Σύνδεση συνδρομητών

Μετά τη Λωζάνη

Πέμπτη, 28 Σεπτεμβρίου 2023 16:27
30 Ιουνίου 1923, Ελβετία. Ο έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ινονού Ισμέτ Πασάς (αριστερά), συνυπογράφουν τη ρήτρα ανταλλαγής των πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, που έχει προηγηθεί. Στις 24 Ιουλίου, θα ολοκληρωθούν οι επιμέρους επεξεργασίες και θα υπογραφεί το συνολικό κείμενο της Συνθήκης της Λωζάνης.   
Keystone-France / Gamma-Keystone
30 Ιουνίου 1923, Ελβετία. Ο έλληνας πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος και ο τούρκος υπουργός Εξωτερικών Ινονού Ισμέτ Πασάς (αριστερά), συνυπογράφουν τη ρήτρα ανταλλαγής των πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία, που έχει προηγηθεί. Στις 24 Ιουλίου, θα ολοκληρωθούν οι επιμέρους επεξεργασίες και θα υπογραφεί το συνολικό κείμενο της Συνθήκης της Λωζάνης.  

Παράδοση και νεωτερικότητα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου 

Τα γεγονότα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι γνωστά, αν και οι ερμηνείες τους διαφέρουν.  Προτείνω  να τα δούμε από τη σκοπιά της διελκυστίνδας μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας.

Στις έννοιες  παράδοση και νεωτερικότητα συμπυκνώνονται αξίες, θεσμοί και αντιλήψεις που καθοδηγούν τη σκέψη και τη συμπεριφορά των ατόμων. Η νεωτερικότητα είναι πολύμορφη.  Εδώ μας ενδιαφέρει η φιλελεύθερη-δημοκρατική αντίληψη, προς την οποία προσανατολίσθηκαν εν μέρει  κυβερνήσεις και τμήμα της κοινωνίας στην Ελλάδα. Περιλαμβάνει ιδεοτυπικά μεταξύ άλλων τις ατομικές ελευθερίες, την ασφάλεια ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, την ισότητα έναντι του νόμου, αλλά και, αρχικά, έμφαση στην παραγωγή και απασχόληση, δημοκρατικούς πολιτικούς θεσμούς (σύνταγμα, εκλογές, Βουλή, διάκριση των εξουσιών κλπ.), αγορές απαλλαγμένες από αυθαίρετες πολιτικές παρεμβάσεις, το  κοινωνικό κράτος.

Από την άλλη πλευρά, η παράδοση τιμάται  επειδή έχει ρίζες στην εμπειρία γενεών και δομείται γύρω από επαναλαμβανόμενες κοινωνικές πρακτικές. Πολιτικοί επιστήμονες θεωρούν ότι η παράδοση συνοψίζεται ιδεοτυπικά σε τρία στοιχεία[i]: το έθνος, την οικογένεια, και την Ορθοδοξία. Προσθέτω και το πελατειακό σύστημα – ένα σύνολο πρακτικών, άτυπων δικτυώσεων και συναλλαγών εκτός και, συχνά, εναντίον της λογικής της αγοράς και των τυπικών κανόνων του κράτους δικαίου. Παίζει καθοριστικό ρόλο και επηρεάζει το αποτέλεσμα ακόμα και νεωτερικών θεσμών και διαδικασιών. Αντικαθρεφτίζει βαθιά ριζωμένες αξίες. Όπου επικρατεί, αποκαλύπτει κοινωνίες «μη εμπιστοσύνης» (non-trust societies), ή χαμηλής εμπιστοσύνης όπου τα άτομα δύσκολα αναπτύσσουν ικανότητα συνεργασίας με άλλα εκτός του οικογενειακού κύκλου. Η οικογένεια είναι ένας ισχυρός μηχανισμός αλληλεγγύης και επιβίωσης ιδίως σε δύσκολες στιγμές.

Η παράδοση και η νεωτερικότητα δεν είναι αναλλοίωτα φαινόμενα και συνυπάρχουν ανταγωνιστικά και σε κυμαινόμενη ισορροπία μεταξύ τους  σε όλες τις παρατάξεις του Μεσοπολέμου.

 

Παράδοση και νεωτερικότητα στον Μεσοπόλεμο

Στο πολιτικό-κομματικό επίπεδο κατά τον Μεσοπόλεμο η χώρα υπέφερε από αλλεπάλληλα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Επίσης, η πολιτική ζωή παρέμενε τοξική. Ώς το τέλος της περιόδου μαινόταν η αντιπαράθεση βενιζελικών και βασιλικών.   

