χαλαρή πολυσυλλεκτικότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Την υποδήλωνε ευθαρσώς ο τίτλος: Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς - Προοδευτική Συμμαχία – δηλαδή συνασπισμός ριζοσπαστικών ομάδων και συμμαχία με άλλες τάσεις. Το κόμμα-κίνημα είχε παύσει να αποτελεί ένα ομοιογενές μόρφωμα καθώς πρόσθετε στις τάξεις του ετερογενή στοιχεία προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ, το πεδίο συντεχνιακών διεκδικήσεων, το ΚΚΕ, το ΚΚΕ εσωτερικού (ανανεωτική Αριστερά), τον αναρχοαυτόνομο χώρο, κάποιες ταυτοτικές ομάδες κ.λπ.
Κατά διαστήματα, η εσωτερική αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στο δίλημμα «Αριστερά ή Κεντροαριστερά». Χαρακτηριστικά, ο Ευκλείδης Τσακαλώτος πρόβαλε το αίτημα για αποκατάσταση της αριστερής ταυτότητας του κόμματος την οποία έβλεπε να χάνεται και, εναλλακτικά, την υπερασπίστηκε με την έξοδο από το κόμμα. Διευκρίνιζε συχνά ότι «η ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν μπορεί να είναι ένα απλό άθροισμα κεντρώων, κεντροαριστερών, αριστερών, ριζοσπαστικών και άλλων απόψεων» (βλ. συνέντευξή του στην εφημερίδα Γνώμη της Πάτρας). Άλλα στελέχη, συμπεριλαμβανομένης της Έφης Αχτσιόγλου, προτιμούσαν χαμηλόφωνα ένα άνοιγμα προς το Κέντρο – την «κεντροαριστερή» λύση, χωρίς όμως ιδιαίτερες διευκρινίσεις του όρου, δηλαδή τι συνεπαγόταν για το ρόλο του κράτους και της αγοράς, το ρυθμιστικό σύστημα, το ασφαλιστικό, τις ΔΕΚΟ, την εσωτερική ασφάλεια. Επίσης άνθισαν στο εσωτερικό της συμμαχίας πάσης φύσεως αντιπαραθέσεις και σχήματα («συνιστώσες») που διεκδικούσαν την ορθή ερμηνεία της αριστερής ταυτότητας. Τη σύγχυση επέτεινε ο ακτιβισμός όσων είχαν μετακινηθεί από το ΠΑΣΟΚ.
Η διαδικασία εκλογής προέδρου από τη βάση, προϊόν «αμεσοδημοκρατικών» αντιλήψεων, χωρίς ενδιάμεσα θεσμικά φίλτρα (Κεντρική Επιτροπή, Κοινοβουλευτική Ομάδα κ.λπ.), αντί να ενώσει, έδωσε τη ευκαιρία στις διάφορες ομάδες να διεκδικήσουν αυξημένα μερίδια εσωκομματικής επιρροής. Άλλωστε, από το 2019 δεν υπήρχε πλέον ο συγκολλητικός ιστός της κυβερνητικής εξουσίας.
Η απρόβλεπτη ένταση των φυγόκεντρων δυνάμεων στον ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλεται μόνο στην πολυσυλλεκτικότητα και την ετερογένεια του κόμματος, αλλά και σε κρίσιμες θεωρητικές-ιδεολογικές εκκρεμότητες. Κατά τη γνώμη μου, η σπουδαιότερη ήταν η εξής: πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί «αριστερή» πολιτική (και ποια ακριβώς) σε μια χώρα που είναι ενταγμένη σε ΕΕ, ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ και, επιπλέον, είναι στενά συνδεδεμένη με τη Δύση με πολυεπίπεδες εμπορικές, επενδυτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές ανταλλαγές.
Σε αυτή την κρίσιμη αποσαφήνιση, που θα παρήγαγε ένα ενοποιητικό πλαίσιο, δεν συνεισέφεραν οι διανοούμενοι του κόμματος, οι οποίοι δεν αξιοποίησαν τις τραυματικές για αυτούς κυβερνητικές εμπειρίες 2015-2019 – μιας ενδιαφέρουσας περιόδου για σχετικές θεωρητικές δοκιμές. Τότε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, για να αποφύγει τη χρεοκοπία της χώρας, αναγκάστηκε να εφαρμόσει ένα τρίτο σκληρό Μνημόνιο (= πρόγραμμα προσαρμογής) και μερικές σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη δημοσιονομική και κοινωνική πολιτική (ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστική μεταρρύθμιση, μεταβίβαση στην Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας, το γνωστό «υπερταμείο», μεγάλου μέρους της δημόσιας περιουσίας, ενεργοποίηση του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής διαχείρισης για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων[3] κ.ά.).
