To 88 π.Χ., ο Μιθριδάτης ΣΤ΄, ο τετραπέρατος βασιλιάς του Πόντου, που έπινε το δηλητήριο σαν το πιο γλυκό κρασί, εξεγειρόταν εναντίον της ρωμαϊκής δύναμης και, σε μια μέρα, με μια του διαταγή (uno nuntio atque una significatione, λέει ο Κικέρωνας) σηματοδοτούσε τη σφαγή περίπου 80.000 Ρωμαίων στη Μικρά Ασία∙ το 88 π.Χ., η Αθήνα, ώς τότε φίλη των Ρωμαίων, που καταλάγιαζε στις σκιερές στοές τις πνευματικές ανησυχίες των επιφανέστερων της respublica, αποφάσιζε για πρώτη φορά να μη συμπορευτεί με τη Ρώμη∙ εκείνη λοιπόν τη χρονιά, το 88 π.Χ., κάπου στην Κύπρο, ο Πτολεμαίος Ι΄, ο επονομαζόμενος Αλέξανδρος –χλομή σκιά του ένδοξου συνονόματού του–, καθώς σε κάποια ελάσσονα μάχη αποχωρούσε από τον μάταιο τούτο κόσμο, κληροδοτούσε την Κύπρο ως ιδιοκτησία του στους Ρωμαίους. Οι Ρωμαίοι, ωστόσο, έχοντας τότε ανοιχτά πολλά μέτωπα, απ’ την Ισπανία ώς τη Μικρά Ασία, το αρνήθηκαν. Μ’ αυτή την άρνηση λοιπόν ενός σπουδαίου και μοναδικού κληροδοτήματος ξεκινά η ιστορία της ρωμαϊκής Κύπρου.
Μερικές δεκαετίες αργότερα, η άρνηση θα μετατραπεί σε επιφυλακτικό δισταγμό. Όπως όλες οι μείζονες πολιτικές αποφάσεις της εποχής, έτσι και η τύχη της Κύπρου αποφασιζόταν όχι βέβαια στην Πάφο ή στη Σαλαμίνα, αλλά στην ανηλεώς ανταγωνιστική πολιτική κονίστρα της Ρώμης. Εκεί, ο περιώνυμος δήμαρχος των πληβείων, ο Πώπλιος Κλώδιος Πούλχερ, προκειμένου να ξεφορτωθεί τον πολιτικό του αντίπαλο Κάτωνα τον Νεότερο, τον καθιστούσε υπεύθυνο για την προσάρτηση της Κύπρου στη Ρώμη, ως μέρους της ρωμαϊκής επαρχίας της Κιλικίας:
Πάρα πολλοί μου ζητούν να αναλάβουν την εξουσία στην Κύπρο, με παρακαλούν να τους στείλω εκεί ως ανθύπατους, αλλά εγώ θα την παραδώσω σε σένα, Κάτωνα, γιατί είσαι ο εντιμότερος όλων των Ρωμαίων. Από δαύτους είσαι ο μόνος άξιος και με ευχαρίστηση θα σου παραχωρήσω αυτήν την εξουσία, δες το και σαν χάρη.
Ο Κάτωνας όμως αντέτεινε ότι δεν επρόκειτο για χάρη, αλλά για πολιτική καταδίκη και προσβολή! Τότε ο Κλώδιος, αλαζονικά και περιφρονητικά, του απάντησε: «αν λοιπόν δεν εκτιμάς τη θέση αυτή ως ευεργεσία, να τη θεωρήσεις τιμωρία» (Πλούταρχος, Κάτων 34.2-3). Όπως ήταν βέβαια αναμενόμενο, ο πάντοτε συνετός Κάτωνας, που λίγα χρόνια αργότερα η πικρία του για την κατάντια της ρωμαϊκής δημοκρατίας θα τον οδηγούσε στην αυτοκτονία, εκτέλεσε υποδειγματικά τα καθήκοντά του, υφάρπαξε την Κύπρο από έναν άλλο αδύναμο Πτολεμαίο και την προσάρμοσε στις ρωμαϊκές απαιτήσεις.