Παλαιοί και νέοι πληθυσμοί είχαν με τους παλαιούς διαφορετικά αλλά και κοινά χαρακτηριστικά. Οι νέοι πληθυσμοί διέφεραν καταρχάς από τους παλαιούς πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά. Όσοι ήλθαν από τις αστικές περιοχές της Μικράς Ασίας διέθεταν πιο δυνατή επιχειρηματική φλέβα και αναζητούσαν νέες ευκαιρίες για επιβίωση και πρόοδο. Είχαν γίνει περισσότερο εξωστρεφή καθώς  ζούσαν  στο πολυεθνικό πλαίσιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αλλά σε σύγκριση με τους παλαιούς κατοίκους δεν ήταν λιγότερο προσκολλημένοι στον  πυρήνα της  παράδοσης – στην Ορθοδοξία και την οικογένεια. Ίσως δεν έχει διερευνηθεί η σημασία της Ορθοδοξίας για τη βαθμιαία (και βασανιστική πάντως) ένταξη των προσφύγων στην ελλαδική κοινωνία. Η Ορθοδοξία παρέμεινε στον πυρήνα του έθνους κατά τη νέα περίοδο.

Την ίδια σημασία με την Εκκλησία λόγω των εξαιρετικών συνθηκών διατήρησε η οικογένεια. Δεν ήταν θεσμός που υπεράσπιζαν μόνον οι βασιλικοί ή αν θέλετε οι παλαιοκομματικοί.  Αν και είχε διαφορετικό περιεχόμενο στους μικρασιάτες πρόσφυγες σε σύγκριση με τη θεσσαλική ή την πελοποννησιακή, ήταν γενικά ένας ισχυρός μηχανισμός αλληλεγγύης και επιβίωσης σε δύσκολες εποχές, στις οποίες οι δυνατότητες του πτωχευμένου κράτους ήταν περιορισμένες και η φτώχεια είχε διογκωθεί. Οι άνθρωποι μετά τον ξεριζωμό και την οικονομική καταστροφή μπορούσαν να καταφεύγουν στους οικογενειακούς δεσμούς. Επίσης, οι μεταρρυθμίσεις σε αγροτικό τομέα και βιοτεχνία - βιομηχανία ευνόησαν την μικρή οικογενειακή επιχείρηση.

Οι νέοι πληθυσμοί όμως είχαν λόγω συνθηκών και ιστορικής εμπειρίας στην Οθωμανική Τουρκία  προσδοκίες μάλλον για συλλογικά αγαθά (ασφάλεια, διανομή γης, υγειονομική περίθαλψη κ.ά.) παρά για τις προσωπικές εκδουλεύσεις που υποσχόταν οι παλαιοκομματισμός στον οποίο είχαν εξοικειωθεί οι παλαιοί πληθυσμοί στην  Ελλάδα.

Εντούτοις, τον Μεσοπόλεμο, η χώρα συνέχισε στο δρόμο του θεσμικού εκσυγχρονισμού που είχε διακοπεί. Τον επέβαλαν οι ανάγκες που προκάλεσε η μικρασιατική περιπέτεια. Ο κρατικός παρεμβατισμός διευρύνθηκε και διαφοροποιήθηκε παρά το διχασμό, τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, τις πολιτικές αντιπαλότητες, και τις αγκυλώσεις του  ελληνικού κράτους. Πραγματοποιήθηκε ένα εντυπωσιακό έργο στις υποδομές (αποξηράνσεις, απαλλοτριώσεις, σχολικά κτίρια  κ.ά.) και  ένα ευρύ για τα οικονομικά δεδομένα της εποχής  προνοιακό πρόγραμμα, εργαστήρια για την απασχόληση προσφύγων, προστασία της εγχώριας παραγωγής  κ.λπ.[ii]

Η χώρα ανέκαμψε από τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το ελληνικό κράτος (παρά τα δομικά του προβλήματα) κατάφερε να ενσωματώσει εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες (περίπου  το 1/3 του πληθυσμού) στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό ενώ την ίδια στιγμή ήταν πτωχευμένο (χρεοκοπημένο). Παρά τις αναταράξεις, επίσης, αναμορφώθηκε το πολίτευμα και αποφεύχθηκε η λήψη αποφάσεων ερήμην της χώρας στη διπλωματική σκηνή της Ευρώπης.