Τίποτα δεν έμαθαν
Όλα αυτά δεν είχαν σχέση με τις αντιλήψεις που είχαν καλλιεργηθεί από δεκαετίες στην Αριστερά, προκάλεσαν σύγχυση και εντάσεις, μαζί με άλλους παράγοντες, βραδυφλεγώς, μετά την απώλεια της προοπτικής για επιστροφή στην κυβέρνηση το 2023.
Όμως, καθ’ οδόν προς τις εκλογές του 2015 αλλά και μετά, όλα τα κείμενα αξιώσεων (Κώστας Λαπαβίτσας, Γιάννης Μηλιός, Γιάνης Βαρουφάκης κ.ά.) επέκριναν δραστικά την ΕΕ[4]. Την περίοδο της κρίσης και των Μνημονίων απαιτούσαν την ηρωική έξοδο της χώρας από την ΕΕ και την Ευρωζώνη[5]. Πολλοί συνόδευαν την αποσύνδεση από την ΕΕ με τριτοκοσμικές φαντασιώσεις, π.χ. για την κατάσταση στη Βενεζουέλα ή πιθανή βοήθεια άνευ όρων από τη Ρωσία. Παλαιότερα πρόβαλαν την ιδέα της «αυτοδύναμης ανάπτυξης» και, την περίοδο των Μνημονίων, ενός νέου «παραγωγικού μοντέλου». Το περιεχόμενο αυτών των θέσεων παρέμενε νεφελώδες. Το αποτέλεσμα ήταν η διαρκής αντιπαράθεση με την ΕΕ για την εφαρμογή του τρίτου Μνημονίου που είχε υπογράψει η κυβέρνησή τους.
Όλα αυτά συνέβησαν σε μια εποχή εντεινόμενων ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων, αναταραχών και μεταβολών στην παγκόσμια οικονομία. Ήταν περίπου κάλεσμα στις πολυεθνικές να μη θεωρήσουν την Ελλάδα φιλικό τόπο παραγωγής και επενδύσεων παρά τα προφανή γεωγραφικά και άλλα πλεονεκτήματά της. Το αποτέλεσμα θα ήταν βέβαια η αποσύνδεση της χώρας από τα διεθνή δίκτυα συναλλαγών και πτώση της ανάπτυξης.
Λόγω αυτής της θεμελιώδους στάσης, δεν ετίθετο καν θέμα μεταρρυθμίσεων για προσαρμογή στο μεταβαλλόμενο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, ούτε κοινωνικών συμμαχιών με αστικές δυνάμεις και λειτουργικών συμβιβασμών στο εσωτερικό. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο, οι σοβαρές θεωρητικές παρεμβάσεις, όπως του Ευκλείδη Τσακαλώτου[6] και του Γιώργου Σταθάκη[7], εστίαζαν στην κριτική της πολιτικής προσαρμογής που επιδίωκε η… Κεντροαριστερά και του εκσυγχρονισμού επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη. Έχοντας έτσι ορθώσει τείχος έναντι των πιθανών συμμάχων της Κεντροαριστεράς και με δεδομένο το αμετακίνητο αντικαπιταλιστικό τείχος του ΚΚΕ, δεν έμενε παρά να αναζητηθούν αντικρουόμενες «αυθεντικές» ερμηνείες του όρου Αριστερά.
Όμως η πνευματική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να είχε αντλήσει (κριτικά βεβαίως) ιδέες από τις ιστορικές εμπειρίες της ελληνικής Κεντροαριστεράς και, οπωσδήποτε, από τον πλούτο ιδεών που είχε γεννήσει η ευρωπαϊκή δημοκρατική Αριστερά. Ειδικά οι θέσεις των κομμάτων της για κεντρικά στοιχεία του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη δογματική κληρονομιά είχαν απασχολήσει φερ’ ειπείν το Ιταλικό ΚΚ την εποχή του Μπερλίνγκουερ όταν υιοθέτησε τον πασίγνωστο ιστορικό συμβιβασμό (compromesso historico)[8], το Εργατικό Κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο με το πρόγραμμα του Τρίτου Δρόμου (third way) και απασχολούν σήμερα όλα τα κόμματα της δημοκρατικής Αριστεράς στην Ευρώπη, όπως δείχνουν οι συζητήσεις για αποσαφήνιση της προοδευτικής πολιτικής[9].
Κατά τη γνώμη μου, τα προηγούμενα θεωρητικά-ιδεολογικά και πολιτικά ελλείμματα συνυφαίνονται με τη διφορούμενη στάση έναντι της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Οι απόψεις των στελεχών για τη διάκριση των εξουσιών, την έννομη τάξη, τις ανεξάρτητες αρχές, ακόμα και για τις ατομικές ελευθερίες ήταν στην καλύτερη περίπτωση διφορούμενες, όπως φάνηκε την περίοδο διακυβέρνησής τους (2015-2019).