Η Κύπρος και η Ρώμη
Κι ύστερα, στα χέρια πλέον των Ρωμαίων, το αρχικά ανεπιθύμητο κληροδότημα, το νησί-τιμωρία του υπερασπιστή του mos maiorum, έγινε δώρο σπουδαίο και περιπαθές, προσφορά έρωτα όσο και σκοπιμότητας, καθώς ο Ιούλιος Καίσαρας, απόλυτα καθυποταγμένος (όπως το θέλησε η ρωμαϊκή προπαγάνδα, αλλά όπως το θέλει και το Χόλιγουντ) στα θέλγητρα της νεαρής Κλεοπάτρας Ζ΄, αφού τη βοηθήσει να εναποθέσει και πάλι στη βοστρυχωτή κόμη της το πτολεμαϊκό διάδημα, της παρέδωσε την Κύπρο (48/7 π.Χ.) κι ύστερα έφυγε για την Ασία.
Αργότερα, αφού πλέον το Άκτιο θ’ αναδιαμορφώσει τις τύχες της Ανατολής κι ο Οκταβιανός θα ανεβεί στον θρόνο της οικουμένης, η Κύπρος, το 22 π.Χ. πλέον, γίνεται άλλη μία απ’ τις επαρχίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που την κυβερνούσε η σύγκλητος.
Είναι λοιπόν τότε, κατά τον πολύπαθο 1ο αιώνα π.Χ. που πρωτοσυγκροτείται η σχέση ανάμεσα στην Κύπρο και στη Ρώμη. Την ύστατη απόληξη αυτής της σύνθετης σχέσης μας παρουσιάζει στο νέο του βιβλίο ο Γιώργος Δεληγιαννάκης Συγκεκριμένα, εξερευνά, πρώτον, τις πολιτισμικές συνιστώσες της κυπριακής συνύπαρξης εθνικών, χριστιανών και άλλων και, δεύτερον, τις δυνατότητες και τις προκλήσεις της σύνθετης διαδικασίας συγκρότησης πολιτισμικής φυσιογνωμίας.
Όπως εξηγεί ο συγγραφέας στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, για να κατανοήσουμε το πολιτισμικό ανάγλυφο της υστερορωμαϊκής Κύπρου πρέπει να καταδυθούμε σε μια πορεία επιστροφής. Συχνά, λοιπόν, ανατρέχει στο ρωμαϊκό παρελθόν της εποχής που εξετάζει, τονίζοντας τις συνέχειες, αλλά και τα ρήγματα. Υπογραμμίζει (σ. 6-7) ότι η Κύπρος, ιδωμένη μέσα από τα ρωμαϊκά μάτια, βρίσκεται πάντοτε στις παρυφές. Γίνεται αντιληπτή πρωτίστως ως σπουδαίο θρησκευτικό κέντρο πανάρχαιων αλλά και νεοπαγών λατρειών, τους μείζονες ναούς των οποίων επισκέπτονται ενίοτε και κάποιοι Ρωμαίοι αυτοκράτορες. Επίσης, θεωρείται, όπως άλλωστε όλες οι επαρχίες, ορυχείο: τόπος από τον οποίο οι ηγεμόνες της οικουμένης μπορούν να εξορύξουν ό,τι εκάστοτε τους είναι χρήσιμο: ανθρώπους, εμπορεύματα, ξυλεία, ορυκτά, μέταλλα.
Ωστόσο, στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο συντελείται μια σημαντική εξέλιξη. Η Κύπρος μεταβαίνει από το περιθώριο στο κέντρο. Εντάσσεται σ’ ένα διευρυμένο δίκτυο σχέσεων που της επιτρέπει να εισάγει και να εξάγει αγαθά διά θαλάσσης, βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό στις δικές της δυνάμεις. Το επιβεβαιώνει άλλωστε και ο Αμμιανός Μαρκελλίνος, που γνώριζε όσο λίγοι της εποχής του τις οπωροφόρες πεδιάδες της και τα υπήνεμα λιμάνια της (Res Gestae 14.8.14):
Η Κύπρος είναι τόσο εύφορη και παράγει άφθονα τόσα προϊόντα κάθε είδους που, χωρίς να χρειάζεται βοήθεια απ’ έξω, μόνο απ’ τις εγγενείς πηγές της, ναυπηγεί φορτηγά πλοία απ’ την καρίνα ώς τα πανιά στο πιο ψηλό κατάρτι, κι αφού τα εξοπλίσει, τα εμπιστεύεται στα βαθιά νερά της ανοιχτής θάλασσας.