Το έργο της αποκατάστασης των νέων πληθυσμών στην Ελλάδα υποστηρίχθηκε από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και την Κοινωνία των Εθνών, με βοήθεια και δάνεια. Το 1923 ιδρύθηκε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) που αποτελούνταν από δύο Έλληνες διορισμένους από την κυβέρνηση και δύο ξένους διορισμένους από την Κοινωνία των Εθνών.  Πρόεδρος της ΕΑΠ ήταν υποχρεωτικά ένας ξένος, υποχρεωτικά Αμερικανός! Η αποκατάσταση γινόταν λοιπόν υπό διεθνή εποπτεία πέρα από την έμμεση εποπτεία των κεφαλαιαγορών. Σκοπός της ΕΑΠ ήταν να συντονίζει τη βοήθεια για τους πρόσφυγες  και να επιβλέπει τη χρηστή διαχείριση των δανείων. Η ΕΑΠ ανήγειρε 20 χιλιάδες κατοικίες και χρηματοδότησε την ανέγερση  χώρων για την εγκατάσταση αργαλειών  σε κάθε προσφυγικό συνοικισμό δίνοντας έτσι ώθηση στην ανάπτυξη της ταπητουργίας.  Φυσικά οι ανάγκες ήταν πολύ μεγαλύτερες.

Τα μέτρα που αναφέραμε καθώς και άλλα στη συνέχεια συνεπάγονταν επέκταση και αναμόρφωση  του κρατικού παρεμβατισμού, που είναι συγκεντρωτικός από τη φύση του και ένα νεωτερικό κατά βάθος φαινόμενο που αντιδιαστέλλεται προς την κατακερματισμένη προνεωτερική κοινωνία. Δυνητικά, υποκαθιστά εξατομικευμένες εκδουλεύσεις με συλλογικά αγαθά. Όμως, στην Ελλάδα ναι μεν έτεινε να παράγει συλλογικά αγαθά, αλλά δεν στηρίχθηκε μόνο σε γενικής ισχύος κανόνες και εμποτίσθηκε από τις αξίες της παράδοσης και της οικογένειας.

Τις  δεκαετίες του 1920 και του 1930 έγινε εμφανέστερη η αντίθεση παράδοσης και νεωτερικότητας.

 

Εκσυγχρονισμός της θεσμικής δομής

Μπορούμε να θεωρήσουμε το Σύνταγμα του 1927 μέρος μιας ευρύτερης διαδικασίας εκσυγχρονισμού της θεσμικής δομής.[iii] Καθιέρωσε το θεσμό του αιρετού ανώτατου άρχοντα  καταργώντας έτσι την κληρονομική μοναρχία, θέσπιζε δύο νομοθετικά σώματα, τη Βουλή και τη Γερουσία, με βάση ένα ιδιότυπο εκλογικό σύστημα, επανίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, θέσπισε  κοινωνικά δικαιώματα σε σχέση με την τέχνη, τις επιστήμες, την εργασία και την εκπαίδευση.

Το Σύνταγμα του 1927 επιχείρησε επίσης να υψώσει αναχώματα κατά του κατακερματισμού των πολιτικών χώρων (του βενιζελικού και του βασιλικού) και της κυβερνητικής αστάθειας ενισχύοντας «ήπια» την εκτελεστική εξουσία. Όπως το έθεσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος,

η σημερινή εκτελεστική εξουσία είναι ανίκανος ν’ ανταποκριθή προς τα καθήκοντά της, διότι είναι ανίσχυρος, ευρισκομένη υπό την πλήρη εξάρτησιν  της νομοθετικής εξουσίας, η οποία επηρεάζεται πάλιν από την ανάγκην να μη δυσαρεστήση  τας διαφόρους εκλογικάς ομάδας, διά να μη διακινδυνεύση η επανεκλογή  των αποτελούντων αυτήν βουλευτών.[iv]  

Το Σύνταγμα του 1927 ίσχυσε μόνο για οκτώ έτη καθώς υπέκυψε όταν οι πολιτικές ισορροπίες στις οποίες βασιζόταν ανατράπηκαν με την υποχώρηση του βενιζελισμού και άνοιξε ο δρόμος για την επιστροφή της βασιλείας. Δεν απέτρεψε ούτε την ανάμειξη του στρατού στις πολιτικές διαδικασίες.