Πρέπει όμως να τονιστεί ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έβλεπε πως υπήρχε ένα ρήγμα μεταξύ του προτύπου της φιλελεύθερης δημοκρατίας στην Ελλάδα (όπως ορίζεται στο σύνταγμα) και της πραγματικότητάς της. Συναφώς, τόνιζε ακατάπαυστα ότι
- οι κυβερνήσεις επιχειρούσαν να ελέγξουν τη Δικαιοσύνη με μια απέραντη ποικιλία μέσων, καθιερώνοντας μεταξύ άλλων την επιλογή της ηγεσίας της από το υπουργικό συμβούλιο,
- οι ανεξάρτητες αρχές ήταν εκτεθειμένες σε κομματικές επιρροές της εκάστοτε κυβέρνησης,
- οι πελατειακές συναλλαγές στα δημόσια έργα και ΔΕΚΟ κατέληγαν σε λανθασμένες προτεραιότητες, εύθραυστες υποδομές, σπατάλη πόρων και διαφθορά,
- η Δημόσια Διοίκηση ήταν κομματικοποιημένη κ.λπ.
Ώς ένα βαθμό, η κατά βάση ορθή αυτή κριτική αποδείχθηκε υποκριτική όταν κυβέρνησε ο ΣΥΡΙΖΑ και υιοθέτησε παρόμοιες μεθόδους. Εκτός τούτου, όπως σημειώσαμε, στο πνευματικό κλίμα της Αριστεράς ασκούσαν γοητεία απωθητικά θεσμικά πρότυπα τύπου Βενεζουέλας. Τέλος, ουδέποτε ξεκαθαρίστηκε αν η κριτική της αφορούσε τις στρεβλώσεις και όχι τις βασικές αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Ο πολιτικός της λόγος παρέμεινε με την έννοια αυτή αντισυστημικός και μάλιστα σε μία εποχή που οι διαθέσεις της κοινής γνώμης άλλαζαν. Και έγινε λιγότερο πειστικός όταν ο ΣΥΡΙΖΑ σχημάτισε κυβέρνηση και βρέθηκε αντιμέτωπος με τη θεσμική πραγματικότητα του ευρωπαϊκού συστήματος (και του παγκόσμιου καπιταλισμού) με όλα τους τα κουσούρια.
Η αυλαία του δράματος δεν θα πέσει σύντομα.
[1] Βλ. Κώστας Μποτόπουλος, «Από την αυτοοργάνωση στην αυτοδιάλυση», εφημ. Τα Νέα, 18-19/11/2023.
[2] Όπως το διατύπωσε ο Δημήτρης Σεβαστάκης στο κείμενό του «Στερεά εξαέρωση», εφημ. Τα Νέα, 18-19/11/2023.
[3] Βλ. Πάνος Καζάκος, Τέλος των ψευδαισθήσεων; Ελεγχόμενες πτωχεύσεις, οικονομική κρίση και μνημόνια 2009-2019, Παπαζήση, 2020.
[4] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων: Νάντια Βαλαβάνη, Η αρπαγή της Ελλάδας, Νέα Σύνορα, 2015· Γιάνης Βαρουφάκης, Ανίκητοι ηττημένοι, Πατάκη, 2017· Κώστας Λαπαβίτσας, Η Ευρωζώνη ανάμεσα στη λιτότητα και την αθέτηση πληρωμών, Λιβάνη, 2010· Γιάννης Μηλιός, Από την κρίση στην κυβέρνηση της Αριστεράς. Η στρατηγική των αναγκών, Πεδίο, 2014· Κώστας Λαπαβίτσας κ.ά., Οικονομική πολιτική για την ανάκαμψη της Ελλάδας, Λιβάνη, 2018,
[5] Ακόμα και ο μετριοπαθής Γιάννης Δραγασάκης έθετε μεν τα σωστά ερωτήματα αλλά κρατούσε ανοιχτές «όλες τις επιλογές» σε περίπτωση επιθετικής στάσης των δανειστών μας στο ζήτημα του χρέους. Βλ. Γιάννης Δραγασάκης, Ποια έξοδος; Από ποια κρίση; Με ποιες δυνάμεις;, Ταξιδευτής, 2012, σ. 63.
[6] Ευκλείδης Τσακαλώτος, Οι αξίες και η αξία της Αριστεράς. Ένα αντι-εκσυγχρονιστικό δοκίμιο, Κριτική, 2005.
[7] Γιώργος Σταθάκης, Ατελέσφορος εκσυγχρονισμός, Βιβλιόραμα, 2007.
[8] Βλ. διεξοδική εξέταση στο: Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Ευρωκομμουνισμός, Πόλις, 2015.
[9] Βλ. ενδεικτικά το εγχειρίδιο ιδεών Making progressive politics work, Policy Network, London 2014, με άρθρα ηγετικών πολιτικών, διανοουμένων, ακαδημαϊκών κ.ά. Είναι προϊόν συνδιάσκεψης με το ίδιο θέμα που πραγματοποιήθηκε στην Ολλανδία. Στην Ελλάδα στο ίδιο πνεύμα κινείται το Δίκτυο για τη μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη της Άννας Διαμαντοπούλου.