Ένας άλλος λόγος για τον οποίο η Κύπρος αναφαίνεται στο ιστορικό προσκήνιο είναι εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης πρωτίστως ως σταθμός των ρωμαϊκών στρατευμάτων κατά τις μακρές και εξαντλητικές εκστρατείες τους στην Ανατολή. Η θέση της αυτή ασφαλώς ενδυναμώθηκε εξαιτίας της μεταφοράς της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας στην Ανατολή και, ακόμα περισσότερο, με την ανάδειξη της Αντιόχειας ως οικονομικού και στρατιωτικού κέντρου και αυτοκρατορικής κατοικίας. Επιπροσθέτως, κατείχε εξέχουσα θέση στη θρησκευτική γεωγραφία, καθώς αποτελούσε σταθμό των προσκυνηματικών διαδρομών προς την Αίγυπτο και τους Αγίους Τόπους.
Υπογραμμίζοντας λοιπόν αυτές τις συνέχειες με το ρωμαϊκό παρελθόν και το βυζαντινό μέλλον, ο Γιώργος Δεληγιαννάκης γράφει την ιστορία της υστερορωμαϊκής Κύπρου ως «success story» (σ. 24), το οποίο θα διαρκέσει ώς περίπου τα μέσα του 7ου αιώνα, όταν η Κύπρος γίνεται και πάλι μια περιφερειακή δύναμη, μεταξύ Βυζαντίου και Αράβων.
Στα έξι κεφάλαια της πολιτισμικής ιστορίας της υστερορωμαϊκής Κύπρου (που συμπληρώνονται από επίμετρο για τους Εβραίους του νησιού, και από πολυάριθμες κατόψεις και εικόνες), ο Δεληγιαννάκης διηγείται την ιστορία μιας πολιτισμικής μετάβασης. Τα στάδια και οι σταθμοί της, δυσανάγνωστα πολλές φορές λόγω των πηγών και εκ των πραγμάτων πολυσύνθετα, δεν απλουστεύονται από τον συγγραφέα, δεν λειαίνονται, ούτε και αποκαθαίρονται.
Ο Δεληγιαννάκης εξετάζει κριτικά ποικίλα στοιχεία της πολιτισμικής μεταμόρφωσης του νησιού, όπως αυτή εντοπίζεται στα δημόσια και στα ιδιωτικά κτίρια, στη διασκέδαση και στις αισθητικές προτιμήσεις, αλλά προπαντός στη θρησκεία. Αν και για την Κύπρο, η communis opinio είναι ότι η σύγκρουση μεταξύ χριστιανών και εθνικών δεν πήρε δραματικές διαστάσεις (σ. 38-41), διερευνώνται διεξοδικά οι μέθοδοι και οι συνέπειες του προσηλυτισμού και της μετάβασης από τη λατρεία της Αφροδίτης στη λατρεία αγίων και μαρτύρων. Όπως φαίνεται σε ποικίλα σημεία του συγγράμματος, η κοινωνία του νησιού ήταν έτοιμη να αποδεχθεί αυτή την πνευματική μεταστροφή, την ίδια ώρα που και η θρησκεία μεταμορφωνόταν σε όργανο εξουσίας, όπως εξαιρετικά καταδεικνύεται στο τελευταίο κεφάλαιο, το αφιερωμένο στον Επιφάνιο Σαλαμίνας, τον διασημότερο άνδρα υπό τον ήλιο, όπως αναφωνεί ένας απ’ τους ένθερμους υμνητές του (Σωζομενός, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία 6.32).
Προς τον χριστιανισμό
Προτού κυριαρχήσει απόλυτα ο χριστιανισμός, επισημαίνεται ότι η πολιτισμική φυσιογνωμία της υστερορωμαϊκής Κύπρου συγκροτείται μέσα από τον θρησκευτικό πλουραλισμό. Χαρακτηριστικός ως προς αυτό είναι ο τρόπος που αναπτύσσεται, στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου (‘The Last Pagans of Cyprus”), η επίκληση «Εἷς Θεός».