Το Σύνταγμα του 1927 είχε εναντίον του προνεωτερικές νοοτροπίες, το διχασμό, τις φατρίες του στρατού και, εν μέρει, της πελατειακής πολιτικής, τη σκληρή οικονομική πραγματικότητα και, οπωσδήποτε, μια βαθύτατα αντιφατική «Ευρώπη» όπου ανερχόταν ο φασισμός, ξέσπασε η κρίση του 1929 και αγρίευαν  οι εθνικοί ανταγωνισμοί στο παρασκήνιο της διπλωματίας των αλλεπάλληλων διασκέψεων.

Παρά ταύτα, στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, εκτός από το Σύνταγμα του 1927, και άλλοι θεσμοί διακυβέρνησης και κοινωνικού κράτους απομακρύνονταν από το παραδοσιακό μοντέλο. Περιελάμβαναν ολοένα και περισσότερα τυπικά νεωτερικά χαρακτηριστικά όπως συνεταιρισμούς, συνδικάτα, καινοφανείς δημόσιους φορείς. Η θεσμική εξέλιξη ήταν στενά συνυφασμένη με την κοινωνικοοικονομική δομή (οικογενειακή γεωργία, βιομηχανική- βιοτεχνική ανάπτυξη, την οποία συνόδευαν οι διεκδικήσεις του συνδικαλισμού, εξαστισμός κ.ά.). Σημειώνω επί τροχάδην την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων στο ΙΚΑ, την ίδρυση της Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος (ΑΤΕ), της Τραπέζης της Ελλάδος, τις μεγάλες εκπαιδευτικές υποδομές, την καθιέρωση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας  κ.ά.[v]  Μολονότι η αρχή του κράτους δικαίου που υπόσχεται ίδια δικαιώματα για όλους υπέφερε (βλ. το περιβόητο «ιδιώνυμο»), όσο οι  φιλελεύθεροι ήταν στην κυβέρνηση ή την επηρέαζαν η ισορροπία παράδοσης και νεωτερικότητας μετατοπιζόταν προς την πλευρά της τελευταίας. Την τροχιά αυτή ανέκοψε η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά η οποία όμως εμφάνισε και νεωτερικά χαρακτηριστικά:[vi] η ενοποίηση κατακερματισμένων ασφαλιστικών ταμείων στο ΙΚΑ άρχισε από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου και ολοκληρώθηκε επί Μεταξά το 1937. Ενδιαφέρον έχει και η εισαγωγή της γραμματικής της δημοτικής γλώσσας του Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Μετά τον Βενιζέλο και την παλινόρθωση της μοναρχίας, ο εκσυγχρονισμός συνεχίστηκε, έστω επιβραδυνόμενος, και συμβίωνε με την ενισχυόμενη παράδοση και ένα είδος πολιτισμικής οπισθοδρόμησης! Για τη στήριξη του αγροτικού τομέα καθιδρύθηκαν διαδικασίες και θεσμοί με ισχυρή ιδεολογική νομιμοποίηση. Η ΑΤΕ εξελίχθηκε σε βασικό κρίκο μιας θεσμικής αλυσίδας στην οποία ανήκαν διάφοροι «αυτόνομοι» ή κρατικοί οργανισμοί.

Συνολικά αποτιμώντας  τα πράγματα, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν  ότι «ο βενιζελισμός  ως πολιτικό κίνημα ήταν κύριος φορέας του εκσυγχρονισμού  και της προσαρμογής της χώρας στα φιλελεύθερα ευρωπαϊκά πρότυπα».[vii] Όμως η εκπαιδευτική πολιτική έμεινε μερικώς μετέωρη ανάμεσα σε παράδοση και εκσυγχρονισμό. [viii]  

Σημειώνω ακόμα ότι πολλοί αντίπαλοι του βενιζελισμού  έβλεπαν καθαρά πως όλα αυτά συνεπάγονταν πολιτισμική σύγκρουση: ο Ιωάννης Μεταξάς θεωρούσε ότι στον εξ Ευρώπης εισαγόμενο ορθολογισμό έπρεπε να  αντιταχθούν όσοι ήταν προσηλωμένοι  στις αξίες  που είχαν από παράδοση ή ένστικτο.[ix]

Από τα προηγούμενα (και από όσα συνέβησαν στο πολιτικό πεδίο) συνάγουμε ότι  κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου υπήρξε μια ασταθής ισορροπία μεταξύ παράδοσης που εξέφραζε ο μοναρχικός αυταρχισμός και φιλελεύθερου-δημοκρατικού εκσυγχρονισμού (πολιτικοί του οποίου όμως λειτουργούσαν και παλαιοκομματικά). Η παλαιά Ελλάδα, όπως έδειχναν τα εκλογικά αποτελέσματα τη δεκαετία του 1930, προσκολλήθηκε στην παράδοση.

 

Ελληνικότητα και ευρωπαϊσμός στο Μεσοπόλεμο

Σύντομη αναφορά πρέπει να κάνω στη σφαίρα των ιδεών. Ενώ στη δημόσια ζωή κυριαρχούσαν τα ζητήματα της ανάπτυξης, του εκσυγχρονισμού του κράτους και της ένταξης των προσφύγων, και την πολιτική ζωή διαπερνούσε η παθιασμένη διαμάχη βενιζελικών και βασιλικών ακόμα και σε τεχνικά ζητήματα, διανοούμενοι της χώρας συζητούσαν για την ελληνική ταυτότητα.[x] 

Όπως το θέτει ο Αντώνης Λιάκος, πρόκειται για την αντίληψη ότι η ιστορία του έθνους από τη αρχαιότητα μέχρι σήμερα

ανταποκρινόταν σε μια «ουσία» που φανερωνόταν, σε διαφορετικές εποχές και μορφές, αμετάβλητη. Το ελληνικό τοπίο, τα κυκλαδικά ειδώλια, η μυθολογία, η κλασική ομορφιά, οι βυζαντινές εικόνες, το δημοτικό τραγούδι ήταν εκφράσεις αυτής της ελληνικότητας.[xi] 

Η συζήτηση για την ελληνικότητα με τη ματιά στραμμένη προς την ελληνική φύση και το παρελθόν έτεινε να καλύψει ένα τεράστιο κενό νοήματος που άφησαν πίσω τους το τέλος της Μεγάλης Ιδέας και η απογοήτευση για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων σε κύκλους της  λογιοσύνης. 

Οι ερμηνείες της ελληνικότητας διέφεραν. Όλες εξέφραζαν έμμεσα και την αγωνία για το μέλλον της χώρας, για το πώς θα ανακτούσε την αυτοπεποίθησή της την οποία είχε τραυματίσει η Μικρασιατική Καταστροφή.[xii] Αλλ’ η συζήτηση για την ελληνικότητα ήταν μέρος μόνο των προβληματισμών σε λογιοσύνη και λογοτεχνία. Άλλοι άρχισαν να επηρεάζονται από τα σοσιαλιστικά ιδεώδη, όπως εμβρυακά προκύπτει από τις τάσεις στον Εκπαιδευτικό Όμιλο και από την άνοδο του ΚΚΕ και του εργατικού κινήματος.

Γενικά, οι διαφοροποιήσεις ήταν περισσότερες και είχαν αρχίσει να εμφανίζονται ήδη μετά την ήττα του 1897. Η λογοτεχνία μας περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, την αίσθηση αδιεξόδου του Κωνσταντίνου Καβάφη, την ηρωική ρητορική του Άγγελου Σικελιανού, την έμφαση στην ελληνική παράδοση του Γιώργου Σεφέρη, την απαισιοδοξία του Κώστα Καρυωτάκη, την πνευματική περιδίνηση του Νίκου Καζαντζάκη, το θρήνο για την απώλεια των μικρασιατικών πατρίδων σε πολλά μυθιστορήματα.

Στο μεταξύ, ο κόσμος έδινε τις δικές του απαντήσεις, φερ’  ειπείν  διασώζοντας την παράδοση –τη μνήμη των χαμένων πατρίδων, την πολίτικη κουζίνα, το ρεμπέτικο– και,  οπωσδήποτε, δουλεύοντας σκληρά. Οι πρόσφυγες προσπαθούσαν να καλλιεργήσουν τη γη που τους είχε παραχωρηθεί, να αποκτήσουν σπίτια για να μείνουν, να αξιοποιήσουν με επιχειρηματικές δραστηριότητες όσες ευκαιρίες τους έδινε ο τόπος και να συσπειρώνονται γύρω από την Ορθόδοξη Εκκλησία και τις εικόνες που έφεραν μαζί τους. Οι κάτοικοι της παλαιάς Ελλάδας επίσης προσπαθούσαν  να επανέλθουν στην κανονική  ζωή έχοντας βέβαια και ως αποκούμπι το (πελατειακό) κράτος. 