Η ιαχή αυτή αντηχούσε υψιτενής στις πόλεις της υστερορωμαϊκής οικουμένης. Αναγραφόταν ως graffito στους τοίχους ιπποδρόμων και θεάτρων, χαρασσόταν κομψά σε φυλαχτά και δαχτυλίδια, τοποθετούνταν ως αποτρόπαιο στα υπέρθυρα των οικιών, επαναλαμβανόταν ρυθμικά σαν προσευχή καταγεγραμμένη σε παπύρους και, όπως ορθά καταδεικνύει ο συγγραφέας, αν και εκ πρώτης όψεως η σημασία της φαίνεται αυτονόητη, στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερο σύνθετη. Η επίκληση χρησιμοποιούνταν από εθνικούς και από χριστιανούς, από Εβραίους και από Σαμαρίτες, για να περιγράψει τον θεό του καθενός με χαρακτηριστικά απολυτότητας, ως ανυπέρβλητο, παντοδύναμο και παντεπόπτη, σ’ ένα θεϊκό σύμπαν στο οποίο δεν ήταν μόνος, αλλά συγκατοικούσε με άλλες θείες οντότητες. Πρόκειται, δηλαδή, για μια επίκληση η οποία ανήκει στη θρησκευτική κοινή της εποχής και δείχνει, όπως και άλλα συγκαιρινά φαινόμενα, ότι οι διαχωριστικές γραμμές στις οποίες υποβάλλουμε τον αρχαίο κόσμο είναι πολύ περισσότερο διαπερατές απ’ όσο κάποτε πιστεύαμε. Όπως εξάλλου σχολιάζει ο συγγραφέας,
Δεν μπορούμε να συζητήσουμε την ύστερη ιστορία του παγανισμού έχοντας κατά νου δύο αυστηρά διακριτές ομάδες, τους χριστιανούς και τους μη-χριστιανούς, καθώς τέτοια όρια στη βιωμένη πραγματικότητα της εποχής ήταν πολύ συχνά ασαφή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι τόσο δύσκολο να περιγράψουμε αυτό που ονομάζεται εκχριστιανισμός: ένα ανοιχτό πρόγραμμα κοινωνικής μηχανικής που μεταμόρφωσε την κοινωνία της ύστερης αρχαιότητας. (σ. 26)
Ο Γιώργος Δεληγιαννάκης επισημαίνει επίσης ότι η χρήση των παγανιστών ιερέων δεν πρέπει να θεωρηθεί «βαρόμετρο» της θρησκευτικής ζωής, όπως συμβαίνει προκειμένου για άλλες ιστορικές περιόδους, διότι πολλές εκφάνσεις της εθνικής λατρείας δεν σχετίζονταν πλέον με τους ναούς και τις θυσίες, αλλά ασκούνταν σε ιδιωτικούς χώρους, με αποτέλεσμα τα ίχνη τους να έχουν εξαφανιστεί (σ. 39-40).
Στην Κύπρο η επίκληση «Εἷς Θεός» εντοπίζεται σε πέντε μνημεία. Σ’ ένα απ’ αυτά, στους αρχαίους Γόλγους, το σημερινό Αθηένου, πάνω σ’ ένα ανάλαφρο κομμάτι ασβεστόλιθου, που κάποτε κοσμούσε κτίριο θρησκευτικής χρήσης, χαράχτηκε η επιγραφή: «Ένας θεός, το μέγιστο, το ενδοξότατο όνομα, βοήθησέ μας όλους, σε παρακαλούμε, θεός ήλιος» (σ. 30 κ.ε.).
Ποιος είναι όμως αυτός ο θεός; Ο Erik Peterson αναγνωρίζει εδώ εβραϊκά στοιχεία, ενώ ο Terence Mitford το θεωρεί παράδειγμα ηλιολατρίας. Ο Γιώργος Δεληγιαννάκης με πειστική επιχειρηματολογία ισχυρίζεται ότι πρόκειται για μια εντόπια μορφή του Απόλλωνα και ότι ο Ήλιος έχει δευτερεύοντα ρόλο.
Η ίδια επίκληση χρησιμοποιούνταν όμως και από τους χριστιανούς, προπαντός προκειμένου να εκφραστεί η κατάπληξη και το δέος για τα θαύματα που επιτελούσαν οι χριστιανοί θείοι άνδρες. Έτσι, π.χ. στον βίο του Αγίου Ηρακλειδίου του 5ου αιώνα, το πλήθος αναφωνεί εμβρόντητο «εἷς θεός», όταν ο άγιος ανασταίνει τους νεκρούς.