Γενικά, όπως σημειώσαμε νωρίτερα, ο βενιζελισμός προσανατολιζόταν στο φιλελεύθερο μοντέλο εσωτερικής οργάνωσης και διεθνών σχέσεων. Ο ίδιος ο Βενιζέλος ήταν η εμβληματική προσωποποίηση της εξωστρέφειας. Παρακολουθούσε τις διεθνείς εξελίξεις και μπορούσε να επικοινωνήσει με τους ισχυρούς της εποχής. Ανταποκρίθηκε θετικά στα πρωτοποριακά για την εποχή τους σχέδια του Αριστείδη Μπριάν (Aristide Briand, 1929) ή του Ριχάρδου Γκούντενχοφε-Καλλέργη  (Richard Goudenhofe-Kallergi, 1927) για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Κατά ενδιαφέροντα τρόπο συζήτησε  με τον Γκούντενχοφε-Καλλέργη το ζήτημα της τουρκικής συμμετοχής και υποστήριξε ότι η Τουρκία, με την άνοδο του Κεμάλ και το πρόγραμμα εκδυτικισμού του, είχε γίνει αναπόσπαστο μέρος του δυτικού πολιτισμού![xiii]

Όμως, στην Ελλάδα, η Καταστροφή και η εκδίωξη από τη Μικρά Ασία και τη Θράκη είχαν επιφέρει μεγαλύτερη αποξένωση από τη Δύση, καθώς οι Μεγάλες Δυνάμεις, και ειδικά η Γαλλία και η Αγγλία, θεωρήθηκαν από πολλούς υπεύθυνες γι’ αυτή. Όπως έχει υποδείξει ο Σωτήρης Ριζάς, οι αντιβενιζελικοί, πολλοί από τους οποίους είχαν φιλογερμανικές τάσεις, υπέτασσαν τα πάντα –την εκστρατεία στη Μικρά Ασία, τους εσωτερικούς χειρισμούς τους στη συνέχεια, την οικονομική πολιτική και τις σχέσεις με τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις (την εξωτερική πολιτική δηλαδή)– στον μείζονα στόχο τους να διασφαλίσουν τη βασιλεία, ή να αποτρέψουν την επάνοδο του Βενιζέλου κ.λπ. Επιπλέον, οι βασιλικοί δεν κατανοούσαν τις συνέπειες της νίκης των συμμάχων για την Ελλάδα και τις ευρωπαϊκές ισορροπίες.[xiv] Ζούσαν στον κόσμο τους με χαρακτηριστική εσωστρέφεια. 

Κατά προέκταση, οι εξελίξεις από το 1919 ώς το τέλος του Μεσοπολέμου τροφοδότησαν την αμφισημία για τις σχέσεις μας με τη φιλελεύθερη «Ευρώπη» (Γαλλία και Αγγλία).

Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ο Βενιζέλος έβλεπε καθαρά ότι η εξωτερική πολιτική ήταν στενά συνδεδεμένη με την εσωτερική. Η πρώτη δημιούργησε μετά το 1923 τις προϋποθέσεις για την  οικονομική ανόρθωση και την ανάπτυξη, κυρίως με τη μορφή δανείων και εμπορίου. Σειρά συμφωνιών επέτρεψε στην κυβέρνηση να αφιερώσει πόρους για την ανασυγκρότηση. Με το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930 (και άλλα σύμφωνα με γειτονικές χώρες) εξάλειψε τους φόβους διεθνών επενδυτών για το μέλλον της χώρας. Νωρίτερα, οι διπλωματικοί χειρισμοί στη διάσκεψη της Χάγης κατάφεραν να ελαφρύνουν σημαντικά την εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους και  αύξησαν το μερίδιο της χώρας στις πολεμικές επανορθώσεις που διεκδίκησε από τους διαδόχους της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και τη Βουλγαρία. Η χώρα μπορούσε πάλι να δανείζεται για να χρηματοδοτήσει ολόκληρη σειρά έργων.

 

Οι οικονομικές επιδόσεις του Μεσοπολέμου

Παρά την κρίση προσανατολισμού, τις πολιτειακές εκτροπές, τη δράση των φατριών σε πολιτική και στρατό, τη συνήθη πελατειακή λογική και τον διχασμό, η οικονομία αναπτύχθηκε (έστω με δομικά ελλείμματα).

Η οικονομική και κοινωνική δομή μετασχηματίσθηκε σε αλληλεξάρτηση με τον θεσμικό εκσυγχρονισμό. Την αγροτική οικονομία συμπλήρωνε  η επέκταση  της βιομηχανίας και της βιοτεχνίας την οποία ευνοούσαν η επιχειρηματικότητα των προσφύγων και τα φτηνά μεροκάματα.

Κατά την περίοδο 1920-1940, ο αριθμός των βιομηχανικών και βιοτεχνικών επιχειρήσεων  στην Ελλάδα αυξήθηκε εντυπωσιακά, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι μετά την παγκόσμια οικονομική  κρίση του 1929 στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες σημειώθηκε μείωση!  Όμως το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών επιχειρήσεων απασχολούσαν  1 έως 3 άτομα.  Η δομή αυτή θα διατηρηθεί και μετά τον πόλεμο.[xv] Την ανάπτυξη ευνόησε φυσικά και ο κρατικός παρεμβατισμός του Μεσοπολέμου που περιελάβανε κλασικά δασμολογικά μέτρα προστασίας (1930-31), την υποτίμηση της δραχμής, απαλλοτριώσεις κτημάτων για βιομηχανική χρήση,  δασμολογικές ατέλειες για την εισαγωγή μηχανημάτων, την καθιέρωση του οκταώρου κ.λπ.).

Η αύξηση της παραγωγής και της παραγωγικότητας στον αγροτικό τομέα ήταν ουσιώδες μέρος του βενιζελικού προγράμματος. Ξεκίνησαν αποστραγγιστικά και  αντιπλημμυρικά έργα στις πεδιάδες της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας, που επρόκειτο να δώσουν 2,7 εκατομμύρια στρέμματα  στην καλλιέργεια (κατά τον Γρηγόρη Δαφνή). Τα έργα εκείνα, όπως και τα επόμενα, συνέβαλαν στο στόχο να επιτευχθεί η μεγαλύτερη δυνατή επάρκεια σε στάρι και παράλληλα να βελτιωθούν οι συνθήκες ζωή των προσφύγων. Ήταν μέρος ενός ευρύτατου προγράμματος δημοσίων έργων  που αναζωογόνησαν την ελληνική οικονομία, όπως δείχνει η αύξηση του κατά κεφαλή ΑΕΠ εν μέσω κρίσης και μετά.[xvi]

Σπουδαίο κατασκευαστικό έργο επιτελέστηκε στην παιδεία. Ειδικά κατά την περίοδο 1929-1932 της κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου, κατασκευάσθηκαν 3.167 νέα σχολεία. Η δαπάνη καλύφθηκε εν μέρει με δάνεια από το εξωτερικό. 

Μετά το δημοψήφισμα για το πολιτειακό, την επιστροφή της βασιλείας και την αδυναμία των κοινοβουλευτικών κομμάτων να συμφωνήσουν  σε κυβέρνηση συνεργασίας, ακολούθησε η  δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά (1936-1940) που επίσης χαρακτηρίζεται από την ένταση μεταξύ εκσυγχρονισμού και παράδοσης και επίσης είχε εκσυγχρονιστικά στοιχεία, όπως τα εννοούμε εδώ, παρά τις σκοτεινές πλευρές που εκ φύσεως, ως δικτατορίας, ενείχε και παρά τη γοητεία που ασκούσε ο φασισμός σε Ιταλία και Γερμανία!  

Στο μεταξύ, πύκνωναν απειλητικά τα σύννεφα στον ευρωπαϊκό ορίζοντα. Οι εξελίξεις του Μεσοπολέμου (αποκατάσταση των προσφύγων, οικονομική ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις, εξομάλυνση των σχέσεων με τους γείτονες) προετοίμασαν κάπως τη χώρα για τις αναταράξεις του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και την επίθεση της Ιταλίας. Η ιταλική εισβολή βρήκε μια Ελλάδα ικανή να αμυνθεί και να επιβεβαιώσει την εθνική ενότητα στο έπος του 1940, την οποία  όμως θα τρώσουν η Κατοχή και ο Εμφύλιος.  

*Επεξεργασμένο κείμενο παρέμβασης στο συνέδριο του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων με θέμα «Μετά το ’22. Αναζητήσεις μιας νέας προοπτικής για την Ελλάδα», Αθήνα, 16-18 Φεβρουαρίου 2023

  

[i] Βλ. Έφη Γαζή, Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Ιστορία ενός συνθήματος 1880-1930 (Αθήνα 2011).