Ενδεικτικό όμως του σύνθετου θρησκευτικού τοπίου που ήταν η υστερορωμαϊκή Κύπρος είναι ότι η έκφραση αυτή απαντά και σε ένα φυλαχτό που βρέθηκε σε άγνωστη τοποθεσία στην Κύπρο και απεικονίζει τη θυσία του Αβραάμ. Στην οπίσθια όψη διαβάζουμε «εἷς θεὸς ἐν οὐρανῷ», η οποία εμφανίζεται σε χριστιανικά, εθνικά και εβραϊκά περιβάλλοντα. Ο συγγραφέας εξηγεί ότι με τη χρήση αυτής της φόρμουλας γίνεται επίκληση στον έναν και μόνο θεό, ενώ ο Αβραάμ έχει ρόλο αντίστοιχο με αυτόν του Ήλιου στην προηγούμενη περίπτωση, καταλήγοντας στο ότι υπήρχε ώσμωση ανάμεσα στις διαφορετικές θρησκευτικές παραδόσεις. Και στην περίπτωση της συγκεκριμένης επίκλησης, όπως ακριβώς και προκειμένου στις νέες ερμηνείες που προσφέρει για τα εκπληκτικά μωσαϊκά των επονομαζόμενων Οικιών του Αιώνα και του Θησέα (βλ. κεφ. Γ΄: Elite values and urban histories), ο Δεληγιαννάκης εδράζεται προφανώς στη διεθνή βιβλιογραφία, αλλά και στο κυπριακό περικείμενο, δηλαδή στη συγκεκριμένη πολιτισμική και θρησκευτική κοινή της Κύπρου.
Η μετάβαση από το ποικιλόμορφο λατρευτικό περιβάλλον στη μία θρησκεία δεν μπορεί ίσως να αποδοθεί καλύτερα από μια ιστορία που καταγράφεται στον Βίο του Επιφάνιου (Βλ. κεφ. 5: “Cuprus at the time of Epiphanios”). Ο επίσκοπος παρουσιάζεται να περιδιαβάζει τον διαμελισμένο ναό του Διός στη Σαλαμίνα. Στο εντυπωσιακό αυτό οικοδόμημα, σύμφωνα με τον αυτοκράτορα Ιουλιανό (Λόγοι 135d, 143d Wright), λίγα μόλις χρόνια πριν από την έλευση του λιπόσαρκου επισκόπου, γίνονταν ακόμα τελετουργίες κοινές προς τιμήν του Διός και του Ηλίου, που ξεπερνούσαν σε δημοτικότητα και αυτές της Παφίας Αφροδίτης. Ωστόσο, στα χρόνια του Επιφάνιου ο ναός κείτεται πλέον ανήμπορος και εγκαταλελειμμένος.
Εκεί ο επίσκοπος λέγεται ότι ανακαλύπτει έναν αμύθητο θησαυρό. Το αμέτρητο χρυσάφι το χρησιμοποιεί για να χρηματοδοτήσει το οικοδομικό του πρόγραμμα προς μείζονα δόξα του θεού των χριστιανών. Η συγκεκριμένη αφήγηση, όπως και ο υπόλοιπος βίος του Επιφάνιου, δεν αναφέρεται σε βίαια ξεσπάσματα, μολονότι τοποθετεί τον επίσκοπο-θρύλο της Κύπρου εν μέσω εθνικών, οι οποίοι, όπως είναι αναμενόμενο στο πλαίσιο αυτού του γραμματειακού είδους, μέχρι το τέλος της ζωής του, χάρις στον ακαταπόνητο χριστιανό ήρωα, έχουν πλέον μεταστραφεί. Συγχρόνως, η ιστορία αυτή καθρεφτίζει συμβολικά ένα πέρασμα: στην Κύπρο, σχεδόν συναινετικά, οι αρχαίες λατρείες γονιμοποιούν μέσα από τα σπαραγμένα αρχιτεκτονικά τους μέλη τη νέα χριστιανική πραγματικότητα.
Το παρόν βιβλίο του Γιώργου Δεληγιαννάκη, μια ουσιαστική και καίρια συνδρομή τόσο στην ιστορία της Κύπρου όσο και στην υστερορωμαϊκή ιστορία εν γένει, αποτελεί άλλη μία έκφραση του συστηματικού έργου του συγγραφέα για την προώθηση ζητημάτων της Ύστερης Αρχαιότητας, όπως φανερώνουν επίσης η διδακτική του δραστηριότητα στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, όπου εργάζεται ως αναπληρωτής καθηγητής, η εκτενής αρθρογραφία του σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, αλλά και η έκδοση του σημαντικού έργου του, The Dodecanese and eastern Aegean Islands in Late Antiquity, Oxford University Press (2016).