[ii] Κωνσταντίνος Βεργόπουλος, «Η ελληνική οικονομία από το 1926 ώς το 1935», στην  Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΕ΄, Ο νεώτερος ελληνισμός από το 1913 ώς το 1941 (Αθήνα 1978), 327-342, 332 και μετά.

[iii] Για μια σύντομη και κριτική προσέγγιση βλ.  Αντιγόνη Αλεξανδροπούλου, Γιάννης Γκλαβίνας και Σπυρίδων Πλουμίδης, Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμος 18, (Αθήνα 2010), 248-251, Δες επίσης κάθε καλή συνταγματική ιστορία.

[iv] Το παραθέτει ο Σπύρος Βλαχόπουλος, «Η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας – Από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία», στον εξαιρετικό τόμο του  Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων  για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Η πολιτική κληρονομιά του Ελευθερίου Βενιζέλου, (Αθήνα 2021), 209.

[v] Βλ. μεταξύ πολλών άλλων  το κλασικό έργο του Γρηγορίου Δαφνή, Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων,  1923-1940», τόμος Β΄ (Η άνοδος του βενιζελισμού), ( Αθήνα 1974), 91 και μετά και 49 και μετά.

[vi] Αλέξης Φραγκιαδάκης, 1932: Η χρεοκοπία και το τέλος του βενιζελισμού (Αθήνα 2019),  98.

[vii] Θάνος Βερέμης, Εθνικές κρίσεις, εκσυγχρονισμός και συντήρηση από τον 19ο στον 21ο αιώνα, (Αθήνα 2019), 72. Τον διορθώνω: στα φιλελεύθερα-δημοκρατικά πρότυπα! Στο ίδιο πνεύμα, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ως πρότυπο: Υψηλή στρατηγική και πολιτική κουλτούρα, 1944-1967» στο Η πολιτική κληρονομιά του Ελευθερίου Βενιζέλου (Αθήνα 2021), 115 που εξέδωσε το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.  

[viii] Αλέξης Δημαράς, «Εκπαίδευση 1913-1941», στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΕ΄, Ο νεώτερος ελληνισμός από το 1913 ώς το  1941, 490 και μετά.

[ix] Το αναφέρει ο  Θάνος Βερέμης, Εθνικές κρίσεις, εκσυγχρονισμός και συντήρηση, ό.π., 72.

[x] Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ός αιώνας (Αθήνα 2019), 161.

[xi] Αντώνης Λιάκος, ό.π.

[xii]  Το ζήτημα έχει εξετάσει σε βάθος ο Δημήτρης Τζιόβας στο Ο μύθος της γενιάς του ’30: Νεοτερικότητα, ελληνικότητα κι πολιτισμική ιδεολογία, Αθήνα 2011 (Βραβείο του περιοδικού Διαβάζω).

[xiii] Βλ. Νότης Μαριάς, Εισαγωγή στο: Richard N. Goudenhofe-Kallergi, Πανευρώπη (Πάτρα 2004), LXXXI. Η έκδοση περιλαμβάνει ολόκληρο το σχέδιο της Πανευρώπης.

[xiv] Βλ. μεταξύ άλλων, Σωτήρης Ριζάς, Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Ο Βενιζέλος, ο αντιβενιζελισμός και η Μικρά Ασία (Αθήνα 2022).

[xv] Κώστας Βεργόπουλος, Η ελληνική οικονομία από το 1926 ώς το 1935, 339, με πηγή κυρίως το Γ. Κουτσουμάρης, Η μορφολογία της ελληνικής βιομηχανίας, ΚΕΠΕ (Αθήνα 1963).

[xvi] Βλ. Γ. Κωστελέτος, Σ. Πετμεζάς κ.ά., «Ακαθάριστον Εγχώριον Προϊόν 1830-1939».  

Πάνος Καζάκος

Oμότιμος καθηγητής διεθνών οικονομικών και ευρωπαϊκών σχέσεων του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία του: Θεσμικές μεταρρυθμίσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1996), Η Ελλάδα και το ευρωπαϊκό μέλλον της Τουρκίας (2001), Πολιτική και ιδεολογία (2003), Εξηγώντας την κοινωνία (2006), Αναθεώρηση του συντάγματος και οικονομία (2007), Έτοιμη για το μέλλον; (2008), Από τον ατελή εκσυγχρονισμό στην κρίση (2019), Μετά το “Μνημόνιο” (επιμ., 2011).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.